Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ήσυχες μέρες του Αυγούστου

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Αύγου­στος και οι τόνοι χαμή­λω­σαν. Στους ερη­μι­κούς δρό­μους της πόλης, κάτω από το πορ­το­κα­λί μισο­φέγ­γα­ρο, κατε­βαί­νει η μονα­ξιά σε κύμα­τα πάχνης. Πίσω από τα θαμπά τζά­μια των ησυ­χα­στη­ρί­ων πλα­νιέ­ται η μονα­ξιά, κάτω από το φως της λάμπας αργο­στά­ζουν μονα­χι­κά στίγ­μα­τα θλί­ψης, που κουρ­νιά­ζουν στους άδειους τοί­χους των λοιμοκαθαρτηρίων.

Ρου­φάς αργά και ηδο­νι­κά και γεύ­ε­σαι αυτο­κα­τα­στρο­φι­κά τη μόλυν­ση του κορ­μιού σου μέχρι που σβή­νουν οι αισθή­σεις και χάνο­νται οι σκέ­ψεις. Κάτω μόνο στις παρυ­φές, στα λιμά­νια, στα αερο­δρό­μια και στους σιδη­ρο­δρο­μι­κούς σταθ­μούς των φευ­γά­των, έχει μετα­φερ­θεί όλη η ακα­τα­στα­σία, η διά­λυ­ση, το χάος και η φαι­δρό­τη­τα. Η ελλη­νι­κή προ­χει­ρό­τη­τα του άρπα – κόλ­λα και της κερδοσκοπίας.

Η εξου­σία δια­κο­πά­ται, έβα­λε λου­κέ­το και κυκλο­φο­ρεί με μαγιό, βερ­μού­δα ή μπο­ξε­ρά­κι, μετα­ξύ Ελού­ντας και Μυκό­νου, πίνο­ντας Mohito και Bacardi  σε κρυ­στάλ­λι­να κολο­νά­τα ποτή­ρια με μπό­λι­κα παγάκια.

Εμείς ας μεί­νου­με εδώ. Η πόλη μαστου­ρω­μέ­νη ανα­πνέ­ει αιθα­λο­μί­χλη μέσα από καλα­μά­κια απο­συμ­φό­ρη­σης. Η παν­δαι­σία των ήχων, των ρυθ­μών, της μου­σι­κής έχου­νε κοπά­σει πια. Που και που ξεχω­ρί­ζεις μία σει­ρή­να ασθε­νο­φό­ρου ή πυρο­σβε­στι­κού. Συρ­ρι­κνώ­νει την κάλ­πι­κη σιω­πή και εκσφεν­δο­νί­ζει ανάρ­μο­στους με το περι­βάλ­λον βάρ­βα­ρους ήχους.

Στην ακι­νη­σία της από­γνω­σης, παρα­ζα­λι­σμέ­νος από τα απα­νω­τά δελ­τία τιμών του ΠΕΡΠΑ, που επι­μέ­νουν στον καται­γι­σμό των ρύπων, στην ανα­μο­νή επερ­χό­με­νου καύ­σω­να και στον κίν­δυ­νο της μεγά­λης θερ­μο­κρα­σια­κής αναστροφής.

Βαδί­ζεις πυρ­πο­λη­μέ­νος από δεσμί­δες φώτων και επι­γρα­φών, γοη­τευ­μέ­νος από την αρχο­ντιά της έρη­μης πόλης, σαν ένας Καί­σα­ρας κατα­κτη­τής ανύ­παρ­κτων υπη­κό­ων. Το φαρ­μα­κείο που ψάχνεις δεν δια­νυ­κτε­ρεύ­ει πια. Το μπα­κα­λι­κά­κι της γει­το­νιάς κλει­στό, το ψιλι­κα­τζί­δι­κο με κατε­βα­σμέ­να τα ρολά. Καλό καλο­καί­ρι. Καλές δια­κο­πές. Καλή στρά­τα. Θα ιδω­θού­με τον Σεπτέμβρη.

Έτσι όπως έχεις μάθει να ζεις εγκλω­βι­σμέ­νος μες στις ανα­θυ­μιά­σεις ρύπων και οσμών, παθαί­νεις δια­στρο­φή, ώστε να σου κακο­φαί­νε­ται λίγο όταν αισθά­νε­σαι την αύρα της θάλασ­σας να σου θωπεύ­ει τα ξερα­μέ­να σου μαλλιά.

Ο ξενύ­χτης με την άδεια μπου­κά­λα στο χέρι, καθι­σμέ­νος στο διπλα­νό παγκά­κι, δεν βιά­ζε­ται από το προ­χω­ρη­μέ­νο της ώρας, μιας και είναι απο­λυ­μέ­νος, μιας και αύριο θα είναι χωρίς δου­λειά, μιας και κανείς δεν τον περι­μέ­νει. Κοι­τά­ζει το πορ­το­κά­λι μισο­φέγ­γα­ρο, κοι­τά­ζει το κοί­λω­μα του μπου­κα­λιού. Δεν καθρε­φτί­ζε­ται καμιά ελπί­δα. Εκεί­νες οι σκιές που κινού­νται στο μεσο­νύ­χτι, μη σου δώσουν την εντύ­πω­ση ευτυ­χι­σμέ­νων ανθρώ­πων, γοη­τευ­μέ­νων από την μαγεία της αυγου­στιά­τι­κης νύχτας που απο­λαμ­βά­νουν τον περί­πα­το τους. Όχι! Είναι άνθρω­ποι καθη­με­ρι­νοί με τις χιλιά­δες στε­ρή­σεις και προ­βλή­μα­τα. Και μόνο εσύ αθε­ρά­πευ­τα ρομα­ντι­κός, πασχί­ζεις να μαζέ­ψεις νού­φα­ρα από κοπρι­σμέ­νους στά­βλους, ενώ εκεί­νοι σου περ­νούν απα­ρα­τή­ρη­το ένα νομο­σχέ­διο ή ότι άλλο θέλουν να πασά­ρουν – όπως κάθε φορά – τις ήσυ­χες μέρες του Αυγούστου.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο