Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Αγαπημένα μου αετόπουλα, Χριστός Ανέστη» — Μάνος Χατζιδάκις, o ΕΠΟΝίτης… «Πέτρος Γρανίτης»

«Αγα­πη­μέ­να μου αετό­που­λα Χρι­στός Ανέστη
Η “Νέα Γενιά” σάς εύχε­ται καλό Πάσχα. Ελά­τε να τσου­γκρί­σου­με τα κόκ­κι­να αυγά μας και να πού­με χρό­νια πολ­λά και χαρού­με­να. Εδω­σα παραγ­γε­λία να στο­λί­σουν γιορ­τά­σι­μα σήμε­ρα τις σελί­δες σας, να τις κάμουν πραγ­μα­τι­κά ανοι­ξιά­τι­κες. Και να βάλουν παρα­μυ­θά­κια, ποι­ή­μα­τα και παι­χνί­δια. Φέρ­τε κι εσείς, καλά μου παι­διά, το τρα­γού­δι σας, τη δρο­σιά και το κέφι σας και τότε θα γιορ­τά­σου­με πολύ όμορ­φα την Ανοι­ξη και την Πασχαλιά.»

Το περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» εύχε­ται στους νέους και στις νέες της Ελλά­δας “Καλό Πάσχα” και έχει «στο­λί­σει» τις σελί­δες του κατάλ­λη­λα για την περί­στα­ση. Συντά­κτης των παρα­πά­νω γραμ­μών είναι ο 20χρονος τότε, μετέ­πει­τα μεγά­λος συν­θέ­της Μάνος Χατζι­δά­κις που υπο­γρά­φει με το ψευ­δώ­νυ­μο «Πέτρος Γρα­νί­της». Ο νεα­ρός Μάνος Χατζι­δά­κις, μέλος της ΕΠΟΝ ο ίδιος, έχει ανα­λά­βει την επι­μέ­λεια μιας ενό­τη­τας σελί­δων του περιο­δι­κού με τον τίτλο «Τ’ αετό­που­λά μας». Εκεί γρά­φει ποι­ή­μα­τα, μικρές ιστο­ριού­λες και σπα­ζο­κε­φα­λιές που εμπνέ­ε­ται ο ίδιος και έχουν σκο­πό να «ψυχ-αγω­γή­σουν» τα παι­διά μικρό­τε­ρης ηλικίας.

Η Αρι­στού­λα Ελλη­νού­δη το Πάσχα του 2006 επα­νέ­φε­ρε στο φως της δημο­σιό­τη­τας από τις σελί­δες του Ριζο­σπά­στη, το περιε­χό­με­νο του πασχα­λιά­τι­κου τεύ­χους (αριθ­μός 49, 5 Μάη 1945) της «Νέας Γενιάς» που η ίδια πολύ εύστο­χα χαρα­κτη­ρί­ζει έναν «ξεχα­σμέ­νο — κρυμ­μέ­νο στο χρό­νο ‘θησαυ­ρό’». Στο ίδιο δημο­σί­ευ­μα από μαρ­τυ­ρία του τότε αρχι­συ­ντά­κτη της «Νέας Γενιάς», αγω­νι­στή δημο­σιο­γρά­φου Νίκου Καρα­ντη­νού, απο­κα­λύ­πτε­ται ότι πίσω από το ψευ­δώ­νυ­μο «Πέτρος Γρα­νί­της» βρί­σκε­ται ο Μάνος Χατζιδάκις.

Αξί­ζει α σημειω­θεί ότι στο ένθε­το «Τ’ αετό­που­λά μας» του ίδιου τεύ­χους φιλο­ξε­νού­νταν ένα ακό­μα κεί­με­νο για παι­διά, το οποίο έφε­ρε την υπο­γρα­φή «Νίκη Στέ­φη», ψευ­δώ­νυ­μο της σπου­δαί­ας ποι­ή­τριας Σοφί­ας Μαυ­ροει­δή – Παπαδάκη.

Παρα­θέ­του­με μερι­κά ποι­η­μα­τά­κια και μικρές ιστο­ριού­λες του… Πέτρου Γρα­νί­τη, που λες και γρά­φτη­καν «για όλα τα παι­διά, όλων των επο­χών». Εβδο­μή­ντα ολό­κλη­ρα χρό­νια από τότε…

146082

“ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τα παι­διά που ‘ναι λουλούδια
μεγα­λώ­νουν με τραγούδια.
Το τρα­γού­δι είν’ η χαρά
τρα­ρα­ρό, τραραραρά.

Τρα­γου­δά­με την ειρήνη
π’ όλα τα καλά μας δίνει.
Σαν που­λά­κια στα κλαριά
νιώ­θου­με τη λευτεριά.

Ντο, ρε, μι, εμπρός, ελάτε
τρα­γου­δά­τε και γελάτε!
Και κατό­πι θα σας πω
κάποιο χαρω­πό σκοπό.

* * *

ΕΙΡΗΝΗ

Η Ειρή­νη χάραξε
και χαρά στην πλάση,
σε μεγά­λους και παιδιά,
σ’ ουρα­νούς και δάση.

Αχ, ειρή­νη, Ρήνα μου,
έλα στα παιδάκια
να ξεχά­σουν πόλεμους
πεί­νες και φαρμάκια.

Τώρα χίλια φαγητά
θε να τρώ­με πάλι
κι όχι αυτή την άνοστη
σού­πα του μπακάλη.

Τα χλο­μά τα μάγουλα
σ’ άντρες και κορίτσια
θα γινού­νε κόκκινα
σαν την ντοματίτσα

Για­τί η Ρήνη (Ειρή­νη μας)
νάτη με τραγούδια
κι έχει το σακού­λι της
φίσκα με καλούδια.

* * *

Η ΔΑΣΚΑΛΑ

Σ’ ένα δημο­τι­κό σχο­λειό σε μια γει­το­νιά της Αθή­νας τα παι­διά, τρα­γου­δού­σαν στα δια­λείμ­μα­τα τα λεβέ­ντι­κά τους τραγούδια.

― Απα­γο­ρεύ­ε­ται να τρα­γου­δά­τε αντάρ­τι­κα τρα­γού­δια, είπε η δασκά­λα. Κι ένα αετό­που­λο πετάχτηκε.
― Κυρία, είδα­τε το ουρά­νιο τόξο;
― Για­τί; ρώτη­σε ξαφνιασμένη.
― Για να δεί­τε πόσο τους αγα­πού­σαν εκεί τους αντάρτες.

Η δασκά­λα χαμο­γέ­λα­σε, ίσως ευχαριστημένη.

* * *

Ο ΚΩΣΤΑΚΗΣ

Εδώ και λίγες μέρες, στα Σφα­γεία, τα παι­δά­κια της γει­το­νιάς, απο­φά­σι­σαν να βγά­λουν τον αρχη­γό τους. Μια και δυο λοι­πόν, μαζεύ­τη­καν ένα από­γε­μα κ’ έβγα­λαν τον Κωστά­κη το αετόπουλο.

― Για­τί δια­λέ­ξα­τε τον Κωστά­κη, ρώτη­σε κάποιος τα παιδιά.
― Για­τί αυτός, απά­ντη­σαν όλοι, μίλα­γε στη γει­το­νιά με το χωνί και μοί­ρα­ζε προ­κη­ρύ­ξεις όταν ήταν ακό­μα οι Γερ­μα­νοί. Για­τί ο Κωστά­κης είναι Αετόπουλο.

* * *

ΜΑΤΙΣΑΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥΣ

Το περί­πτε­ρο ήταν κατα­στό­λι­στο με λογής περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες. Δυο παι­διά χάζευαν, κοι­τά­ζο­ντας τις εικό­νες. Αξαφ­να το μεγα­λύ­τε­ρο παι­δί άφη­σε μια χαρού­με­νη φωνή.

― Η “Νέα Γενιά”! είδες;
― Πόσο να ‘χει;
― 40 δραχ­μές, είπε ο περιπτεριούχος.

Τα τέσ­σε­ρα μάτια δεν ξεκολ­λού­σαν από το καλ­λι­τε­χνι­κό της εξώφυλλο.

― Πόσα έχεις Γρηγόρη;
― 25 δραχμές.
― Στά­σου να δω κι εγώ. Εχω θαρ­ρώ άλλες 15. Ελα να ματί­σου­με τα λεφτά μας. Κι ο Γρη­γό­ρης, κι ο Νίκος πήραν τη “Νέα Γενιά”. Υστε­ρα αγκα­λιά­στη­καν άνοι­ξαν το περιο­δι­κό κι άρχι­σαν να δια­βά­ζουν χαρούμενα.

Μπο­ρεί να μην ήταν αετόπουλα;

* * *

ΘΕΛΕΤΕ “ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ”;

Ενα παι­δί 14 χρο­νών μπή­κε μ’ ορμή μες στην κάμα­ρα. Τα ματά­κια του χαμογελούσαν.

― Τι θέλεις μικρέ, τού­πα­με με γέλιο. Ανοι­ξε δει­λά το σακού­λι του κι έβγα­λε ένα περιοδικό.
― Είναι η “Νέα Γενιά” το περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ. Θέλε­τε να το αγοράσετε;
― Και βέβαια θέλουμε.

Τα μάτια του άστρα­ψαν από χαρά. Πήρε τις 40 δραχ­μές κι ύστε­ρα είπε:

― Να πάω και στο διπλα­νό σπίτι;
― Να πας, να πας. Ποιος μπο­ρεί ν’ αρνη­θεί σε μια τέτοια παι­δι­κή καρδιά;

Πήγαν και στο διπλα­νό σπί­τι και το παι­δί πήρε αρά­δα τις πόρ­τες. Σε λίγο έπαι­ζε θριαμ­βευ­τι­κά στον αέρα το άδειο σακού­λι του, σα να ‘χει κερ­δί­σει μια μάχη.

146082

Αγα­πη­τά μου Αετόπουλα,

Θα σας πω σήμε­ρα μερι­κά παι­χνί­δια, για να δια­σκε­δά­σε­τε και να τα μάθε­τε και στα άλλα παι­διά. Προ­σέξ­τε, λοι­πόν, καλά.

Ο άνθρω­πος με τους αριθμούς

Μπο­ρεί­τε να φτιά­ξε­τε και σεις έναν άνθρω­πο σαν κι αυτόν που βλέ­πε­τε στην εικό­να, γρά­φο­ντας κατά σει­ρά τους αριθ­μούς 1 έως 10;

Τα 8 οχτάρια

Μπο­ρεί­τε να γρά­ψε­τε 8 οχτά­ρια έτσι που να σχη­μα­τί­ζουν άθροι­σμα 1.000;

Μιά­μι­ση κότα

Για να ‘χω πολ­λά αυγά το Πάσχα αγό­ρα­σα έξι κότες. Μα τα ‘μπλε­ξα στο λογα­ρια­σμό. Βοη­θή­στε με, καλά μου αετόπουλα.

Μιά­μι­ση κότα, σε μιά­μι­ση μέρα, κάνει ενά­μι­σι αυγό. Πόσα αυγά έκα­μαν σε έξι μέρες κι οι έξι μου κότες;

Το γερά­κι

Το παι­χνί­δι αυτό παί­ζε­ται στις ανοι­ξιά­τι­κες εκδρο­μές, κάτω από τα δέντρα. Ενα παι­δί κάνει το γερά­κι και κυνη­γά τ’ άλλα.

― Σας έπια­σα, τους φωνάζει.
― Είμα­στε αετό­που­λα κι έχου­με φτε­ρά! απα­ντού­νε και φεύ­γουν. Μα όλο στρι­φο­γυ­ρί­ζουν το γερά­κι πει­ρά­ζο­ντάς το.

Αν κιν­δυ­νεύ­ουν να πια­στούν, αρπά­ζο­νται απ’ τα κλα­διά των δέντρων, χωρίς να πατούν στη γη. Τότε δεν έχει δικαί­ω­μα να τα πιά­σει το γερά­κι. Οποιο πια­στεί, γίνε­ται γερά­κι και το παι­χνί­δι συνεχίζεται.

* * *

ΚΑΨΕΡΟΥΛΑ

Δεν πηγαί­νει στο σκολειό…
Πώς να πάει η καψερούλα,
αφού έμει­νε στο σπίτι
μονα­χή νοικοκυρούλα;

Η μανού­λα έχει πεθάνει.
Φταίν’ τα βάσα­να κι η πείνα,
τότε με τις λαχανίδες.
― Τι φρι­χτά τα χρό­νια εκείνα!

Μόνη φτιά­χνει το φαγί τους.
― Ναι, καλέ, μην κοροϊδεύεις.
Εφτα­σε έντε­κα χρονώ
κι αν τη δεις δεν το πιστεύεις.

Αχου, ποιος να τη βοηθήσει;
― Αχ, με ποιό­νε να τα βάνει;
και κει πάνω που σκουπίζει
το παρά­πο­νο την πιάνει.

Κλαί­ει, κλαί­ει η καψερούλα
κλαί­ει η σκού­πα, το φαράσι…
― Έντε­κα χρο­νώ κορίτσι
να μη ξέρει να διαβάσει!

ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΝΙΤΗΣ”

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο