Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έχει πολλά σκήπτρα, ποιητή, μα κανένα για εμάς…

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Είχε αρχί­σει να κερ­δί­ζει το φως, ένα μπόι πάνω από τις κορυ­φο­γραμ­μές των βου­νών, την ώρα που έβγαι­νε από την πόρ­τα του Νέου Φρου­ρί­ου με κατεύ­θυν­ση το Παλαιό Λιμά­νι. Ένας κόμπος διπλός, που είχε παρα­τη­ρή­σει την προη­γού­με­νη μέρα στην άκρη τού μετα­ξω­τού υφά­σμα­τος, — εργα­λείο χορού αυτό το πανί -, ένας σφι­χτός μαύ­ρος κόμπος σαν Γόρ­διος Δεσμός και όχι γαλά­ζιος ή λευ­κός όπως περί­με­νε, την είχε οδη­γή­σει ανα­στα­τω­μέ­νη σ’ εκεί­νο τον περί­πα­το. Ο ανοι­ξιά­τι­κος ήλιος ζωγρά­φι­ζε τρια­ντά­φυλ­λα στον ορί­ζο­ντα δημιουρ­γώ­ντας ένα μονα­δι­κό πίνα­κα ζωγρα­φι­κής με φόντο τις απέ­να­ντι κοντι­νές ακτές της Ηπεί­ρου και την επι­βλη­τι­κή ορο­σει­ρά της γει­το­νι­κής Αλβα­νί­ας. Στα­μά­τη­σε για λίγο, θαυ­μά­ζο­ντας τη θέα και την ομορ­φιά σαν να την αντί­κρυ­ζε πρώ­τη φορά. Χ Βερίγου Ηλιοβασίλεμα

Η Άνοι­ξη είχε κιό­λας ράψει και­νούρ­γιες φυλ­λω­σιές σε θάμνους, κισ­σούς και καλ­λω­πι­στι­κά φυτά, στα πάρ­κα και στις πλα­τεί­ες, μα πιο γεν­ναιό­δω­ρη στις κου­τσου­πιές είχε κεντή­σει με χιλιά­δες άνθη τα γυμνά ακό­μη κλα­διά δίνο­ντας έναν άλλο τόνο δρο­σιάς και φρε­σκά­δας με αυτό τον υπέ­ρο­χο χρω­μα­τι­σμό τον γεμά­το ιρι­δι­σμούς. Από το παγκά­κι μπρο­στά στο περί­πτε­ρο, σε συγκι­νη­τι­κή απαγ­γε­λία, από­δει­ξη πως οι Κερ­κυ­ραί­οι αγα­πούν τον Σολωμό:

« Το Μαϊο ροδο­φαί­νε­ται μέρα
πο ραιό­τε­ρη φύση ξυπνάει
κα τν κάνουν λαμπρ κα γελάει
πρα­σι­νά­δες, χτί­δες, νερά.

νθη κι νθη βαστονε στ χέρι
παι­δι κι ντρες, γυνακες κα γέροι
σπρο­ε­ντύ­μα­τα, γέλια κα κρότοι,
λοι ο δρό­μοι γιο­μά­τοι χαρά.
Ναί, χαρε
τε το χρό­νου τ νιότη,
νδρες, γέροι, γυνακες παι­διά.»
(Διο­νύ­σιος Σολω­μός – Νεκρι­κή ωδή)

Κέρκυρα Χ Βερίγου Ζ ΔικταίουΣτά­θη­κε για λίγο, δια­κρι­τι­κά πίσω από τα δέντρα απο­λαμ­βά­νο­ντας το άκου­σμα. Έπει­τα σήκω­σε το χέρι και κόβο­ντας έν’  ανθά­κι, όπως τότε που ήταν έφη­βη, το έφε­ρε στα χεί­λη ρου­φώ­ντας το γλυ­κό­πι­κρο νέκταρ. «Τα γλυ­κό­πι­κρα τρέ­φουν τη μέλισ­σα και τη ζωή, Ζωή μου… » , ανα­κά­λε­σε στη θύμη­ση της τα λόγια του Αλέ­ξαν­δρου. Γέλα­σε, σαρά­ντα χρό­νια μετά, κάπως σαν αιχ­μη­ρό αστείο το ένιω­σε αυτό η Ζωή Δικταί­ου, ένα αστείο που μπο­ρού­σε να είναι ταυ­τό­χρο­να τόσο μαγευ­τι­κό όσο και σπα­ρα­κτι­κό, όσο θυμό­ταν πόσο μακρι­νό ήταν το πέταγ­μα τού ενθου­σια­σμού και πόσο από­το­μα της είχαν ψαλι­δί­σει τα φτε­ρά,  ερή­μην της. Μια γλυ­κό­πι­κρη γρα­τζου­νιά στην ψυχή είχε μεί­νει, για να μην ξεχνά ένα τέλος χωρίς αντίο, για­τί αυτό ποτέ δεν ειπώ­θη­κε αφού στη θέση του πάντα τής άρε­σε να λέει αύριο… αφή­νο­ντας έτσι συνει­δη­τά τα ιλιγ­γιώ­δη σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα του πρώ­του έρω­τα να πηγαι­νο­έρ­χο­νται ακίν­δυ­να πια, μα να έχουν πάντα θέση στη ζωή της.

Η οσφρη­τι­κή ανά­μνη­ση και το ξάφ­νια­σμα της γεύ­σης στον ουρα­νί­σκο, αστρα­πιαία την ταξί­δε­ψαν από την πρώ­τη αγά­πη, — την οποία τώρα πια αφό­του είχε κοπά­σει το πάθος, μπο­ρού­σε να βλέ­πει στα ίσια χωρίς να πονά­ει — , στο διπλό μαύ­ρο κόμπο που κάποιες στιγ­μές ένιω­θε δική της θηλειά στο λαι­μό και ας μην ήταν. Συνει­δη­το­ποιού­σε πως όσο μεγά­λω­νε την πονού­σαν άλλα και αλλιώς, αφού έδι­νε προ­τε­ραιό­τη­τα σε όσα η διαί­σθη­ση της μάνας συλ­λά­βι­ζε μυστι­κά στο αρι­στε­ρό της αυτί, — αυτό ήταν το καλό της — , όπως και το αρι­στε­ρό της μάτι, μ’ αυτό έβλε­πε. Τι χάλι αλή­θεια με τη δεξιά της πλευ­ρά να είναι σημα­δε­μέ­νη από τη γέν­νη­ση της, απο­ρού­σε άλλη μια φορά με σαρ­κα­σμό. Μια ματιά στο μωβ κι άλλη μια στα σημά­δια στο χέρι της, το δεξί, στις ραφές των δαχτύ­λων που της είχε θερί­σει ως το κόκ­κα­λο πριν χρό­νια μια κερα­μι­κή πιατέλα…

Συνέ­χι­σε να περ­πα­τά στο πλα­κό­στρω­το. Σ’ ένα βαθού­λω­μα, στο λιγο­στό νερό που είχε ξεμεί­νει από τη νυχτε­ρι­νή βρο­χή, ένα κομ­μά­τι ουρα­νός σε αφα­νή περι­πλά­νη­ση και δική του παρά­στα­ση, έλε­γες άπλω­νε ρίζες τυλιγ­μέ­νος ανά­με­σα σε φλο­γε­ρές λαχτά­ρες, μπου­γα­ρί­νια και κορ­φιά­τι­κα μάγια.

Μόνα τους τα βήμα­τα, την οδή­γη­σαν από τα παλιά δικα­στή­ρια στα Μου­ρά­για. Μια βάρ­κα με σημαία Ελλη­νι­κή στην πρύ­μνη και γορ­γό­να στην πλώ­ρη, απο­μα­κρυ­νό­ταν από το Φαλη­ρά­κι ακο­λου­θώ­ντας ένα μεγά­λο ιστιο­πλοϊ­κό με φου­σκω­μέ­να κάτα­σπρα πανιά. Το γαλά­ζιο του Ιονί­ου με τέτοιες εικό­νες είναι όνει­ρο! Ένα γλα­ρο­πού­λι ράμ­φι­ζε τα φτε­ρά του καθι­σμέ­νο νωχε­λι­κά στο φανο­στά­τη. Τού­τες οι πρω­ι­νές ήμε­ρες ώρες, χωρίς τη φασα­ρία και τη βοή του μεση­με­ριού προ­σφέ­ρο­νται για ονει­ρο­πο­λή­σεις συλ­λο­γί­στη­κε μακα­ρί­ζο­ντας την τύχη  που την ήθε­λε να ζει σε αυτή την πόλη, αλλά και πάλι, δεν μπο­ρού­σε να παρα­βλέ­ψει το διπλό μαύ­ρο κόμπο. Το μαντή­λι της ανέ­μι­σε χαι­ρε­τί­ζο­ντας μαζί με τα αδέ­σπο­τα στο πεζο­δρό­μιο, τις ασί­γα­στες μνή­μες πότε στα ακρο­κέ­ρα­μα και πότε στο λιθό­στρω­το καλ­ντε­ρί­μι. Βιά­στη­κε να το κρα­τή­σει από τις άκριες. Δεν ήθε­λε άλλο κόμπο. Μέσα της άκου­γε τον ήχο από τα πρώ­τα διστα­κτι­κά βήμα­τα στην Κέρ­κυ­ρα, ανα­πλά­θο­ντας την πρω­τι­νή αίγλη και μεγα­λο­πρέ­πεια της πόλης επι­στρέ­φο­ντας σ’ ένα κόσμο δικό της. Μύρι­σε μπου­γα­ρί­νι η ανάμνηση…Χ Βερίγου Ζ Δικταίου παραλία

«Εδώ, πήγαι­νέ με όπου αγα­πάς, είναι όλα τόσο οικεία… » ψιθύ­ρι­σε με τη βεβαιό­τη­τα πως την άκου­γε κάποιος, ένας φίλος, ένας αγα­πη­μέ­νος. Με λοξή ματιά πρό­σε­ξε την άμα­ξα που την προ­σπέ­ρα­σε. Άδρα­ξε την αφορ­μή για μια στιγ­μή αυτο­συ­γκέ­ντρω­σης ακρι­βώς κάτω από το Μου­σείο Σολω­μού παίρ­νο­ντας ανά­σα πιο βαθιά. Γέμι­σαν τα πνευ­μό­νια δυο­σμα­ρί­νι κι αλμύ­ρα. Ύστε­ρα, γέρ­νο­ντας στα κάγκε­λα γύρι­σε ολό­κλη­ρο το σώμα της προς το νησά­κι τού Βίδο. Το μελ­τέ­μι φύση­ξε απα­λά μια τού­φα στα μαλ­λιά της. Μετά σημά­δε­ψε το μπλε σεντό­νι που κρε­μό­ταν στο μπαλ­κό­νι του πέμ­πτου ορό­φου στο διπλα­νό αρχο­ντό­σπι­το λες και ήθε­λε τινά­ζο­ντάς το, να το ελευ­θε­ρώ­σει από τα μαντα­λά­κια. Ο ήχος την έκα­νε να στρέ­ψει το βλέμ­μα ψηλά. Αγκά­λια­σε τον αέρι­νο χορό του λεπτού υφά­σμα­τος κάνο­ντας διά­φο­ρες σκέ­ψεις, αλλά ο διπλός μαύ­ρος κόμπος παρών, σε κάθε κου­τά­κι του μυα­λού. Μετά αφέ­θη­κε στο γαλά­ζιο τ’ ουρανού…

Σ’ ένα σύντο­μο βλε­φά­ρι­σμα στην Αντι­βου­νιώ­τισ­σα, κάποιος της φάνη­κε πως ανέ­βαι­νε τα πέτρι­να σκα­λο­πά­τια. Η γνώ­ρι­μη ανδρι­κή μαυ­ρο­ντυ­μέ­νη φιγού­ρα την καλού­σε σε μιαν άλλη επο­χή άμε­σα συνυ­φα­σμέ­νη με μια περί­ο­δο μακρι­νή και δια­φο­ρε­τι­κή, που δημιουρ­γού­σε όμως χωρίς αμφι­βο­λία ένα αίσθη­μα νοσταλ­γί­ας και την επι­θυ­μία να ξυπνή­σει έστω και κάτι από το παρελ­θόν, στον και­ρό τον πολύ­τι­μο, εκεί­νο που κάποιοι φυλά­νε μέσα τους σαν κάτι ακρι­βό. Πάντα έλε­γε ναι στην κουλ­τού­ρα της ευγένειας…

Λέξη – φωνή, μία μόνο, κόντε…

Δεν από­ρη­σε. Χιλιά­δες εικό­νες στοι­βά­χτη­καν μονο­μιάς. Τα χέρια στο χρώ­μα ώρι­μου στα­ριού. Μικρές ρυτί­δες εξω­τε­ρι­κά, φλέ­βες στη μέσα πλευ­ρά στις παλά­μες, φλέ­βες που τινά­ζο­νται στη μνή­μη, πρω­τα­γω­νί­στριες, φλέ­βες που μέσα τους κυλούν λέξεις ελλη­νι­κές αυτές που αγό­ρα­ζε ακρι­βά, που αγά­πη­σε! Στο καντού­νι καί­νε λιβά­νι, ανά­λα­φρο άρω­μα να ξυπνή­σουν τον άγιο, να ξορ­κί­σουν το κακό, να καλέ­σουν σε χορό τα αόρα­τα, να μυρί­σει ζωή στα ξύλι­να σπλά­χνα και στα μαρ­μά­ρι­να οικό­ση­μα, να περά­σουν οι φιλαρμονικές…

Αισθάν­θη­κε πως είχαν χαρα­χτεί ανε­ξί­τη­λα στη μνή­μη της μαζί με τις ώχρες, τις μυρω­διές και τα χρώ­μα­τα, ακό­μη και ο τρό­πος που έτρι­ζε η σκά­λα όταν την ανέ­βη­κε πρώ­τη φορά, μα ναι, καθώς κι εκεί­νη η μικρο­σκο­πι­κή ραγι­σμα­τιά στον τοί­χο της βιβλιο­θή­κης είχε κάτι να πει, και το μεγά­λο εκκρε­μές που δεν είχε βαρε­θεί να μετρά τις ώρες στο χολ, και η αφή στα δερ­μα­τό­δε­τα βιβλία, τα πορ­τρέ­τα, οι χάρ­τες, τα ενθυμήματα.
Μια καλο­σύ­νη αργή, καλε­στι­κή στο ροσό­λι πάνω στον αση­μέ­νιο δίσκο…

Έπαι­ζε αμή­χα­να με το ξεχα­σμέ­νο κέρ­μα στην τσέ­πη τής ελα­φριάς καμπαρ­ντί­νας, όπως τότε, σε μια προ­σπά­θεια να δια­χει­ρι­στεί τα νέα δεδο­μέ­να. Στοι­χη­μά­τι­ζε πως ήταν η ίδια δραχ­μή, όχι οποια­δή­πο­τε, αλλά αυτή που εικό­νι­ζε την Μαντώ Μαυ­ρο­γέ­νους, λάφυ­ρο μιας αγνοη­μέ­νης θύμη­σης και μιας προ­δο­σί­ας. Ένα ρίγος αγαλ­λί­α­σης δια­πέ­ρα­σε τη ραχο­κο­κα­λιά της κοι­τά­ζο­ντας το κέρ­μα με την οδύ­νη της δια­πί­στω­σης πως δεν έκα­νε λάθος. Ήθε­λε να θυμά­ται, η μνή­μη υπο­στή­ρι­ζε είναι άσκη­ση, όχι παιχνίδι.

Με βουρ­κω­μέ­να μάτια έτρε­ξε τη δια­δρο­μή της όμορ­φης αγω­νί­στριας, της φλο­γε­ρής επα­να­στά­τριας από την πλού­σια οικο­γέ­νεια της Τερ­γέ­στης με την Φανα­ριώ­τι­κη κατα­γω­γή, που είχε σπεύ­σει στη Μύκο­νο, τον γενέ­θλιο τόπο της μητέ­ρας της για να ξεση­κώ­σει τους ραγιά­δες πρω­το­στα­τώ­ντας στην εξέ­γερ­ση των κατοί­κων του νησιού, δια­θέ­το­ντας παράλ­λη­λα μεγά­λα χρη­μα­τι­κά ποσά για να εξο­πλί­σει πλοία και όταν χρειά­στη­κε, δεν δίστα­σε υψώ­νο­ντας το σπα­θί της, να ριχτεί στις μάχες πολε­μώ­ντας γεν­ναία στην Κάρυ­στο, στο Πήλιο, στη Φθιώ­τι­δα, στη Λειβαδιά.

Ξανα­κοί­τα­ξε την ανά­γλυ­φη ευγε­νι­κή μορ­φή στο κέρ­μα. Όμορ­φη πολύ, αρχο­ντο­θώ­ρη­τη! Μετά έμει­νε στην ίδια θέση ακί­νη­τη, σαν να είχε χαθεί προ­σω­ρι­νά σε μια παύ­ση μου­σι­κής τού Μάν­τζα­ρου. Ο χορός μιας πετα­λού­δας που πέτα­ξε από τη βαριά κουρ­τί­να ανα­ζη­τώ­ντας έξο­δο στο ανοι­κτό παρά­θυ­ρο την έκα­νε να κοι­τά­ξει άλλη μια φορά στο φως εκεί­νη τη φτω­χή, ξεπε­ρα­σμέ­νη μα αγα­πη­μέ­νη δραχ­μού­λα. Κι άξαφνα:

«Κρα­τεί στο χόρ­το τα κεριά, κεριά κομματιασμένα·
Ουρα­νός δένε­ται και γη στην όμορ­φη ματιά της» , 

Στη σιω­πή που ακο­λού­θη­σε παρα­τή­ρη­σε πιο σχο­λα­στι­κά το πορ­τρέ­το του Σολω­μού.  Δεν ήταν σίγου­ρη αν την επη­ρέ­α­ζε, αν την γοή­τευε περισ­σό­τε­ρο η προ­σω­πι­κή του ιστο­ρία ή, η ποι­η­τι­κή ύπαρ­ξή του, που την είχε συγκλο­νί­σει από τη νεό­τη­τά της. Στα άγνω­στα σημεία της ζωής του τον ήθε­λε να έχει ταξι­δέ­ψει στην Κρή­τη ανα­ζη­τώ­ντας την προ­γο­νι­κή ρίζα και με τη φαντα­σία της συμπλή­ρω­νε μικρές και μεγά­λες στιγ­μές. Ένιω­σε δέος, σίγου­ρη πως ο δημιουρ­γός ποι­η­τής, ακό­μη και μέσα από το πορ­τρέ­το του μπο­ρού­σε να μιλή­σει, να δώσει την εντύ­πω­ση ότι επι­λέ­γει να ξεχω­ρί­ζει και να θαυ­μά­ζει κάποιες παρου­σί­ες, ότι υπε­ρα­σπί­ζε­ται τις πρά­ξεις των γεν­ναί­ων και των αδι­κη­μέ­νων για να τις προ­βάλ­λει ως ιδα­νι­κές και αξιο­θαύ­μα­στες, και φυσι­κά άξιες να γίνουν αφορ­μή για μίμη­ση. Μέσα σε αυτή την ατμό­σφαι­ρα είδε το δάκρυ που έτρε­χε στο αλα­βά­στρι­νο πρό­σω­πό του όταν ψιθύρισε:

«Ψυχή μεγά­λη και γλυ­κιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυ­μά­ζω τες γυναί­κες μας και στ’ όνο­μά τους μνέω…»
θα ορκι­ζό­ταν πως άκου­σε τον ίδιο τον ποιητή
—                       να απαγ­γέ­λει, στη Μαντώ…

Μυη­μέ­νη στα κελεύ­σμα­τα του Ρήγα, έχο­ντας γαλ­λι­κή μόρ­φω­ση, έγι­νε γνω­στή στην Ευρώ­πη με τις επι­στο­λές της προς τις γυναί­κες της Γαλ­λί­ας και της Αγγλί­ας να συμπα­ρα­στα­θούν στον ελλη­νι­κό αγώ­να. Η Μαντώ, που η προ­σω­πο­γρα­φία της τυπώ­θη­κε και κυκλο­φό­ρη­σε σε όλη την Ευρώ­πη, όταν στην Ελλά­δα ο Ιωάν­νης Κωλέτ­της προ­κει­μέ­νου να την ζημιώ­σει ανε­πα­νόρ­θω­τα, με ραδιουρ­γί­ες, δια­δί­δο­ντας φήμες ότι όντας αρρα­βω­νια­σμέ­νη με τον Υψη­λά­ντη δεν δίστα­ζε να δια­τη­ρεί παράλ­λη­λη σχέ­ση µε τον Βρε­τα­νό φιλέλ­λη­να ‘Έντουαρντ Μπλα­κιέρ, μια αμφι­λε­γό­με­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα που σχε­τί­στη­κε με την δεύ­τε­ρη δόση του δανεί­ου από την Αγγλία προς την Ελλά­δα. Αυτός, ο Κωλέ­της κατά­φε­ρε να οδη­γή­σει το ζευ­γά­ρι στη ρήξη. Τι κι αν εκεί­νη προ­σπά­θη­σε µε κάθε τρό­πο να πεί­σει για την αθω­ό­τη­τά της…

Μια ακό­μη ματιά στην αυστη­ρή μα οικεία μορ­φή του ποι­η­τή. Το δημό­σιο κύρος της λαμπρής προ­σω­πι­κό­τη­τάς του,  κατά­φερ­νε όχι μόνο να συντη­ρεί, αλλά και να ενι­σχύ­ει την αισθη­τι­κή και ηθι­κή του εικό­να στην καρ­διά της.  Μια άλλη ματιά στο μεγά­λο καθρέ­φτη, να εκεί πίσω στο δια­βρω­μέ­νο από την υγρα­σία τζά­μι, εκεί που η εικό­να επι­στρέ­φει θολή, γκρί­ζα καμιά φορά και παρα­μορ­φω­μέ­νη ανά­λο­γα με το πώς πέφτει το φως θαρ­ρείς για να θυμί­ζει πως η προ­δο­σία κρύ­βε­ται στη σκο­τει­νή πλευ­ρά της ψυχής, εκεί που παρα­μο­νεύ­ουν η ζήλεια, η δει­λία, ο φθό­νος, ο εγω­ι­σμός, τα πρω­τό­γο­να ένστικτα…

Έσφι­ξε με δύνα­μη τη δραχ­μή στο χέρι κλεί­νο­ντάς το σε γρο­θιά, ώσπου αισθάν­θη­κε να πονά­ει, κάτι σαν κάψι­μο από πυρω­μέ­νο σίδερο.
Εκεί­νη, η διπλά προ­δο­μέ­νη και πικρα­μέ­νη μετά την αθέ­τη­ση της υπό­σχε­σης γάμου του Δημη­τρί­ου Υψη­λά­ντη, η Μαντώ Μαυ­ρο­γέ­νους για την οποία  ο πολι­τι­κός και συγ­γρα­φέ­ας Νικό­λα­ος Δρα­γού­μης στις «Ιστο­ρι­κές Ανα­μνή­σεις του γράφει:

«Και εκ των ακρο­α­τών μία μόνη γυνή, η αντι­στρά­τη­γος Μαντώ Μαυ­ρο­γέ­νους, ήτις πωλή­σα­σα τα εν Μυκό­νω υπάρ­χο­ντα αυτής ώρμη­σεν εις το πεδί­ον τού Αγώ­νος, φορού­σα μέλαι­ναν εσθή­τα χρυ­σο­πά­ρυ­φον και πίλον ευρω­παϊ­κόν, ουχί βεβαί­ως του τελευ­ταί­ου των Παρι­σί­ων συρ­μού, και διά νευ­μά­των αιτου­μέ­νη την ανά­γνω­σιν τής ουδέ­πο­τε ανα­γνω­σθεί­σης κατά τού Υψη­λά­ντου αναφοράς». 

Εκεί­νη, που ο πρώ­τος κυβερ­νή­της του νεο­σύ­στα­του Ελλη­νι­κού κρά­τους, ο Ιωάν­νης Καπο­δί­στριας ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την ευαι­σθη­σία, τα ανδρα­γα­θή­μα­τα και τις θυσί­ες της προς το έθνος, της απέ­νει­με τον τιμη­τι­κό βαθ­μό αντι­στρά­τη­γου και μικρή σύνταξη.
Η αγω­νί­στρια, που ανε­βαί­νο­ντας απο­γοη­τευ­μέ­νη όλα τα σκα­λο­πά­τια της προ­δο­σί­ας, άγγι­ξε πάμ­φτω­χη την κορω­νί­δα της δυστυ­χί­ας, πεθαί­νο­ντας λησμο­νη­μέ­νη στην Πάρο, έχο­ντας ξοδέ­ψει όλη της την περιου­σία στον αγώ­να για την ελευθερία.
Στη σκέ­ψη πως η θλί­ψη της Μαυ­ρο­γέ­νους, δεν θα είχε βρει παρη­γο­ριά ούτε στα βαθιά της γερά­μα­τα, έκλα­ψε βου­βά, με τα χέρια στο πρό­σω­πο. Ένιω­σε να την συμ­με­ρί­ζε­ται, να κατα­λα­βαί­νει το μέγε­θος τής αθλιό­τη­τας με την οποία της φέρ­θη­καν εκεί­νοι που νόμι­ζαν πως δια­φέ­ντευαν τις τύχες του έθνους.

Κατέ­βαι­νε την εσω­τε­ρι­κή σκά­λα του Μου­σεί­ου Σολω­μού σκε­φτι­κή. «Ναι, η ψυχή όταν δεν ξέρει από κακο­σύ­νη ρισκά­ρει σ’ άγνω­ρο και­ρό ν’ αθω­ώ­σει εκεί­νους που προ­δό­θη­καν, μετριέ­ται στα δύσκο­λα για να σκορ­πί­ζε­ται στο φως, κόντε μου…» Το ό,τι άλλοι ανοί­γουν πλη­γές με μαχαί­ρι και άλλοι με λόγια και δεν ήταν μόνο δική της δια­πί­στω­ση. Όπου κι αν κοί­τα­ζε κανείς γύρω του, παντού μπο­ρού­σε να δει να καθρε­φτί­ζο­νται οι ελλεί­ψεις μιας κοι­νω­νί­ας που δεν ήθε­λε ν’ αλλά­ξει, ενός κόσμου που συνέ­χι­ζε να πνί­γε­ται από φόβο, μίσος και φθό­νο. Προ­δο­σί­ες, μέσα από τον έρω­τα, στη φιλία, στην τέχνη, στο δημό­σιο βίο, στην οικογένεια…
«Όμως εσύ, να ελέγ­χεις σκέ­ψεις, αισθή­σεις και πρά­ξεις», άκου­γε την μέσα της φωνή, «κι όταν τα πάντα σε τρα­βούν προς τα έξω τις άφεγ­γες νύχτες να ασκεί­σαι, να μην ενδί­δεις σε άχρη­στες προ­κλή­σεις, κι αν θέλεις πραγ­μα­τι­κά να μην σε εμπο­δί­ζουν να στα­θείς εδώ τα παρα­λη­ρή­μα­τα και οι δια­βρω­μέ­νοι απ’ το χρό­νο καθρέ­φτες, να προ­σέ­χεις αυτά που πρέ­πει, κι αυτά που είναι απα­ραί­τη­τα για να είσαι ελεύ­θε­ρη, για να ονει­ρεύ­ε­σαι, όπως τα τρια­ντά­φυλ­λα που σκαρ­φά­λω­σαν ως το παράθυρο…»

Πριν απο­μα­κρυν­θεί από το καντού­νι, στο καλ­ντε­ρί­μι γύρι­σε το κεφά­λι κοι­τά­ζο­ντας ψηλά. Το παρά­θυ­ρο του τρί­του ορό­φου άνοι­ξε διά­πλα­τα, μόνο του με θόρυβο…

Ένα λευ­κό περι­στέ­ρι μετε­ω­ρί­στη­κε για λίγο πάνω από τα ακρο­κέ­ρα­μα. Μετά κάθι­σε στο γεί­σο τινά­ζο­ντας τα φτε­ρά του. «Τα που­λιά είναι σε θέση να κατα­λα­βαί­νουν τις αλλα­γές του και­ρού, όταν πετούν κοντά στις στέ­γες και μετά κάθο­νται στα παρά­θυ­ρα μπο­ρεί και να ’ρχε­ται βρο­χή» , αυτό ήρθε πρώ­το στο νου της από τις κου­βέ­ντες της για­γιάς Γαρυ­φα­λιάς. Στη στιγ­μή ακο­λού­θη­σαν κι άλλες σκέ­ψεις για το ειρη­νι­κό που­λί, που φέρ­νει τα καλά νέα, θεω­ρεί­ται αγγε­λια­φό­ρος από τον κόσμο των αγγέ­λων, στον κόσμο των ανθρώ­πων, ανα­τρέ­φει τους νεοσ­σούς του με γάλα, αλλά εκεί­νη θα έμε­νε στο πρώ­το σημά­δι περι­μέ­νο­ντας υπο­μο­νε­τι­κά όπως κάθε φορά μια έστω ψιχά­λα. Με θέα το ανοι­ξιά­τι­κο μοτί­βο τού κατα­πρά­σι­νου Βίδο ο κόσμος της λικνι­ζό­ταν, χόρευε κι έγερ­νε μέσα της. Ένας αόρα­τος μαγνή­της θαρ­ρείς ξανα­κά­λε­σε το βλέμ­μα της στο παρά­θυ­ρο. Στά­θη­κε ρεμ­βά­ζο­ντας, περι­μέ­νο­ντας το ανέλ­πι­στο ή μια ξαφ­νι­κή βρο­χή… Μετά έκλει­σε απα­λά τα μάτια. Δεν χρειά­στη­κε να προ­σπα­θή­σει να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει ό,τι διαι­σθάν­θη­κε. Στη μυστι­κή γλώσ­σα των θαυ­μά­των και στην ακι­νη­σία της σιω­πής, ο ποιητής…Κέρκυρα φωτο Χ Βερίγου

Φωνή οδύ­νης, φωνή – λυγμός…

«Η Διχό­νοια που βαστάει
ένα σκή­πτρο η δολερή
καθε­νός χαμογελάει,
Πάρ’ το, λέγο­ντας, και συ.

Κειό το σκή­πτρο που σας δείχνει
έχει αλή­θεια ωραία θωριά
μην το πιά­στε, για­τί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.»

Επί­και­ρος περισ­σό­τε­ρο από ποτέ συλ­λο­γί­στη­κε, με αφορ­μή όσα παρα­κο­λου­θού­σε  να συμ­βαί­νουν για τα δια­κό­σια χρό­νια από την Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση, σίγου­ρη πως σε αυτή την τόσο μονα­δι­κή επέ­τειο, δεν είχαν όλοι οι εμπλε­κό­με­νοι το απαι­τού­με­νο ήθος να συμπε­ρι­φερ­θούν ανά­λο­γα. Και δυστυ­χώς δεν θα υπήρ­χε άλλη ευκαι­ρία. Είχε κου­ρα­στεί να ακού­ει θριαμ­βο­λο­γί­ες, μεγά­λα λόγια, υπερ­βο­λές για πανη­γύ­ρια σχε­δια­σμέ­να με ευτε­λή και πρό­χει­ρα υλι­κά, παρα­τρά­γου­δα που κόστι­ζαν όμως μια περιουσία…

Μια αθέ­α­τη κολα­σμέ­νη πλευ­ρά, σε μια περιτ­τή διά­στα­ση σημα­δε­μέ­νη από τη ματαιο­δο­ξία και την προ­σω­πι­κή βιτρί­να κάποιων αδιά­βα­στων της αλή­θειας ή κακο­δια­βα­σμέ­νων της δόξας, κάποιων που αν τους ρωτού­σε κανείς για τον Ρήγα, κάλ­λι­στα θα μπο­ρού­σαν να απα­ντή­σουν πως είναι χαρ­τί της τράπουλας…

Στη σκο­τει­νή διάρ­κεια των σύγ­χρο­νων ημε­ρών έβλε­πε και κάποιες λιγο­στές ψυχές  με μελαγ­χο­λι­κά μάτια που κοπί­α­ζαν με δια­φο­ρε­τι­κά, στα­θε­ρά βήμα­τα κυνη­γώ­ντας μια ηλια­χτί­δα και καμά­ρω­νε. Έλε­γε, ευτυ­χώς, σε τού­τα τα ανε­λέ­η­τα, ανή­λια­γα χρό­νια υπάρ­χουν ακό­μη ονει­ρο­πό­λοι, υπάρ­χουν φωνές δια­μαρ­τύ­ρη­σης, υπάρ­χουν αγω­νί­στριες της τιμής και όχι της εύκο­λης, της πλη­ρω­μέ­νης εφή­με­ρης φήμης, υπάρ­χουν και τιμη­τές απρο­σκύ­νη­τοι τής αλη­θι­νής Ελλά­δας! Έβλε­πε κι εκεί­νους που αδί­στα­χτα κυνη­γού­σαν την προ­βο­λή, εκεί­νους που θαρ­ρείς τα κατα­φέρ­νουν τις περισ­σό­τε­ρες φορές να τρο­μο­κρα­τούν συνει­δή­σεις, τους έβλε­πε ν’ ανε­βαί­νουν σε σαθρά βάθρα κλέ­βο­ντας το φως, αρπά­ζο­ντας τα όνει­ρα άλλων… Αυτό τής έσκι­ζε την καρδιά.

Όσο κλεί­νου­με τα μάτια, όσο δεν θέλου­με να δού­με πως η Εθνι­κή Ομο­ψυ­χία είναι ο μονα­δι­κός δρό­μος που μας από­μει­νε να πορευ­τού­με, με τις πέτρες που ρίχνου­με στους άλλους θα μας λιθο­βο­λή­σουν αύριο… , στο­χά­στη­κε επη­ρε­α­σμέ­νη από τον ποι­η­τι­κό λόγο τού κόντε. Ο Σολω­μός, ξυπνά τη φωνή της συνεί­δη­σης, υπεν­θυ­μί­ζει πως περι­θώ­ρια δεν υπάρχουν.

Η ιστο­ρι­κή εμπει­ρία και η πικρή της γεύ­ση, χτυ­πού­σε το ίδιο καμπα­νά­κι στις μέρες της. «Ο φθό­νος συνη­θί­ζει σε όλες τις επο­χές να κλεί­νει το μάτι στη διχό­νοια ξυπνώ­ντας ένστι­κτα εξό­ντω­σης, έως και αυτά τού θανά­του, μια κρί­ση αξιών δίχως τέλος », τής έλε­γε ο καλός της φίλος ο Αντο­νάι πριν λίγο και­ρό, «αρχι­κά επαι­νεί κι ύστε­ρα με καμου­φλα­ρι­σμέ­νο σκή­πτρο σπέρ­νει ανέ­μους για να θερί­σει θύελ­λες». Με τις πιο πρό­σφα­τες δια­πι­στώ­σεις που είχε κάνει, ένιω­σε αφε­λής να πιστέ­ψει, πως ο αλλη­λο­σπα­ραγ­μός και οι εμφύ­λιες συγκρού­σεις των προ­γό­νων, ήταν αρκε­τές για να προ­βλη­μα­τι­στούν οι κοι­νω­νί­ες και να αλλά­ξουν τακτι­κή και συνή­θειες οι άνθρωποι.

Στον περι­στύ­λιο των ανα­κτό­ρων περ­νού­σε όταν ξέσπα­σε η ξαφ­νι­κή βρο­χή. Χαμο­γέ­λα­σε. Με την πρώ­τη στά­λα ξανα­γύ­ρι­σε στην αθω­ό­τη­τα των παι­δι­κών της χρό­νων ανα­ζη­τώ­ντας τη δική της ψυχή, και μπο­ρού­σε σίγου­ρα να τη βρει στην αυλή του πατρι­κού σπι­τιού, μα δεν της έφτα­νε, για­τί δεν ήταν μόνο αυτό.

Η ψυχή της, μια μέλισ­σα που μάθαι­νε ανά­γνω­ση στο γεω­φυ­σι­κό χάρ­τη της Ελλά­δας, που πετού­σε  από κάδρο, σε κάδρο για να χαι­ρε­τί­σει τους ήρω­ες της επα­νά­στα­σης στα πορ­τρέ­τα που κρε­μό­ταν στους τοί­χους τού δημο­τι­κού σχο­λεί­ου Τζερ­μιά­δων, η ψυχή της, άλλο­τε μια μέλισ­σα, χρυ­σή καρ­φί­τσα στο κεντη­μέ­νο γελε­κά­κι της Μαυ­ρο­γέ­νους κι άλλο­τε να φεύ­γει χορεύ­ο­ντας στο φως του Ιονί­ου, να χάνε­ται στ’ ανθι­σμέ­να περι­βό­λια του Μυστρά, να υψώ­νε­ται στην κορ­φή της Δίκτης για να ονει­ρευ­τεί και άλλα μυθι­κά ελλη­νι­κά βου­νά, τον Όλυ­μπο, τον Ταΰ­γε­το, την Πίν­δο, τ’  Άγρα­φα, τον Ψηλο­ρεί­τη, η ψυχή της, λαθρε­πι­βά­της σ’ ένα φινι­στρί­νι να μετρά γλα­ρο­πού­λια, γορ­γό­νες και κύμα­τα, να φλερ­τά­ρει τον άνε­μο με την παν­σέ­λη­νο στην Ύδρα, να ξανοί­γε­ται με Χιώ­τι­κο καρά­βι στη θάλασ­σα για να γνω­ρί­σει τα νησιά, η ψυχή της, μια μέλισ­σα στο Ζάλογ­γο, ή μια δραχ­μή που μπο­ρού­σε να κυλή­σει στη βρο­χή κάνο­ντας ένα γύρο στην υδρό­γειο και να στα­θεί ισορ­ρο­πώ­ντας στην Ελλάδα…

Δίπλα της στα­μά­τη­σε μια ώρι­μη καλο­ντυ­μέ­νη κυρία. «Φύλ­λα νεκρά τα λόγια μέσα στους μαρα­μέ­νους μας συλ­λο­γι­σμούς, ψυχή μου» , είπε, μόνο αυτό. Στα βλέ­φα­ρά της ήταν φανε­ρό, ξεδι­ψού­σε η σκιά της λύπης. Κοι­τά­χτη­καν για λίγο. Ξανα­σκέ­φτη­κε αυτό που μόλις είχε ακού­σει από τα χεί­λη της άγνω­στης γυναίκας.

Όχι, δεν ήταν νεκρά λόγια, όχι, ίσως η ευκαι­ρία δεν χάθη­κε, ίσως με ανοιγ­μέ­να τα γαλα­νό­λευ­κα πανιά της χαράς, μακριά από τα γνώ­ρι­μα, τα συνη­θι­σμέ­να τερ­τί­πια και την αγο­ρά της υπο­κρι­σί­ας, ίσως γρά­ψου­με και­νούρ­για, βρο­ντε­ρά μεγά­λα συν­θή­μα­τα για τη ζωή, τρα­γου­δώ­ντας, γελώ­ντας, χορεύ­ο­ντας, εμείς, όσοι πιστεύ­ου­με στη δική μας Ελλά­δα σπέρ­νο­ντας άστρα στις μέρες μας, σε μια Ελλά­δα Μοί­ρα, μια Ελλά­δα μάν­να που δεν θ’ αφή­σου­με να γίνει πλη­ρε­ξού­σια πατρί­δα, γιατί…

Κέρκυρα Χ Βερίγου Ηλιοβασίλεμα Η Ελλά­δα έχει ψυχή, ένα κομ­μά­τι γαλα­νό ουρανό
που χαμη­λώ­νει και φιλεί τη θάλασσα! 

Όσο η ξαφ­νι­κή βρο­χή ξέπλε­νε το φου­στά­νι της Κορ­φιά­τισ­σας Μοί­ρας, εκεί­νη άφη­νε πίσω της την πύλη του Παλαιού Φρου­ρί­ου. Εκα­τό μέτρα ακό­μα και θα βρι­σκό­ταν στο άγαλ­μα του Σολω­μού στη Λεω­φό­ρο Δημο­κρα­τί­ας. Έτρε­ξε τα τελευ­ταία βήμα­τα, μ’ ένα κλα­δά­κι ελιάς στο χέρι, έτρε­ξε, σαν για να προ­λά­βει το ραντε­βού. Τώρα έβλε­πε δυο μάτια φωτι­σμέ­να κι όχι δυο πλη­γές χαμέ­νες σ’ ασυγ­χώ­ρη­τη λησμονιά.

«Έχει πολ­λά σκή­πτρα, ποι­η­τή, μα κανέ­να για εμάς, εμείς αν χρεια­στεί με το σπα­θί στο χέρι…»
Έκα­νε να φύγει, μα την τελευ­ταία στιγ­μή γιγα­ντώ­θη­κε η Κρή­τη μέσα της. Έκρι­νε σωστό να συμπλη­ρώ­σει με τα μάτια γεμά­τα αλμύρα:

«Εδώ θρη­σκεία το σπα­θί και πίστη το μαχαίρι
και τ’άρματα απα­ρά­δο­τα κι απά­τη­τα τα κάστρα,
επά΄ναι ο πόλε­μος γιορ­τή και το ντου­φέ­κι γλέντι
και πανη­γύ­ρι ο θάνα­τος κι ο Χάρος συντοπίτης…»

Αύριο, θα γιόρ­τα­ζαν την Ένω­ση της Επτανήσου…
Αύριο, την ώρα που ο ουρα­νός θα κρε­μά τα πρώ­τα τρια­ντά­φυλ­λα στο Ιόνιο, μια Γορ­γό­να θα αφή­σει την πλώ­ρη για να χορέ­ψει ελεύ­θε­ρη με γαλα­νό­λευ­κα πανιά στο πιο ψηλό κατάρτι…

Αύριο, εν ονό­μα­τι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα 21 Μάη, 2021

ℹ️  Από το υπό έκδο­ση βιβλίο: «Οιστρή­λα­τος, Ιόνιος πλους».
Στη φωτο κεφα­λί­δας ο Διο­νύ­σιος Σολω­μός, αρι­στε­ρά ελαιο­γρα­φία ανώ­νυ­μου (μου­σείο Μπε­νά­κη 0,33 x 0,30 μ).
Η προ­σω­πο­γρα­φία του εθνι­κού ποι­η­τή, φιλο­τε­χνη­μέ­νη μετά το θάνα­τό του, είναι μια από τις ελά­χι­στες που έχουν διασωθεί.

Το αφή­γη­μα αφιε­ρώ­νε­ται στην Κατε­ρί­να Σολδάτου


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα

Ζωή Δικταίου Να χα μια χούφτα θάλασσα σ΄ένα γυαλί κλεισμένηΣυμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

  • «Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης», Ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία – 2020, Αθήνα
    Εκδό­σεις: Ατέχνως
  • «Μονό­λο­γοι», Ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία, Εκδό­σεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,

facebook logo click

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο