Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ήμουν κι εγώ στην… Ορκωμοσία

Γρά­φει η Μαρία Καρα­πι­πέ­ρη //

Στον Σταυ­ρό του Νότου επέ­λε­ξε να ορκι­στεί, με όρκο μου­σι­κό, όπως είχε προ­α­ναγ­γεί­λει, η κυβέρ­νη­ση συνερ­γα­σί­ας Μανώ­λη Ανδρου­λι­δά­κη Πάνου Μπού­σα­λη. Ο Νίκος Παπα­να­στα­σί­ου ανέ­λα­βε το υπέρ υπουρ­γείο Προ­στα­σί­ας των Πλή­κτρων, Ακορ­ντε­όν, και φυσαρ­μό­νι­κας. Πρό­ε­δρος της Βου­λής των μου­σών, προ­τά­θη­κε η Ρίτα Αντω­νο­πού­λου και εκλέ­χτη­κε παμ­ψη­φεί και με λατρεία.

Ο Μανώ­λης Ανδρου­λι­δά­κης είναι συν­θέ­της κιθα­ρι­στής, ο Πάνος Μπού­σα­λης τρα­γου­δο­ποιός, η Ρίτα Αντω­νο­πού­λου ερμη­νεύ­τρια και οι τρεις σπου­δαί­οι και εξαι­ρε­τι­κά ταλαντούχοι.

Στην έναρ­ξη της ορκω­μο­σί­ας φύσα­γε η θάλασ­σα πλα­τιά (μ΄εντολή Μπού­σα­λη, Ανδρου­λι­δά­κη) και μας ταξί­δευε, στα πέρα μέρη, ανέ­μι­ζε το μπο­λε­ρό του Λόρ­κα (διε­θνι­στι­κά) οι κιθά­ρες παιά­νι­ζαν επι­κά τη νοσταλ­γία του έρω­τά μας, και η θάλασ­σα η μικρή διευ­ρυ­νό­ταν να μας ενώ­σει όλους.

Από σκη­νής ρωτού­σε ο Ανδρου­λι­δά­κης: Θάλασ­σα, πικρο­θά­λασ­σα για­τί να σ’ αγα­πώ; Και ο λαός (κοι­νό) στο ρόλο των πει­ρα­τών «μεθο­κο­πώ­ντας» αντα­πα­ντού­σαν, με ιαχές συν­θη­μά­των: Πώς να μη σ’ αγα­πή­σω; Ο Κεμάλ ήρθε από τα βάθη της Ανα­το­λής, να παρα­στεί στην ορκω­μο­σία, σερ­γιά­νι­ζε ανά­με­σά μας και πίστευε πως θα τον αλλά­ξει τον κόσμο κι έπει­σε και μένα. Για­τί τα τρα­γού­δια των Πάνου Μπού­σα­λη και Μανώ­λη Ανδρου­λι­δά­κη πάντο­τε τα κατάλαβα.

Τα στί­φη νική­θη­καν κι άλλα­ζαν, έγχορ­δα, οι κιθα­ρι­στές τον ρου της Ιστο­ρί­ας, με φωτιά και με μαχαί­ρι. Δήλω­ναν με τις μου­σι­κές και τα τρα­γού­δια την αλλα­γή του κόσμου, την ανα­ψυ­χή, την ορμή, τον έρω­τα, το δάκρυ, του Τσε την μορ­φή. Όλα παρο­χές της κυβέρ­νη­σης συνερ­γα­σί­ας για την κάλυ­ψη των ανα­γκών της ψυχής μας…

srayros1

Το αξάν των Αγγλι­κών του πρω­θυ­πουρ­γού Μ. Ανδρου­λι­δά­κη σκόρ­πι­σε ρίγη, στους συγκε­ντρω­μέ­νους, χαμό­γε­λα στον Πάνο Μπού­σα­λη και συνε­χί­σα­με να ριγού­με και να χαμο­γε­λά­με, όταν σερ­για­νί­ζα­με 5 φορές τους ουρα­νούς με το δελ­φι­νο­κό­ρι­τσο του Λίνου Κόκ­κο­του, που τιμού­σε με την παρου­σία του την «ορκω­μο­σία». Έκα­νε μάλι­στα δήλω­ση στή­ρι­ξης και μας συγκί­νη­σε όλους. Μοι­ρά­στη­κε μαζί μας την λαχτά­ρα που ένιω­θε ακού­γο­ντάς μας να συνο­δεύ­ου­με τους ερμη­νευ­τές στα τρα­γού­δια του.

Την ώρα της εξαγ­γε­λί­ας για την Παι­δεία, σαν μικρά παι­διά που πηγαί­να­με σχο­λείο σηκώ­να­με τα χέρια ψηλά για να ζεστα­θούν στη βαρυ­χει­μω­νιά, κατα­χει­ρο­κρο­τώ­ντας τον Πάνο που μοι­ρά­στη­κε τις ανα­μνή­σεις του μαζί μας.

Μάθα­με πώς ο Χρή­στος Λεο­ντής ένω­σε το χαρι­σμα­τι­κό δημιουρ­γι­κό ντου­έ­το, και προ­έ­κυ­ψε η συνερ­γα­σία τους στο cd του Μανό­λη «Χάλ­κι­να Φεγ­γά­ρια» (σε στί­χους Βασί­λη Κανιά­ρη, με την παρου­σία επί­σης των Βασί­λη Λέκ­κα, Γερά­σι­μου Ανδρε­ά­του και με τη φωνή της συγκλο­νι­στι­κής Μαρί­ας Δημη­τριά­δη σε ένα ανέκ­δο­το τρα­γού­δι, Το Ναύ­πλιο, που όταν το ερμή­νευ­σαν δεν βρή­κα­με κανέ­να λόγο να συγκρα­τή­σου­με τα δάκρυά μας).

Μετά η από­στα­ση από την σκη­νή εκμη­δε­νί­στη­κε. Βρε­θή­κα­με πλάι τους δια­νύ­ο­ντας εν ριπή οφθαλ­μού μου­σκε­μέ­να χιλιό­με­τρα. Τού­τες τις μέρες που ο άνε­μος μας κυνη­γά. Στα πανω­φό­ρια μας, μέσα, οι φωνές τους και οι μου­σι­κές τους, τζά­κια «ολά­να­φτα». Θαλ­πω­ρή. Συρ­μα­τό­πλεγ­μα ούτε ίχνος. Την πόρ­τα του λαού χτύ­πη­σαν τα αηδό­νια (Μανώ­λης, Πάνος) και τα λόγια τους δεν πήγαν χαμέ­να. Έσπει­ραν δάκρυα συγκί­νη­σης και ζωγρά­φι­σαν στις καρ­διές μας, σβή­νο­ντας τον καθη­με­ρι­νό ζόφο και την κιτς πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όπως διαμορφώνεται.

Πώς να σωπά­σω κι εγώ μέσα μου την ομορ­φιά της υπέ­ρο­χης βρα­διάς που μας χάρι­σαν; Έφε­ραν στο Σταυ­ρό του Νότου την θάλασ­σα, την γλώσ­σα που μιλά­νε τα τρα­γού­δια οι μου­σι­κές, για να αντέ­χω, να μην χαμη­λώ­νω τα φτε­ρά, να βλέ­πω τον ήλιο με άλλα μάτια.

Στο 2ο μέρος ήρθε η ώρα να γίνου­με ακρο­βά­τες, ισορ­ρο­πι­στές που ποτέ δεν κλαί­νε, παρά μόνο όταν το νοσταλ­γι­κό χάι­δε­μα του Νίκου Παπα­να­στα­σί­ου στο ακορ­ντε­όν μάς ταξί­δευε κόντρα στον και­ρό… Κανείς δεν ήταν μόνος πια. Ήταν όλοι μαζί μας συν­θέ­τες και ποι­η­τές (Θεο­δω­ρά­κης, Χατζι­δά­κις, Λοΐ­ζος, Λεο­ντής, Ρίτσος, Βάρ­να­λης, Γκά­τσος ως τους πιο σύγ­χρο­νους δημιουρ­γούς: Ιωαν­νί­δης, Περί­δης, Χαΐ­νη­δες). Όλοι βλέ­πα­με, ακρο­βα­τού­σα­με προ­ση­λω­μέ­νοι να φανεί ο Δρά­κο­ντας (νέο τρα­γού­δι, από τον υπό ηχο­γρά­φη­ση δεύ­τε­ρο δίσκο του Πάνου). Να μας θυμί­σει πως οι αγώ­νες συνε­χί­ζο­νται. Χαρού­με­νοι για το άκου­σμα απο­λαύ­σα­με το χαρού­με­νο τρα­γού­δι (Στί­χοι- μου­σι­κή: Πάνος Μπού­σα­λης, Από το cd ”Γκέμ­μα”, 2ο βρα­βείο Φεστι­βάλ Κοζά­νης “Νικό­λας Άσι­μος”). Που δεν μιλά­ει για τα «καμ­μέ­να» και τις περι­κο­πές… Ούτε για την ανα­σφά­λι­στη γενιά των 700; 400; 300;… Χαρού­με­νο Τραγούδι…

Κι ύστε­ρα ήρθε η Ρίτα να εξαγ­γεί­λει πως εδώ και 50 χρό­νια τίπο­τα δεν πάει χαμέ­νο κι αν το δίκιο του αγώ­να πολ­λά μας στέ­ρη­σε, εμείς μες στις πορεί­ες θα περ­νά­με γελα­στοί. Είχα τρα­γου­δή­σει πολ­λές φορές πως είναι άλλο να πεθαί­νεις για την Ελλά­δα και άλλο εκεί­νη να σε πεθαί­νει μα η φωνή της Ρίτας Αντω­νο­πού­λου δια­δή­λω­σε μου­σι­κά την αγα­νά­κτη­ση, και την δια­μαρ­τυ­ρία μου.

Στη συνέ­χεια ακο­λού­θη­σα την Άννα που είχε στην τσέ­πη της στί­χους της Πολυ­δού­ρη, αγά­πη­σα διαρ­κώς τους ποι­η­τές, τα τρέ­να, την φωνή του Πάνου, του Μανώ­λη κι ορκί­στη­κα από­ψε να μην κλά­ψω. Κι ήρθαν οι μου­σι­κές και οι φωνές τους τύλι­ξαν τις πλη­γές με τον κρυ­φό πόθο ν’ αντι­στα­θώ και να πατή­σω τον όρκο μου. Να κλά­ψω τραγουδώντας.

Η κυβέρ­νη­ση συνερ­γα­σί­ας Μανώ­λη Ανδρου­λι­δά­κη — Πάνου Μπού­σα­λη «έπε­σε» αργά τη νύχτα μέσα σε θύελ­λα χει­ρο­κρο­τη­μά­των και επευ­φη­μιών. Ολο­κλή­ρω­σε την θητεία της στο Σταυ­ρό του Νότου εκπλη­ρώ­νο­ντας κάθε υπό­σχε­ση που εξήγ­γει­λε. Γι αυτό κι εμείς δίνου­με ψήφο συμ­με­το­χής στις εμφα­νί­σεις τους, ψήφο απο­δο­χής κι αγά­πης. Και τους ψηφί­ζου­με για κυβέρ­νη­ση διαρκείας!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο