Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένα φιλί κουμκουάτ, στα χείλη

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //
Βρο­χή, για να συντη­ρεί­ται η ιδε­ο­λο­γι­κή μελαγ­χο­λία της φύσης και του έρω­τα.
Βρο­χή στην Κέρ­κυ­ρα, με την αγιο­σύ­νη του εφή­με­ρου στη ροή του χρό­νου και την αμαρ­τω­λό­τη­τα του λυγ­μού στη νοσταλ­γία. Βρο­χή, η πολύ κοντι­νή συγ­γέ­νισ­σα της ψυχής και η ψυχή στην Κέρ­κυ­ρα ταυ­τί­ζε­ται με την ήρε­μη φύση την ανοι­χτή στο φως και στη θάλασ­σα, στον άνε­μο και τα σύν­νε­φα όταν χαμη­λώ­νουν και γητεύ­ουν πέτρα και χώμα.
Εδώ στέ­ριω­σες κι εσύ, εδώ γιά­τρε­ψες την καρ­διά σου, εδώ, σαρά­ντα χρό­νια μετά, μαθη­τεύ­εις ακό­μη στη μαγεία του έρω­τα και μεθάς στο παυ­σί­λυ­πο Ιόνιο φως.  Με ή δίχως ομπρέ­λα, στη βρο­χή της Κέρ­κυ­ρας ανα­ζη­τάς μαζί με τα παλιά και τα και­νούρ­για μυστι­κά του κόσμου και είναι βέβαιο πως διεκ­δι­κείς και θα ζήσεις αλλιώ­τι­κες εμπει­ρί­ες, εμπλου­τί­ζο­ντας  πνεύ­μα και βιώματα.
Λάδι σε καμβά Μαρίλη Βλάχου...

Μαρί­λη Βλά­χου, λάδι σε καμβά

Μια ψιχά­λα κυλά­ει στο τζά­μι, αφορ­μή για νέες εσω­τε­ρι­κές δια­δρο­μές και όχι μόνο. Από αυτό το παρά­θυ­ρο με το φεγ­γί­τη δεν υπο­τι­μά­ται η παρα­τή­ρη­ση, αφού δεν είναι μόνο τα ορα­τά, η θάλασ­σα, η αλυ­σί­δα του χιο­νιού στα απέ­να­ντι βου­νά και η ανα­το­λή του ήλιου πίσω από το Λαζα­ρέ­το. Μαγι­κά θαρ­ρείς, η ποι­η­τι­κή εμψύ­χω­ση και ο στο­χα­σμός ανα­δύ­ο­νται από μέσα σου όταν στέ­κε­σαι εδώ ρεμ­βά­ζο­ντας πέρα από τη λογι­κή αντί­λη­ψη των πραγμάτων.

Χαρούλα Βερίγου Ζωή ΔικταίουΣτο παλιό σπί­τι της Ηλέ­κτρας, στο Νησί Γκε­ρέ­κου, το κύμα παρα­πά­νω από εκα­τό χρό­νια συντρο­φεύ­ει το πηγά­δι της αυλής και τα γέρι­κα δέντρα εξαρ­γυ­ρώ­ντας την αλμύ­ρα στο χτι­στό φιλια­τρό και στο τσί­γκι­νο κου­βα­δά­κι που καθρε­φτί­ζε­ται, κρε­μα­σμέ­νο από το σκοι­νί, στον πάτο του νερού. Η ηλι­κιω­μέ­νη γυναί­κα με το γλυ­κό χαμό­γε­λο, στην κου­νι­στή πολυ­θρό­να τυλιγ­μέ­νη στο πλε­χτό της σάλι, μιλά­ει για τις λησμο­νη­μέ­νες επο­χές, για τους ανθρώ­πους της, για την καλο­σύ­νη και την ευγέ­νεια που ξεφτούν και χάνο­νται, “μαζί με τις παλιές αγά­πες ψυχή μου…”

Στις παλιές αγά­πες…” , επα­να­λαμ­βά­νεις από μέσα σου και χαμο­γε­λάς. Πετα­ρί­ζουν οι πετα­λού­δες στην καρ­διά, εγκα­τα­λεί­πε­σαι, κλεί­νεις τα μάτια. Η διή­γη­ση σε παρα­σύ­ρει. Ακούς μαζί της τα κου­δου­νά­κια των αμα­ξά­δων και τα πέτα­λα των αλό­γων στο καλ­ντε­ρί­μι στις ώρες της βρο­χής, την ακο­λου­θείς σε ρομα­ντι­κούς περι­πά­τους πότε ανά­με­σα σε λιό­δε­ντρα και ανθι­σμέ­να λει­βά­δια και πότε στις ακρο­για­λιές με εμπιστοσύνη.

Ρεμ­βά­ζο­ντας παρα­με­ρί­ζει τη σκό­νη της λήθης και ξανα­βλέ­πει με τη λιγο­στή της όρα­ση τώρα πια, μαζί με τον και­ρό που πέρα­σε και τον και­ρό που έρχε­ται φου­ριό­ζος με πολ­λή φασα­ρία θαρ­ρείς να σαρώ­σει στο πέρα­σμά του όσα μπο­ρεί περισσότερα.

Γυρί­ζεις το κλει­δί. Στον δεύ­τε­ρο ήχο ξεκλει­δώ­νεις το μπου­φέ της σιό­ρας Φιλου­μέ­νης, μητέ­ρας της Ηλέ­κτρας. Με την αφή ταξι­δεύ­εις στο ελκυ­στι­κό χρυ­σα­φί χρώ­μα. Τα νερά που σχη­μα­τί­ζει το ξύλο στη λεία επι­φά­νεια με τις καστα­νο­κόκ­κι­νες απο­χρώ­σεις, προ­κα­λούν μια ευχά­ρι­στη οπτι­κή αίσθη­ση ανα­πό­λη­σης. Το παλιό θαρ­ρείς κρύ­βει πάντα ένα μυστή­ριο, το μυστή­ριο του χρό­νου, ή της ζωής που πέρα­σε και άφη­σε τα σημά­δια της, ίσως…

Δια­κο­σμη­τι­κά πιά­τα πορ­σε­λά­νης, αση­μέ­νια κηρο­πή­για, κρυ­στάλ­λι­να ποτή­ρια, γυά­λι­νες κανά­τες, περί­τε­χνα μπου­κά­λια, όλα εδώ, συνη­θι­σμέ­να και οικεία, έτοι­μα να διη­γη­θούν με τη σει­ρά τους, τις ιστο­ρί­ες από την αρχή. Κάθε αντι­κεί­με­νο είναι σύμ­φυ­το με προ­σω­πι­κές μνή­μες, κάθε τι ζωντα­νεύ­ει το πνεύ­μα μιας άλλης επο­χής και εσύ την απο­ζη­τάς εκεί­νη την επο­χή, θέλεις το συναί­σθη­μα της ζεστα­σιάς, της αγκα­λιάς, της συγκί­νη­σης, της ασφά­λειας, της υπόσχεσης.

Απόλλων και Δάφνη λάδι σε καμβά Μαρίλη Βλάχου

Απόλ­λων και Δάφ­νη, λάδι σε καμ­βά, Μαρί­λη Βλάχου

Δυνα­μώ­νει η βρο­χή. Μια σύντο­μη ματιά από το ίδιο παρά­θυ­ρο. Το όρος σε ατε­λεί­ω­το αίνιγ­μα, πιο σκο­τει­νό από τις λεβά­ντες, μόνο η κορυ­φή του Παντο­κρά­το­ρα θαρ­ρείς οδοι­πο­ρεί ανά­με­σα στις αστρα­πές και τα νέφη. Λεπτή ομί­χλη τυλί­γει χαμη­λά τα δέντρα του κήπου. Οι πευ­κο­βε­λό­νες πάνω στα φύκια. Ένα κορί­τσι με κόκ­κι­νο παλ­τό στρί­βει βια­στι­κά στο μονο­πά­τι πίσω από τις κου­κου­να­ριές. Τα που­λιά μαζεύ­τη­καν στο φρά­χτη με τους πυρά­καν­θους. Οι ψαρό­βαρ­κες λικνί­ζο­νται σε κάθε φύση­μα του ανέ­μου. Θ’ αφή­σεις τα ασπρό­ρου­χα να τινά­ζο­νται στο σύρ­μα. Γυρί­ζεις το βλέμ­μα στο αναμ­μέ­νο τζάκι.
Τώρα περισ­σό­τε­ρες στα­γό­νες βρο­χής πέφτουν  λοξά στο τζά­μι σχη­μα­τί­ζο­ντας κάθε­τες ραβδώ­σεις. Το φως περ­νά­ει μέσα τους και δια­χέ­ε­ται στο χώρο. Κάθε αντι­κεί­με­νο γίνε­ται εικό­να και κάθε εικό­να απο­κτά μια  ποιό­τη­τα τέχνης πρω­τό­γνω­ρη, θαρ­ρείς αυτή που έχει ένας πίνα­κας ζωγρα­φι­κής. Σαν παρα­μύ­θι, σκε­φτε­σαι και απο­λαμ­βά­νεις τη μαγεία! Ή γνώ­ση του μικρού σου κόσμου, η γνώ­ση της Κέρ­κυ­ρας σε μια παρο­μοί­ω­ση. Ναι, η Κέρ­κυ­ρα είναι σαν παραμύθι!

Ανοί­γεις το συρ­τά­ρι. Γκρα­βού­ρες, ασπρό­μαυ­ρες φωτο­γρα­φί­ες, δαχτυ­λή­θρες, κου­μπιά, βεντά­λιες, καρτ ποστάλ, μπου­κα­λά­κια από αρώ­μα­τα, κλει­διά, δραχ­μές, δεκά­ρες, ημε­ρο­λό­για, μυρω­διά από το νωτι­σμέ­νο χαρ­τί του τετρα­δί­ου με τις παρα­δο­σια­κές συντα­γές και ανά­με­σα σε όλα αυτά να πλα­νά­ται η ακλό­νη­τη πίστη στο μεγά­λο έρωτα.
Δεν κρα­τιέ­σαι, έχεις βάλει στο μάτι ένα μικρό κολο­νά­το ποτή­ρι. Δεν θα δυσκο­λευ­τείς να βρεις και το μπου­κά­λι με το λικέρ, “Δια χει­ρός Ηλέ­κτρας”  γρά­φει στην ετι­κέ­τα.  Ξεφυ­λί­ζο­ντας το τετρά­διο βρί­σκεις και τη συντα­γή, γραμ­μέ­νη με πλά­για καλ­λι­γρα­φι­κά γράμματα.

    Κάνεις ένα ωραίο καφέ, από του Μαρ­κο­σιάν ανά­μι­κτο χαρ­μά­νι καλο­κα­βουρ­ντι­σμέ­νο, πίνεις δυο γου­λιές, κλεί­νεις το αρι­στε­ρό μάτι πονη­ρά στη Μοί­ρα που κάνει περα­τζά­δα στο παρα­θύ­ρι σου, βάζεις κι ένα λου­κου­μά­κι στο πια­τά­κι, να το φας εσύ, να γλυ­κα­θεί αυτή, πιά­νεις το τρα­γού­δι, ξέρεις εσύ απ’ αυτά της Βλα­χο­πού­λου,  ύστε­ρα παίρ­νεις ένα κιλό ώρι­μα κουμ­κουάτ, ανοί­γεις τη βρύ­ση, οικο­νο­μία στο νερό, το ’παμε κι αφού τα πλύ­νεις,  τα στε­γνώ­νεις σε λινή πετσέ­τα κι έπει­τα τα περνάς με σακο­ρά­φα σε μπαμπακε­ρή κλω­στή, σαν κολιέ. Μην τα κρε­μά­σεις στο λαι­μό, όχι, δεν κάνει, ο λαι­μός σου είναι μόνο για μαρ­γα­ρι­τά­ρια. Κατό­πιν, αδειά­ζεις μια μποτί­λια κονιάκ σε γυά­λι­νο βάζο και τα τοποθε­τείς μέσα. Σκεπάζεις με τού­λι και χαλα­ρά το καπάκι από πάνω, ναναπνέει, που και ανά­σα τη χρειά­ζε­ται όσο θα το αφή­σεις σε μια σκο­τει­νή γωνιά της κου­ζί­νας. Αφού περά­σουν σαρά­ντα μέρες, θα σηκώ­σεις τα μανί­κια και θα φτιά­ξεις το σιρόπι. Τρεις μεγά­λες κούπες ζάχα­ρη και δυο νερό φτά­νουν. Όμως, για να πάρει λαμπερό χρώ­μα και ωραίο άρω­μα, μην το ξεχά­σεις, πρέ­πει να βρά­σεις μαζί με τη ζάχα­ρη και δυο χού­φτες, τις φλού­δες μόνο, φρέ­σκα κουμ­κουάτ. Θα μοσχο­βο­λί­σει το σπί­τι. Κι εσύ να σκύ­ψεις το πρό­σω­πό σου πάνω από την κατσα­ρό­λα και να παίρ­νεις ανά­σες στον ατμό. Μετά θα κατα­λά­βεις, όταν κοι­τα­χτείς στον καθρέ­φτη! Η νόνα μου, που έφτα­σε τα εκα­τό και την έκα­νες για εξή­ντα, έλε­γε πως η ομορ­φιά δεν θέλει κόπο, θέλει τρό­πο. Αυτό είναι ένα μυστι­κό για εσέ και το δέρ­μα σου. Όταν κρυώ­σει, θα ανα­μί­ξεις όλα μαζί τα υλι­κά και θα κλεί­σεις ξανά το βάζο, ερμη­τι­κά αυτή τη φορά. Ξόρ­κι δε χρειά­ζε­ται.  Ένα φυλ­λα­ρά­κι αρμπα­ρό­ρι­ζας είναι αρκε­τό. Να ’χεις μόνο υπο­μο­νή, κάνα μήνα ακό­μη. Όταν έρθει η καλή ώρα, περ­νάς από ψιλό τού­λι το λικέρ και το βάζεις σε μπου­κά­λια. Εις υγεί­αν μάτια και καλή καρδιά!

Σημεί­ω­ση: Τα φρού­τα μην τα πετά­ξεις. Κρί­μα είναι. Βγά­ζεις την κλω­στή. Μ’ αυτή να δέσεις μια ευχή στο δέντρο που σού έδω­σε τον καρ­πό, να ’χει φεγ­γά­ρι λαγα­ρό πάνω­θέ του. Τ’ αλέ­θεις στο μύλο και τα συντη­ρείς μέσα σε λάδι. Κι όταν μαγει­ρεύ­εις κρε­α­τι­κά, αν είναι ψητά, τα αλεί­φεις μαζί με τα μπα­χα­ρι­κά και τη ρίγα­νη, αν είναι κοκ­κι­νι­στά βάζεις μια κου­τα­λιά στη σάλ­τσα με τη ντο­μά­τα. Νοστι­μιά ψυχή μου, κάμε το και θα δείς, θα τρως και θα μού συγχωρνάς! ”

Επικοινωνία, λάδι σε καμβά, Μαρίλη Βλάχου

Επι­κοι­νω­νία, λάδι σε καμ­βά, Μαρί­λη Βλάχου

Κουμ­κουάτ, ανά­σα βαθιά ως την ψυχή.  Ο Σίδνεϋ Μέρ­λιν,   (Sidney Louis Walter), Έλλη­νας βρε­τα­νι­κής κατα­γω­γής βοτα­νο­λό­γος, κτη­μα­τί­ας, αθλη­τής της σκο­πο­βο­λής και χρυ­σός ολυ­μπιο­νί­κης στη Μεσο­λυ­μπιά­δα του 1906, ήταν εκεί­νος που έφε­ρε το πρώ­το κουμ­κουάτ στην Κέρ­κυ­ρα το 1924, όπου έμελ­λε πέρα από ελκυ­στι­κή πρό­τα­ση και από­λαυ­ση να γίνει και το σήμα κατα­τε­θέν του νησιού.

Βρέ­χει. Αγα­πάς τη βρο­χή. Στη­ρί­ζεις τη συμπε­ρι­φο­ρά σου σε αυτό το ιδιαί­τε­ρο τοπίο. Η βρο­χή, ευσε­βής πόθος της ψυχής. Στην Κέρ­κυ­ρα, εδώ θα μεί­νεις, μέχρι να εκπλη­ρω­θεί και το τελευ­ταίο σου όνει­ρο, στη βρο­χή. Χαί­ρε­σαι να την ακούς, να τη βλέ­πεις, να την αισθά­νε­σαι. Η αγά­πη μπερ­δεύ­ε­ται και σμί­γει με τις στά­λες στα φύλ­λα, στα κερα­μί­δια, στα χει­μω­νιά­τι­κα τρια­ντά­φυλ­λα, στην προ­κυ­μαία, στα ιστία των σκα­φών στη Μαρί­να, στα βότσα­λα, στα καφέ, στα παρα­θυ­ρό­φυλ­λα και στα μπαλκόνια.

Αφή­νε­σαι με εμπι­στο­σύ­νη σε μια ανά­μνη­ση. Χει­μώ­νας του 1981, τρεις μήνες μετά την εγκα­τά­στα­σή σου στην Κέρ­κυ­ρα, ένας απο­γευ­μα­τι­νός περί­πα­τος σε είχε φέρει από το Πυρ­γί, στο κτή­μα του Μέρ­λιν στη Δασιά. Ένα ουρά­νιο τόξο αγκά­λια­ζε στε­ριά και θάλασ­σα στην ξαφ­νι­κή βρο­χή. Ούτε και σε αυτό βρή­κες τον κρυμ­μέ­νο θησαυ­ρό κι ας νόμι­ζες πως άγγι­ζες τη μια του­λά­χι­στον άκρη του.

Ευγε­νέ­στα­τη μια κυρία προ­χω­ρη­μέ­νης ηλι­κί­ας, ίσως να ήταν η σύντρο­φος του επι­στά­τη, σού είχε διη­γη­θεί την ιστο­ρία της οικο­γέ­νειας και πως το κτή­μα Μέρ­λιν που συνο­ρεύ­ει με τα κτή­μα­τα των Θεο­τό­κη­δων, είχε παί­ξει πολύ σπου­δαίο ρόλο στην οικο­νο­μία της Κέρ­κυ­ρας αφού είχε δώσει εργα­σία σε πολ­λούς ντό­πιους. Πάνω στο μικρό λόφο, θυμά­σαι καλά, σού είχε δεί­ξει ένα ενε­τι­κό οχυ­ρό και ήταν σίγου­ρη πως σε αυτό, που ήταν κατοι­κία των Θεο­τό­κη­δων, συνή­θι­ζε να έρχε­ται και ο εθνι­κός μας ποι­η­τής Διο­νύ­σιος Σολωμός.

Κατη­φό­ρι­ζες μαζί της, ακο­λου­θώ­ντας το δρο­μά­κι δίπλα στο ελι­κοει­δές ρέμα προς την παρα­λία. Αρι­στε­ρά και δεξιά εσπε­ρι­δοει­δή και ελαιό­δε­ντρα. Στο γεφυ­ρά­κι σού είχε προ­σφέ­ρει ένα πορ­το­κά­λι, “ποι­κι­λία ναβέ­λα, αυτή που έφε­ρε εκεί­νος από την Αμε­ρι­κή” , τόνι­σε πριν ρωτή­σει για την κατα­γω­γή σου. Στο άκου­σμα της απά­ντη­σης και με την ανα­φο­ρά στην Κρή­τη, άδρα­ξε την ευκαι­ρία και συμπλή­ρω­σε τη διή­γη­ση της:

“ Άκου ψυχή μου, ο Μέρ­λιν είχε φτά­σει και στον τόπο σου, πάμπλου­τος, είχε και εκεί τρα­νή περιου­σία και όταν οι Γερ­μα­νοί μπή­καν στην Αθή­να  πήρε τη  δεύ­τε­ρη γυναί­κα του, την Κατε­ρί­να Ιγγλέ­ση και κατέ­φυ­γαν για να σωθούν στην Κρή­τη. Με την πρώ­τη, τη  Ζαΐ­ρα Θεο­τό­κη που είχε καθώς λέγα­νε, σπου­δαία ανα­τρο­φή και μόρ­φω­ση, είχαν χωρί­σει, το ’παμε αυτό, δεν ήθε­λε βλέ­πεις να ζήσει στη Λαμία αφού η οικο­γέ­νεια της είχε γυρί­σει από την Αθή­να στην Κέρ­κυ­ρα. Στην Κρή­τη, στην έπαυ­λή του, είχε φιλο­ξε­νή­σει και τον Βασι­λιά Γεώρ­γιο τον δεύ­τε­ρο, που με την τότε κυβέρ­νη­ση βρέ­θη­καν και αυτοί εκεί. Παρα­μο­νές της εισβο­λής των Γερ­μα­νών αλε­ξι­πτω­τι­στών στο νησί σου, ο Μέρ­λιν και η γυναί­κα του διέ­σχι­σαν τα βου­νά με τα πόδια, για να βρε­θούν στην νότια πλευ­ρά όπου τους παρέ­λα­βε το βρε­τα­νι­κό αντι­τορ­πι­λι­κό Napier. Έτσι έφτα­σαν σώοι και απο­βι­βά­στη­καν στην Αλε­ξάν­δρεια της Αιγύπτου.”

Το βάθος των εντυ­πώ­σε­ων, ενα­πό­κει­ται στον τρό­πο που εισπράτ­το­νται και αφο­μοιώ­νο­νται τα κίνη­τρα και τα ερε­θί­σμα­τα καθώς η μνή­μη τα δια­μορ­φώ­νει με δικά της παρα­στα­τι­κά μέσα από τα απο­τυ­πώ­μα­τα που πάνω τους αφή­νει ο και­ρός και ο χρό­νος. Έχεις κρα­τή­σει την οσφρη­τι­κή ανά­μνη­ση εκεί­νης της βόλ­τας μαζί με τη γλύ­κα του πορ­το­κα­λιού και την πικρή σπιρ­τά­δα του χρυ­σού φρού­του που γεύ­τη­κες για πρώ­τη φορά.

Έρως, λάδι σε καμβά, Μαρίλη Βλάχου

Έρως, λάδι σε καμ­βά, Μαρί­λη Βλάχου

Περισ­σό­τε­ρο όμως ανα­πο­λείς το φιλί στο λιό­γερ­μα. Στην έρη­μη ακτή είχα­τε δώσει ραντε­βού. Ένα ακό­μη, στη βρο­χή. Έτρε­χες με χαρά, λαχα­νια­σμέ­νη. Τα βήμα­τά σου άφη­ναν βαθιά σημά­δια στην άμμο. Ο αέρας έφτα­νε κρύ­ος χτε­νί­ζο­ντας ως συνή­θως την αλι­σά­χνη στα βλέ­φα­ρα. Έβγα­λες το πανω­φό­ρι και ρίχτη­κες με το λεπτό που­κά­μι­σο στην αγκα­λιά του. Σε κρά­τη­σε σφι­χτά. Μετά χάι­δε­ψε τα μαλ­λιά και τα χέρια σου. Κρα­τάς ένα φιλί κουμ­κουάτ, στα χεί­λη.  Μια προ­νο­μιού­χα στιγ­μή στο ημε­ρο­λό­γιο των ανα­μνή­σε­ων, πεντα­κά­θα­ρη στην καρ­διά και στη σκέ­ψη σου κατα­φέρ­νει να παρα­μέ­νει ανέ­πα­φη τόσα χρό­νια και στις καλές και στις κακές μέρες του βίου.

Την επι­στρο­φή στο παρελ­θόν δια­κό­πτει η υπεν­θύ­μι­ση στο ρολόι. Αγκα­λιά και φιλί στην καλή σου Ηλέ­κτρα με την υπό­σχε­ση πως θα ξανάρ­θεις σύντο­μα. Αύριο…

Ανοί­γεις τη βαριά ξύλι­νη πόρ­τα. Κατε­βαί­νεις με αργά βήμα­τα την πέτρι­νη σκά­λα. Το για­σε­μί, παρά την παγω­νιά δια­τη­ρεί κάποια άνθη. Την προ­σο­χή σου έλκει αυτό το ένα που έχει γεί­ρει πάνω στο κερα­μί­δι. Φέγ­γει ολό­λευ­κο! Σε γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά. Ο σκύ­λος αντι­λαμ­βά­νε­ται την παρου­σία σου μόλις φτά­νεις στο πλα­τύ­σκα­λο με την ορταν­σία, στο μπό­τζο. Βαριε­στη­μέ­να σού κου­νά­ει την ουρά. Δια­σχί­ζεις τη μικρή αυλή με τις λεμο­νιές και τις μπου­καμ­βί­λιες. Η βρο­χή σε χαϊ­δεύ­ει στο πρό­σω­πο. Σηκώ­νεις το βλέμ­μα στον ουρα­νό, να ευχα­ρι­στή­σεις. Μετά φέρ­νεις απα­λά τα δάχτυ­λα του ενός χεριού ν’ αγγί­ξουν την παλά­μη του άλλου. Σε μισή ώρα βρί­σκε­σαι στον κεντρι­κό δρό­μο στο Κοντό­κα­λι. Σε περι­μέ­νει μια καλή φίλη.

Φύση προι­κι­σμέ­νη και πολυ­τά­λα­ντη, η αυτο­δί­δα­κτη ζωγρά­φος Μαρί­λη Βλά­χου, μια ξεχω­ρι­στή κερ­κυ­ραία της τέχνης, εμπνέ­ε­ται από τη φύση, την ελλη­νι­κή μυθο­λο­γία, την αγά­πη της για την Κέρ­κυ­ρα, τον έρω­τα και την ίδια τη ζωή. Η ζωγρα­φι­κή δίνει στη Μαρί­λη την ευκαι­ρία να εκφρά­σει ανε­μπό­δι­στα τα συναι­σθή­μα­τά της, να μιλή­σει ανοι­χτά για το πώς αντιλ­λαμ­βά­νε­ται το ωραίο, να εξω­τε­ρι­κεύ­σει τις σκέ­ψεις της στον καμ­βά με τρό­πο μονα­δι­κά πλη­θω­ρι­κό και εύγλω­το.  Εκπλη­κτι­κά ζωη­ρά τα χρώ­μα­τα στα έργα της, απο­κα­λυ­πτι­κά του πάθους απε­λευ­θε­ρώ­νουν μια απί­στευ­τη έντα­ση και δύνα­μη ψυχής.  Αυτή η εκφρα­σμέ­νη δημιουρ­γι­κή ελευ­θε­ρία του πνεύ­μα­τος, παρα­κα­τα­θή­κη για όποιον απο­φα­σί­ζει να ακο­λου­θή­σει την σκλη­ρή μα και όμορ­φη, μπο­έ­μι­κη ζωή μιας αλη­θι­νής καλ­λι­τέ­χνι­δος, απο­τε­λεί ένα σημα­ντι­κό έναυ­σμα και παρά­δειγ­μα προς μίμη­ση. Ωστό­σο, μια γλυ­κιά μελαγ­χο­λία, θα τη συνα­ντή­σεις φευ­γα­λέα στο τρυ­φε­ρό, στο καθα­ρό και απέ­ρα­ντο βλέμ­μα της.

Με τη Μαρί­λη έχεις σχε­διά­σει αυτή τη βόλ­τα. Ύστε­ρα από δέκα περί­που χιλιό­με­τρα δια­δρο­μής με το αυτο­κί­νη­το, περ­πα­τά­τε μαζί στους στε­νούς δρό­μους στο Σκρι­πε­ρό. Πρό­κλη­ση τα μικρά πλα­τώ­μα­τα για να θαυ­μά­σεις τα θολω­τά περά­σμα­τα και τα μεγα­λο­πρε­πή παλιά αρχο­ντι­κά χτι­σμέ­να τα περισ­σό­τε­ρα στην περί­ο­δο της Βενε­το­κρα­τί­ας. Πρό­κλη­ση και τα παρα­δο­σια­κά καφε­νεία. Μετά τον καφέ, “ας βρέ­χει” , θα πεί­τε ταυ­το­χρό­νως και ανε­βαί­νο­ντας πιο ψηλά στο Πανω­χώ­ρι, σας απο­ζη­μιώ­νει η μονα­δι­κή θέα από τους κατα­πρά­σι­νους λόφους και τα γρα­φι­κά χωριά, ίσα­με πέρα στο πέλαγος.

Μακρι­νή η υπό­κω­φη βουή του ανέ­μου περ­νά από φυλ­λω­σιά σε φυλ­λω­σιά αφή­νο­ντας υπο­νο­ού­με­να για εκεί­νες τις λέξεις, τις ξεχα­σμέ­νες στην απο­μέ­σα ραφή της σκέ­ψης σου και γίνε­ται επι­τα­γή της ψυχής να ζωντα­νέ­ψουν, τώρα που τα κυπα­ρίσ­σια ψιθυ­ρί­ζουν βρα­δι­νές προ­σευ­χές και αρχί­ζουν ν’ ανά­βουν δει­λά δει­λά τα σύν­νε­φα στη δύση. Τέτοιες στιγ­μές δεν ρωτάς για τις φωνές, από πού ακού­γο­νται και πώς φτά­νουν, όχι, απλά ανα­γνω­ρί­ζεις τα μυστι­κά και τα μηνύ­μα­τα που γυρεύ­ουν εσέ­να στη μενε­ξε­δέ­νια χίμαι­ρα του ορί­ζο­ντα και στη βροχή.

Ορκί­ζε­σαι, πως τις βλέ­πεις να πλη­σιά­ζουν, γυναί­κες με φρύ­δια νιο­φτέ­ρου­γα φεγ­γά­ρια και χεί­λη κοραλ­λέ­νια. Να άρχι­σαν κιό­λας να χτυ­πούν τις δίφυλ­λες πόρ­τες, αμί­λη­τες για την ώρα, αφή­νουν να τα μολο­γά ο άνε­μος τα θέλω τους και τα μπο­ρώ. Κι ύστε­ρα, καθώς σκύ­βουν και φιλούν τα μπρού­τζι­να χερά­κια, τα ρόπτρα και τα σιδε­ρέ­νια μάντα­λα, ανοί­γουν μόνες τους όλες οι πόρ­τες και φεύ­γουν οι γυναί­κες από τις ασπρό­μαυ­ρες φωτο­γρα­φί­ες, αφή­νουν τις κορ­νί­ζες και βγαί­νουν στους δρό­μους, κρε­μούν τα κλει­διά της λησμο­νιάς στα πιο ψηλά λιό­δε­ντρα και κατα­ριού­νται την αιώ­νια ακαμ­ψία την ασυμ­βί­βα­στη με το ρόδι­νο πρό­σω­πο του έρω­τα. Νύμ­φες, λένε πως έχουν γίνει και τού­τες οι ασύ­χα­στες ψυχές που ελευ­θε­ρώ­νο­νται στην τελευ­ταία ηλια­χτί­δα του απο­βρο­χά­ρη ήλιου και ζουν ξανά για μια νύχτα μέχρι το πρώ­το φως της αυγής.

Μέχρι τώρα είχες ακού­σει για τις άλλες Νύμ­φες, αυτές που συνή­θως κατοι­κούν σε σπη­λιές και υφαί­νουν τα πεπρω­μέ­να πριν γίνουν πετρω­μέ­να, που κλώ­θουν τη ζωή σε μετα­ξο­κλω­στή με αργυ­ρό αδρά­χτι και χρυ­σό σφο­ντύ­λι  και τρα­γου­δούν μαυ­λί­ζο­ντας τα τρε­χού­με­να νερά. Κι όταν αφή­νουν τη ρόκα, κατε­βά­ζουν τα σύν­νε­φα και τα στί­βουν όπως οι γυναί­κες τα σεντό­νια της μπου­γά­δας στη σκά­φη και μετά χορεύ­ουν ξυπό­λη­τες παρέα με τον Ερμή και τον Πάνα στις ρεμα­τιές και στους δασω­μέ­νους λόγ­γους. Θνη­τές και εκεί­νες, μα έχουν το προ­νό­μιο να ζουν περισ­σό­τε­ρο και μόνο τη νιό­τη, μεγα­λώ­νουν χωρίς να γερ­νούν, γι αυτό ερω­τεύ­ο­νται με πάθος.

Κόρ­κυ­ρα, ονο­μα­ζό­ταν στην ελλη­νι­κή μυθο­λο­γία η κόρη του Ασω­πού ποτα­μού και της Νύμ­φης Μετώ­πης.
Σύμ­φω­να με το μύθο, ο Ποσει­δώ­νας ερω­τεύ­θη­κε την όμορ­φη νύμ­φη, την απή­γα­γε και την έφε­ρε σε ένα νησί, που μέχρι τότε δεν είχε όνομα.
Έτσι έδω­σε στο νησί το όνο­μά της, “Κόρ­κυ­ρα”, η σημε­ρι­νή Κέρκυρα.
Καρ­πός του έρω­τά τους ένα παι­δί, αγό­ρι, ο Φαί­α­κας, από τον οποίο πήραν στη συνέ­χεια το όνο­μά τους οι κάτοι­κοι του νησιού, Φαίακες.

Μαρίλη Βλάχου, Λάδι σε καμβά

Μαρί­λη Βλά­χου, Λάδι σε καμβά

Οι Νύμφες αγαπήθηκαν, λατρεύτηκαν, υμνήθηκαν

Νύμ­φες, του μεγα­λό­καρ­δου Ωκε­α­νού κορί­τσια, / που στα υγρά περά­σμα­τα, κάτω απ’ της γης τα βάθη / την κατοι­κία έχε­τε κι όλο στρι­φο­γυρ­νά­τε / κρύ­βο­ντας τα περά­σμα­τα, εσείς αγνές παρ­θέ­νες, / που χαί­ρε­στε μες στις σπη­λιές και είστε η χαρά τους / και στις πηγές ανή­κε­τε, πλα­νιέ­στε στον αέρα…» (Ορφ. Ύμν. LI)

H εμπει­ρία δεν τελειώ­νει εδώ.  Η Μαρί­λη έχει απλώ­σει τα σύνερ­γά της, έτοι­μη να απο­δώ­σει αυτή την ομορ­φιά με το χρω­στή­ρα της. Τα δικά σου μάτια έχουν γεμί­σει αρα­χνού­φα­ντα πέπλα τώρα που άνοι­ξες αυτή τη χαρα­μά­δα της μνή­μης στη σκου­ριά του από­το­μου βρά­χου. Και­νούρ­για πρό­κλη­ση για να ανη­φο­ρί­σεις πιο πάνω.

Εκεί­νο το πρώ­το άστρο ρίχνει το φως πάνω στο οικό­ση­μο της ανα­πό­λη­σής σου και στο για­σε­μί που μαζί μόλις χτες ξενυ­χτή­σα­τε και  υπό­σχε­ται πως δεν θα ξανα­ζή­σεις  την εξο­ρία της καρ­διάς, πως η αγά­πη θα μεί­νει λυχνα­ρά­κι αναμ­μέ­νο να φέγ­γει, όταν θα σκο­ντά­φτεις αλλού και  στην άβυσ­σο μα όχι εδώ, εδώ εσέ­να, δεν θα σε αφή­σουν οι Ανε­ράι­δες των Νυμ­φών να σκο­ντά­ψεις, θα μιλούν για το άπια­στο όνει­ρο και το φευ­γιό του έρω­τα υφαί­νο­ντας αση­μέ­νιες κλω­στές και μετα­ξω­τές σιω­πές στους καταρράκτες.

Το χωριό Νυμ­φές, είναι χτι­σμέ­νο στην πλα­γιά μιας όμορ­φης κοι­λά­δας με οργιώ­δη βλά­στη­ση. Ψηλά κυπα­ρίσ­σια, απέ­ρα­ντοι ελαιώ­νες, μεγά­λες βελα­νι­διές, πλα­τά­νια, καστα­νιές, κου­μα­ριές, ρύκια και πουρ­νά­ρια υψώ­νο­νουν τα κλα­διά τους γυρεύ­ο­ντας τον ήλιο. Τρε­χού­με­να νερά που σμί­γουν σε μικρά και μεγά­λα ρυά­κια πριν φτά­σουν στους καταρ­ρά­κτες. Κάπο­τε, όχι και πάρα πολ­λά χρό­νια πίσω, αυτά τα νερά απο­τε­λού­σαν την πιο ζωτι­κή φλέ­βα καθώς εκτός από την αρδευ­τι­κή χρή­ση για τις γεωρ­γι­κές καλ­λιέρ­γειες, χρη­σι­μο­ποιού­νταν δίδο­ντας κίνη­ση στους  εικο­σιέ­να νερό­μυ­λους που βρι­σκό­ταν και λει­τουρ­γού­σαν στην περιο­χή. Σήμε­ρα δια­σώ­ζο­νται ερει­πω­μέ­νοι κάποιοι από αυτούς έξω από το χωριό μαζί με τους θρύλους.

Αν κλεί­σεις τα μάτια, θα δεις εκεί­νους τους πέτρι­νους νερό­μυ­λους με τα ξωτι­κά και τις Νύμ­φες ντυ­μέ­νες στα λευ­κά να χορεύ­ουν και να χάνο­νται στο νερό.

Ανοί­γεις λαί­μαρ­γα τα ρου­θού­νια, μυρί­ζεις φρέ­σκο λεμο­ναν­θό κι ας μην έχει λεμο­νιές εδώ. Είναι λένε, το άρω­μα της ψυχής, εκεί­νης της αδι­κο­χα­μέ­νης κόρης, που την σκό­τω­σαν τ’ αδέρ­φια της επει­δή ερω­τεύ­τη­κε. Τα δάκρυα της, στοί­χειω­σαν στους καταρ­ρά­κτες και το παρά­πο­νό της στα χαλά­σμα­τα. Χελι­δρο­νιά έγι­νε κι αγκα­λιά­ζει παθιά­ρι­κα τα ψηλά κυπα­ρίσ­σια κι όλο ψηλώ­νει και ζυγώ­νει τις κορ­φές κι από εκεί  πάνω, καλεί ακό­μη τον καλό της, από την ώρα που βγαί­νει το πρώ­το άστρο και ως να φανεί το μερά­στρι το τελευ­ταίο της αυγής. Εκεί­νη παρα­στέ­κο­νται κι όλες τού­τες οι γυναί­κες που βγαί­νουν από τις φωτο­γρα­φί­ες και αφή­νουν άδειες τις κορ­νί­ζες πάνω στα τρα­πέ­ζια και στις σκα­λι­στές κασέ­λες. Ξανα­μπαί­νουν μαζί της στο χορό. Ώρα που η Μοί­ρα γίνε­ται σπλα­χνι­κή και ξεπλέ­νει το άδι­κο αίμα με τα δάκρυα τ’ ουρα­νού. Κορ­φο­λο­γούν στε­ναγ­μό και λογι­σμό και ποτί­ζουν νερό και δυο­σμα­ρί­νι τα σημά­δια από τα πατή­μα­τα του αγα­πη­μέ­νου της στο φεγγαρόφωτο.

 Όμορ­φο που είναι το νερό στο φεγγαρόφωτο!
▪️ Θα  ήθε­λες να υπάρ­χει κάτι που να μη φεύ­γει, να μη χάνε­ται ποτέ;
Ποιος είναι που σου απευ­θύ­νει την ερώ­τη­ση, από πού έρχε­ται η φωνή;

Ούτε κι αυτό έχει σημα­σία, ξέρεις πως ό,τι ζεις,  ό,τι αγγί­ζεις,  ό,τι αισθά­νε­σαι κάτω από το Ιόνιο φως είναι ευλο­γία, για­τί  σε τού­τη την κατα­πρά­σι­νη φλού­δα της Επτα­νή­σου  ανα­γνω­ρί­ζεις πως : Η ψυχή που μπο­ρεί να μιλή­σει με τα μάτια, μπο­ρεί και να φιλή­σει με το βλέμ­μα.

Στην Κέρκυρα της βροχής Μαρίλη Βλάχου, Λάδι σε καμβά

Μαρί­λη Βλά­χου, Λάδι σε καμβά

Στην Κέρ­κυ­ρα της βρο­χής και του χει­μώ­να, η μαγεία συνε­χί­ζε­ται. Εδώ δεν σταυ­ρώ­νε­σαι, λυτρώ­νε­σαι. Σε κάποια στρο­φή του δρό­μου ίσως εσέ­να περι­μέ­νει ο έρω­τας, να σε ξαφ­νιά­σει μ’ ένα για­σε­μί. Για εσέ­να χαμη­λώ­νει η γυά­λι­νη παν­σέ­λη­νος στην καρ­διά του Γενά­ρη, να λάβεις μέρι­σμα στο ασή­μι και στο φως.   Μπο­ρεί να μην βρεις ποτέ απα­ντή­σεις στους παλιούς γρί­φους, μπο­ρεί τα ανε­ξή­γη­τα να μεί­νουν με τα ατρύ­γη­τα της ζωής,  μα στην Κέρ­κυ­ρα όσο κι αν συν­νε­φιά­ζει ποτέ δεν σκο­τει­νιά­ζει τόσο για να σε τρομάξει.

Με κουμ­κουάτ θα κλεί­σεις τη βόλ­τα σου, όχι όμως με λικέρ αυτή τη φορά. Έτσι άρχι­σες, μα αξί­ζει να περ­πα­τή­σεις στον κάμπο των Νυμ­φών, ν’ απλώ­σεις τα χέρια και να κόψεις μόνη σου μια χού­φτα  “χρυ­σά πορ­το­κά­λια” για­τί αυτό σημαί­νει στη γλώσ­σα των Κινέ­ζων Μαν­δα­ρί­νων ο μικρός οβάλ καρ­πός, με τη λεία λεπτή φλού­δα που κλεί­νει μέσα της όλα τα αρώ­μα­τα των εσπε­ρι­δοει­δών, νεράν­τζι, περ­γα­μό­ντο, κίτρο, λεμόνι.

Μαρίλη Βλάχου, Λάδι σε καμβά

Μαρί­λη Βλά­χου, Λάδι σε καμβά

Στο μισεμό θ’ ανθίσει, ένα φιλί κουμκουάτ, στα χείλη…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα 23 Ιανουα­ρί­ου 2021

Ευχα­ρι­στού­με την κερ­κυ­ραία ζωγρά­φο Μαρί­λη Βλά­χου για την διά­θε­ση των έργων της


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμφιλιώνομαι

με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBookΕργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

facebook logo click

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο