Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έφυγε από τη ζωή ο Κουβανός ποιητής Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ (Ένα μικρό αφιέρωμα)

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Ο ποι­η­τής και δοκι­μιο­γρά­φος Ρομπέρ­το Φερ­νά­ντες Ρετα­μάρ, ένα από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους δια­νο­ού­με­νους της Αμε­ρι­κής, πέθα­νε το από­γευ­μα του Σαβ­βά­του 20 Ιού­λη στην Αβά­να σε ηλι­κία 89 ετών.

Ο Κου­βα­νός ποι­η­τής, δοκι­μιο­γρά­φος και λογο­τε­χνι­κός κρι­τι­κός Ρομπέρ­το Φερ­νάν­δες Ρετα­μάρ, γεν­νή­θη­κε στην Αβά­να και αφού εγκα­τέ­λει­ψε τις σπου­δές του στην Τέχνη και την Αρχι­τε­κτο­νι­κή, συνέ­χι­σε σπου­δά­ζο­ντας Λογο­τε­χνία και Φιλο­σο­φία στην Κού­βα, την Σορ­βό­νη και το Πανε­πι­στή­μιο του Λον­δί­νου. Μετά την ολο­κλή­ρω­ση των σπου­δών του, το 1956, ταξί­δε­ψε στην Ελλά­δα, την Ιτα­λία, την Ισπα­νία και το Βέλ­γιο. Δίδα­ξε στα Πανε­πι­στή­μια της Αβά­νας και του Γέηλ, και έδω­σε δια­λέ­ξεις σε πολ­λά πανε­πι­στή­μια των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών, καθώς και στα πανε­πι­στή­μια της Πρά­γας και της Μπρα­τι­σλά­βα, με θέμα την Λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή Λογοτεχνία.

Πτυ­χιού­χος Φιλο­σο­φί­ας και Φιλο­λο­γί­ας και επί­τι­μος καθη­γη­τής του Πανε­πι­στη­μί­ου της Αβά­νας, συνερ­γά­στη­κε με το περιο­δι­κό Origenes, ήταν διευ­θυ­ντής μετα­ξύ 1959 και 1960 του Nueva Revista Cubana, και συμ­με­τεί­χε στην ίδρυ­ση της Ένω­σης Συγ­γρα­φέ­ων και Καλ­λι­τε­χνών Κού­βας (UNEAC), της οποί­ας συμ­με­τεί­χε στο πρώ­το διοι­κη­τι­κό συμ­βού­λιο και διή­υ­θυ­νε μαζί με τους Νικο­λάς Γκι­γιέν, Αλέ­χο Καρ­πε­ντιέρ και Χοσέ Ροντρί­γκες Φέο το περιο­δι­κό Unión κατά το πρώ­το του στάδιο.

Το ξεκί­νη­μά του στην ποί­η­ση οφεί­λε­ται στην επιρ­ροή του σπου­δαί­ου Κου­βα­νού λογο­τέ­χνη Χοσέ Λεσά­μα Λίμα (1910–1976) και της ομά­δας που συνερ­γα­ζό­ταν με το λογο­τε­χνι­κό και πολι­τι­στι­κό περιο­δι­κό Orígenes. Όταν, το 1959, ο Φιντέλ Καστρο ανέ­λα­βε την εξου­σία, μετά το κίνη­μα που ανέ­τρε­ψε τον Μπα­τί­στα, ο Φερ­νάν­δες Ρετα­μάρ έγι­νε εκπρό­σω­πος τύπου του νέου καθε­στώ­τος. Αυτό τον έφε­ρε σε διά­στα­ση με τους ποι­η­τές του Orígenes, τους οποί­ους επέ­κρι­νε επει­δή δεν είχαν ενερ­γή ανά­μει­ξη στην επανάσταση.

Το 1965 ανέ­λα­βε ως εκδό­της του περιο­δι­κού της “Κάσα ντε λας Αμέ­ρι­κας”, ενός οργα­νι­σμού που ιδρύ­θη­κε τέσ­σε­ρις μήνες μετά την Κου­βα­νι­κή επα­νά­στα­ση με σκο­πό την ανά­πτυ­ξη των κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­στι­κών σχέ­σε­ων με τις χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής και της Καραϊ­βι­κής, κυρί­ως. Από το 1986, ο Φερ­νάν­δες Ρετα­μάρ είναι ο τρί­τος πρό­ε­δρος του οργα­νι­σμού ενώ, παράλ­λη­λα συμ­με­τέ­χει και στο 31/μελές Κρα­τι­κό Συμ­βού­λιο της Κούβας.

Επί­σης, ίδρυ­σε το 1977 και διεύ­θυ­νε μέχρι το 1986 το Κέντρο Μελε­τών Μαρ­τί και την ετή­σια έκδο­σή του. Εξε­λέ­γη το 1995 μέλος της Κου­βα­νι­κής Ακα­δη­μί­ας της Γλώσ­σας, της οποί­ας ήταν επι­κε­φα­λής μετα­ξύ 2008 και 2012.

Για τις εξαι­ρε­τι­κές του αρε­τές βρα­βεύ­τη­κε με το Εθνι­κό Βρα­βείο Λογο­τε­χνί­ας το 1989 και η Unesco του απέ­νει­με το Διε­θνές Βρα­βείο Χοσέ Μαρ­τί στις αρχές του 2019.

Ήταν βου­λευ­τής της Εθνι­κής Συνέ­λευ­σης της Λαϊ­κής Εξου­σί­ας και μέλος του Κρα­τι­κού Συμ­βου­λί­ου της Δημο­κρα­τί­ας της Κούβας.

Τιμή­θη­κε με το μετάλ­λιο Γραμ­μά­των και Τεχνών στην Γαλ­λία, το 1998, όπως και με πολ­λά ποι­η­τι­κά βρα­βεία, μετα­ξύ των οποί­ων το Εθνι­κό Βρα­βείο Ποί­η­σης, το 1951, το βρα­βείο Ρου­μπέν Δαρίο, το 1980, το διε­θνές βρα­βείο Νίκο­λα Βαπτσά­ροφ της Βουλ­γα­ρί­ας και το Perez Bonalde της Αργε­ντι­νής. Τίτλοι επί­τι­μου καθη­γη­τή και διδά­κτο­ρα, του έχουν απο­νε­μη­θεί στα Πανε­πι­στή­μια της Λίμας, της Σόφιας και του Μπου­έ­νος Άιρες.

Η ποί­η­σή του, συνε­πής στις επι­τα­γές του συμπα­τριώ­τη του αγω­νι­στή-ποι­η­τή Χοσέ Μαρ­τί, εμπνέ­ε­ται από την ιστο­ρία, τους αγώ­νες του νησιού, αλλά και από την ιστο­ρία, τον έρω­τα και τη ζωή των άλλων λαών της ηπεί­ρου. Δεν στε­ρεί την αλλη­λεγ­γύη της σε μακρι­νούς λαούς, όπως ο βιετ­να­μι­κός, και δεν μένει ξένη όπου και όταν το επι­τάσ­σουν οι στιγ­μές. Είναι μια ποί­η­ση μαχη­τι­κή όταν το θέλει η ιστο­ρία αλλά και λυρι­κή, σατυ­ρι­κή, ελε­γεια­κή ή περι­παι­κτι­κή, για να εμπνευ­σθεί από τα μικρά ή μεγά­λα γεγο­νό­τα της καθη­με­ρι­νό­τη­τας. Αφιε­ρώ­νε­ται, σε ένα μεγά­λο μέρος της, στη ζωή στο νησί μετά την επι­κρά­τη­ση της Επα­νά­στα­σης του Φιντέλ Κάστρο, στο σπί­τι, τις θυγα­τέ­ρες, τις απώ­λειες φίλων, τον εγγο­νό του που τον λένε Φωκά, ή την ανέ­χεια σε δύσκολους

roberto3

Από το βιβλίο Roberto Fernández Retamar, Πέντε Ελλη­νι­κά και άλλα ποι­ή­μα­τα εκδ. Εκά­τη, 2009 (μτφ: Ρήγας Καπ­πά­τος) παρου­σιά­ζου­με τρία ποι­ή­μα­τά του:

Επί­δαυ­ρος

Αν ανά­ψεις ένα σπίρ­το στην Επίδαυρο
Η ανά­φλε­ξη ακού­γε­ται στις πρώ­τες κερκίδες,
Και στις άλλες πιο πάνω
Και στις τελευ­ταί­ες εκεί που απ’ την απόσταση
Οι άνθρω­ποι μοιά­ζουν ασα­φείς πιθανότητες.
Αν χτυ­πή­σεις στην Επίδαυρο,
Ο χτύ­πος ακού­γε­ται πιο ψηλά, μέσα στα δέντρα
Στον αέρα. Αν τρα­γου­δή­σεις στην Επίδαυρο,
Το γνω­ρί­ζουν τα βου­νά, τα σύν­νε­φα, ο κόλπος
Τα νησιά στή­νουν αυτί.
Οι άλλες χώρες γέρ­νουν λίγο
Ν’ ακού­σουν που τρα­γου­δά­νε στην Επίδαυρο.

roberto5

Εν πλω Ιθάκη

Ρωτή­σα­με το μεγα­λό­σω­μο ναύ­τη στο καράβι
Για την πελώ­ρια και γρέ­τζε­λη πέτρα
Που κάπως θολή από κυπα­ρίσ­σια ξενέ­ρι­ζε απ’ τη θάλασσα.
Την λένε Ιθά­κη. Θέλα­με να μάθουμε
Πού έζη­σε ο πανούρ­γος, πού έκαιγε
Τα λιπα­ρά πλευ­ρά από τις δαμά­λες, πού
Τάνυ­ζε το τόξο του για να δια­λύ­σει τα σανίδια,
Για να φρο­ντί­σει εκεί­νον που φύλαε το λινάρι.
Όλα βγαλ­μέ­να με χώμα και χαρ­τιά απ’ τα μάτια.
Αλλά ο ναύ­της, που ταξί­δε­ψε μακριά,
Ριγ­μέ­νος σαν ξερό ψωμί από το τραπέζι,
Που είδε την Αβά­να ένα απόγεμα
Και την Ιαπω­νία χρω­μα­τι­σμέ­νη με βιο­λε­τί τρέ­μου­λο σαράντα
Μέρες μετά, από την κου­πα­στή του πλοί­ου μας λέει:
Ο Οδυσ­σέ­ας πέθανε.
Και στο αναμεταξύ
Οι μετα­νά­στες επι­βι­βά­ζο­νταν σαν άλογα.

roberto7

Επανόρθωση στον Φεδερίκο

Σ’ ένα ποί­η­μα, (εξ’ άλλου πολύ κακό) μόλις διά­βα­σα, και μου έκα­νε εντύπωση,
Ότι δε μαγνη­το­φω­νή­θη­κε η φωνή σου, που τόσα έχουν να πουν γι αυτή όσοι σε γνώρισαν’
Ότι δε μαγνη­το­φω­νή­θη­κε η φωνή σου, και πως εκεί­νοι οι νέοι γερόντοι,
Εκεί­νοι που έχουν περά­σει τα εξή­ντα κι αρχί­ζουν τώρα να εκλεί­πουν μαζικά,
Και που ήταν οι έκθαμ­βοι σου συνομήλικοι,
Παίρ­νουν πεθαί­νο­ντας μαζί τους, εξα­φα­νί­ζο­ντας από τη Γη την τελευ­ταία θύμη­ση της φωνής σου.
Μέσα σε λίγον και­ρό (ας πού­με άλλα τριά­ντα χρόνια),
Δεν θα μεί­νει κανείς πάνω στη Γη
Που να θυμά­ται πώς μιλούσες,
Τραγουδούσες,
Γελούσες,
Και πιθα­νώς έκλαιγες.
Η φωνή σου θα έχει λησμο­νη­θεί για πάντα.

Έτσι και όλος εσύ θα έχεις λησμονηθεί
Σε τριακόσια,
Τρεις χιλιάδες
Ή τριά­ντα χιλιά­δες χρόνια.
Μπο­ρεί να έχει λησμο­νη­θεί κι η ίδια η ιδέα της ποίησης,
Αυτή που εσύ ήσουν ο αφέ­ντης της,
Που από το ένα μέρος φρό­ντι­ζες τις λέξεις
Κι από το άλλο την ψυχή.
Πρέ­πει, λοι­πόν, να βιαστούμε
Να επα­νορ­θώ­σου­με αυτό που σου έγινε,
Όσο είναι ακό­μα νωπός ο θάνα­τος σου.

Για­τί μετά από μια νεα­νι­κή διαφώτιση,
Που σε περ­νού­σα­με από χέρι σε χέρι, καμω­μέ­νο μόνο άνθρω­πο, όπως ο Σωκρά­της ή ο Λεονάρδο
(Οι άλλοι ήταν οι Ματσά­δο, Ουνα­μού­νο, Μαρ­τί, Νερού­δα, Αλμπέρτι.
Μόνο ο Χουάν Ραμόν κι εσύ
Ήταν ο Χουάν Ραμόν κι ο Φεδερίκο)•
Μετά από τότε,
Έφτα­σαν οι άλλοι
Κι ήρθαν οι μέρες που σε αρνήθηκαν.
Τι αδι­κία, Φεδερίκο,
Τι αδι­κία ‑μπο­ρεί ανα­γκαία: οι ζωντα­νοί να τρέ­φο­νται από τους πεθαμένους,
Αλλά χωρίς να το δηλώνουν.

Τώρα χρειά­ζε­ται να σου απο­δώ­σου­νε τιμές
Όχι μονά­χα οι διαλέλτες
Κι αυτοί που γρά­φουν βιο­γρα­φί­ες και μελέτες,
Αλλά οι υπέ­ρο­χοι νέγροι που αγά­πη­σες και που αψη­φού­νε τους λευ­κούς και τα σκυλιά,
Οι δέκα χιλιά­δες πόρ­νες που απει­λούν να παρε­λά­σουν στο Σαντιά­γο της Χιλής,
Τα φτω­χά διφο­ρού­με­να αγό­ρια, οι πεντα­πο­δα­ρού­σες σαλα­μάν­δρες, ριγ­μέ­να έξω από τον κόσμο,
Οι πλε­ο­νά­ζο­ντες, οι εμβρόντητοι.
Και οι ποιητές.

Τώρα που θα έχου­με την ηλικία
Που είναι για πάντα η δική σου,
Απο­τε­λεί μια πρά­ξη δικαιοσύνης
Τόσο μοι­ραί­ας, τόσο απα­ραί­τη­της, όσο και η άλλη αδικία,
Να πού­με πως είχα­με δίκιο τότε, που μόλις βγαί­να­με από την παι­δι­κή ηλικία,
Όταν το Φεδε­ρί­κο ήταν ένα ηλε­κτρι­σμέ­νο όνομα,
Μια φλό­γα που ανα­βο­σβή­νει στο σκοτάδι,
Ένας θησαυ­ρός, ένας αλη­σμό­νη­τος φίλος που τον άρπα­ξε η νύχτα που μ’ αυτή άρχι­σε ο χειμώνας.
Γνώ­ρι­ζες περισ­σό­τε­ρα, ήσουν καλύ­τε­ρος. Και η ειλι­κρί­νεια ή η αθωότητα
Η απλη­στία ή η εγκατάλειψη
Σε ανα­κά­λυ­πταν για να μεγαλώσουν.

Σπά­νιε, εκθαμ­βω­τι­κέ πρω­τό­το­κε αδελφέ,
Πριν εξα­φα­νι­στείς για πάντα,
Με τους αστρά­γα­λους σπα­σμέ­νους, περί­πλο­κα μου­σι­κά όργα­να περα­σμέ­να στο λαι­μό σου,
Τα μάτια ερη­μω­μέ­να από το κλάμα,
Το στή­θος και το κεφά­λι διάτρητα•
Πριν εξα­φα­νι­στού­με για πάντα,
Θα σε αγκα­λιά­σω, μάλ­λον συγκινημένος,
Σ’ αυτό τον άνε­μο που μας έμα­θες να ονομάζουμε
Με λέξεις που έβγα­ζες απ’ το τσεπάκι,
Παρ’ όλο που τότε ήσου­να κιό­λας πεθα­μέ­νος, πεθαμένος,
Και δεν ήσουν άλλο από σελί­δες, κι είχαν κιό­λας αρχί­σει να χάνονται
Οι λέξεις από σάρ­κα και οστά που έκα­ναν να ανα­τρι­χιά­σει ο κόσμος
Ίσα­με τον Αύγου­στο του 1936, πριν τριά­ντα χρόνια,
Όπου τα θηρία που πάντα καρα­δο­κούν σε του­φέ­κι­σαν για­τί ναι,
Για­τί όλα,
Για­τί έτσι τελειώ­νουν οι ποιητές.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο