Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ήταν σαν σήμερα 30 Οκτωβρίου όταν «έφυγε» ο Τάσος Λειβαδίτης

Σαν σήμε­ρα 30 Οκτω­βρί­ου πεθαί­νει ο ποι­η­τής Τάσος Λει­βα­δί­της. Γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1922. Μεγά­λω­σε στην καρ­διά της πολι­τεί­ας, στο Μετα­ξουρ­γείο. Από πολύ νεα­ρή ηλι­κία, από το Γυμνά­σιο της οδού Αγη­σι­λά­ου κιό­λας, είναι και δηλώ­νει ποι­η­τής. Η νύχτα της Κατο­χής τον βρί­σκει στο Πανε­πι­στή­μιο Αθή­νας. Στη Νομι­κή Σχο­λή, που δεν την τέλειωσε.

Μαζί με άλλους της γενιάς του, άφη­σε τα πρώ­τα του γρα­πτά ίχνη, πάνω στους τοί­χους της αδού­λω­της πολι­τεί­ας, γρά­φο­ντας συν­θή­μα­τα, παλεύ­ο­ντας μέσα από τις γραμ­μές της ΕΑΜι­κής Εθνι­κής Αντί­στα­σης. Την τετρα­ε­τία 1948–1952, εξο­ρί­στη­κε για τις πολι­τι­κές του ιδέ­ες στον Μού­δρο, στον Αϊ — Στρά­τη και τη Μακρόνησο.

Πολά ποι­ή­μα­τα του, μελο­ποι­η­μέν ααπό τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη τρα­γου­δή­θη­καν και τρα­γου­διού­νται από όλο το λαό.

«Γρά­φω για εκεί­νους που δεν ξέρουν να διαβάσουν/ για τους εργά­τες που γυρί­ζου­νε το βρά­δυ με τα μάτια κόκ­κι­να από τον άμμο./ Γρά­φω να δια­βά­ζουν αυτοί που μαζεύ­ου­νε τα χαρ­τιά απ’ τους δρόμους»

Για αυτό το έργο του ο Τ. Λει­βα­δί­της δικά­στη­κε στα 1955

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο