Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έντγκαρ Άλλαν Πό(ε) — Ο λάτρης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και το ταξίδι στην Ελλάδα, που δεν έγινε ποτέ

Της Τόνιας Α. Μανιατέα

«Μέλ­λο­ντα ταύ­τα». Αυτά είναι τα μελ­λού­με­να. Αυτά είναι όσα θα γίνουν στο μέλλον…

Το 441 π.Χ. ο μεγά­λος τρα­γω­δός Σοφο­κλής φέρ­νει στα «Μεγά­λα Διο­νύ­σια» την «Αντι­γό­νη» του. Ένα έργο 1353 στί­χων, έμπλεο δρά­μα­τος και πόνου, δυνα­τό, διδα­κτι­κό, που περι­γρά­φει με από­λυ­τα τρα­γι­κό τρό­πο τη θεία τιμω­ρία στην ανθρώ­πι­νη αλα­ζο­νεία. Στους κατα­λη­κτι­κούς στί­χους της τρα­γω­δί­ας του ο Σοφο­κλής βάζει στο στό­μα του σοφού χορού τη φρά­ση «μέλ­λο­ντα ταύ­τα», ζητώ­ντας από τον αμαρ­τω­λό βασι­λιά Κρέ­ο­ντα να επι­κε­ντρώ­σει την προ­σο­χή του στο παρόν, στο τώρα, διό­τι το (τρα­γι­κό) μέλ­λον του το έχουν ήδη προ­δια­γρά­ψει οι θεοί.

Σ΄ εκεί­νη την «πρώ­τη» της Αντι­γό­νης, στην Αθή­να, εκα­το­ντά­δες θεα­τές παρα­κο­λου­θούν και απο­θε­ώ­νουν το αρι­στούρ­γη­μα του τρα­γω­δού που έχει ήδη δώσει εντυ­πω­σια­κά δείγ­μα­τα γρα­φής. Τον ενθου­σια­σμό τους, βέβαια, επι­τεί­νουν τόσο ο ευχά­ρι­στος χαρα­κτή­ρας όσο και η δρα­στή­ρια ζωή του. Βλέ­πεις, ο Σοφο­κλής δεν είναι σαν τον αντα­γω­νι­στή του, Ευρι­πί­δη, απο­μο­νω­μέ­νος και μουρ­τζού­φλης. Είναι κοι­νω­νι­κός, ομι­λη­τι­κός, με πλού­σια θρη­σκευ­τι­κή και πολι­τι­κή δράση.

Δύο χιλιε­τί­ες και πλέ­ον μετά, ένας άλλος δημιουρ­γός, από μία μακρι­νή ήπει­ρο, την Αμε­ρι­κή, φανα­τι­κός λάτρης του αρχαιο­ελ­λη­νι­κού πνεύ­μα­τος της ελλη­νι­κής γλώσ­σας και συνε­πής ονει­ρο­πό­λος ενός ταξι­διού στην Ελλά­δα, που εντέ­λει δεν προ­λα­βαί­νει να κάνει, δημο­σιεύ­ει μία ιστο­ρία επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας με τίτλο «Mellonta tauta», για να ατε­νί­σει, και κυρί­ως να σατι­ρί­σει, το παρόν ταξι­δεύ­ο­ντας θεω­ρη­τι­κά με ένα αερό­στα­το με το όνο­μα «Skylark» που τον μετα­φέ­ρει στο μέλ­λον. Η επι­στο­λή που γρά­φει μέσα σε αυτή την… ιπτά­με­νη μηχα­νή του χρό­νου, απευ­θύ­νε­ται σε φιλι­κό του πρό­σω­πο και φέρει χρο­νο­λο­γία «Απρί­λιος, 2848»! Με χει­μαρ­ρώ­δη σαρ­κα­στι­κό λόγο, εστιά­ζει στην απο­πο­μπή του ατό­μου στο όνο­μα του «καλού της μάζας» και στην ελλατ­τω­μα­τι­κή φύση της ανθρώ­πι­νης μνή­μης, που οδη­γεί στη λήθη του παρελθόντος…

Αυτός ο δημιουρ­γός ούτε ευχά­ρι­στος είναι, ούτε κοι­νω­νι­κός. Είναι κάτι παρα­πά­νω από σκο­τει­νός και απαι­σιό­δο­ξος, με σύν­θε­τη σκέ­ψη και πολυ­τά­ρα­χη ζωή γεμά­τη εξαρ­τή­σεις και εμμο­νές. Έχει δώσει κι αυτός προη­γου­μέ­νως δείγ­μα­τα γρα­φής, έχει ανα­γνω­ρι­στεί (μερι­κώς), αλλά δεν έχει απο­λαύ­σει ούτε δόξα, όπως ο αγα­πη­μέ­νος του Σοφο­κλής, ούτε πλού­τη. Σε αντί­θε­ση με τον αρχαίο Έλλη­να… μέντο­ρά του, ο Έντ­γκαρ Άλλαν Πό(ε) (Edgar Allan Poe, Πόου στην ακρι­βή αγγλο­σα­ξο­νι­κή από­δο­ση), όπως μαρ­τυ­ρούν σύγ­χρο­νοί του, είναι ένας μίζε­ρος αλκο­ο­λι­κός, που από την παι­δι­κή του ηλι­κία έχει γνω­ρί­σει την εγκα­τά­λει­ψη και την απώ­λεια και έχει κλει­στεί στο καβού­κι του. Έχει δοκι­μα­στεί σε πολ­λές δου­λειές, έχει απο­τύ­χει, ζει με τα στοι­χειώ­δη, και το μόνο που αγα­πά, είναι να γρά­φει και να αμεί­βε­ται γι’ αυτό. Μόνο που η επο­χή δεν ευνο­εί τον δημιουρ­γό και όσα αρι­στουρ­γή­μα­τα κι αν δημο­σιεύ­σει στο εξής, πνευ­μα­τι­κά δικαιώ­μα­τα δεν θα αξιω­θεί… Το σίγου­ρο είναι πως με τα γρα­πτά του προ­βλη­μα­τί­ζει, αλλά και προ­κα­λεί. Δεί­χνει πως επι­διώ­κει να τσι­γκλή­σει το κοι­νό. «Είναι σε μόνι­μη κατά­στα­ση δυσθυ­μί­ας, απο­γο­ή­τευ­σης, σκλη­ρής κρι­τι­κής. Όλη του η ζωή μετα­τρέ­πε­ται σε ένα διαρ­κές “κατη­γο­ρώ”», ο σαρ­κα­σμός και η σάτι­ρα γίνο­νται δεύ­τε­ρη φύση του, μαρ­τυ­ρούν χρο­νι­κο­γρά­φοι της επο­χής. Σε σκο­τει­νά μετα­φυ­σι­κά μυστι­κι­στι­κά περι­βάλ­λο­ντα, όπου ο θάνα­τος χρη­σι­μο­ποιεί­ται συστη­μα­τι­κά ως εργα­λείο από­δο­σης της από­λυ­της αλή­θειας του, ο νεα­ρός ανή­συ­χος λογο­τέ­χνης παρά­γει αρι­στουρ­γή­μα­τα, που συχνά πυκνά διχά­ζουν το κοι­νό. Ο συμ­βο­λι­σμός ως ρεύ­μα της τέχνης είναι στα σκα­ριά, στην Ευρώ­πη, κι εκεί­νος, συν­δε­δε­μέ­νος με έναν αόρα­το μίτο με τον βασι­κό συμ­βο­λι­στή, τον Σαρλ Μπο­ντλέρ, ποτί­ζει ασυ­νεί­δη­τα τα έργα του με ζόφο και σκο­τά­δι. Όσο ο Μπο­ντλέρ προ­κα­λεί το δημό­σιο αίσθη­μα και εντέ­λει «εκτο­πί­ζε­ται» από τους πολ­λούς ως «κατα­ρα­μέ­νος» ποι­η­τής, τόσο ο συμ­βο­λι­σμός τρο­φο­δο­τεί τον πυρή­να του εγκε­φά­λου του Πό(ε). Οι δύο τους συν­δέ­ο­νται πρώ­τα με έναν κοι­νό άστα­το, ταρα­χώ­δη βίο κι έπει­τα με έναν κοι­νό τρό­πο έκφρα­σης της τέχνης τους. «Ελευ­θε­ρώ­νει σαν χεί­μαρ­ρο την περι­φρό­νη­ση και τη βδε­λυγ­μία του για τη δημο­κρα­τία, είναι ο ίδιος που για να ανυ­ψώ­σει την ευπι­στία και να εξα­λεί­ψει την αδρά­νεια των αισθή­σε­ων, βάζει σε περί­ο­πτη θέση στο έργο του την ανθρώ­πι­νη εξου­σία και κατα­σκευά­ζει με πολύ έξυ­πνο τρό­πο μυθι­στο­ρί­ες από τις πιο κολα­κευ­τι­κές για τη ματαιο­δο­ξία του συγ­χρό­νου ανθρώ­που. Τοπο­θε­τη­μέ­νος κάτω απ’ το φως της μέρας, ο Πόε μου φαί­νε­ται σαν ένας είλω­τας που θέλει να κάνει τ’ αφε­ντι­κό του να ντρα­πεί» θα προ­λο­γί­σει ο Γάλ­λος ποι­η­τής ένα μετα­φρα­σμέ­νο ανθο­λό­γιο του Αμε­ρι­κα­νού συνα­δέλ­φου του, κάπου εκεί στα 1855.

Η ΕΛΛΗΝΟΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟ(Ε) — ΦΑΝΑΤΙΚΟΣ ΟΠΑΔΟΣ ΚΑΙ ΜΙΜΗΤΗΣ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ

Η αλή­θεια είναι ότι ο Πό(ε) έχει χάσει τους γονείς του από τα τρία του κιό­λας χρό­νια, έχει μεγα­λώ­σει σε ξένη οικο­γέ­νεια, έχει συγκρου­στεί με τον θετό πατέ­ρα του, έχει εγκα­τα­λεί­ψει το σπί­τι του, έχει πιά­σει ανε­πι­τυ­χώς διά­φο­ρες δου­λειές, έχει παντρευ­τεί τη μόλις 13χρονη ξαδέλ­φη του και την έχει χάσει από φυμα­τί­ω­ση. Ο δρό­μος που βαδί­ζει είναι στρω­μέ­νος με αγκά­θια… Αλλά δια­βά­ζει. Δια­βά­ζει πολύ. Αρχαία ελλη­νι­κή φιλο­σο­φία. Ελλη­νι­κή γλώσ­σα. Ονει­ρεύ­ε­ται να ταξι­δέ­ψει στην Ελλά­δα, να πατή­σει τον βρά­χο, να δει την Ακρό­πο­λη… Σε κάθε κεί­με­νό του βρί­σκει ευκαι­ρία να κάνει του­λά­χι­στον μία ανα­φο­ρά στην αρχαία Ελλά­δα, εισά­γο­ντας είτε απευ­θεί­ας ελλη­νι­κές λέξεις, είτε εικό­νες, είτε λογο­παί­γνια ονο­μά­των αρχαί­ων φιλο­σό­φων (Aries Tottle είναι το όνο­μα του φιλο­σό­φου που επι­κα­λεί­ται στο έργο του «Mellonta tauta», παρα­πέ­μπο­ντας ευθέ­ως στον Αριστοτέλη).

Στις 29 Ιανουα­ρί­ου του 1845, σαν σήμε­ρα πριν από 177 χρό­νια δηλα­δή, δημο­σιεύ­ει «Το κορά­κι» του, το αφη­γη­μα­τι­κό ποί­η­μα των 108 στί­χων που καθιε­ρώ­νε­ται ως ένα από τα λυρι­κό­τε­ρα και ατμο­σφαι­ρι­κό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα της παγκό­σμιας λογοτεχνίας.

Το ποί­η­μα που «φιλο­ξε­νεί» η «New York Evening Mirror» πραγ­μα­τεύ­ε­ται τη δια­δρο­μή προς την τρέ­λα ενός φοι­τη­τή, που έχει χάσει την αγα­πη­μέ­νη του και δέχε­ται την επί­σκε­ψη ενός ομι­λού­ντος κορα­κιού. Επα­να­λαμ­βά­νο­ντας τη φρά­ση «ποτέ πια» (nevermore) το μαύ­ρο πτη­νό, το από­λυ­τα συν­δε­δε­μέ­νο με τον θάνα­το, επι­τεί­νει τον θρή­νο του νεα­ρού πεν­θού­ντα και τον οδη­γεί στην απελ­πι­σία. Ακό­μη και σε αυτό το δημιούρ­γη­μά του ο ποι­η­τής εισά­γει το αρχαιο­ελ­λη­νι­κό πνεύ­μα βάζο­ντας το κορά­κι να κάθε­ται επά­νω σε μία προ­το­μή της θεάς Αθη­νάς, που βρί­σκε­ται μέσα στο φοι­τη­τι­κό δωμά­τιο. «Ως νεα­ρός, είναι πιστός μιμη­τής του λόρ­δου Βύρω­να. Τον θαυ­μά­ζει για την ανδρεία του και τον ρόλο του στην Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση. Είναι ένθερ­μος υπο­στη­ρι­κτής των ελλη­νι­κών δικαί­ων. Η δια­κα­ής επι­θυ­μία του για μια φιλελ­λη­νι­κή περι­πέ­τεια, τον ωθεί κάπο­τε να ισχυ­ρι­σθεί ότι έφυ­γε “χωρίς ένα δολά­ριο σε μια δον­κι­χω­τι­κή εκστρα­τεία για να εντα­χθεί στις ελλη­νι­κές δυνά­μεις που αγω­νί­ζο­νταν για την ελευ­θε­ρία”» θα δηλώ­σει αργό­τε­ρα ο εκδό­της του, Thomas Ollive Mabbott, ερμη­νεύ­ο­ντας την εμμο­νή του Πό(ε) με την Ελλά­δα. Ουδείς βρί­σκε­ται να πιστο­ποι­ή­σει ότι αυτό το ταξί­δι έγι­νε ή έστω ότι ο Πό(ε) προ­σπά­θη­σε να φτά­σει στον τόπο, που τόσο δια­κα­ώς επι­θυ­μού­σε να επι­σκε­φθεί. Καθώς και στα έργα του δεν ανα­φέ­ρει λεπτο­μέ­ρειες που να μαρ­τυ­ρούν την παρου­σία του στην Ελλά­δα, εκτι­μά­ται ότι αυτή η «δον­κι­χω­τι­κή εκστρα­τεία» δεν είναι παρά απο­κύ­η­μα της φαντα­σί­ας του. Η κοντι­νό­τε­ρη προς την Ελλά­δα δια­δρο­μή του είναι ίσα­με την Αγγλία. Όμως, προ­σπα­θεί σκλη­ρά να μάθει την ελλη­νι­κή γλώσ­σα και μελε­τά τους Έλλη­νες φιλο­σό­φους. Έτσι κι αλλιώς, το σύνο­λο του έργου του δια­πνέ­ε­ται από τις αρχές της αρχαιο­ελ­λη­νι­κής φιλο­σο­φί­ας και δρα­μα­τουρ­γί­ας, όπου θριαμ­βεύ­ουν οι συμβολισμοί.

Και μπο­ρεί ο Πό(ε) να μην εισέρ­χε­ται στην Ελλά­δα ως φυσι­κή παρου­σία, το έργο του και το πνεύ­μα του, όμως, μπαί­νουν για τα καλά στη χώρα και μάλι­στα από την… κεντρι­κή είσο­δο. Ο Εμμα­νου­ήλ Ροΐ­δης, γοη­τευ­μέ­νος από τον μεστό λόγο, τη μου­σι­κό­τη­τα, την ανα­λυ­τι­κή σκέ­ψη και το ιδιό­τυ­πο χιού­μορ του Αμε­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέα, βλέ­πει επά­νω του στοι­χεία και της δικής του ζωής. Ο Πό(ε) είναι σε μόνι­μη σύγκρου­ση με το χάος μέσα του και με την καθη­με­ρι­νό­τη­τα γύρω του και έχει επι­λέ­ξει τον σαρ­κα­σμό και τη φάρ­σα για να γίνει απο­δε­κτός από το κοι­νό του. Όσο για το σκο­τά­δι και τον θάνα­το με τα οποία περι­βάλ­λει συχνά τις αφη­γή­σεις του, δεν φιλο­δο­ξεί να φτιά­ξει σχο­λή, ασχέ­τως αν στο τέλος βαφτί­ζε­ται «πατέ­ρας» της αστυ­νο­μι­κής λογο­τε­χνί­ας… Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το μαύ­ρο είναι το βασι­κό χρώ­μα του βίου του και το ιδα­νι­κό για να απο­δώ­σει τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του…

Από την άλλη, ο Ροΐ­δης έχει έρθει σε σύγκρου­ση με το πνευ­μα­τι­κό κατε­στη­μέ­νο της επο­χής του στην Ελλά­δα, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι η «ποί­η­ση χαμη­λής ποιό­τη­τας απο­δί­δε­ται στην απου­σία της ατμό­σφαι­ρας που θα εμπνεύ­σει τον δημιουρ­γό» (στον αντί­πο­δα βρί­σκε­ται η σχο­λή του Άγγε­λου Βλά­χου, σύμ­φω­να με την οποία, το θαυ­μα­στό έργο είναι απο­τέ­λε­σμα ποι­η­τι­κής ευφυί­ας και όχι κοι­νω­νι­κής συν­θή­κης). Νιώ­θει τη μονα­ξιά του πνευ­μα­τι­κού δημιουρ­γού που το βάθος της σκέ­ψης του δεν γίνε­ται κατα­νοη­τό. Κάπως σαν τον Πό(ε)… Οι δύο τους θα «γνω­ρι­στούν» μέσω των μετα­φρά­σε­ων του Μπο­ντλέρ, που έχει πάρει σχε­δόν κατ΄ απο­κο­πήν το έργο του Αμε­ρι­κα­νού. Για την ακρί­βεια, τότε θα γίνει η επί­ση­μη «χει­ρα­ψία» γνω­ρι­μί­ας. Διό­τι από την ανα­φο­ρά του στα έργα του Πό(ε), ο Ροΐ­δης αφή­νει σαφώς να εννοη­θεί ότι γνω­ρί­ζει το έργο του Αμε­ρι­κα­νού, αρκε­τά πριν μελε­τή­σει τις μετα­φρά­σεις του Μπο­ντλέρ, παρά το γεγο­νός ότι ως μπού­σου­λα στην από­δο­ση του έργου του Πό(ε), χρη­σι­μο­ποιεί τη γαλ­λι­κή μετά­φρα­ση. Έτσι κι αλλιώς, σε σχέ­ση με το ποι­η­τι­κό ύφος του Αμε­ρι­κα­νού, οι δύο λογο­τέ­χνες φτά­νουν σε ταύ­τι­ση, αλλά από δια­φο­ρε­τι­κές δια­δρο­μές. Ο μελο­δρα­μα­τι­σμός του Μπο­ντλέρ εκπο­ρεύ­ε­ται από την άθλια ζωή ενός μεγά­λου συγ­γρα­φέα. Ο αντί­στοι­χος μελο­δρα­μα­τι­σμός του Ροΐ­δη εστιά­ζει στην άθλια κατά­στα­ση μιας χώρας, την οποία παραλ­λη­λί­ζει με την Ελλάδα.

Σημα­σία έχει ότι το 1877 δημο­σιεύ­ο­νται στην Ελλά­δα η πρώ­τη μετά­φρα­ση («το πάθη­μα του κυρί­ου Βλδε­μά­ρου») και το πρώ­το κρι­τι­κό κεί­με­νο («Εδγάρ­δος Πόου») του Αμε­ρι­κα­νού λογο­τέ­χνη και φυσι­κός και ηθι­κός αυτουρ­γός είναι ο Ροΐ­δης. Η υπο­δο­χή των έργων του Πό(ε) από τον πνευ­μα­τι­κό κόσμο στην Ελλά­δα είναι κάπως αμή­χα­νη. Ο συμ­βο­λι­σμός που αντι­προ­σω­πεύ­ει το έργο του, κρύ­βο­ντας τις αλή­θειες μέσα σε προ­κλη­τι­κές έννοιες και εικό­νες σάτι­ρας και ζόφου, στην καρ­διά της Ευρώ­πης είναι υπό­θε­ση ήδη γνω­στή από τη λογο­τε­χνία του Μπο­ντλέρ και του Μαλαρ­μέ και του Βερ­λέν. Στην Ελλά­δα, όμως, είναι ξένη ακό­μα. Θα πάρει χρό­νο και αρκε­τή δοκι­μα­σία. Αιώ­νες μετά, θα απο­κτή­σει και εδώ ένα παθια­σμέ­νο κοι­νό, αλλά νωρί­τε­ρα, στις δικές του εμμο­νές και ανη­συ­χί­ες, στο δικό του προ­σφι­λές περι­βάλ­λον του σκό­τους, της ανη­συ­χί­ας, της παρα­δο­ξό­τη­τας, της νοση­ρό­τη­τας, της ικα­νο­ποί­η­σης που δεν έρχε­ται ποτέ, θα «πατή­σουν» Έλλη­νες πεζο­γρά­φοι, όπως ο Νιρ­βά­νας, ο Ροδο­κα­νά­κης, ο Καζαντζάκης.

Υπάρ­χουν άνθρω­ποι που έζη­σαν όπως ήρθαν κι όπως έφυ­γαν. Μόνοι. Ο Πόε είναι ένας από αυτούς. Από επι­λο­γή ή από επι­βο­λή; Ίσως κι από τα δυο. Έφυ­γε πριν καλά καλά κλεί­σει τα 40 του χρό­νια έχο­ντας στο ενερ­γη­τι­κό του μερι­κές δεκά­δες αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά δοκί­μια, πεζο­γρα­φή­μα­τα και ποι­ή­μα­τα, που τον έκα­ναν παγκο­σμί­ως δημο­φι­λή, μετά τον θάνα­το του, όπως συμ­βαί­νει συνήθως.

Η ζωή του θα είναι πάντα μία οδυ­νη­ρή σπα­ζο­κε­φα­λιά. Ακό­μα κι αυτός ο θάνα­τός του απο­τε­λεί ίσα­με σήμε­ρα μυστή­ριο. Εντο­πί­στη­κε σε δρα­μα­τι­κή κατά­στα­ση σε κάποιο παν­δο­χείο της Βαλ­τι­μό­ρης, φορώ­ντας ξένα ρού­χα και μετα­φέρ­θη­κε στο νοσο­κο­μείο, όπου εξέ­πνευ­σε λίγα 24ωρα μετά.

Είναι απο­κα­λυ­πτι­κή η τελευ­ταία στι­χο­μυ­θία με τον για­τρό του…

-Κύριε Πό(ε), είναι οδυ­νη­ρό μου καθή­κον να σας ενη­με­ρώ­σω ότι έχε­τε ελά­χι­στο χρό­νο ζωής. Αν υπάρ­χουν άνθρω­ποι, φίλοι, που θα θέλα­τε να δεί­τε, ευχα­ρί­στως να τους καλέσω.

-Φίλοι! Ο καλύ­τε­ρός μου φίλος θα ήταν αυτός που θα έπαιρ­νε ένα περί­στρο­φο και θα τίνα­ζε στον αέρα τα άθλια μυα­λά μου…

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

The Gutenbergproject — The Works of Edgar Allan Poe (D. Widger)

«Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΟΕ» — Matthew Pearl (Εκδ. Λιβά­νη, Αθή­να 2007)

«Η υπο­δο­χή του Πόε στην Ελλά­δα και ο φακός του Ροΐ­δη» — Ν. Μαυ­ρέ­λος, καθ. Νεο­ελ­λη­νι­κής Φιλο­λο­γί­ας στο Δημο­κρί­τειο Πανε­πι­στή­μιο Θράκης

Poetryfoundation.org

Eapoe.org

Baltimore.org

Poemuseum.org

Αρθού­ρος Ρεμπώ Επα­να­στά­της και μπο­έμ ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο