Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ή θα παραδώσουμε ή θα παραδοθούμε

Γρά­φει ο Γεώρ­γιος Μαγιά­κης //

(γ) Σημειώματα σχετικά με την παράδοση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού: Συμπεράσματα

Αν και έχου­με ένα μικρό δείγ­μα βάσει της κρι­τι­κής δύο μόνο παρα­δειγ­μά­των λαϊ­κής δημιουρ­γί­ας, ωστό­σο μπο­ρού­με να εκθέ­σου­με μια σει­ρά συμπε­ρα­σμά­των που δικαιο­λο­γούν συγκε­κρι­μέ­νες τοπο­θε­τή­σεις και προ­βλη­μα­τι­σμούς για τη μετε­ξέ­λι­ξη του λαϊ­κού μας πολι­τι­σμού. Να υπεν­θυ­μί­σου­με ότι οι δύο περι­πτώ­σεις που τέθη­καν σε κρι­τι­κή ανά­λυ­ση ήταν τα εθι­μο­τυ­πι­κά και ιστο­ρι­κά αντι­κεί­με­να του λαϊ­κού πολι­τι­σμού της Βοβού­σας Ζαγο­ρί­ου και της Σερί­φου. Ανά­με­σα στις δύο αυτές περιο­χές υπάρ­χει χάσμα σχε­τι­κά με τα πολι­τι­σμι­κά τους χαρα­κτη­ρι­στι­κά, αλλά όπως είπα­με, δεν θα επι­δο­θού­με στην απο­κω­δι­κο­ποί­η­ση των τυπι­κών αντι­κει­μέ­νων ως καθρε­φτι­σμά­των των προ­γε­νέ­στε­ρων κοι­νω­νιών. Εδώ, θα εξε­τά­σου­με α) την ίδια την ουσία τους η οποία παρα­δί­δε­ται, β) πώς επη­ρε­ά­ζε­ται και γ) από ποια οπτι­κή πρέ­πει να την αντι­με­τω­πί­ζει κανείς σήμε­ρα. Ίσως έτσι, βρού­με την απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα, για­τί σήμε­ρα το αντι­κεί­με­νο της λαϊ­κής τέχνης όζει ελλυχνίου.

Ανα­κε­φα­λαιώ­νο­ντας τα όσα ανα­λύ­σα­με στα προη­γού­με­να σημειώ­μα­τα, ανα­φέ­ρου­με ότι στην περί­πτω­ση της Βοβου­σιώ­τι­κης παρά­δο­σης συνα­ντά­με μια αυθόρ­μη­τη οργά­νω­ση του εθι­μο­τυ­πι­κού τελε­τουρ­γι­κού που προ­κύ­πτει μέσα από μία αμοι­βαία συμ­φω­νία. Μια συμ­φω­νία η οποία υπο­γρά­φε­ται στο παρόν, ανά­με­σα στην ηθι­κή του παρελ­θό­ντος και στα νέα ιδα­νι­κά του μέλ­λο­ντος, αυθόρ­μη­τα, ανε­πι­τή­δευ­τα, ελεύ­θε­ρα, ζωντα­νά. Στην περί­πτω­ση της Σερί­φου, ανα­γνω­ρί­ζου­με μια μεγά­λη ιστο­ρία κοι­νω­νι­κών αγώ­νων ανά τους αιώ­νες με λαμπρά αντι­κεί­με­να στην τέχνη που, όμως, προ­σκρού­ουν στην «γορ­γό­νεια κεφα­λή» της ατο­μι­κής λύσης και εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης, και σήμε­ρα, ενώ­πιον αυτής, απο­λι­θώ­νο­νται. Οι ποιό­τη­τες αυτών των δύο πολι­τι­στι­κών οντο­τή­των (αλλά και γενι­κά, του συνό­λου της λαϊ­κής τέχνης) ταυ­τί­ζο­νται σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό, διό­τι αυτά που μετα­φρά­ζο­νται σε παρα­δο­σια­κή τέχνη είναι τα βιώ­μα­τα των ασθε­νέ­στε­ρων οικο­νο­μι­κών στρω­μά­των. Η δια­φο­ρά των δύο συγκε­κρι­μέ­νων περι­πτώ­σε­ων έγκει­ται στο γεγο­νός ότι στην απο­μο­νω­μέ­νη κοι­νό­τη­τα της Βοβού­σας οι ταξι­κές ανι­σό­τη­τες ήταν ασή­μα­ντες, καθώς κατά πλειο­ψη­φία οι κάτοι­κοι ασκού­σαν την ίδια δου­λειά, την επί­πο­νη εργα­σία της υλο­το­μί­ας. Από την άλλη, η Σέρι­φος πέρα­σε ταχύ­τα­τα στις εκμε­ταλ­λευ­τι­κές σχέ­σεις λόγω των μεταλ­λεί­ων, και σε συν­δυα­σμό πλέ­ον, με τον πλη­θυ­σμια­κό τρι­πλα­σια­σμό της λόγω αύξη­σης του του­ρι­σμού, ορί­ζε­ται από διά­φο­ρα επι­μέ­ρους χαρα­κτη­ρι­στι­κά που προσ­δί­δει η εμπο­ρευ­μα­τι­κή δραστηριότητα.

Ποια είναι, όμως, εντέ­λει η ουσία της τέχνης που μετα­φέ­ρε­ται με τη δια­δι­κα­σία της παρά­δο­σης και που παρά­γε­ται από τον ίδιο το λαό, ο οποί­ος απο­κτά και δια­φο­ρε­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά ανά­λο­γα με τις ιστο­ρι­κές συν­θή­κες και μετα­βο­λές; Είναι ο μετα­σχη­μα­τι­σμός του καθη­με­ρι­νού βιώ­μα­τος, των ανα­ζη­τή­σε­ων και της ανά­γκης για βαθύ­τε­ρη έκφρα­ση σε μια ιδέα μέσα στην οποία επε­ξερ­γά­ζε­ται και απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται μία κοι­νή αλή­θεια. Είναι η επι­κοι­νω­νία αυτής με το υπό­λοι­πο κοι­νω­νι­κό σύνο­λο. Αυτή η ουσία ανα­κύ­πτει από τον τρό­πο ζωής των ανθρώ­πων όπως αυτός καθο­ρί­ζε­ται από την αξία της εργα­σί­ας τους, από το επί­πε­δο της μόρ­φω­σής τους και από την ηθι­κή του. Η αλή­θεια, η οποία απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται και δια­περ­νά την ελλη­νι­κή παρά­δο­ση, περι­λαμ­βά­νει την κοι­νω­νι­κή και ηθι­κή απο­κα­τά­στα­ση του ανθρώ­που. Θα λέγα­με, δηλα­δή, ότι απο­τε­λεί μια αχτί­δα φωτός που φτά­νει στο στρώ­μα ενός πυκνο­σκό­τει­νου δάσους. Με αυτόν τον τρό­πο, προσ­διο­ρί­ζου­με γενι­κά το περιε­χό­με­νο της Τέχνης.

Για να μην επι­κε­ντρω­θού­με μόνον στον ιδε­α­τό χαρα­κτή­ρα προ­αιώ­νιων συμ­βο­λι­σμών, πρέ­πει να υπει­σέλ­θου­με σε πιο επι­στη­μο­νι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της λαϊ­κής τέχνης. Συμπε­ραί­νου­με, λοι­πόν, ότι με τον τρό­πο που η ανθρώ­πι­νη ιστο­ρία εξε­λίσ­σε­ται, ανα­λό­γως εξε­λίσ­σε­ται και ο λαϊ­κός πολι­τι­σμός. Επο­μέ­νως, προ­κει­μέ­νου να εξε­τά­σου­με το χαρα­κτή­ρα του λαϊ­κού πολι­τι­σμού, πρέ­πει πρώ­τα να εξε­τά­σου­με την ανθρώ­πι­νη ιστο­ρία. Τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά των στρω­μά­των που έπαι­ζαν κατα­λυ­τι­κό ρόλο στην τεχνο­λο­γι­κή και κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δο αλλά­ζουν και μαζί με αυτά αλλά­ζουν τα αντι­κεί­με­να της τέχνης που παρά­γουν. Οπό­τε, ποιο ρόλο έχει η δια­δι­κα­σία της παρά­δο­σης στη σύγ­χρο­νη κοι­νω­νία; Σε καμία περί­πτω­ση δεν πρέ­πει να επι­διώ­κει την από­λυ­τη ταύ­τι­ση με ηθι­κά υπο­δείγ­μα­τα του παρελ­θό­ντος καθώς αυτό απο­κα­λεί­ται προ­γο­νο­πλη­ξία. «Η ιδιαί­τε­ρη φυσιο­γνω­μία ενός πολι­τι­σμού απη­χεί την ιδιαί­τε­ρη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα που διέ­πει τη μορ­φή ζωής που δημιούρ­γη­σε υπό συγκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες μια ανθρω­πι­νή κοι­νό­τη­τα». Η δια­δι­κα­σία της παρά­δο­σης, λοι­πόν, κατα­γρά­φει στη γραμ­μα­τεία της μνή­μης τη λαϊ­κή ιστο­ρία. Η κάθε γενιά πρέ­πει να δια­χω­ρί­σει τις ποιό­τη­τες της ουσί­ας που παρα­λαμ­βά­νει σήμε­ρα, στα βήμα­τα εξέ­λι­ξης της ανθρω­πό­τη­τας. Από την μία, τίθε­νται ποιό­τη­τες-πρό­τυ­πα συμπε­ρι­φο­ρών αλλη­λέγ­γυας κοι­νω­νί­ας που εκφύ­λι­σε ο σύγ­χρο­νος ατο­μι­κι­στι­κός τρό­πος ζωής, αλλά είναι ανά­γκη η κοι­νω­νία να επα­να­φέ­ρει. Από την άλλη, τίθε­νται ποιό­τη­τες-απαρ­χαιω­μέ­νε­ς/σκο­τα­δι­στι­κές αντι­λή­ψεις που μερί­δα του κόσμου υπο­πί­πτει σε αυτές, αλλά πρέ­πει η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της σύγ­χρο­νης γνώ­σης και επι­στή­μης να καταρ­γή­σει. Ανά­με­σα σε αυτές τις αντι­λή­ψεις συγκα­τα­λέ­γο­νται δείγ­μα­τα του λαϊ­κού πολι­τι­σμού που λει­τούρ­γη­σαν και λει­τουρ­γούν αντι­δρα­στι­κά διαιω­νί­ζο­ντας προ­κα­τα­λή­ψεις, διο­γκώ­νο­ντας την ταξι­κή ανι­σό­τη­τα, δια­βρώ­νο­ντας την κοι­νω­νι­κή συνο­χή μέσω φυλε­τι­κών δια­κρί­σε­ων. Γι’ αυτό είναι απα­ραί­τη­το οι ποιό­τη­τες της ουσί­ας που διαρ­κούν έως σήμε­ρα να κρι­θούν αξιολογικά.

Σε αυτό που πρέ­πει παρ’ όλα αυτά να συμ­φω­νή­σου­με καθο­λι­κά, είναι ότι ο άνθρω­πος, εντός μιας δημιουρ­γι­κής σχέ­σης με τον κόσμο, ανα­πτύσ­σει λόγο και έργο υπό τους όρους συν­θη­κών του περι­βάλ­λο­ντός του. Για παρά­δειγ­μα, ένα μεγά­λο συστα­τι­κό που καθο­ρί­ζει τις συν­θή­κες της πνευ­μα­τι­κής ανά­πτυ­ξης του σύγ­χρο­νου κόσμου είναι αδιαμ­φι­σβή­τη­τα η εκρη­κτι­κή άνο­δος της τεχνο­λο­γί­ας και κατ’ επέ­κτα­ση της επι­κοι­νω­νί­ας. Στη σημε­ρι­νή επο­χή με την ανε­πτυγ­μέ­νη επι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση και τεχνο­λο­γία η ουσία του λαϊ­κού πολι­τι­σμού απο­κτά ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά οικου­με­νι­κό­τη­τας. Ορι­σμέ­νοι διά­κει­νται αρνη­τι­κά μπρο­στά στο νέο αυτό φαι­νό­με­νο, αλλά σφάλ­λουν αν νομί­ζουν ότι ο λαϊ­κός πολι­τι­σμός «αγγί­ζει» συγκε­κρι­μέ­νους λαούς. Στην επο­χή που δια­νύ­ου­με, η επι­κοι­νω­νία δια­θέ­τει περισ­σό­τε­ρα εργα­λεία έχο­ντας ως απο­τέ­λε­σμα την αυτο­στιγ­μεί και απα­ντα­χού διά­δο­ση των πλη­ρο­φο­ριών. Πλέ­ον, τα δεδο­μέ­να της καθη­με­ρι­νής ζωής από τα οποία απο­στά­ζε­ται η ουσία της τέχνης παύ­ουν να περιο­ρί­ζο­νται στην απτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του υπο­κει­μέ­νου και διευ­ρύ­νο­νται στα όρια όλου του κόσμου. Έτσι, και η συνεί­δη­σή μας διευ­ρύ­νε­ται μέσω της κατα­νό­η­σης μιας άλλης κοσμο­θε­ώ­ρη­σης ή ενός ξένου προς εμάς πολι­τι­σμού. Το ερώ­τη­μα όμως, είναι ένα και παρα­μέ­νει: πώς χει­ρί­ζε­ται ο λαός κάτω από το παρόν πολι­τι­κό οικο­δό­μη­μα το οποίο εκκο­λά­πτει ανι­σό­τη­τα-πολέ­μους-κατα­πί­ε­ση, τα εργα­λεία αυτά στην τέχνη του;

Όταν λαϊ­κά στρώ­μα­τα πέφτουν θύμα­τα πολέ­μων και συγκρού­σε­ων, πώς αφο­μοιώ­νε­ται αυτό στη σύγ­χρο­νη λαϊ­κή τέχνη; Πώς μπο­ρεί, για παρά­δειγ­μα, να επη­ρε­ά­σει ο πόλε­μος στη Μέση Ανα­το­λή τον ελλη­νι­κό λαϊ­κό πολι­τι­σμό; Το γεγο­νός ότι υπο­δε­χό­μα­στε τόσους πρό­σφυ­γες και βιώ­νου­με πάλι τον πόνο του πολέ­μου, δεν απο­τε­λεί μαγιά για νέα πνευ­μα­τι­κά δημιουρ­γή­μα­τα; Μέσα από τα καλ­λι­τε­χνι­κά έργα του παρελ­θό­ντος δια­με­σο­λα­βεί­ται ο πνευ­μα­τι­κός πλού­τος της εκά­στο­τε επο­χής. Μέσα σε αυτή τη σχέ­ση πρέ­πει να αφο­μοιώ­σου­με στοι­χεία που δια­πλά­θουν τη σύγ­χρο­νη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα της ελλη­νι­κής κοι­νό­τη­τας. Θέτω, λοι­πόν, ως νέο στοι­χείο της λαϊ­κό­τη­τας τη σχέ­ση των προ­ο­δευ­τι­κών στοι­χεί­ων της πνευ­μα­τι­κό­τη­τας μιας άλλης επο­χής με την οικου­με­νι­κό­τη­τα της τεχνο­λο­γι­κής επο­χής. Συνο­πτι­κά θα λέγα­με, ότι η ουσία της λαϊ­κής τέχνης είναι το από­σταγ­μα από τα κλή­μα­τα ενός μεγα­λύ­τε­ρου αμπε­λώ­να δια­φο­ρε­τι­κής ποι­κι­λί­ας. Πρέ­πει να παρα­δε­χτού­με, όμως, ότι ενώ έχου­με ανα­φερ­θεί στη μετάλ­λα­ξη του σύγ­χρο­νου τρό­που ζωής με το παρά­δειγ­μα της επι­κοι­νω­νί­ας ως οικου­με­νι­κό­τη­τας και ανα­σταλ­τι­κού παρά­γο­ντα στη δια­μόρ­φω­ση και παρά­δο­σης του λαϊ­κού πολι­τι­σμού, τα κυριό­τε­ρα ζητή­μα­τα που αντι­με­τω­πί­ζουν τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα δεν τίθε­νται ως κυρί­αρ­χο θέμα στην πλειο­ψη­φία των αντι­κεί­με­νων που εδρά­ζουν στην τέχνη τους. Για­τί συμ­βαί­νει αυτό;

Πόλε­μοι, φτώ­χεια, κοι­νω­νι­κός απο­κλει­σμός, εκμε­τάλ­λευ­ση, φυλε­τι­κές δια­κρί­σεις και άλλα οικου­με­νι­κά κοι­νω­νι­κά φαι­νό­με­να, δεν εμπε­ριέ­χο­νται ως κύρια ζητή­μα­τα στη θεμα­το­λο­γία της νέας λαϊ­κής παρά­δο­σης, αλλά ούτε επί­σης περι­λαμ­βά­νο­νται αξί­ες της κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης, του αγα­θού έρω­τα, των λαϊ­κών κατα­κτή­σε­ων και άλλες. Τα ζητή­μα­τα που κατα­γί­νε­ται σήμε­ρα η σύγ­χρο­νη λαϊ­κή τέχνη είναι ζητή­μα­τα που δεν θα έπρε­πε να απα­σχο­λούν το λαϊ­κό άνθρω­πο, καθώς προ­βάλ­λο­νται ζητή­μα­τα που προ­κύ­πτουν από τον τρό­πο ζωής της κοι­νω­νί­ας της αφθο­νί­ας, ζητή­μα­τα δευ­τε­ρευού­σης ποιό­τη­τας που αντι­με­τω­πί­ζουν κάθε αξία ως κατα­να­λω­τι­κό αγα­θό. H κοι­νο­το­πία, η επί­κλη­ση του ενστί­κτου μέσω της επι­δρα­στι­κής τάσης του ρυθ­μού και της επα­να­λη­πτι­κό­τη­τας, η ευτε­λής τιμή «πώλη­σης» κ.α. αφαι­ρούν από τον ηθι­κό κώδι­κα της σύγ­χρο­νης λαϊ­κό­τη­τας κάθε έννοια λαϊ­κού. Δεν θα συνε­χί­σου­με όμως την ψηλά­φη­ση αυτού του νέου είδους, αλλά θα εξε­τά­σου­με τις αιτί­ες και τον τρό­πο αντι­με­τώ­πι­σης δύο δια­φο­ρε­τι­κών πλευρών.

Η επα­να­στα­τι­κό­τη­τα του λαϊ­κού πολι­τι­σμού έγκει­ται στο γεγο­νός ότι ελεύ­θε­ρα προ­βάλ­λει τα ζητή­μα­τα της τάξης του. Ζητή­μα­τα που προ­βλη­μα­τί­ζουν ανα­φο­ρι­κά με την οικο­δό­μη­ση μια κοι­νω­νί­ας αρχών και δικαί­ου, χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση-χωρίς ανι­σό­τη­τες, και όχι ζητή­μα­τα εγω­ι­στι­κά που συγκα­λύ­πτουν τα προ­βλή­μα­τα του κοι­νω­νι­κού κατε­στη­μέ­νου. Επο­μέ­νως, ο ευτε­λι­σμός της σύγ­χρο­νης λαϊ­κό­τη­τας οφεί­λε­ται στον εξαν­δρα­πο­δι­σμό του λαού με σκο­πό την αδρα­νο­ποί­η­σης της δυνα­μι­κής του και τη στρο­φή του σε εκφάν­σεις της κοι­νω­νι­κής ζωής που δεν απει­λούν τη συθέ­με­λη δια­τά­ρα­ξη του κοι­νω­νι­κού γρα­να­ζιού. Άρα, μήπως εκχω­ρού­με τη δια­χεί­ρι­ση του λαϊ­κού πολι­τι­σμού στην αστι­κή τάξη που με τη σει­ρά της εκφυ­λί­ζει το λαϊ­κό αίσθη­μα για να το κατα­στή­σει ακίν­δυ­νο; Μήπως έτσι δια­τα­ράσ­σε­ται η ουσία της λαϊ­κής τέχνης, έτσι όπως αρχι­κά την ορί­σα­με; Τι θα παρα­δώ­σου­με εμείς; Στο επί­κε­ντρο τώρα βρί­σκο­νται συλ­λο­γι­κό­τη­τες αλλά και μονά­δες που υπε­ρα­σπί­ζο­νται την ουσία από δύο αντι­μα­χό­με­να μέρη.

Η ουσία που παρα­λά­βα­με και που θα παρα­δώ­σου­με δεν παρα­μέ­νει αυτού­σια. Οι προ­σπά­θειες ορι­σμέ­νων να απο­κό­ψουν την ουσία από το σήμε­ρα απο­τε­λεί σοβα­ρό αδί­κη­μα εις βάρος της λαϊ­κής ιστο­ρί­ας και λει­τουρ­γεί ως δού­ρειος ίππος στον εκφυ­λι­σμό της λαϊ­κό­τη­τας που επι­διώ­κε­ται από την αστι­κή τάξη. Το να ανα­ζη­τάς μέσα στην κοι­νω­νι­κή αλλο­τρί­ω­ση τις ρίζες με το κεφά­λι στο χώμα, ομοιά­ζει στρου­θο­κα­μη­λι­σμός. Ο λαϊ­κός πολι­τι­σμός όμως, δια­μορ­φώ­νε­ται δίπλα στον άνθρω­πο, δίπλα στις αξί­ες μαχό­με­νος για την απο­κα­τά­στα­ση του φυσι­κού νόμου που προ­α­σπί­ζει την ελευ­θέ­ρια και την ισό­τη­τα. Αν θέλου­με να τηρού­με τις παρα­δό­σεις, πρέ­πει να μετα­σχη­μα­τί­σου­με την ουσία που παρα­λά­βα­με με άξο­να τις εμπνεύ­σεις του λαϊ­κού κινή­μα­τος. Είμα­στε υπεύ­θυ­νοι γι’ αυτό που θα παρα­δώ­σου­με, όσο υπεύ­θυ­νοι είμα­στε για τον αν θα χει­ρα­γω­γη­θού­με. Το δίλημ­μα είναι ένα: ή θα παρα­δώ­σου­με ή θα παραδοθούμε.

 

_________________________________________________________________________________________________________

Γεώργιος Μαγιάκης Κάτοικος Πατρών και φοιτητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου. Ασχολείται «ατέχνως» με τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, καθώς διδάσκει ερασιτεχνικά στο Χορευτικό Τμήμα του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Πατρέων. Γαλουχημένος στις αξίες της ερασιτεχνικής δημιουργίας, προσφέρει τις υπηρεσίες του δίχως υλική ανταμοιβή ‑όπως και όλα τα μέλη & στελέχη του φορέα. Υπεύθυνος αρκετών καλλιτεχνικών συγκροτημάτων, επιμελείται θεατρικά και ιστορικά κείμενα που πολλά μεταφέρθηκαν στη ραδιοφωνία. Αρθρογραφεί για ζητήματα του λαϊκού πολιτισμού αλλά και πολιτικά, καθώς «εάν η οικονομία και η πολιτική είναι το σώμα του κόσμου, τότε ο πολιτισμός είναι η ψυχή του».
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο