Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έχετε ψαράδες ψάρια, αστακούς και καλαμάρια;

Στην καρ­διά του καλο­και­ριού και με το φρέ­σκο ψάρι –κάπο­τε βασι­κή τρο­φή της λαϊ­κής οικο­γέ­νειας, είδος σε ανε­πάρ­κεια και πολυ­τε­λεί­ας είπα­με να θυμη­θού­με λίγο τα παλιά, πολύ πριν ανοί­ξει το πρώ­το πρα­τή­ριο με ψάρια «Ευρυ­δί­κης» στην Φωκί­ω­νος Νέγρη (!!), που ήταν ντρο­πή να αγο­ρά­ζεις, αφού «βρώ­μα­γε το φρέ­σκο», που τρώ­γα­με για λόγους οικονομίας (!)Πλανόδιος Ψαράς

Τότε –γύρω στο 1960 και πριν η περιο­χή γίνει το «in» στέ­κι των μεσο­α­στών (βλ και το γνω­στό «ρεμά­λι» …Τόλ­μη και ωμός ρεα­λι­σμός σ΄ ένα κοι­νω­νι­κό δρά­μα, που έκα­νε «πάτα­γο», με τον χαρ­το­παί­χτη, πρώ­ην πυγ­μά­χο και πρω­το­πα­λί­κα­ρο του υπο­κό­σμου, που βάζει στο μάτι και «τυλί­γει» τη Μαί­ρη, μια νέα μόνη, αγνή και ορφα­νή, «αδια­φο­ρώ­ντας για το κακό που της κάνει» …) η δημο­τι­κή αγο­ρά της Κυψέ­λης, που υπάρ­χει και σήμε­ρα, στην είσο­δο (πύλη) της Φωκί­ω­νος Νέγρη υπήρ­χαν μόνο ιχθυο­πω­λεία και πάγκοι ψαράδων)

Ψάρια Ευρυδίκης Χρύσα Παραδείση

Με το μεγά­λο παζά­ρι ψαριών πάντα τότε και τώρα στην Βαρ­βά­κειο αγο­ρά  …«ε, ρε πρά­μα που σαλεύ­ει και το μου­στε­ρή γυρεύ­ει» (ΣΣ |>. Müşteri = αγοραστής)

Για­τί δε με θες κυρά μου
επει­δή είμαι ψαράς
κι είμαι λίγο αλανιάρης
σαν ψαράς και σαν βαρκάρης
Και θαρ­ρείς ότι με μένα
δε θα την περ­νάς καλά
(…)
Κι αν ξυπό­λη­τος γυρίζω
μη με βλέ­πεις και γελάς
τη γυναί­κα που θα έχω
ξέρω να την επροσέχω
Και τα κέφια της να κάνω
μην κοι­τάς που είμαι ψαράς

Με την αλιευ­τι­κή βιο­μη­χα­νία, να ελέγ­χε­ται από λίγους μονο­πω­λια­κούς ομί­λους, που το μόνο τους ενδια­φέ­ρον εξα­ντλεί­ται –φυσι­κά, στη συσ­σώ­ρευ­ση κερ­δών για τη λαϊ­κή οικο­γέ­νεια μένει άλλο από το «φάτε μάτια ψάρια»…Φάτε μάτια ψάρια

ℹ️  Από τη 10ετία του 80 μέχρι το 2000 ο αδη­φά­γος στό­λος υπερ­δι­πλα­σιά­στη­κε φτά­νο­ντας τα 1.200.000 σκά­φη (!!) όταν οι ερευ­νη­τές του FAO εκτι­μούν πως με τα μισά πλοία θα είχα­με τα ίδια αλιεύ­μα­τα και ο εξο­πλι­σμός της ΕΕ ξεπερ­νού­σε κατά 40% τις απαι­τή­σεις των χωρών της για θαλάσ­σια συγκο­μι­δή (η «οικο­λο­γι­κή» Νορ­βη­γία κατά 60%).
Σήμε­ρα μιλά­με για τρα­γι­κή εικό­να με πάνω από 1.500.000 σκά­φη όπου η υπε­ρα­λί­ευ­ση, η λαθρα­λιεία και η από­κρυ­ψη στοι­χεί­ων είναι καθεστώς…
Τα συρό­με­να δίχτυα στο Κανα­δά είναι 4πλάσιας δυνα­μι­κό­τη­τας από την «απαι­τού­με­νη» και «επι­τρε­πό­με­νη», ενώ στην ανα­το­λι­κή ακτή των ΗΠΑ για την αλιεία μυδιών χρη­σι­μο­ποιού­νται 10πλάσια και πάνω σκά­φη, από όσα θα ήταν «υπε­ραρ­κε­τά».
Μετά την ορθο­λο­γι­κή –ως ένα βαθ­μό θαλάσ­σια αλιεία μετά το 2ο Παγκό­σμιο Πόλε­μο όπου τα θαλασ­σι­νά γίνο­νται προ­σι­τά σε μεγά­λα τμή­μα­τα κατα­να­λω­τών, ξεπερ­νώ­ντας σε όγκο τα αλιεύ­μα­τα των ποτα­μών – λιμνών με την Ασία σήμε­ρα πάνω από 1 δισ. άτο­μα να παίρ­νουν τη ζωι­κή πρω­τεϊ­νη από τα ψάρια –όπως και  με μεγά­λες πλη­θυ­σμια­κές μονά­δες της Αφρι­κής και νησιω­τι­κών κρα­τών τα ψάρια από τρο­φή των φτω­χών έχουν μετα­τρα­πεί σε είδος πολυτελείας.
Η παρα­δο­σια­κή αλιεία έχει υπο­κα­τα­στα­θεί στο μεγα­λύ­τε­ρο ποσο­στό της από την εμπο­ρευ­μα­τι­κή, οι ωκε­α­νοί έχουν φτά­σει στα όριά τους, από την άπο­ψη ανα­πα­ρα­γω­γής — αντι­κα­τά­στα­σης των ψαριών με αυξα­νό­με­νη τη ρύπαν­ση και την κατα­στρο­φή των ενδιαιτημάτων.

Σε και­νού­ρια βάρ­κα μπήκα
|> Τρα­γού­δι με προ­έ­λευ­ση Ανα­το­λι­κή Θρά­κη & Ρωμυ­λία (με παραλ­λα­γή στί­χων –μετα­ξύ άλλων Μιχα­λί­τσι Νικο­μη­δεί­ας από την περιο­χή της Βιθυ­νί­ας στα μικρα­σια­τι­κά παρά­λια της Προ­πο­ντί­δας) σε ρυθ­μό πάντα 8/8 (3–3‑2) — χορεύ­ε­ται ως «Συρ­τός Προποντίδας».

Σε, μωρ’ σε, σε και­νούρ­για βάρ­κα μπήκα,
σε και­νούρ­για βάρ­κα μπή­κα και στον Αϊ-Γιώρ­γη βγήκα.
Βρί­σκω ναύ­τες παλι­κά­ρια που (ε)ψαρεύανε για ψάρια.
– Έχε­τε ψαρά­δες ψάρια, αστα­κούς και καλαμάρια;
– Έχου­με γλυ­κιά σαρ­δέ­λα για την όμορ­φη κοπέλα,
έχου­με και τα λαβρά­κια που τα τρών’ τα κοριτσάκια,
έχου­με και καλα­μά­ρια, που τα τρών’ τα παλικάρια.
έχο­με παστά και χλώ­ρια και πέντ’ έξ’ οκά­δες χώρια.
– Βούρ­λω­σέ τα, πέρα­σέ τα, στην παλάν­τζα ζύγι­σέ τα.
πά… μωρέ πά… πάρε βούρ­λα βούρ­λι­σε τα,

Άλλη παραλ­λα­γή σε και­νού­ρια βάρ­κα μπή­κα και στο Μιχα­λί­τσι βγήκα.
έχο­με χρυ­σή σαρ­δέ­λα σαν την όμορ­φη κοπέλα
Έ… μωρέ έ… έχο­με και παλα­μί­δες που τις τρών’ οι δεσποινίδες…

Ακού­στε το σε μια από τις καλύ­τε­ρες εκτε­λέ­σεις από τον εξαί­ρε­το μου­σι­κό Γιώρ­γο Τζώρτζη

Ο ψαρά­δες δηλ. αυτοί που ψαρεύ­ουν και που­λά­νε οι ίδιοι τα ψάρια υπήρ­χαν προ αμνη­μο­νεύ­των, το ίδιο και οι πλα­νό­διοι με το ρηχό μεγά­λο πανέ­ρι ‑επι­στρω­μέ­νο με λαδο­μπο­για­τι­σμέ­νο καρα­βό­πα­νο σε χρώ­μα θαλασ­σί στο κεφά­λι τους και με μια ζυγα­ριά που κου­βα­λού­σε στον ώμο του.
Οι ιχθυ­έ­μπο­ροι, εμφα­νί­στη­καν αργό­τε­ρα –από κατα­βο­λής καπιταλισμού

Ο παραλογισμός της ελεύθερης οικονομίας — Πάνω απ’ όλα τα κέρδη

Με βάση την Κοι­νή Αλιευ­τι­κή Πολι­τι­κή της ΕΕ, οι επι­δο­τή­σεις για την αλιευ­τι­κή βιο­μη­χα­νία (που περιε­λάμ­βα­νε ακό­μη και κατα­στρο­φές μικρών σκα­φών) το 2000 ξεπερ­νού­σαν τα 55 δις$, ενώ σήμε­ρα με το μαν­δύα της οικο­λο­γί­ας, προ­ω­θού­νται τα ευρύ­τε­ρα συμ­φέ­ρο­ντα του σημα­ντι­κού αυτού τομέα του μεγά­λου κεφαλαίου.
Όπως πριν 20 χρό­νια, όταν στο ινδι­κό κρα­τί­διο Κερά­λα υπήρ­ξε μια βίαιη επέμ­βα­ση που περι­θω­ριο­ποί­η­σε χιλιά­δες ψαρά­δες, κατα­στρέ­φο­ντας παράλ­λη­λα τους συνε­ται­ρι­σμούς με «εκσυγ­χρο­νι­σμό» υπέρ μιας μικρής ομά­δας καπι­τα­λι­στών, που μετέ­τρε­ψαν κάποιους ψαρά­δες σε αλιερ­γά­τες και οδή­γη­σαν τους υπό­λοι­πους στην εξαθλίωση.
Η αλιεία μεγά­λης κλί­μα­κας παρα­μέ­νει στις προ­τε­ραιό­τη­τες των διε­θνών οργα­νι­σμών, παρά τα κρο­κο­δεί­λια δάκρυα κάποιων «τεχνο­κρα­τών» τους, που όταν το θυμη­θούν ανα­φέ­ρο­νται στην υπο­βάθ­μι­ση των βυθών και στην απώ­λεια θέσε­ων εργασίας.

Το λιμάνι-ιχθυόσκαλα της Ραφήνας

Ας επι­στρέ­ψου­με νοε­ρά πολ­λά χρό­νια πίσω στο αγνώ­ρι­στο, σε σχέ­ση με το σήμε­ρα, λιμά­νι με τις υπο­τυ­πώ­δεις εγκα­τα­στά­σεις του, μώλος καλά-καλά δεν υπάρ­χει και αυτό που του δίνει ζωή είναι  οι ψαρο­πού­λες και τα… περι­λα­βη­τή­ρια (ΣΣ |> παρά­γκες, αρχι­κά, ξύλι­νες, μικρά “μαγα­ζά­κια”, όπου κάθο­νταν οι περι­λα­βη­τές [= παρα­λα­βη­τές] των ψαριών.
Εκεί, αρχι­κά, δεν γινό­ταν λια­νι­κή πώλη­ση ψαριών. Οι περι­λα­βη­τές ήταν άνθρω­ποι που δού­λευαν για τους μεγά­λους ιχθυ­ε­μπό­ρους και έκα­ναν τις συνεν­νο­ή­σεις με τους ψαρά­δες, ένα είδος υπαλλήλου-μεσάζοντα.
Με τον και­ρό και την αύξη­ση της παρα­γω­γής οι ξύλι­νες παρά­γκες έδω­σαν τη θέση τους σε μαγα­ζιά που χτί­στη­καν για το σκο­πό αυτό (και υπάρ­χουν μέχρι σήμερα).

Ο αρχι­κός «λιμε­νο­βρα­χί­ο­νας» της Ραφή­νας ‑ένας απλός μόλος 40μ τότε, χτί­στη­κε το 1907 από τον μεγα­λο­κτη­μα­τία Αλέ­ξαν­δρο Σκου­ζέ, για να φορ­τώ­νει στα καΐ­κια κρα­σιά για τα νησιά, μιας και η περιο­χή, ήταν κατά­φυ­τη από αμπέ­λια μετά από αίτη­μα και του βατι­κιώ­τη Κυριά­κου Καπε­τα­νά­κη «για να αρά­ζουν οι τέσ­σε­ρις τρά­τες του».

Πριν φτια­χτεί το λιμά­νι, οι ψαρο­πού­λες και οι τρά­τες δεν ζύγω­ναν ν’ αρά­ξουν στη Ραφήνα.
Σαν φυσού­σε φρέ­σκος βοριάς, πήγαι­ναν νοτιό­τε­ρα, στο λεγό­με­νο τότε «αυλά­κι του βοριά», έναν κάπως πιο απά­νε­μο ορμί­σκο που επέ­τρε­πε ν’ αρά­ζει κανείς με κάποια σιγου­ριά. Κι από εκεί τα έφερ­ναν από στε­ριά τα ψάρια με μου­λά­ρι ή σούστα.
Με το νοτιά άρα­ζαν στο «αυλά­κι του σορό­κου», στο Ασκη­τα­ριό, που βρί­σκε­ται πίσω από τον κάβο.
Και πεί­ρα­ζαν καμιά περα­στι­κή νοστι­μού­λα με «επαγ­γελ­μα­τι­κές» προ­σφω­νή­σεις όπως «μελα­νού­ρι μου», «μπαρ­μπου­νά­ρα μου», «ζαρ­γά­να μου» κά.
Ο ζακυν­θι­νός Πανα­γιώ­της Βυθούλ­κας, ιχθυ­έ­μπο­ρος στην αθη­ναϊ­κή αγο­ρά, έφτια­ξε στα 1930 τρά­τα «που τη δού­λευαν οι αδελ­φοί Τσαμπά».
Κεί­νη την επο­χή ήρθαν από τον Πει­ραιά βατι­κιώ­τι­κες ανε­μό­τρα­τες και εργά­σθη­καν στον Ευβοϊκό.

Στην Κατο­χή τα καΐ­κια ταξί­δευαν μόνο με τα πανιά και τα κου­πιά, μιας και το πετρέ­λαιο ήταν λαθραίο.
Στις μεγά­λες τρά­τες δου­λεύ­α­νε τριά­ντα άτο­μα, «πραγ­μα­τι­κή βαριά βιομηχανία» …
Ερχό­ντου­σαν στη Ραφή­να οι ψαρο­πού­λες με τα πανιά από το Μαρ­μά­ρι, τα Στεί­ρα και τα άλλα μέρη και με τη σει­ρά άφη­ναν τα ψάρια.
Τα ψάρια τα έπαιρ­ναν οι σού­στες και τα μετέ­φε­ραν στην Κεντρι­κή Αγορά.
Εκεί­νη την επο­χή «όλη νύχτα το λιμά­νι της Ραφή­νας βρο­ντο­λό­γα­γε από τον «κόπα­νο» που δού­λευαν οι περι­λα­βη­τές να σπά­ζου­νε πάγο για τα ψάρια, από τις φωνές αυτω­νών και των σου­στιέ­ρη­δων, κι από το χρε­μέ­τι­σμα των αλόγων.
Ακου­γό­νταν ακό­μα οι φωνές των τσα­κα­λιών – σωστή συναυ­λία- στα γύρω πευκοδάση.
Μονα­δι­κά μετα­φο­ρι­κά μέσα ήταν οι δίτρο­χες μόνιπ­πες «σού­στες» που κου­βα­λού­σαν πάγο και ψάρια.
Χιό­νι συνή­θι­ζαν να τον λένε τον πάγο.
Η κάθε σού­στα σήκω­νε 8 κασέ­λες. Τις κολώ­νες του πάγου που φόρ­τω­ναν τις προ­στά­τευαν με πριονίδι.
Οι σού­στες έφευ­γαν από την Αθή­να στη μία το μεση­μέ­ρι κι έφτα­ναν στη Ραφή­να το βρά­δυ. Διάρ­κεια δια­δρο­μής 4–6 ώρες.
Ξεζέ­βα­νε στο σταύ­λο της Ραφή­νας ως τα μεσά­νυ­χτα που θα ξανάφευγαν.
Οι σού­στες αυτές, φορ­τω­μέ­νες τα’ αλιεύ­μα­τα, την άνοι­ξη και το καλο­καί­ρι με ζέστη, στα­μά­τα­γαν στην Παλ­λή­νη (Χαρ­βά­τι) κι άλλα­ζαν άλογα.
Όταν τα ψάρια ήταν λιγο­στά κι η σού­στα ήταν ασύμ­φο­ρη, τα βάζα­νε σε πανέ­ρια και τα φόρ­τω­ναν σε μου­λά­ρια – σε δυο τρία δια­φο­ρε­τι­κά επί­πε­δα – και τα πήγαι­ναν στο Γέρα­κα για να τα φορ­τώ­σου­νε στο πρω­ϊ­νό τραί­νο που ερχό­ταν από το Λαύριο.
Κάπο­τε τα πάγαι­ναν κι ως την Αθή­να με το μουλάρι!

Ραφήνα 1960

Ραφή­να 1960

Και όταν σιγά-σιγά ο καπι­τα­λι­σμός πήρε τα πάνω του και στη χώρα μας, κάποια επαγ­γέλ­μα­τα χάθη­καν, μαζί με το ρομα­ντι­σμό της περιο­χής, που ήταν και θέρε­τρο για θαλάσ­σια μπά­νια –και από τα καλύ­τε­ρα μάλιστα…

Ψάρια Ευρυδίκης Μποστ 1965

Ψάρια Ευρυ­δί­κης (Μποστ “Δρό­μοι της Ειρή­νης” — 1965)


Γιώργος ΤζώρτζηςΓιώρ­γος Τζώρτζης
Γεν­νή­θη­κε στη Λάκ­κα (Σού­λι) το 1953. Σε ηλι­κία 12 ετών, μετα­κο­μί­ζει στα Γιάν­νε­να και στα 13 στην Αθή­να όπου σπου­δά­ζει στο Ελλη­νι­κό Ωδείο και αρχί­ζει να πρωτοπαίζει.
Στα 19 του πάει Γερ­μα­νία (Στου­γκάρ­δης), όπου παρα­κο­λου­θεί μαθή­μα­τα σύν­θε­σης και μετά στο Παρί­σι όπου παρα­κο­λου­θεί μαθή­μα­τα μου­σι­κο­λο­γί­ας στην Σορβόννη.
Δρα­στη­ριο­ποιεί­ται στο ρεμπέ­τι­κο με το γκρουπ «Το Ρεμπέ­τι­κο Τσαρ­δί»  παρου­σιά­ζο­ντας στη Γαλ­λία τη μου­σι­κή παρά­στα­ση «Βαθύ Ελλη­νι­κό Τρα­γού­δι» (μαζί με τον Ζακ Λαμα­ριέ) δισκο­γρα­φώ­ντας τον πρώ­το του δίσκο (Τρα­γού­δια του τεκέ και της Φυλακής).
Μαζί με την Σωτη­ρία Μπέ­λου συμ­με­τέ­χει στα Europales 1984 στο Βέλ­γιο. Ακο­λου­θούν πολ­λές συναυ­λί­ες ανά την Ευρώ­πη. (Βέλ­γιο, Ιτα­λία, Γερ­μα­νία, Ελβε­τία, Αγγλία).
Επι­στρέ­φει στην Ελλά­δα το 1984 και για δύο χρό­νια συνερ­γά­ζε­ται με τα κέντρα Ρεμπέ­τι­κη Ιστο­ρία και Φραγκοσυριανή.
Το 1985 λει­τουρ­γεί στην Και­σα­ρια­νή το ιστο­ρι­κό ρεμπε­τά­δι­κο «το παλιό μας σπί­τι» (μετέ­πει­τα «Μαγιο­πού­λα» και τελευ­ταία  «Κρύ­πτη» του Βαγ­γέ­λη Κορα­κά­κη) και δισκο­γρα­φεί με τον Νικό­λα Σύρο τον ομώ­νυ­μο δίσκο, με επα­νε­κτε­λέ­σεις και δια­σκευ­ές τρα­γου­διών των Τσι­τσά­νη, Βαμ­βα­κά­ρη, Παπαιω­άν­νου, Λαύκα.
Τρί­τος του δίσκος «Οι Άρχο­ντες» με τρα­γού­δια Κορα­κά­κη (πρώ­το φθι­νό­πω­ρο κά.), συνε­χί­ζει με συναυ­λί­ες σε όλη την Ελλά­δα, αλλά και στο Ιράν, την Αλγε­ρία και Ευρώ­πης, ενώ συνερ­γά­ζε­ται με μεγά­λα μαγα­ζιά της επο­χής (Εναλ­λάξ, Περι­βό­λι του Ουρα­νού κά).
Στην δισκο­γρα­φία ξανα­εμ­φα­νί­ζε­ται το 2004 με τους δίσκους «Κολω­νά­κι, Τζι­τζι­φιές» & «Φέτος το καλο­και­ρά­κι» (απ όπου και το «Έχε­τε ψαρά­δες ψάρια») τρα­γου­δώ­ντας λαϊ­κά, παρα­δο­σια­κά και ρεμπέ­τι­κα τρα­γού­δια… και συνε­χί­ζει απτό­η­τος υπη­ρε­τώ­ντας τη λαϊ­κή μας παράδοση.

Ντιρλαντά … «Αγάντα Γιαλέσα».

Δεν είναι του Σαβ­βό­που­λου, όπως νομί­ζουν κάποιοι: ο Καλύ­μνιος ποι­η­τής, στι­χουρ­γός, συγ­γρα­φέ­ας, και πλα­νό­διος ψαράς λέει:
«Ήμου­να παι­δά­κι τότε στην Κάλυ­μνο και τον θυμά­μαι αμυ­δρά τον καπε­τά­νιο, το Ντιρ­λα­ντά όπως τον έλε­γαν πια όλοι. Πάνω στο καΐ­κι του, μπρο­στά στο τσούρ­μο του που χτυ­πού­σε ρυθ­μι­κά παλα­μά­κια, γρά­φτη­κε το τρα­γού­δι που έγι­νε γνω­στό ελλη­νι­κό σ΄ όλο τον κόσμο –από τον Παντε­λή Γκι­νή… μετα­φρά­στη­κε σε πολ­λές γλώσ­σες κι ο ρυθ­μός του είναι μέχρι σήμε­ρα αξεπέραστος».
Ο καπε­τά­νιος έγρα­ψε το τρα­γού­δι αυτό ενώ κρα­τού­σε τη λαγου­διέ­ρα και οδη­γού­σε το καΐ­κι με το ένα χέρι ενώ  με το άλλο έγρα­φε τους στί­χους, που ήταν σατι­ρι­κοί, πει­ρα­χτι­κοί, για το πλή­ρω­μά του, τους δύτες.
Τα ονό­μα­τα που ανέ­φε­ρε «βρε και του Γιώρ­γη δεν του δίνω…» ήταν υπαρ­κτά πρό­σω­πα, όπως και η «Μαρία του Μηνά» και η « Κατε­ρί­να του τσα­γκά­ρη»… Αυτές οι κοπέ­λες ήταν πιο ανοι­χτές στον έρω­τα τη δεκα­ε­τία του ’60, ερω­τεύ­ο­νταν χωρίς να φοβούνται.

Οι καπε­τά­νιοι εξου­σί­α­ζαν τους δύτες…
Οι καπε­τά­νιοι είχαν εξου­σία ζωής, πάνω στους δύτες τους. Είναι γνω­στή η έκφρα­ση «ή σφουγ­γά­ρι ή τομάρι»!
Είχαν μεγά­λες απαι­τή­σεις απ΄ αυτούς και οι καπε­τα­ναί­οι ήταν οι μόνοι που πλή­ρω­ναν με χρυ­σές λίρες.
Η πίε­ση όμως της δου­λειάς ήταν μεγά­λη … Η απο­συ­μπί­ε­ση, έπρε­πε να γίνει αργά αν κατέ­βαι­νες σε κάποιο βάθος για­τί υπήρ­χε κίν­δυ­νος να μεί­νει παρά­λυ­τος ο δύτης…
«Θάβα­νε τους δύτες στα ξερονήσια»
Υπάρ­χουν ξερο­νή­σια που έγι­ναν νεκρο­τα­φεία νεα­ρών δυτών που προ­έρ­χο­νταν από τη Σύμη, από την Κάλυ­μνο, κι άλλα νησιά.
Τους θάβα­νε εκεί, δεν τους φέρ­να­νε πίσω από τη Μπιγκάζα.
Ο θεί­ος μου, που θάφτη­κε στη Μπι­γκά­ζα ήταν 17 χρο­νών παι­δί. Οι δύτες ήταν παι­διά τότε, 35 χρο­νών μπο­ρεί να ήταν ο μεγαλύτερος.
Η αυξη­μέ­νη ζήτη­ση σφουγ­γα­ριών είχε ως απο­τέ­λε­σμα να υιο­θε­τή­σουν το σκά­φαν­δρο που έγι­νε ο λόγος των ατυ­χη­μά­των ‑κανέ­νας που έπε­φτε με την ανα­πνοή του δεν πέθαι­νε μέχρι τότε.

«Πάρε βούρ­λο βούρ­λω­σέ τα»
Αρχαιό­τα­τος τρό­πος αρμα­θιά­σμα­τος των ψαριών. βούρλα βούρλισέ τα και πελάντζα ζύγισέ ταΠηγές για τη Ραφήνα:
▪️ Τάσου Ζάπ­πα «Αλιευ­τι­κό Χρο­νι­κό του Ευβοϊ­κού» (Αθή­να, 1968).
▪️ Καπε­τάν-Δημή­τρης Μου­τσά­τσος, συνε­ντεύ­ξεις στα πλαί­σια του Προ­γράμ­μα­τος Περι­βαλ­λο­ντι­κής Εκπαί­δευ­σης του 2ου ΤΕΕ Ραφή­νας «Ιστο­ρία του λιμα­νιού της Ραφή­νας», Ραφή­να 2007.
▪️ Τα ψαρά­δι­κα της Ραφή­νας του Αντώ­νη Λαζα­ρή (Καθη­γη­τή — Ιστο­ρι­κού Ακτο­πλο­ΐ­ας) με σημα­ντι­κές ιστο­ρι­κές κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές αναφορές

DontpanicΚαραγκιόζης Ψαράς

Μεσαιωνικό Ιχθυοπωλείο

Μεσαιω­νι­κό Ιχθυοπωλείο

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο