Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη

Έστησ’ ο Έρω­τας χορό με τον ξαν­θόν Απρίλη,

Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυ­κιά της ώρα,

Και μες στη σκιά που φού­ντω­σε και κλει δρο­σιές και μόσχους

Ανά­κου­στος κιλαϊ­δι­σμός και λιποθυμισμένος.

Νερά καθά­ρια και γλυ­κά, νερά χαριτωμένα,

Χύνο­νται μες την άβυσ­σο τη μοσχοβολισμένη,

Και παίρ­νου­νε το μόσχο της, κι αφή­νουν τη δρο­σιά τους,

Κι ούλα στον ήλιο δεί­χνο­ντας τα πλού­τια της πηγής τους,

Τρέ­χουν εδώ, τρέ­χουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξ’ ανα­βρύ­ζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρα­νό, σε κύμα.

Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακί­νη­τό ‘ναι κι άσπρο,

Ακί­νητ’ όπου κι αν ιδής, και κάτα­σπρ’ ως τον πάτο,

Με μικρόν ίσκιον άγνω­ρον έπαιξ’ η πεταλούδα,

Που ‘χ’ ευω­δί­σει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

Αλα­φροί­σκιω­τε καλέ, για πες από­ψε τι ‘δες;

Νύχτα γιο­μά­τη θαύ­μα­τα, νύχτα σπαρ­μέ­νη μάγια!

Χωρίς ποσώς γης, ουρα­νός και θάλασ­σα να πνένε,

Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισ­σα κοντά στο λουλουδάκι,

Γύρου σε κάτι ατά­ρα­χο π’ ασπρί­ζει μες στη λίμνη,

Μονά­χο ανα­κα­τώ­θη­κε το στρογ­γυ­λό φεγγάρι,

Κι όμορ­φη βγαί­νει κορα­σιά ντυ­μέ­νη με το φως του.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο