Στην καρδιά του καλοκαιριού και με το φρέσκο ψάρι –κάποτε βασική τροφή της λαϊκής οικογένειας, είδος σε ανεπάρκεια και πολυτελείας είπαμε να θυμηθούμε λίγο τα παλιά, πολύ πριν ανοίξει το πρώτο πρατήριο με ψάρια «Ευρυδίκης» στην Φωκίωνος Νέγρη (!!), που ήταν ντροπή να αγοράζεις, αφού «βρώμαγε το φρέσκο», που τρώγαμε για λόγους οικονομίας (!)
Τότε –γύρω στο 1960 και πριν η περιοχή γίνει το «in» στέκι των μεσοαστών (βλ και το γνωστό «ρεμάλι» …Τόλμη και ωμός ρεαλισμός σ΄ ένα κοινωνικό δράμα, που έκανε «πάταγο», με τον χαρτοπαίχτη, πρώην πυγμάχο και πρωτοπαλίκαρο του υποκόσμου, που βάζει στο μάτι και «τυλίγει» τη Μαίρη, μια νέα μόνη, αγνή και ορφανή, «αδιαφορώντας για το κακό που της κάνει» …) η δημοτική αγορά της Κυψέλης, που υπάρχει και σήμερα, στην είσοδο (πύλη) της Φωκίωνος Νέγρη υπήρχαν μόνο ιχθυοπωλεία και πάγκοι ψαράδων)
Με το μεγάλο παζάρι ψαριών πάντα τότε και τώρα στην Βαρβάκειο αγορά …«ε, ρε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει» (ΣΣ |>. Müşteri = αγοραστής)
Γιατί δε με θες κυρά μου
επειδή είμαι ψαράς
κι είμαι λίγο αλανιάρης
σαν ψαράς και σαν βαρκάρης
Και θαρρείς ότι με μένα
δε θα την περνάς καλά
(…)
Κι αν ξυπόλητος γυρίζω
μη με βλέπεις και γελάς
τη γυναίκα που θα έχω
ξέρω να την επροσέχω
Και τα κέφια της να κάνω
μην κοιτάς που είμαι ψαράς
Με την αλιευτική βιομηχανία, να ελέγχεται από λίγους μονοπωλιακούς ομίλους, που το μόνο τους ενδιαφέρον εξαντλείται –φυσικά, στη συσσώρευση κερδών για τη λαϊκή οικογένεια μένει άλλο από το «φάτε μάτια ψάρια»…
ℹ️ Από τη 10ετία του 80 μέχρι το 2000 ο αδηφάγος στόλος υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας τα 1.200.000 σκάφη (!!) όταν οι ερευνητές του FAO εκτιμούν πως με τα μισά πλοία θα είχαμε τα ίδια αλιεύματα και ο εξοπλισμός της ΕΕ ξεπερνούσε κατά 40% τις απαιτήσεις των χωρών της για θαλάσσια συγκομιδή (η «οικολογική» Νορβηγία κατά 60%).
Σήμερα μιλάμε για τραγική εικόνα με πάνω από 1.500.000 σκάφη όπου η υπεραλίευση, η λαθραλιεία και η απόκρυψη στοιχείων είναι καθεστώς…
Τα συρόμενα δίχτυα στο Καναδά είναι 4πλάσιας δυναμικότητας από την «απαιτούμενη» και «επιτρεπόμενη», ενώ στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ για την αλιεία μυδιών χρησιμοποιούνται 10πλάσια και πάνω σκάφη, από όσα θα ήταν «υπεραρκετά».
Μετά την ορθολογική –ως ένα βαθμό θαλάσσια αλιεία μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου τα θαλασσινά γίνονται προσιτά σε μεγάλα τμήματα καταναλωτών, ξεπερνώντας σε όγκο τα αλιεύματα των ποταμών – λιμνών με την Ασία σήμερα πάνω από 1 δισ. άτομα να παίρνουν τη ζωική πρωτεϊνη από τα ψάρια –όπως και με μεγάλες πληθυσμιακές μονάδες της Αφρικής και νησιωτικών κρατών τα ψάρια από τροφή των φτωχών έχουν μετατραπεί σε είδος πολυτελείας.
Η παραδοσιακή αλιεία έχει υποκατασταθεί στο μεγαλύτερο ποσοστό της από την εμπορευματική, οι ωκεανοί έχουν φτάσει στα όριά τους, από την άποψη αναπαραγωγής — αντικατάστασης των ψαριών με αυξανόμενη τη ρύπανση και την καταστροφή των ενδιαιτημάτων.
Σε καινούρια βάρκα μπήκα
|> Τραγούδι με προέλευση Ανατολική Θράκη & Ρωμυλία (με παραλλαγή στίχων –μεταξύ άλλων Μιχαλίτσι Νικομηδείας από την περιοχή της Βιθυνίας στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας) σε ρυθμό πάντα 8/8 (3–3‑2) — χορεύεται ως «Συρτός Προποντίδας».
Σε, μωρ’ σε, σε καινούργια βάρκα μπήκα,
σε καινούργια βάρκα μπήκα και στον Αϊ-Γιώργη βγήκα.
Βρίσκω ναύτες παλικάρια που (ε)ψαρεύανε για ψάρια.
– Έχετε ψαράδες ψάρια, αστακούς και καλαμάρια;
– Έχουμε γλυκιά σαρδέλα για την όμορφη κοπέλα,
έχουμε και τα λαβράκια που τα τρών’ τα κοριτσάκια,
έχουμε και καλαμάρια, που τα τρών’ τα παλικάρια.
έχομε παστά και χλώρια και πέντ’ έξ’ οκάδες χώρια.
– Βούρλωσέ τα, πέρασέ τα, στην παλάντζα ζύγισέ τα.
πά… μωρέ πά… πάρε βούρλα βούρλισε τα,
Άλλη παραλλαγή σε καινούρια βάρκα μπήκα και στο Μιχαλίτσι βγήκα.
έχομε χρυσή σαρδέλα σαν την όμορφη κοπέλα
Έ… μωρέ έ… έχομε και παλαμίδες που τις τρών’ οι δεσποινίδες…
Ακούστε το σε μια από τις καλύτερες εκτελέσεις από τον εξαίρετο μουσικό Γιώργο Τζώρτζη
Ο ψαράδες δηλ. αυτοί που ψαρεύουν και πουλάνε οι ίδιοι τα ψάρια υπήρχαν προ αμνημονεύτων, το ίδιο και οι πλανόδιοι με το ρηχό μεγάλο πανέρι ‑επιστρωμένο με λαδομπογιατισμένο καραβόπανο σε χρώμα θαλασσί στο κεφάλι τους και με μια ζυγαριά που κουβαλούσε στον ώμο του.
Οι ιχθυέμποροι, εμφανίστηκαν αργότερα –από καταβολής καπιταλισμού
Ο παραλογισμός της ελεύθερης οικονομίας — Πάνω απ’ όλα τα κέρδη
Με βάση την Κοινή Αλιευτική Πολιτική της ΕΕ, οι επιδοτήσεις για την αλιευτική βιομηχανία (που περιελάμβανε ακόμη και καταστροφές μικρών σκαφών) το 2000 ξεπερνούσαν τα 55 δις$, ενώ σήμερα με το μανδύα της οικολογίας, προωθούνται τα ευρύτερα συμφέροντα του σημαντικού αυτού τομέα του μεγάλου κεφαλαίου.
Όπως πριν 20 χρόνια, όταν στο ινδικό κρατίδιο Κεράλα υπήρξε μια βίαιη επέμβαση που περιθωριοποίησε χιλιάδες ψαράδες, καταστρέφοντας παράλληλα τους συνεταιρισμούς με «εκσυγχρονισμό» υπέρ μιας μικρής ομάδας καπιταλιστών, που μετέτρεψαν κάποιους ψαράδες σε αλιεργάτες και οδήγησαν τους υπόλοιπους στην εξαθλίωση.
Η αλιεία μεγάλης κλίμακας παραμένει στις προτεραιότητες των διεθνών οργανισμών, παρά τα κροκοδείλια δάκρυα κάποιων «τεχνοκρατών» τους, που όταν το θυμηθούν αναφέρονται στην υποβάθμιση των βυθών και στην απώλεια θέσεων εργασίας.
Το λιμάνι-ιχθυόσκαλα της Ραφήνας
Ας επιστρέψουμε νοερά πολλά χρόνια πίσω στο αγνώριστο, σε σχέση με το σήμερα, λιμάνι με τις υποτυπώδεις εγκαταστάσεις του, μώλος καλά-καλά δεν υπάρχει και αυτό που του δίνει ζωή είναι οι ψαροπούλες και τα… περιλαβητήρια (ΣΣ |> παράγκες, αρχικά, ξύλινες, μικρά “μαγαζάκια”, όπου κάθονταν οι περιλαβητές [= παραλαβητές] των ψαριών.
Εκεί, αρχικά, δεν γινόταν λιανική πώληση ψαριών. Οι περιλαβητές ήταν άνθρωποι που δούλευαν για τους μεγάλους ιχθυεμπόρους και έκαναν τις συνεννοήσεις με τους ψαράδες, ένα είδος υπαλλήλου-μεσάζοντα.
Με τον καιρό και την αύξηση της παραγωγής οι ξύλινες παράγκες έδωσαν τη θέση τους σε μαγαζιά που χτίστηκαν για το σκοπό αυτό (και υπάρχουν μέχρι σήμερα).
Ο αρχικός «λιμενοβραχίονας» της Ραφήνας ‑ένας απλός μόλος 40μ τότε, χτίστηκε το 1907 από τον μεγαλοκτηματία Αλέξανδρο Σκουζέ, για να φορτώνει στα καΐκια κρασιά για τα νησιά, μιας και η περιοχή, ήταν κατάφυτη από αμπέλια μετά από αίτημα και του βατικιώτη Κυριάκου Καπετανάκη «για να αράζουν οι τέσσερις τράτες του».
Πριν φτιαχτεί το λιμάνι, οι ψαροπούλες και οι τράτες δεν ζύγωναν ν’ αράξουν στη Ραφήνα.
Σαν φυσούσε φρέσκος βοριάς, πήγαιναν νοτιότερα, στο λεγόμενο τότε «αυλάκι του βοριά», έναν κάπως πιο απάνεμο ορμίσκο που επέτρεπε ν’ αράζει κανείς με κάποια σιγουριά. Κι από εκεί τα έφερναν από στεριά τα ψάρια με μουλάρι ή σούστα.
Με το νοτιά άραζαν στο «αυλάκι του σορόκου», στο Ασκηταριό, που βρίσκεται πίσω από τον κάβο.
Και πείραζαν καμιά περαστική νοστιμούλα με «επαγγελματικές» προσφωνήσεις όπως «μελανούρι μου», «μπαρμπουνάρα μου», «ζαργάνα μου» κά.
Ο ζακυνθινός Παναγιώτης Βυθούλκας, ιχθυέμπορος στην αθηναϊκή αγορά, έφτιαξε στα 1930 τράτα «που τη δούλευαν οι αδελφοί Τσαμπά».
Κείνη την εποχή ήρθαν από τον Πειραιά βατικιώτικες ανεμότρατες και εργάσθηκαν στον Ευβοϊκό.
Στην Κατοχή τα καΐκια ταξίδευαν μόνο με τα πανιά και τα κουπιά, μιας και το πετρέλαιο ήταν λαθραίο.
Στις μεγάλες τράτες δουλεύανε τριάντα άτομα, «πραγματική βαριά βιομηχανία» …
Ερχόντουσαν στη Ραφήνα οι ψαροπούλες με τα πανιά από το Μαρμάρι, τα Στείρα και τα άλλα μέρη και με τη σειρά άφηναν τα ψάρια.
Τα ψάρια τα έπαιρναν οι σούστες και τα μετέφεραν στην Κεντρική Αγορά.
Εκείνη την εποχή «όλη νύχτα το λιμάνι της Ραφήνας βροντολόγαγε από τον «κόπανο» που δούλευαν οι περιλαβητές να σπάζουνε πάγο για τα ψάρια, από τις φωνές αυτωνών και των σουστιέρηδων, κι από το χρεμέτισμα των αλόγων.
Ακουγόνταν ακόμα οι φωνές των τσακαλιών – σωστή συναυλία- στα γύρω πευκοδάση.
Μοναδικά μεταφορικά μέσα ήταν οι δίτροχες μόνιππες «σούστες» που κουβαλούσαν πάγο και ψάρια.
Χιόνι συνήθιζαν να τον λένε τον πάγο.
Η κάθε σούστα σήκωνε 8 κασέλες. Τις κολώνες του πάγου που φόρτωναν τις προστάτευαν με πριονίδι.
Οι σούστες έφευγαν από την Αθήνα στη μία το μεσημέρι κι έφταναν στη Ραφήνα το βράδυ. Διάρκεια διαδρομής 4–6 ώρες.
Ξεζέβανε στο σταύλο της Ραφήνας ως τα μεσάνυχτα που θα ξανάφευγαν.
Οι σούστες αυτές, φορτωμένες τα’ αλιεύματα, την άνοιξη και το καλοκαίρι με ζέστη, σταμάταγαν στην Παλλήνη (Χαρβάτι) κι άλλαζαν άλογα.
Όταν τα ψάρια ήταν λιγοστά κι η σούστα ήταν ασύμφορη, τα βάζανε σε πανέρια και τα φόρτωναν σε μουλάρια – σε δυο τρία διαφορετικά επίπεδα – και τα πήγαιναν στο Γέρακα για να τα φορτώσουνε στο πρωϊνό τραίνο που ερχόταν από το Λαύριο.
Κάποτε τα πάγαιναν κι ως την Αθήνα με το μουλάρι!
Και όταν σιγά-σιγά ο καπιταλισμός πήρε τα πάνω του και στη χώρα μας, κάποια επαγγέλματα χάθηκαν, μαζί με το ρομαντισμό της περιοχής, που ήταν και θέρετρο για θαλάσσια μπάνια –και από τα καλύτερα μάλιστα…
Γιώργος Τζώρτζης
Γεννήθηκε στη Λάκκα (Σούλι) το 1953. Σε ηλικία 12 ετών, μετακομίζει στα Γιάννενα και στα 13 στην Αθήνα όπου σπουδάζει στο Ελληνικό Ωδείο και αρχίζει να πρωτοπαίζει.
Στα 19 του πάει Γερμανία (Στουγκάρδης), όπου παρακολουθεί μαθήματα σύνθεσης και μετά στο Παρίσι όπου παρακολουθεί μαθήματα μουσικολογίας στην Σορβόννη.
Δραστηριοποιείται στο ρεμπέτικο με το γκρουπ «Το Ρεμπέτικο Τσαρδί» παρουσιάζοντας στη Γαλλία τη μουσική παράσταση «Βαθύ Ελληνικό Τραγούδι» (μαζί με τον Ζακ Λαμαριέ) δισκογραφώντας τον πρώτο του δίσκο (Τραγούδια του τεκέ και της Φυλακής).
Μαζί με την Σωτηρία Μπέλου συμμετέχει στα Europales 1984 στο Βέλγιο. Ακολουθούν πολλές συναυλίες ανά την Ευρώπη. (Βέλγιο, Ιταλία, Γερμανία, Ελβετία, Αγγλία).
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1984 και για δύο χρόνια συνεργάζεται με τα κέντρα Ρεμπέτικη Ιστορία και Φραγκοσυριανή.
Το 1985 λειτουργεί στην Καισαριανή το ιστορικό ρεμπετάδικο «το παλιό μας σπίτι» (μετέπειτα «Μαγιοπούλα» και τελευταία «Κρύπτη» του Βαγγέλη Κορακάκη) και δισκογραφεί με τον Νικόλα Σύρο τον ομώνυμο δίσκο, με επανεκτελέσεις και διασκευές τραγουδιών των Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαιωάννου, Λαύκα.
Τρίτος του δίσκος «Οι Άρχοντες» με τραγούδια Κορακάκη (πρώτο φθινόπωρο κά.), συνεχίζει με συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο Ιράν, την Αλγερία και Ευρώπης, ενώ συνεργάζεται με μεγάλα μαγαζιά της εποχής (Εναλλάξ, Περιβόλι του Ουρανού κά).
Στην δισκογραφία ξαναεμφανίζεται το 2004 με τους δίσκους «Κολωνάκι, Τζιτζιφιές» & «Φέτος το καλοκαιράκι» (απ όπου και το «Έχετε ψαράδες ψάρια») τραγουδώντας λαϊκά, παραδοσιακά και ρεμπέτικα τραγούδια… και συνεχίζει απτόητος υπηρετώντας τη λαϊκή μας παράδοση.
Ντιρλαντά … «Αγάντα Γιαλέσα».
Δεν είναι του Σαββόπουλου, όπως νομίζουν κάποιοι: ο Καλύμνιος ποιητής, στιχουργός, συγγραφέας, και πλανόδιος ψαράς λέει:
«Ήμουνα παιδάκι τότε στην Κάλυμνο και τον θυμάμαι αμυδρά τον καπετάνιο, το Ντιρλαντά όπως τον έλεγαν πια όλοι. Πάνω στο καΐκι του, μπροστά στο τσούρμο του που χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια, γράφτηκε το τραγούδι που έγινε γνωστό ελληνικό σ΄ όλο τον κόσμο –από τον Παντελή Γκινή… μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες κι ο ρυθμός του είναι μέχρι σήμερα αξεπέραστος».
Ο καπετάνιος έγραψε το τραγούδι αυτό ενώ κρατούσε τη λαγουδιέρα και οδηγούσε το καΐκι με το ένα χέρι ενώ με το άλλο έγραφε τους στίχους, που ήταν σατιρικοί, πειραχτικοί, για το πλήρωμά του, τους δύτες.
Τα ονόματα που ανέφερε «βρε και του Γιώργη δεν του δίνω…» ήταν υπαρκτά πρόσωπα, όπως και η «Μαρία του Μηνά» και η « Κατερίνα του τσαγκάρη»… Αυτές οι κοπέλες ήταν πιο ανοιχτές στον έρωτα τη δεκαετία του ’60, ερωτεύονταν χωρίς να φοβούνται.
Οι καπετάνιοι εξουσίαζαν τους δύτες…
Οι καπετάνιοι είχαν εξουσία ζωής, πάνω στους δύτες τους. Είναι γνωστή η έκφραση «ή σφουγγάρι ή τομάρι»!
Είχαν μεγάλες απαιτήσεις απ΄ αυτούς και οι καπεταναίοι ήταν οι μόνοι που πλήρωναν με χρυσές λίρες.
Η πίεση όμως της δουλειάς ήταν μεγάλη … Η αποσυμπίεση, έπρεπε να γίνει αργά αν κατέβαινες σε κάποιο βάθος γιατί υπήρχε κίνδυνος να μείνει παράλυτος ο δύτης…
«Θάβανε τους δύτες στα ξερονήσια»
Υπάρχουν ξερονήσια που έγιναν νεκροταφεία νεαρών δυτών που προέρχονταν από τη Σύμη, από την Κάλυμνο, κι άλλα νησιά.
Τους θάβανε εκεί, δεν τους φέρνανε πίσω από τη Μπιγκάζα.
Ο θείος μου, που θάφτηκε στη Μπιγκάζα ήταν 17 χρονών παιδί. Οι δύτες ήταν παιδιά τότε, 35 χρονών μπορεί να ήταν ο μεγαλύτερος.
Η αυξημένη ζήτηση σφουγγαριών είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετήσουν το σκάφανδρο που έγινε ο λόγος των ατυχημάτων ‑κανένας που έπεφτε με την αναπνοή του δεν πέθαινε μέχρι τότε.
«Πάρε βούρλο βούρλωσέ τα»
Αρχαιότατος τρόπος αρμαθιάσματος των ψαριών. Πηγές για τη Ραφήνα:
▪️ Τάσου Ζάππα «Αλιευτικό Χρονικό του Ευβοϊκού» (Αθήνα, 1968).
▪️ Καπετάν-Δημήτρης Μουτσάτσος, συνεντεύξεις στα πλαίσια του Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης του 2ου ΤΕΕ Ραφήνας «Ιστορία του λιμανιού της Ραφήνας», Ραφήνα 2007.
▪️ Τα ψαράδικα της Ραφήνας του Αντώνη Λαζαρή (Καθηγητή — Ιστορικού Ακτοπλοΐας) με σημαντικές ιστορικές κοινωνικοπολιτικές αναφορές