Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έρχονται Χρόνια Δύσκολα

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Και χρό­νια πικρα­μέ­να. Ο φασι­σμός ξανα­χτυ­πά βελού­δι­να την πόρ­τα. Τού­τη την φορά δεν έχει δόντια κοφτε­ρά, δεν κρα­τά βαριές αλυ­σί­δες και δεν κρα­δαί­νει ρόπα­λα. Δεν σε στέλ­νει στα μπου­ντρού­μια και στα ξερο­νή­σια, δεν σε στή­νει μπρο­στά στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα και δεν και­ρο­φυ­λα­κτεί στην γωνιά να σου την φέρει πισώ­πλα­τα. Είδα­νε πως δεν του βγαί­νει.. Τού­τη τη φορά ο φασι­σμός έχει αλλοιω­μέ­νο το πρό­σω­πο, δεί­χνει τόνων χαμη­λών, παρη­γο­ρη­τι­κός, κατα­νοη­τός ΄σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κός’, σχε­δόν σαγη­νευ­τι­κός, απο­προ­σα­να­το­λί­ζει και σου φέρ­νει τα πάνω κάτω, Φρο­ντί­ζει και επι­διώ­κει να σε κρα­τά στο χέρι, άβου­λο άπρα­γο και υπο­ταγ­μέ­νο κολ­λη­μέ­νο σαν πέτρι­νη πετα­λού­δα σε χρω­μα­τι­στό χαρτόνι.

Έρχο­νται χρό­νια δύσκο­λα και χρό­νια πικρα­μέ­να. Με άνθη και πού­που­λα προ­σπα­θούν να κάτσουν στον σβέρ­κο μας να φανεί το βάρος λιγό­τε­ρο επώδυνο.
Λερ­ναία Ύδρα ο φασι­σμός, πολ­λές οι κεφα­λές του και με δια­φο­ρε­τι­κά πρό­σω­πα, με το κνού­το και την αγια­στού­ρα, με το καρό­το και την προ­σευ­χή. Παλιό, πασί­γνω­στο τρο­πά­ρι, από αλλο­τι­νούς καιρούς.

Μόνο κάτσε να θυμη­θώ.. Πέντε η ώρα… πέντε η ώρα που βρα­διά­ζει. Είναι ένας άνθρω­πος που τον αλυ­σο­δέ­νου­νε, ένας άνθρω­πος που τον μπο­δί­ζουν να βαδί­σει… ο θάνα­τος παρα­μο­νεύ­ει… Αχ πριν φτά­σω στην Γκόρ­ντο­βα.… Για ένα παλι­κά­ρι θέλω να σου μιλή­σω. Από την λιό­λου­στη Ανδα­λου­σία. Από τους κήπους της Αλά­μπρα, την κόκ­κι­νη Μαυ­ρι­τά­νι­κη σκό­νη, την πανέ­μορ­φη Γρα­νά­δα. Γιο­μά­τος νιά­τα, γιο­μά­τος ορμή.. Καλά το κατά­λα­βες. Μιλώ για τον ποι­η­τή που σκό­τω­σαν οι φασί­στες.… όταν σκο­τώ­νε­ται ένας ποι­η­τής, όλος ο κόσμος κάνει βήμα­τα πίσω. Αυτός είναι ο σκο­πός όμως.

Πέντε η ώρα, πέντε η ώρα που ξημε­ρώ­νει. Σέρ­νουν μπρο­στά στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα, έναν άοπλο άνθρω­πο, έναν αγω­νι­στή. Έναν άνθρω­πο που έχει μόνο ένα γαρύ­φαλ­λο στο στό­μα. Το γαρύ­φαλ­λο της δικαιο­σύ­νης και της ανθρω­πιάς. Είναι επι­κίν­δυ­νος, είναι κομου­νι­στής… για αυτό πρέ­πει να πεθάνει!

Και ο φασι­σμός ξανα­χτυ­πά. Φλο­γε­ρή εκεί­νη την χρο­νιά η Άνοι­ξη, αφή­νει παπα­ρού­νες και κόκ­κι­να χνά­ρια στον δρό­μο από τον Μαρα­θώ­να στην Αθή­να. Ένα παλι­κά­ρι με σταυ­ρό τ΄ απλω­μέ­να του χέρια και στο κού­τε­λο το περι­στέ­ρι της Ειρή­νης κατη­φο­ρί­ζει με το μήνυ­μα του Αγώ­να. Είναι επι­κίν­δυ­νος, πρέ­πει να πεθά­νει! Και πέθα­νε από φασί­στες, μ’ ένα άγριο χτύ­πη­μα από ρόπα­λο στο κεφάλι.

Κι έτσι κι αρχί­σω εξι­στο­ρώ ολό­κλη­ρα κατε­βα­τά, τελειω­μό δε θα έχει ετού­τη η στή­λη. Σύντρο­φε με τού­τα μου τα λόγια, σε κεντρί­ζω να μην ξεχά­σεις, να μένεις πάντο­τε ακοί­μη­τος φρου­ρός των ιδα­νι­κών σου, πανέ­τοι­μος να τους αντι­με­τω­πί­σεις… Ξαναχτυπούν!

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο