Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένοχοι χωρίς κανένα ελαφρυντικό οι δολοφόνοι και βιαστές της στυγερής δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη

Ενοι­χοι χωρίς κανέ­ναν ελα­φρυ­ντι­κό απο­φά­σι­σε το Μικτό Ορκω­τό Εφε­τείο της Αθή­νας για τους δυο κατη­γο­ρού­με­νος για τη δολο­φο­νία και τον βια­σμό της νεα­ρής φοι­τή­τριας Ελέ­νης Τοπα­λου­δη, κάνο­ντας δεκτή την πρό­τα­ση της εισαγ­γε­λέ­ως της έδρας.

Μάλι­στα, στο δικα­στή­ριο επι­κρά­τη­σε έντα­ση όταν η οικο­γέ­νεια της Ελέ­νης ακού­γο­ντας τον συνή­γο­ρο του κατη­γο­ρού­με­νου Ροδί­τη να χαρα­κτη­ρί­ζει μη απο­τρό­παιο το έγκλη­μα, ξέσπα­σε: «Είσαι υπε­ρα­σπι­στής του φονιά! Τι λες ρε; Ντρο­πή σου! Τα κω@@@@@, τα τέρα­τα άκου δεν ήταν απο­τρό­παιο» ήταν μερι­κά από τα όσα ακού­στη­καν εντός της δικα­στι­κής αίθουσας.

Οι φωνές των ατό­μων που αντέ­δρα­σαν, συνε­χί­στη­καν και στους δια­δρό­μους του δικα­στι­κού μεγά­ρου, όταν εξήλ­θαν για να ηρεμήσουν.

Πρό­ε­δρος: Έχουν και αυτοί έναν πόνο…

Συνή­γο­ρος: Και το σέβο­μαι όσο δεν μπο­ρεί αν φαντα­στεί κανείς…

Η από­φα­ση για μη ανα­γνώ­ρι­ση των ελα­φρυ­ντι­κών στους δυο κατη­γο­ρού­με­νους ήταν ομό­φω­νη. Μάλι­στα, όταν άκου­σε την από­φα­ση η μητέ­ρα της αδι­κο­χα­μα­έ­νης φοι­τή­τριας Κού­λα Αρμου­τί­δου πλη­σί­α­σε το εδώ­λιο όπου κάθο­νται οι δυο κατα­δι­κα­σθέ­ντες και είπε στο Ροδί­τη: «Να τους καμα­ρώ­σω θέλω… θέλω να σε δω».

Να μην ανα­γνω­ρι­στεί κανέ­να ελα­φρυ­ντι­κό στους δυο κατη­γο­ρού­με­νους είχε ζητή­σει νωρί­τε­ρα και η εισαγ­γε­λέ­ας. Συγκε­κρι­μέ­να, η υπε­ρά­σπι­ση των κατη­γο­ρου­μέ­νων ζήτη­σε κατά περί­πτω­ση την ανα­γνώ­ρι­ση των ελα­φρυ­ντι­κών του πρό­τε­ρου σύν­νο­μου βίου, της μετέ­πει­τα καλής συμπε­ρι­φο­ράς, της μετε­φη­βι­κής ηλι­κί­ας, της ειλι­κρι­νούς μετα­μέ­λειας μετά την πρά­ξη και της παρα­βί­α­σης της εύλο­γης διάρ­κειας της δίκης. Ακό­μη, ζήτη­σε την εφαρ­μο­γή του 113 ΠΚ για τους νεα­ρούς ενή­λι­κες δρά­στες. Η πολι­τι­κή αγω­γή απο­χώ­ρη­σε από την αίθου­σα υπο­στη­ρί­ζο­ντας πως η αγό­ρευ­ση της υπε­ρά­σπι­σης εκφεύ­γει των ελα­φρυ­ντι­κών και επα­να­λαμ­βά­νει ζητή­μα­τα ουσίας.

Λαμ­βά­νο­ντας το λόγο η εισαγ­γε­λέ­ας ζήτη­σε την απόρ­ρι­ψη των ελα­φρυ­ντι­κών τονί­ζο­ντας ότι πράγ­μα­τι οι κατη­γο­ρού­με­νοι πλη­ρούν τα ηλι­κια­κά κρι­τή­ρια, πλην όμως «προ­κύ­πτει πως από τον τρό­πο τέλε­σης, το σχε­δια­σμό, τη μεθο­δευ­μέ­νη δρά­ση και την απα­ξί­ω­ση της έννο­μης τάξης, ότι η πρά­ξη δεν μπο­ρεί να απο­δο­θεί σε μια μετε­φη­βι­κή ανω­ρι­μό­τη­τα». Η εισαγ­γε­λέ­ας έκα­νε λόγο για «συνει­δη­τή επι­λο­γή στα πλαί­σια εγκλη­μα­τι­κού σχε­δί­ου», η οποία «έλα­βε χώρα για να ικα­νο­ποι­η­θεί με αρρω­στη­μέ­νο τρό­πο η γενε­τή­σια ορμή τους και να συγκα­λυ­φθεί η εγκλη­μα­τι­κή τους πράξη».

Μάλι­στα, όπως τόνι­σε η εισαγ­γε­λέ­ας και οι δυο κατη­γο­ρού­με­νοι «για αρκε­τά χρό­νια έκα­ναν χρή­ση ναρ­κω­τι­κών παρα­βιά­ζο­ντας το νόμο», ενώ δεν προ­έ­κυ­ψε ότι υπήρ­ξε μετα­μέ­λεια και ψυχι­κή συντρι­βή για την πρά­ξη. «Υπήρ­ξε μια προ­σχη­μα­τι­κή συγ­γνώ­μη για να δημιουρ­γή­σει τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για τη χορή­γη­ση του συγκε­κρι­μέ­νου ελα­φρυ­ντι­κού» ανέ­φε­ρε η εισαγ­γε­λέ­ας, επι­ση­μαί­νο­ντας ότι φυγο­δι­κού­σαν επί μια βδο­μά­δα και μόνο αφού οι αρχές κατέ­λη­ξαν στον έναν κατη­γο­ρού­με­νο υπήρ­ξε ομο­λο­γία. Τέλος, ως προς τη μεί­ω­ση της ποι­νής για παρα­βί­α­ση της εύλο­γης διάρ­κειας της δίκης, υπο­στή­ρι­ξε ότι δεν έχει υπάρ­ξει καθυστέρηση.

Κων­στα­ντί­νος Θεο­τό­κης: «Αγά­πη παράνομη»
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο