Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Αγάπη μου, συρρίκνωσα τα παιδιά»

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Αλή­θεια… ποιος από εμάς τους παλαιό­τε­ρους δεν θυμά­ται την τρι­σχα­ρι­τω­μέ­νη αλλά και δια­βο­λι­κή ται­νία «Αγά­πη μου συρ­ρί­κνω­σα τα παι­διά»; Όπου στην ται­νία ένας ανα­κα­τω­σού­ρας, ιδιόρ­ρυθ­μος και προ­βλη­μα­τι­κός μπα­μπάς, παί­ζο­ντας και συναρ­μο­λο­γώ­ντας διά­φο­ρα μηχα­νή­μα­τα δικής του έμπνευ­σης και εφεύ­ρε­σης, κατά­φε­ρε να κάνει κάτι το απί­θα­νο και απρό­βλε­πτο, να συρ­ρι­κνώ­σει τα παι­διά του και να τα κάνει κάτι σαν μυρ­μή­γκια που να κυκλο­φο­ρούν στο γκα­ζόν της αυλής σαν να βρί­σκο­νται σε ένα τερά­στιο πανύ­ψη­λο δάσος.

Βέβαια μη νομί­ζε­τε πως αυτά συμ­βαί­νουν μόνο στο σινεμά…!

Εμείς θα ανα­φερ­θού­με σε κάτι αλη­θι­νό και παρεμ­φε­ρές που συμ­βαί­νει στον ίδιο μας τον τόπο. Εμείς θ’ ανα­φερ­θού­με σε έναν άλλο δικό μας μπα­μπά (ή και μπα­μπά­δες), πράο, χαμο­γε­λα­στό και υπο­ταγ­μέ­νο στους εταί­ρους (δανει­στές).

Ο δικός μας μπα­μπάς-που λέτε- πήρε ένα (και δυο και τρία) κιτά­πι που λέγε­ται μνη­μό­νιο και άρχι­σε τις αλχη­μεί­ες του. Πέντε πάνω, πέντε κάτω μήπως και τα βρού­νε. Το ζωνά­ρι όλο και σφίγ­γει, οι δανει­στές μουρ­μου­ρί­ζουν και κατα­πιέ­ζουν: «Αργεί­τε να έλθε­τε σε συμ­φω­νία, αργεί­τε». Από κοντά και οι χθε­σι­νοί μπα­μπά­δες της αντιπολίτευσης.

Πάλευε-που λέτε- ο δικός μας ο μπα­μπάς, έβα­λε όλη τη μαστο­ριά του και το γλυ­κό αυτά­ρε­σκο χαμό­γε­λο, ανα­κά­τε­ψε συνει­δή­σεις, ιδε­ο­λο­γί­ες, αυτα­πά­τες, δια­στρε­βλώ­σεις, προ­πα­γάν­δα, υπνω­τι­κά… τα ψεύ­τι­κα τα λόγια τα μεγά­λα, για να πετύ­χει τον σκο­πό του(εξουσία) και να γίνει αρε­στός στους εταί­ρους και να μη χάσει το τρέ­νο που πηγαί­νει ολο­τα­χώς στην χώρα των θαυμάτων.

Ώσπου ένα πρω­ι­νό ύστε­ρα από πολ­λές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις, δια­ζυ­μώ­σεις και δια­πλο­κές , ανα­φώ­νη­σε χαρού­με­νος και τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος: «Αγά­πη Ευρω­παϊ­κή Ένω­ση! Αγά­πη μου Δ.Ν.Τ. Συρ­ρί­κνω­σα τα μερο­κά­μα­τα, συρ­ρί­κνω­σα τους μισθούς, συρ­ρί­κνω­σα τις συντά­ξεις, συρ­ρί­κνω­σα τις δου­λειές. Συρ­ρί­κνω­σα τους μικρο­με­σαί­ους, τους επαγ­γελ­μα­τί­ες, τους βιο­τέ­χνες. Συρ­ρί­κνω­σα την αγρο­τι­κή παρα­γω­γή. Πάνε οι ελιές , πάνε τα’ αμπέ­λια, πάει ο καπνός, η ζάχα­ρη, το βαμ­βά­κι, τα εσπε­ρι­δοει­δή, πάνε τα φρούτα.

Συρ­ρί­κνω­σα και την βιο­μη­χα­νι­κή παραγωγή.

Πάνε τα ναυ­πη­γεία, πάνε τα τσι­με­ντά­δι­κα, πάνε τα χαλυ­βουρ­γεία, πάνε οι κλω­στο­βιο­μη­χα­νί­ες, πάνε τα ορυ­χεία, τα τρό­φι­μα και τα ποτά.

Πάνε τα όνει­ρα και οι ελπί­δες της Νεο­λαί­ας. Τους εξα­πέ­στει­λα έξω από εδώ.

Συρ­ρί­κνω­σα την υγεία, την πρό­νοια, την παιδεία.

Συρ­ρί­κνω­σα και τα σπέρ­μα­τα των ανδρών και τις κοι­λιές των γυναι­κών .Όλα τα συρ­ρί­κνω­σα, όλα τα συρ­ρι­κνώ­νω, επα­νέ­λα­βε ξανά χαρού­με­νος ο δικός μας ο μπαμπάς.

Μόνο ένα δεν κατά­φε­ρε( και δεν θα το κατα­φέ­ρει ποτέ) ο δικός μας μπα­μπάς. Να συρ­ρι­κνώ­σει τις καρ­διές και την ψυχή των ανθρώ­πων της εργα­τιάς, της αγρο­τιάς, της νεο­λαί­ας„ των γυναι­κών, των ανέρ­γων, τους αγώ­νες που χρό­νο με το χρό­νο θα μεγα­λώ­νουν και θα μεγεθύνονται…!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο