Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έτσι αποκτήθηκαν από τους ναζί αριστουργήματα της μοντέρνας τέχνης

Το 1939 το «Μου­σείο Τέχνης» της ελβε­τι­κής πόλης Βασι­λεία αγό­ρα­σε από την Γερ­μα­νία 21 σημα­ντι­κά έργα μοντέρ­νας τέχνης, την οποία οι ναζί είχαν χαρα­κτη­ρί­σει «εκφυ­λι­σμέ­νη». Η έκθε­ση «Κατα­κερ­μα­τι­σμέ­νος Μοντερ­νι­σμός» ρίχνει φως σε αυτήν την ιδιαί­τε­ρη στιγ­μή της ιστο­ρί­ας της συλ­λο­γής του: την συναλ­λα­γή με ένα δικτα­το­ρι­κό καθε­στώς. Σημα­ντι­κό μέρος της έκθε­σης (η οποία εγκαι­νιά­στη­κε στις 10 Οκτω­βρί­ου και θα διαρ­κέ­σει έως τις 19 Φεβρουα­ρί­ου 2023) αφιε­ρώ­νε­ται σε έργα που σχε­τί­ζο­νταν με τα αγο­ρα­σθέ­ντα αλλά θεω­ρού­νται πλέ­ον κατε­στραμ­μέ­να ή χαμέ­να. Εκτός από ένα που βρέ­θη­κε πρόσφατα.

Από τις αρχές του 20ού αιώ­να, πολ­λά σημα­ντι­κά γερ­μα­νι­κά μου­σεία και γκα­λε­ρί αγό­ρα­ζαν έργα μοντέρ­νας τέχνης σε μεγά­λη κλί­μα­κα. Οι ναζί μετά την άνο­δό τους στην εξου­σία το 1933 την δυσφή­μι­σαν και την χαρα­κτή­ρι­σαν υπο­τι­μη­τι­κά «εκφυ­λι­σμέ­νη τέχνη». Το 1937 ‑μετά από μια γιγα­ντιαία επι­χεί­ρη­ση- κατα­σχέ­θη­καν πάνω από 21.000 έργα μοντέρ­νας τέχνης, «μη γερ­μα­νι­κά», Εβραί­ων καλ­λι­τε­χνών ή με εβραϊ­κά και «μπολ­σε­βί­κι­κα» θέμα­τα. Πολ­λά από αυτά παρα­δό­θη­καν το 1937 στην «χλεύη των επι­σκε­πτών» σε μια έκθε­ση με τίτλο «Εκφυ­λι­σμέ­νη Τέχνη» στο Μόνα­χο και στη συνέ­χεια σε άλλες πόλεις της Γερ­μα­νί­ας και της Αυστρί­ας. Άθε­λά τους όμως οι ναζί τα έκα­ναν ευρύ­τα­τα γνω­στά σε δύο περί­που εκα­τομ­μύ­ρια επι­σκέ­πτες προ­ω­θώ­ντας έτσι την μοντέρ­να τέχνη.

Το 1939, το Μου­σείο Τέχνης της Βασι­λεί­ας αγό­ρα­σε 21 από αυτά. Πρό­κει­ται για το μόνο πολι­τι­στι­κό ίδρυ­μα στον κόσμο που έχει αγο­ρά­σει απευ­θεί­ας από το ναζι­στι­κό καθε­στώς τόσο μεγά­λο αριθ­μό τέτοιων έργων. Πως όμως έφτα­σαν στην Ελβε­τία αυτά τα έργα μετα­ξύ των οποί­ων συγκα­τα­λέ­γο­νταν μερι­κά αρι­στουρ­γή­μα­τα μεγά­λων καλ­λι­τε­χνών όπως οι Φραντς Μαρκ, Πάουλ Κλέε, Μαξ Μπέκ­μαν, Ότο Ντιξ, του Όσκαρ Κοκό­σκα; Και το απέ­γι­ναν τα υπό­λοι­πα; Στην έκθε­ση παρου­σιά­ζε­ται το παρα­σκή­νιο της αγο­ράς τους.

Ήδη από το 1937, διευ­θυ­ντής του Μου­σεί­ου Ότο Φίσερ είχε απευ­θυν­θεί με επι­στο­λή του στον κόμη φον Μπα­ου­ντί­σιν, τον διευ­θυ­ντή του Μου­σεί­ου Φόλκ­σβανγκ της πόλης Έσσεν, για να πλη­ρο­φο­ρη­θεί την τύχη των έργων μετά την έκθε­ση «Εκφυ­λι­σμέ­νη Τέχνη». Η απά­ντη­σή του ήταν τρο­μα­κτι­κή: «θα καούν, θα απο­θη­κευ­τούν ή ίσως και να που­λη­θούν». Οι ναζί απο­θή­κευ­σαν τελι­κά στο Βερο­λί­νο όσα θεω­ρού­σαν ότι μπο­ρούν να που­λη­θούν προ­κει­μέ­νου — κατά τον Γκέ­μπελς- «να βγά­λουν χρή­μα­τα από τα σκου­πί­δια», είπε στο δημό­σιο γερ­μα­νι­κό ραδιό­φω­νο (DLF) η επι­με­λή­τρια της ελβε­τι­κής έκθε­σης Εύα Ράιφερτ.

Δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, οι ναζί απο­φά­σι­σαν να που­λή­σουν στο εξω­τε­ρι­κό 4000 έργα τα οποία αξιο­λο­γή­θη­καν από το Υπουρ­γείο Προ­πα­γάν­δας του Γ΄ Ράιχ ως «διε­θνώς αξιο­ποι­ή­σι­μα για να φέρουν ξένο συνάλ­λαγ­μα στη χώρα». Η εύρε­ση αγο­ρα­στών ανα­τέ­θη­κε σε τέσ­σε­ρις εμπό­ρους τέχνης, μετα­ξύ των οποί­ων ο Καρλ Μπού­χολτς και ο Χίλ­ντε­μπραντ Γκούρ­λιτ. Ένα μεγά­λο μέρος των «μη αξιο­ποι­ή­σι­μων» κάη­κε στις 20 Μαρ­τί­ου 1939 στο Βερο­λί­νο, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων πολ­λών έργων νέων καλ­λι­τε­χνών που υπο­στη­ρί­ζο­νταν από τη Δημο­κρα­τία της Βαϊ­μά­ρης. Αυτή η ξεχα­σμέ­νη γενιά είναι επί­σης μέρος της έκθε­σης στη Βασιλεία.

Στις 10 Μαΐ­ου 1939, ο Γκέ­οργκ Σμιτ, ο νέος διευ­θυ­ντής του Μου­σεί­ου Τέχνης της Βασι­λεί­ας, σοσια­λι­στής, αντι­φα­σί­στας και γνώ­στης του γερ­μα­νι­κού μοντερ­νι­σμού, πρό­σφε­ρε με τηλε­γρά­φη­μα στους προ­α­να­φερ­θέ­ντες Γερ­μα­νούς εμπό­ρους τέχνης 6.000 ελβε­τι­κά φρά­γκα για τον πίνα­κα του Φραντς Μαρκ «Η μοί­ρα των Ζώων». Τελι­κά κατά­φε­ρε να τον αγο­ρά­σει με 6.900 φρά­γκα. Ήταν το πρώ­το έργο που αγο­ρά­στη­κε απευ­θεί­ας από το Βερολίνο.

Έτσι, άνοι­ξε ο δρό­μος για τη δημιουρ­γία μιας συλ­λο­γής κλασ­σι­κών έργων μοντέρ­νας τέχνης, από τις δια­ση­μό­τε­ρες του είδους στο «Μου­σείο Τέχνης» της Βασι­λεί­ας. Ο Σμιτ, ως δημο­σιο­γρά­φος, είχε παρα­τη­ρή­σει και επι­κρί­νει από το 1933 τη δίω­ξη της μοντέρ­νας τέχνης στην Γερ­μα­νία και ήθε­λε να αγο­ρά­σει όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρα από τα κατα­σχε­θέ­ντα έργα στην επι­κεί­με­νη δημο­πρα­σία στη Λου­κέρ­νη, αλλά και απευ­θεί­ας από την απο­θή­κη του Βερο­λί­νου. Την επι­σκέ­φτη­κε, λοι­πόν, στα τέλη Μαΐ­ου 1939 μετά από σχε­τι­κή πρό­σκλη­ση, συντά­χθη­κε ένας κατά­λο­γος έργων και στάλ­θη­κε στην Ελβε­τία για έγκρι­ση από την Επι­τρο­πή Τέχνης του Μου­σεί­ου, η οποία υπέ­βα­λε αίτη­ση στο καντό­νι της Βασι­λεί­ας για δάνειο 100.000 ελβε­τι­κών φρά­γκων. Στα πρα­κτι­κά, τα οποία μπο­ρεί κανείς να δια­βά­σει στην Έκθε­ση, ανα­φέ­ρε­ται ότι ο Σμιτ έπρε­πε να την πεί­σει δεδο­μέ­νου ότι «υπήρ­χαν επι­φυ­λά­ξεις για τον γερ­μα­νι­κό μοντερ­νι­σμό σε όλη την Ευρώ­πη». Η Επι­τρο­πή Τέχνης συζή­τη­σε αν θέλει καν να έχει τέτοια έργα στη συλ­λο­γή του Μου­σεί­ου και αν είναι ηθι­κά δικαιο­λο­γη­μέ­νο να δώσει συνάλ­λαγ­μα σε ένα δικτα­το­ρι­κό καθεστώς.

Μόλις στις 30 Ιου­νί­ου 1939, την παρα­μο­νή της δημο­πρα­σί­ας 125 εκ των «αξιο­ποι­ή­σι­μων» έργων των γερ­μα­νι­κών μου­σεί­ων, εγκρί­θη­καν 50.000 ελβε­τι­κά φρά­γκα. Με το ταπει­νό αυτό ποσόν το «Μου­σείο Τέχνης» απέ­κτη­σε οκτώ σημα­ντι­κά έργα μοντέρ­νας τέχνης μετα­ξύ των οποί­ων του Πάουλ Κλέε, του Ότο Ντιξ, του Φραντς Μαρκ και του Μαρκ Σαγκάλ. Δύο εβδο­μά­δες μετά τη δημο­πρα­σία, τα έργα εκτέ­θη­καν στο Μου­σείο Τέχνης. Άλλα 12 αγο­ρά­στη­καν αργό­τε­ρα από τον αρχι­κό κατά­λο­γο, ο οποί­ος είχε συντα­χθεί στο Βερο­λί­νο, μετα­ξύ των οποί­ων και το αρι­στούρ­γη­μα του εξπρε­σιο­νι­σμού η «Νύμ­φη των Ανέ­μων» του Όσκαρ Κοκό­σκα. Για λόγους προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού λοι­πόν απο­κτή­θη­καν τελι­κά μόνο 21 έργα τέχνης. Ο Σμιτ είχε κατα­φέ­ρει μεν να δημιουρ­γή­σει μια αξιό­λο­γη συλ­λο­γή μοντέρ­νας τέχνης στην Ελβε­τία όχι όμως και να αγο­ρά­σει όλα τα έργα που ήθελε.

Η τωρι­νή έκθε­ση ενώ­νει τα έργα της «εκφυ­λι­σμέ­νης» τέχνης που απο­κτή­θη­καν τότε με εκεί­να που δεν απέ­κτη­σε η Βασι­λεία αλλά που­λή­θη­καν διε­θνώς. Ένα μεγά­λο μέρος από τα 21.000 έργα που κατα­σχέ­θη­καν από τους ναζί είχαν δημιουρ­γη­θεί από καλ­λι­τέ­χνες που μόλις ξεκι­νού­σαν την καριέ­ρα τους. Το 1938 πολ­λά από αυτά τα έργα κατα­στρά­φη­καν επει­δή οι εθνι­κο­σο­σια­λι­στές δεν έβλε­παν καμία χρη­σι­μό­τη­τα σε αυτά. Τα ονό­μα­τα των καλ­λι­τε­χνών περιέ­πε­σαν στη λήθη. Η έκθε­ση αφιε­ρώ­νει όμως μια ξεχω­ρι­στή αίθου­σα σε αυτήν την «ξεχα­σμέ­νη γενιά».

Το θέμα των απω­λειών της, κατά τους ναζί, «εκφυ­λι­σμέ­νης» τέχνης γίνε­ται ιδιαί­τε­ρα αντι­λη­πτό από την περί­πτω­ση της «Χορεύ­τριας» του Μαργκ Μολ, έργο το οποίο μέχρι πρό­σφα­τα θεω­ρού­νταν κατε­στραμ­μέ­νο. Βρέ­θη­κε όμως το 2010 κατά τη διάρ­κεια της κατα­σκευ­ής μιας νέας γραμ­μής μετρό στο κέντρο του Βερο­λί­νο ανά­με­σα στα συντρίμ­μια των βομ­βαρ­δι­σμών της πόλης.

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο