Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αγαπιόμαστε έτσι, μόνο ο Σηκουάνας και εγώ ‑Ούτε η πρώτη στο Παρίσι, ούτε η τελευταία στον κόσμο

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //
Μικρές ιστο­ρί­ες γυναι­κών ‑2

Η Χαρού­λα γοη­τευ­μέ­νη πάντα από για­σε­μιά, φεγ­γά­ρια, βλέμ­μα­τα, δακρυ­σμέ­να μάτια, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, ξεχα­σμέ­νους δρό­μους, ξέφτια από δαντέ­λες του παλιού και­ρού –ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, κι ονει­ρεύ­ε­ται ακου­μπώ­ντας στο παρελ­θόν, αλλά όπως λέει «η λέξη που με ορί­ζει είναι το “Αύριο”», πιστεύ­ο­ντας πάντα στην αγάπη.

Τελευ­ταία ανε­μο­λά­μνει στην πόλη του έρω­τα και του φωτός, στέλ­νο­ντας σήμα, όπως πάντα και στο «Ατέ­χνως» με το οποίο έχει εκλε­κτι­κή συγ­γέ­νεια «από κατα­βο­λής κόσμου»

Κοντεύ­ει μήνας από τότε που μας μίλη­σε για τις Doris, Seraphine, Chaya, Zoe, Lou, Καλ­λι­στώ, Ninette και Yolande ‑8 γυναί­κες, που με τις «μικρές» τους ιστο­ρί­ες μας πήγαν από τον κόσμο του ονεί­ρου στη συνή­θως πεζή καθη­με­ρι­νό­τη­τα «τήν πολι­τεία πού ὁρκί­ζε­ται στό ψωμί καί στή γρο­θιά της \ τήν πολι­τεία πού ὅλους μᾶς ἀντέ­χει στή ράχη της \ μέ τίς μικρό­τη­τές μας, τίς κακί­ες, τίς ἔχτρες μας, μέ τίς φιλο­δο­ξί­ες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερα­τειά μας, —Γιάν­νης Ρίτσος \ σονά­τα σεληνόφωτος).

Γυναί­κες, με βλε­φά­ρι­σμα της αιω­νιό­τη­τας σε κάτι κορι­τσί­στι­κες φού­στες τους, με προ­σω­πι­κούς δήμιους, που είχαν (και δεν είχαν) προ­λά­βει να ζήσουν την άκρα αρε­τή του έρω­τα, με σκο­ρο­φα­γω­μέ­νες γραμ­μές σε κιτρι­νι­σμέ­να σημειω­μα­τά­ρια, που άνοι­γαν μια χαρα­μά­δα στις ραγι­σμέ­νες στιγ­μές το θλυ­λι­κό «Milord», του Ζωρζ Μου­στα­κί, την ικα­νό­τη­τα ‑πυρ­πο­λώ­ντας τον θάνα­το. Στην ακα­τα­νί­κη­τη επι­θυ­μία να αφε­θεί, να αγα­πη­θεί ξανά, στη μέθη του έρω­τα, με βλέμ­μα τόσο θολό που ούτε τα νερά μπο­ρού­σε να ξεχω­ρί­σει, τις στρώ­σεις του  κόκ­κι­νο κρα­γιόν, αλλά και στιγ­μές φορ­τω­μέ­νες αγκυ­λω­τούς σταυ­ρούς, απελ­πι­σία, πεί­να, φόβο.

Σήμε­ρα, μέσα από τη 2η λογο­τε­χνι­κή \ ποι­η­τι­κή ανθρώ­πι­νη οκτά­βα της, Zazie-Elodi-Charlotte-Bea-Enora-Lauren-Orane-Sidoine, η Χαρού­λα μας ταξι­δεύ­ει σε πορεί­ες παράλ­λη­λες σε κανά­λια του Σηκουά­να, πάρ­κα, την Όπε­ρα, τα Ηλύ­σια Πεδία, την Αψί­δα του Θριάμ­βου, το …Burberry Weekend την Πλα­τεία Τρο­κα­ντε­ρό στο Παρί­σι που είχε γίνει κάτι άλλο από αυτό που γνώ­ρι­ζαν με τζιν και πέδι­λα, στο Montparnasse, και στο Λού­βρο ή στους κήπους του Λου­ξεμ­βούρ­γου, γυναί­κες μελαγ­χο­λι­κές και εξό­ρι­στες της αγά­πης τα σκο­τει­νά χρό­νια της Πόλης του Φωτός ‑14 Ιου­νί­ου του 1940 ήταν που βρέ­θη­κε αιχ­μά­λω­τη, κορι­τσά­κι ανά­με­σα σε χιλιά­δες άλλους αιχ­μα­λώ­τους… — την προη­γού­με­νη μόλις μέρα είχε ανοί­ξει το σπί­τι της σε τέσ­σε­ρις πρό­σφυ­γες, δύο από την Ουκρα­νία, φίλες της εγγο­νής της, και δύο οι φίλοι τους, από τη Ρωσία, όλοι συμ­φοι­τη­τές στη Σορ­βό­νη, αυτό ήταν μια επαρ­κής πρά­ξη συνεί­δη­σης –ανα­ζη­τώ­ντας όλες αυτές οι γυναί­κες.  λίγη γαλή­νη από αυτή που η ζωή τους αρνή­θη­κε, στην παν­περ­μία της σημε­ρι­νής γαλ­λι­κής –και όχι μόνο μεγα­λού­πο­λης της απο­ξέ­νω­σης των ανθρώ­πων και των κοι­νω­νι­κών \ ταξι­κών αντιθέσεων.

Zazie

Ορφα­νή, στη βρε­φι­κή ηλι­κία από μάννα,
ακα­τάλ­λη­λη την είχαν κρί­νει οι αρχές, εκείνη
την ανή­λι­κη που την είχε φέρει μια νύχτα στον κόσμο,
στο σταθ­μό των τραί­νων, σ’ ένα εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο βαγόνι.

Μεγά­λω­σε στο ίδρυ­μα, ορφα­νή από κάθε φιλοδοξία,
εκεί­νο το «αγνώ­στου πατρός» βάραι­νε στους αδύ­να­μους ώμους,
περισ­σό­τε­ρο από την απου­σία της μάνας της, που τη νόμι­ζε νεκρή,
έτσι είχαν πει, το ίδιο και στις δυο, «πέθα­νε στη γέννα…»
γενι­κά και αόριστα,
πόσο βολεύ­ει καμιά φορά τις αρχές ο θάνατος…

Ορφα­νή είχε παρα­μεί­νει και αργό­τε­ρα στο σχο­λείο, από αλη­θι­νούς φίλους,
ορφα­νή, στην εφη­βεία από όνει­ρα, και στη νιότη
ορφα­νή είχε φτά­σει, από αγά­πη, από συμπό­νε­ση, από καλοσύνη.

Ορφα­νή από λού­σα, ανέ­σεις, μα περή­φα­νη με το τριμ­μέ­νο της φόρεμα,
«γεν­νή­θη­κα ενη­λι­κιω­μέ­νη», έλε­γε στον εαυ­τό της,
«ορφά­νια και ενη­λι­κί­ω­ση» όψεις του ίδιου νομίσματος.

Έβγα­λε το τελευ­ταίο κέρ­μα από την τσέ­πη της,
το έφε­ρε και το κοί­τα­ξε ψηλά στο φως,
πίσω του παρα­τή­ρη­σε την κορυ­φή του πύρ­γου του Άιφελ,
μα το βλέμ­μα στά­θη­κε πιο μπροστά,
στις κοντι­νές λεπτο­δου­λε­μέ­νες προ­σό­ψεις των κτιρίων,
με τη σκέ­ψη πως το νερό μπο­ρού­σε να χαϊ­δεύ­ει τα θεμέ­λια τους,
να τινά­ζε­ται στις παρά­πλευ­ρες σκά­λες, να βρέ­χει τις βάρκες,
το νερό, ένας ήσυ­χος γαλα­ζο­πρά­σι­νος παφλασμός
είχε τη δύνα­μη να ενώ­νει τη μου­σι­κή που έφτα­νε από τις όχθες,
με τις σκέ­ψεις της, τη ζωή και το θάνατο.

Ήταν όμορ­φη η Zazie, «όπως η Anne, η μητέ­ρα σου»,
μια μαγεί­ρισ­σα της το είχε εξο­μο­λο­γη­θεί, κορι­τσά­κι ακόμη,
λίγο πριν το σκά­σει από το ορφανοτροφείο,
μα δεν γνώ­ρι­ζε τίπο­τα άλλο κι ούτε που έμα­θε ποτέ,
δεν είχε κανέ­να στοι­χείο, ένα γράμ­μα μόνο,
ένα κιτρι­νι­σμέ­νο φύλ­λο χαρ­τί που με δυσκο­λία κατά­φερ­νε να διαβάσει,

«Anne, αγα­πη­μέ­νη μου, στο τελευ­ταίο μας φιλί, στη Μονμάρτη,
ήμουν βέβαιος πια, τα πυρό­ξαν­θα μαλ­λιά, το λευ­κό λεπτό σου δέρμα,
το αλα­βά­στρι­νο σώμα, το πεί­σμα και η περη­φά­νεια σου,
είναι η συντα­γή της συμφοράς…» ,
κάποιες λίγες λέξεις παρα­κά­τω είχαν ξεθωριάσει,
ίσως να ήταν ένα όνο­μα, ή μια διεύθυνση,
αυτές οι αδιά­βα­στες λέξεις, θα συντηρούσαν
για πάντα, εκεί­νο το «αγνώ­στου πατρός…» για μια αδιόρ­θω­τη ζωή.

Ξανα­δια­βά­ζο­ντάς το, δεν μετά­νιω­νε καθόλου
που και η ίδια δεν ακο­λού­θη­σε τον τελευ­ταίο της έρωτα,
ήταν που την τρό­μα­ζε η αρι­στο­κρα­τι­κή κατα­γω­γή του,
η υψη­λή μόρ­φω­ση, ο πλούτος,
θυμό­ταν μια κου­βέ­ντα, δεν ήταν σίγου­ρη για το πού την είχε ακούσει
ήταν όμως βέβαιη για την αλή­θειά της,
«οι πλού­σιοι μου­σκεύ­ουν το ψωμί τους στο αίμα, οι φτω­χοί στο κρασί».

Μια ξαφ­νι­κή ριπή ανέ­μου, παρέ­συ­ρε μακριά πρώ­τα το καπέλο
και μετά το γράμ­μα μέσα από τα χέρια της.

Ξανα­κοί­τα­ξε το παλιό κέρμα,
μια τελευ­ταία φορά πριν το αφή­σει να χαθεί στο νερό,
έφε­ρε το χέρι στα χεί­λη, μετά χάι­δε­ψε απα­λά την κοι­λιά της,
της άρε­σε το σκίρ­τη­μα της και­νούρ­γιας ζωής,
βρή­κε τη δύνα­μη να τραγουδήσει…

« Je ne sais, ne sais, ne sais pas pourquoi on s’ aime comme ça,
la Seine et moi
je ne sais, ne sais, ne sais pas pourquoi on s’ aime comme ça
la Seine et moi».

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Σηκουά­νας, Ιού­νιος 2022

Elodi

Σκέ­τος, είχε απο­λαύ­σει την πρώ­τη γουλιά,
ένας καφές μπο­ρεί να ύψω­νε σημαία στη θύμηση,
μα χωρίς νοσταλ­γία πια.

Με το άρω­μα του καφέ να δια­χέ­ε­ται στην ατμόσφαιρα
και το βου­η­τό της λεω­φό­ρου να φτά­νει από παντού,
ήταν σίγου­ρη πως η μέρα της ξεκι­νού­σε αλλιώς, όσο,
περι­μέ­νο­ντας ένα κρουα­σάν βου­τύ­ρου με κρέ­μα ζαχαροπλαστικής,
πότε έρι­χνε ματιές στις πολύ­χρω­μες μαρ­κί­ζες των καταστημάτων
και πότε άφη­νε να καλ­πά­ζουν οι σκη­νές του δρό­μου αδιάφορα.

Σε μια προ­σπά­θεια να ελατ­τώ­σει την αμηχανία
που την είχε κυριεύ­σει ξαφνικά,
έφε­ρε και σταύ­ρω­σε τα χέρια πάνω στα γόνατα,
κάτω από το στρογ­γυ­λό τραπεζάκι
πασκί­ζο­ντας να απο­διώ­ξει παλιές μέρες λει­ψές, και διψασμένες.

Ήθε­λε, δεν ήθε­λε, άνοι­γε ξανά το κρυ­φό σημειω­μα­τά­ριο της ζωής της,
κάποιο κακο­γραμ­μέ­νο κεφά­λαιο ήταν αυτό που κατάφερνε
να ανα­δύ­ε­ται απρό­σκλη­το, με την απαί­τη­ση να ξαναδιαβαστεί
η ίδια σελί­δα, ανά­γνω­ση μιας άλλης γνώσης,
αυτή που κατα­φέρ­νο­ντας να την βασανίζει,
είχε γίνει ο συνο­δός εφιάλ­της της.

Φτά­νει να άκου­γε ένα όνομα,
ή να μύρι­ζε ένα συγκε­κρι­μέ­νο άρωμα,
η οσφρη­τι­κή μνή­μη τόσα χρό­νια μετά, κι όμως,
μπο­ρού­σε να ξεχω­ρί­σει σαν απει­λή το «Burberry Weekend»,
το ήξε­ρε καλά, το μύρι­ζε χρό­νια στο λαι­μό του συντρό­φου της,
στο που­κά­μι­σο, στη γρα­βά­τα, στα χέρια του,
ακό­μα και ο χαρ­το­φύ­λα­κας του ήταν ποτι­σμέ­νος μ’ αυτό,
κι ας το αρνιό­ταν κάθε φορά, όταν επέ­στρε­φε κουρασμένος
από υπε­ρω­ρί­ες, ημε­ρί­δες, και έκτα­κτες συσκέψεις,
που όλως περιέρ­γως έπε­φταν πάντα Σαββατοκύριακο.

Εκεί­νη δεν την είχε δει ποτέ από κοντά,
μόνο σε παλιές φωτο­γρα­φί­ες, δικές του,
την είχε ακού­σει όμως στο τηλέφωνο,
είχε προ­λά­βει να κατα­χω­ρή­σει τη χροιά της φωνής της,
στη μνή­μη της, ένα άτο­νο διαρ­κές ψέλ­λι­σμα με σύντο­μες ανάσες,
χωρίς παύσεις,
και οι λέξεις της, είχαν ακου­στεί σαρκαστικές,
σε μια άλλη γλώσ­σα, μα το καταλάβαινε,
και βια­ζό­ταν τόσο,
να ειπω­θούν γρή­γο­ρα τα χει­ρό­τε­ρα, τα εύκολα,
να σπεί­ρει το κακό,
εκεί­νη, η ερω­μέ­νη του με τα κιτρι­νι­σμέ­να απ’ το χρό­νο θέλγητρα,
είχε σίγου­ρα αγνοήσει
τη μεγα­λο­θυ­μία αφιέ­ρω­σης, της Elodi,

«Ο χρό­νος καμιά φορά,
βάζει τις λάθος φωτο­γρα­φί­ες στις κορ­νί­ζες της θύμη­σης», είπε αόριστα,
και τα μάγου­λα της, δυο κόκ­κι­να μήλα στον πρω­ι­νό ήλιο του Παρισιού
βάφτη­καν ακό­μη πιο κόκ­κι­να από την ένταση.

Ένιω­σε τα ρου­θού­νια της να διαστέλλονται,
πήρε βαθιά ανα­πνοή, βεβαιώ­θη­κε, το «Burberry Weekend»,
έκα­νε κατά­λη­ψη στο μυα­λό της,
το ήξε­ρε, παρα­πά­νω από είκο­σι χρόνια,
εκεί­νος, σε πρό­σκαι­ρες απο­δρά­σεις ηδονής,
είχε κατα­πο­ντί­σει τη ζωή της στην άβυσσο,
τότε, και τώρα, ο ίδιος άνθρω­πος, πάντα πρό­θυ­μος για μιαν άλλη,
πάντα ανοι­κτός στην προδοσία,
με θεμέ­λια και ρίζες σε δυο ζωές, να τρί­ζουν παράλληλα,
μια φανε­ρή, Δευ­τέ­ρα με Παρασκευή,
και μια κρυ­φή, το Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο, χωρίς τύψεις, ή ενοχές,
ούτε φόβο, ούτε τρό­μο συνεί­δη­σης, ποτέ.

Έφε­ρε το φλι­τζά­νι στα χεί­λη, ήπιε μια γουλιά,
το φως που έπε­φτε λοξά φώτι­ζε το όμορ­φο πρό­σω­πο της κόρης της,
τα χέρια της άρχι­σαν να τρέ­μουν, το πια­τά­κι από λευ­κή πορσελάνη
με ανά­γλυ­φα μωβ λου­λού­δια σμάλ­του, γλίστρησε,
έπε­σε κάνο­ντας θόρυ­βο, μα δεν έσπασε.

Ζητώ­ντας συγ­γνώ­μη, εξά­ντλη­σε σε ένα χαμόγελο,
όλη την ευγέ­νεια που απαι­τού­σε η περίσταση.

«Ήμουν πάντα προ­δο­μέ­νη και μόνη», συλλογίστηκε,
μια φλέ­βα τινά­χτη­κε στο λαι­μό, αισθάν­θη­κε ένα χέρι στον ώμο,
έκλει­σε τα μάτια, η προ­δο­σία τυλιγ­μέ­νη σε ψεύ­τι­κο μετάξι
περ­νού­σε άλλη μια φορά φευ­γα­λέα κάτω από τα βλέφαρα,
όχι δεν μπο­ρού­σε να το εξο­μο­λο­γη­θεί στην κόρη της, η Elodi,
θα ήταν παραλογισμός,
ήξε­ρε καλά πως δεν είχε δικαί­ω­μα να μοι­ρα­στεί αυτή την αλήθεια,
όχι, στο Παρί­σι θα έβα­ζε τέλος στο μαρτύριο,
με φορε­σιά καλο­και­ριού, χωρίς ανά­γκη ελπίδας,
και μ’ ένα δεύ­τε­ρο καφέ, η Elodi, άνοι­γε άλλο χάρτη,
στη Μονμάρτη.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Μον­μάρ­τη, Ιού­νιος 2022

Charlotte

Στο καβα­λέ­το ο μου­σα­μάς πια­σμέ­νος σε τέσ­σε­ρα μανταλάκια
πάνω στο τελά­ρο, και στη βάση ένα χρω­μα­τι­στό μαντίλι.

Στο πορ­τραί­το το πρό­σω­πο μιας νέας γυναίκας
προ­κα­λού­σε θαυμασμό.

Με ένα λεπτό πινέ­λο, ξανα­πέ­ρα­σε το καμπυ­λω­τό στόμα
με φωτει­νό κρε­με­ζί και λίγο κόκκινο,
μετά γύρι­σε από­το­μα και κοί­τα­ξε το μοντέ­λο του.

Φαι­νό­ταν τόσο εύθραυ­στη, και ταραγμένη,
δεν είχε καμιά αμφι­βο­λία, ο ζωγρά­φος, για τη δυστυ­χία της,
«η ομορ­φιά πρέ­πει να προ­κα­λεί εχθρούς» ,
της απευ­θύν­θη­κε σχε­δόν ψιθυ­ρι­στά σηκώ­νο­ντας το αρι­στε­ρό του φρύδι.

Μελαγ­χο­λι­κή και εξό­ρι­στη της αγά­πης, έτσι αισθα­νό­ταν η Charlotte,
μια νεα­ρή κοκό­τα, που αφήνοντας
τον ίλιγ­γο της πλη­ρω­μέ­νης σάρ­κας σε κάποια σοφίτα,
είχε βγει από τη σκιά που έρι­χνε πάνω της η ζωή,
λίγο πριν τη χρυ­σή δύση του ήλιου.

Χαμή­λω­σε πρώ­τα τα μάτια, μετά κάπως το μαύ­ρο ντεκολτέ,
απο­κα­λύ­πτο­ντας το σημά­δι στο στή­θος τον έκα­νε να σαστίσει,
όχι με το σφι­χτό, το σφρι­γη­λό της στήθος,
μα με αυτή τη βαθιά ουλή που είχε αφή­σει η κάφτρα του τσιγάρου,
όταν έρμαιο της απλη­στί­ας ενός εύπο­ρου εραστή,
ικα­νού να εξαρ­γυ­ρώ­σει δια­στρο­φή, ηδο­νή και πόνο,
όπο­τε ήθε­λε και όπως ήθελε,
είχε τολ­μή­σει, η Charlotte, να πει πως είχε νεκρώ­σει κάθε επιθυμία,
τόσο του καλού, όσο και του κακού,
ό,τι χλεύ­α­ζε μέσα της ακό­μη και τον έρω­τα, αγο­ραίο, ή μη,
η εξάρ­τη­ση από τον έρω­τα είναι μια άλλη απέ­ρα­ντη τραγωδία,
τον χλεύ­α­ζε, ναι, μαζί μ’ εκεί­νο τον από­ντα παντο­δύ­να­μο θεό,
που τις περισ­σό­τε­ρες φορές αδια­φο­ρεί, ακό­μη κι όταν οι λει­τουρ­γοί του,
με μεγά­λη ευκο­λία επι­δί­δο­νται σε πρά­ξεις ανίερες,
βασα­νι­στι­κά ανο­σιουρ­γή­μα­τα που στιγ­μα­τί­ζουν ζωές, όπως τη δική της,
θυμό­ταν με ευγνω­μο­σύ­νη μια άλλη κοκό­τα, εκεί­νη την είχε βρει,
μισοπεθαμένη,
πίσω από την Πανα­γία των Παρισίων.

«Υπάρ­χουν πολ­λά κατα­κά­θια, μέσα στις ανθρώ­πι­νες συνειδήσεις,
αυτοί χωρίς ηθι­κούς ενδοιασμούς,
κι εγώ με τον ενδοια­σμό της ατολ­μί­ας» , παρα­δέ­χτη­κε, η Charlotte,
«βλέ­πεις, οι ενά­ρε­τοι δεν κατα­σκευά­ζο­νται σε καλούπια…»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Πανα­γία των Παρι­σί­ων, Ιού­νιος 2022

Bea

Μια ραγι­σμα­τιά άνοι­γε μέσα της, καθώς πατού­σε τα πεσμέ­να φύλλα,
όταν στους μεγά­λους περι­πά­τους της έβλε­πε τόσους ανθρώπους
και σπά­νια αντάλ­λασ­σε μια καλημέρα.

Όπως τα φωτι­σμέ­να πλοία στη θάλασ­σα, ή τα τραίνα,
που κι αν δια­σταυ­ρώ­νο­νται μέσα στη νύχτα σε πορεί­ες παράλληλες,
απλά προ­σπερ­νούν το ένα, το άλλο,
καμιά φορά με ένα φευ­γα­λέο συρι­στι­κό χαιρετισμό,
έτσι και οι άνθρω­ποι, περι­πλα­νη­μέ­νοι και παραπλανημένοι,
οδοι­πό­ροι σε αδιέ­ξο­δα ή σε ατέρ­μο­νους δρόμους.

Ανέ­βη­κε τις σκά­λες της Μον­μάρ­της, έφε­ρε ολό­γυ­ρα τη ματιά της,
να δει τον κόσμο της από ψηλά,
την κορυ­φή του πύρ­γου του Άιφελ, τις μεγά­λες λεωφόρους,
τα επι­βλη­τι­κά κτί­ρια, τα κανά­λια του Σηκουάνα,
τα πάρ­κα, η Όπε­ρα, τα Ηλύ­σια Πεδία,  η Αψί­δα του Θριάμβου,
η Πλα­τεία Τρο­κα­ντε­ρό, όλα ίδια,
κι όμως, το Παρί­σι είχε γίνει κάτι άλλο από αυτό που γνώριζε,
«μια πόλη δεν είναι μόνο αυτά, η πόλη πρέ­πει να είμα­στε εμείς»,
στο­χά­στη­κε με κρυ­φό αναστεναγμό.

Οποιοσ­δή­πο­τε μπο­ρού­σε να αντι­λη­φθεί μια λεη­λα­σία, όχι σκουριά,
όχι ερεί­πια, ούτε εγκατάλειψη,
μια φθο­ρά χαραγ­μέ­νη κυρί­ως στα βλέμματα
τα αδη­φά­γα για πλού­το, δόξα, απο­λαύ­σεις, ηδονές,
τα εντε­λώς άδεια από καλο­σύ­νη, εντι­μό­τη­τα, ευγένεια
τα γεμά­τα από εφή­με­ρο τίποτα.

Είχε αφε­θεί στη θέα ονει­ρο­πο­λώ­ντας τον αλη­θι­νό άνθρωπο,
σε κόντρα με τη σύγ­χρο­νη επο­χή, η Bea, ασύγχρονη
και ασυγ­χρό­νι­στη στον και­νούρ­γιο αιώνα,
που διψα­σμέ­νοι και ξεδί­ψα­στοι, πει­να­σμέ­νοι και χορτασμένοι,
ελεύ­θε­ροι και σκλά­βοι μπο­ρεί και να περ­πα­τού­σαν πλάι – πλάι
με τη σκέ­ψη ποιος θα συντρί­ψει πρώ­τος, ποιον.

Ρού­φη­ξε τη μύτη της, περισ­σό­τε­ρο από αμηχανία,
έβγα­λε από την τσά­ντα της ένα μαντι­λά­κι, το μύρισε,
άγγι­ξε το μονό­γραμ­μα στην άκρη, το φίλη­σε ευλαβικά,
ύστε­ρα διπλώ­νο­ντας το, ακρι­βό ενθύ­μιο το ξαναφύλαξε.

Ήθε­λε να ζήσει, όσο πιο ειρη­νι­κά γινό­ταν πια, τις τελευ­ταί­ες της μέρες,
έφτα­ναν οι φυλα­κές, οι εξο­ρί­ες, τα βασα­νι­στή­ρια, οι θανατώσεις.

Έχο­ντας ζήσει τα σκο­τει­νά χρό­νια της Πόλης του Φωτός,
14 Ιου­νί­ου του 1940 ήταν που βρέ­θη­κε αιχμάλωτη,
κορι­τσά­κι ανά­με­σα σε χιλιά­δες άλλους αιχμαλώτους,
κατα­λά­βαι­νε πως έρχο­νται ξανά πιο ζοφε­ρές ίσως μέρες,
πως και τού­τη η επο­χή ήταν ικα­νή να στε­γνώ­σει κάθε φύτρο χαράς.

Να για­τί η εγγο­νή της, γύρι­ζε την πλά­τη στη δήθεν πρόοδο,
γι’ αυτό, με την τόλ­μη της νιό­της έδει­χνε πλή­ρη απάρνηση
μη έχο­ντας να χάσει, ή να κερ­δί­σει κάτι, από ένα σάπιο κόσμο
που ξεμα­κραί­νει όλο και πιο πολύ από τον άνθρωπο,
που στε­ρεί το νόη­μα της ζωής εξο­ντώ­νο­ντας ό,τι αντιστέκεται,
συνταυ­τί­ζο­ντας συμ­φέ­ρο­ντα, οικο­νο­μι­κά, πολι­τι­κά, θρησκευτικά,
χτί­ζο­ντας βιο­μη­χα­νί­ες όπλων, θυσιά­ζο­ντας το μέλ­λον των παιδιών.

«Ηγε­τί­σκοι, ανά­πη­ροι διά­βο­λοι ευαγ­γε­λί­ζο­νται την ειρήνη
κάνο­ντας πόλεμο,
και πλη­θαί­νουν οι αναλ­φά­βη­τοι της αλήθειας»,
άφη­σε να ξεπλύ­νουν δάκρυα τα θολά της μάτια,
την προη­γού­με­νη μόλις μέρα είχε ανοί­ξει το σπί­τι της
σε τέσ­σε­ρις πρόσφυγες,
δύο από την Ουκρα­νία, φίλες της εγγο­νής της,
και δύο οι φίλοι τους, από τη Ρωσία,
όλοι συμ­φοι­τη­τές στη Σορβόνη,
αυτό ήταν μια επαρ­κής πρά­ξη συνείδησης.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Παρί­σι, 14 Ιου­νί­ου 2022

Enora

Έπνι­γε μέσα της ένα αίσθη­μα αόρι­στης νοσταλγίας
και το αμε­τα­κί­νη­το πεί­σμα της, αυτά έλε­γε, την κρα­τού­σαν πίσω,
αυτά, τα μεγα­λύ­τε­ρα μειο­νε­κτή­μα­τά της,
αυτά, την εμπό­δι­ζαν να ζήσει το σήμερα.

Βέβαια, δεν ένιω­θε πια οικειό­τη­τα με τον κόσμο της,
όπο­τε έβρι­σκε ευκαι­ρία, κήρυτ­τε κάτι παρά­ξε­νες επιστροφές,
«στην ουτο­πία» , την κορόιδευαν,
μια επι­στρο­φή, όχι από πρό­θε­ση, ή ανάγκη
να επι­βάλ­λει τη γνώ­μη της, καθόλου,
απλά για την Enora, η φωτει­νή πλευ­ρά της ζωής, της πόλης, του κόσμου
ήταν αλλού, μια συμπε­ρι­φο­ρά αφο­σί­ω­σης στο παρελθόν,
σε μια άλλη κουλ­τού­ρα, στους πιο ήσυ­χους ρυθμούς,
ακό­μη και στα ταξί­δια της,
προ­τι­μού­σε τις αργές μετα­κι­νή­σεις με πλοίο, παρά το αεροπλάνο,
η ταχύ­τη­τα της προ­ξε­νού­σε ίλιγγο,
την πετού­σε πάντα έξω από τον κύκλο.

Και να που τώρα, η ίδια η Enora, στο έκτο δια­μέ­ρι­σμα του Παρισιού,
σε μια σοφί­τα, κούρ­δι­ζε το χρό­νο από την αρχή,
με μια μανία να στρι­μώ­χνε­ται και να στριμώχνει
τις πιο προ­σω­πι­κές της στιγ­μές όπου έβρι­σκε, στα περιθώρια,
για να μην ενο­χλεί, για να αρέ­σει στη σύγ­χρο­νη εποχή,
την προ­χω­ρη­μέ­νη, την προ­ο­δευ­τι­κή, την χωρίς όραμα.

Όλα αυτά μέχρι που έφτα­νε στις ασπρό­μαυ­ρες ταινίες,
εκεί­νες που πρωταγωνιστούσε,
τότε κάλυ­πτε με τα χέρια το πρό­σω­πό της, σκυ­φτή έβα­ζε τα κλάματα.

Τελι­κά την Enora, δεν την αφο­ρού­σε ο καλ­πα­σμός του αιώνα,
όσο κι αν κούρ­δι­ζε το χρόνο,
το δικό της ρολόι είχε στα­μα­τή­σει προ πολ­λού, αλλού,
και ναι, δεν μπο­ρού­σε να περ­πα­τή­σει άλλους δρόμους,
ήξε­ρε πως και ένα τόσα δα, μικρό παραπάτημα,
θα ήταν ικα­νό να της στε­ρή­σει την αξιοπρέπεια,
να χάσει την αλη­θι­νή της ταυτότητα.

«Ένας άλλος κόσμος ο καθέ­νας μας, γι’ αυτό αξί­ζει ο κόσμος»,
σκού­πι­σε τα υγρά της μάτια στην ανά­στρο­φη του χεριού,
κρα­τώ­ντας μια παλιά φωτο­γρα­φία, βελού­δι­να τα σημά­δια του χρόνου,
άνα­ψε προ­σε­κτι­κά τα κεριά στο τραπέζι,
άφη­σε το μπα­στού­νι με την αση­μέ­νια λαβή στην πολυθρόνα,
άνοι­ξε την πόρ­τα του ψυγείου,
πήρε ένα μήλο, και ένα μπου­κά­λι λευ­κό κρασί,
γέμι­σε το ψηλό κολο­νά­το ποτήρι,
όλη της η ζωή, όλος ο κόσμος, οι έγνοιες, οι αναμνήσεις,
όλα στις κόγ­χες των ματιών είχαν πάρει να σβήνουν
και σαν μοι­ραία θαρρείς,
η τηλε­ό­ρα­ση πρό­βα­λε την πρώ­τη της ταινία,
ένα film noir, ποι­η­τι­κού ρεα­λι­σμού, με τον ερωτισμό
και τη μπα­ρόκ αισθη­τι­κή μιας ξεχα­σμέ­νης εποχής.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Hotel Bellevue et du Chariot d’Or, Ιού­νιος 2022

Lauren

Δεν ήταν για τίπο­τα σίγου­ρη, την προ­λά­βαι­ναν πάντα οι εξελίξεις,
θαρ­ρείς κι έπαι­ζε σ’ ένα παι­χνί­δι, σαν το κρυφτό,
κι εκεί που περί­με­νε να πει, φτου ξελευτερία,
κάποιος προ­λά­βαι­νε, και, την έφτυνε…

Μόνο για την υπε­ρη­φά­νεια της δεν αμφέβαλλε.
αυτή την κρατούσε.

Έβλε­πε πολύ περισ­σό­τε­ρα απ’ όσα συλ­λαμ­βά­νει το ανθρώ­πι­νο μάτι
κι ας είχε ελατ­τω­μα­τι­κή η όρα­ση, η, Lauren,
τις περισ­σό­τε­ρες φορές, μετά από όσα έπε­φταν στην αντί­λη­ψή της,
έμε­νε βυθι­σμέ­νη στον εαυ­τό της, και στις σκέ­ψεις της,
δεν ήθε­λε να πλη­γώ­σει κανέναν.

«Όταν έρθει η ώρα, θα ανοί­ξω την πόρ­τα και απλά θα φύγω,
και θα φύγω κυρία» , ούτε και γι’ αυτό ήταν σίγουρη
δεν ήξε­ρε αν το ονει­ρευό­ταν περισσότερο,
ή αν απλά το περί­με­νε να συμ­βεί κάποτε.

Φορώ­ντας μπεζ βερ­μού­δα, άσπρο μακό μπλουζάκι
και ίσια αθλη­τι­κά παπού­τσια, βγή­κε στον πεζόδρομο,
όχι για να φύγει, μια ανά­σα ήθελε.

Αντάλ­λα­ξε λίγες κου­βέ­ντες με ένα περα­στι­κό που είχε χαθεί,
χαμη­λώ­νο­ντας ελα­φρά τα μυω­πι­κά γυαλιά,
τον κοί­τα­ξε που ξεμά­κραι­νε στο βάθος του δρόμου,
εκεί­νη πήρε την αντί­θε­τη κατεύθυνση.

Στους μακρι­νούς περι­πά­τους κάτι κατάφερνε,
συνή­θως τα βιβλία μιας βιτρί­νας, γινό­ταν αφορμή
να τρο­φο­δο­τεί το στο­χα­σμό της με ιδέ­ες καθαρές,
μακριά από τη σκό­νη και τη μού­χλα των παρωχημένων,
των τετριμμένων,
μακριά και από τη δογ­μα­τι­κή μεγαλορρημοσύνη,
που μαζί με την τυφλή φλυα­ρία την κούραζαν.

Ναι, δεν συμπα­θού­σε την ακα­τά­παυ­στη φλυαρία,
των πολι­τι­κών, των ειδη­μό­νων σε όλα τα θέματα,
των τηλεπαρουσιαστών,
όσων κήρυτ­ταν τα του θεού σπέρ­νο­ντας φόβο,
των συγ­γε­νών στα οικο­γε­νεια­κά τραπέζια.

Θεω­ρού­σε πως είναι το χει­ρό­τε­ρο σαρά­κι στη ζωή,
η αιτία, που κάνει κάθε γνω­στι­κό άνθρωπο,
να χάνει τη διά­θε­ση να ασχο­λη­θεί σοβα­ρά με κάτι, ή με κάποιον,
ίσως εν τέλει,
ο λόγος, που ένα πλή­θος ικα­νο­τή­των χάνο­νται άσκοπα.

«Η φλυα­ρία αρέ­σει στους ναρκισσευόμενους…» ,
η φρά­ση, συγκο­μι­δή μιας φευ­γα­λέ­ας ματιάς,
από μια ασπρό­μαυ­ρη ται­νία επο­χής, ήρθε στο μυα­λό της.
Ανα­λο­γί­στη­κε πως αν μπο­ρού­σαν να δουν, κάποιοι άνθρωποι,
το αλη­θι­νό τους πρό­σω­πο στον καθρέφτη,
χει­ρό­τε­ρο οπωσ­δή­πο­τε από αυτό του Dorian Gray,
σίγου­ρα θα τρόμαζαν.

«Ο χρό­νος, πρέ­πει να κερ­δί­ζε­ται έξυ­πνα, και όχι να ξοδεύεται
σαν φτη­νό εμπό­ρευ­μα» , σκέ­φτη­κε με κυνι­κή ειλικρίνεια.
Φτά­νο­ντας στην αγο­ρά Marché Maubert,
του πέμ­πτου δια­με­ρί­σμα­τος, κοντά στο Πάνθεον,
ένας παλιός φίλος, την περί­με­νε στο Maison d’ Isabelle.

Κι είχαν μια έντα­ση τα βλέμματα,
από τη μια το σκού­ρο καστα­νό, το δικό της,
κι από την άλλη το γκρι με το πρά­σι­νο, το δικό του,
θαρ­ρείς μετρώ­ντας την από­στα­ση από το ένα φλι­τζά­νι, στο άλλο,
από τη ζωή, ως το θάνατο
τώρα όλα απο­κτού­σαν το νόη­μα που τους άξιζε,
στη σιωπή.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Παρί­σι, Πάν­θε­ον, Ιού­νιος 2022

Orane

Ισό­βια ανι­κα­νο­ποί­η­τη, ύπαρ­ξη μονα­χι­κή, γοη­τευ­τι­κά απόκληρη,
αντι­συμ­βα­τι­κή, χωρίς θεό, ή άθρη­σκη δεν έχει σημασία,
στα «πώς» και στα «για­τί» δεν γύρευε απαντήσεις,
ακού­γο­ντας Stephan Micus, ταξίδευε,
σ’ έναν άχρο­νο δικό της κόσμο, που ερχό­ταν από παντού
για να την πάει λυτρω­μέ­νη παντού.

Απο­λάμ­βα­νε να ρεμ­βά­ζει παρα­τη­ρώ­ντας το φως
μέσα από τα μονα­δι­κά βιτρώ στη Sainte Chapelle,
να θαυ­μά­ζει τα έργα τέχνης στη Sainte Madeleine στη Μονμάρτη,
τους κίο­νες και τα αγάλ­μα­τα στη Notre Damme
«οι άνθρω­ποι δημιούρ­γη­σαν τους θεούς»,
στο­χα­ζό­ταν με δέος στον άνθρω­πο, χωρίς αίσθη­ση αμαρτίας.

Η Orane, πoυ­λού­σε tarte Τatin και ζεστή σοκολάτα,
που της άρε­σε να αρω­μα­τί­ζει με μπα­χα­ρι­κά και λεπτές φλού­δες πορτοκάλι,
κάθε πρωί, από τις δέκα μέχρι τις δώδε­κα, και τα Σαββατοκύριακα,
στην υπαί­θρια γκα­λε­ρί έργων τέχνης,
την περί­φη­μη, Marche de la Creation de Montparnasse,
στη γει­το­νιά της,
εκεί όπου είχε την ευκαι­ρία να συν­δε­θεί με ζωγρά­φους, ποιητές,
συγ­γρα­φείς, χαρά­κτες, μου­σι­κούς, γλύπτες.

Από­λυ­τη στη ζωή, από­λυ­τη ακό­μη και στα όνειρα,
επη­ρε­α­σμέ­νη από την καθη­με­ρι­νή επα­φή με την τέχνη
άφη­σε να βλα­στή­σουν οι σπό­ροι της, κι έτσι
έμε­νε ανοι­κτή σε κάθε πρό­κλη­ση, ακό­μη και στην αποτυχία.

Κάπο­τε είχε ζήσει με κάποιο ζωγρά­φο, για λίγο, στο ατε­λιέ του,
και παρά το χωρι­σμό τους, συνέ­χι­ζε να του ποζά­ρει τα απογεύματα.

Εκεί­νος την είχε γνω­ρί­σει και σε άλλους καλλιτέχνες,
ανά­με­σά τους και ένας φωτο­γρά­φος, την ερωτεύτηκε,
της είχε ζητή­σει μάλι­στα δέσμευ­ση επ’ αόρι­στον, ήταν καλός,
μα όσο κι αν ήθε­λε πάντα στη ζωή της ένα καλό σύντροφο,
ποτέ, μα ποτέ δεν θέλη­σε να φτά­σει στο γάμο.

Απο­δο­κι­μά­ζο­ντας μια τέτοια συμ­βί­ω­ση αρκε­τές φορές,
ειρω­νευό­ταν γελώ­ντας, αυτό το
«γλυ­κιά και αλάν­θα­στη ένω­ση ψυχής, σώμα­τος και πνεύματος»
το έβρι­σκε γεμά­το υποκρισία.

Φοβό­ταν πως οι περισ­σό­τε­ροι ερα­στές, που γίνο­νται σύζυγοι,
σε τού­το τον και­ρό που κρί­νει και κρίνεται,
μετά τα σφο­δρά σ’ αγα­πώ, ξέπε­φταν στην πλή­ξη, ή στην αδιαφορία,
καμιά φορά και στη χυδαιό­τη­τα, ή και τη βία συχνά,
στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση στη συνήθεια.

«Όχι λοι­πόν, ο γάμος προ­σβάλ­λει τον ελεύ­θε­ρο νου» ,
είχε δηλώ­σει εκεί­νο το πρωί η, Orane,
σερ­βί­ρο­ντας ένα νεό­τε­ρο της, μπο­ρού­σε να δεχτεί μόνο το φλερτ,
σίγου­ρη πως δύο άνθρωποι,
για να δια­μορ­φώ­σουν αγα­θές συνειδήσεις
και να δια­τη­ρή­σουν τις αξίες
είναι προ­τι­μό­τε­ρο να συμ­βιώ­νουν ελεύθερα».

Του έκλει­σε το μάτι,
μετά, πρό­σθε­σε στην κού­πα του λίγη πικρή σοκολάτα,
δυο στα­γό­νες μέλι, και μια ιδέα κανέλλας.

Μια φευ­γα­λέα αφή στο αρι­στε­ρό χέρι, και μετά στο μάγουλο
«ούτε πιο πικρή, ούτε πιο γλυ­κιά, έτσι αξί­ζει να είναι μια γυναίκα,
pardon, μια σοκο­λά­τα ήθε­λα να πω…»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Montparnasse, Ιού­νιος 2022

Sidoine

Θερι­νή νύχτα, μακρι­νές μου­σι­κές, λευ­κό παγω­μέ­νο κρασί,
αναμ­μέ­να κεριά, την κοί­τα­ζε στα μάτια ζητώ­ντας ειρήνη,
μα η, Sidoine, δεν είχε συνά­ψει η ίδια, ειρή­νη με τον εαυ­τό της.

Κατέ­λη­ξε να κλαίει,
κι ήταν σα να ’κλαι­γε με τα μάτια όλου του κόσμου.
Μετά για μέρες,
περι­φε­ρό­ταν με τζιν και πέδι­λα, πότε στο Montparnasse
και στο Λούβρο,
και άλλο­τε στους κήπους του Λουξεμβούργου
ανα­ζη­τώ­ντας λίγη γαλή­νη από αυτή που η ζωή της αρνήθηκε.

Χωρίς ιδιαί­τε­ρα ερω­τι­κά τραύ­μα­τα, αλλά με τόσα πολ­λά παιδικά,
χωρίς να είναι και καμιά αγία,
ούτε η πρώ­τη στο Παρί­σι, μα ούτε και η τελευ­ταία στον κόσμο,
σ’ ένα κόσμο καμω­μέ­νο από μελά­νι και ψέματα,
η, Sidoine, ομο­λο­γού­σε πως είχε θρέ­ψει τη ματαιο­δο­ξία της,
για σύντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα, στη νεότητα,
δεκα­ο­κτώ ετών,
είχε βρε­θεί στο πλάι κάποιου εύπο­ρου συντρόφου.

Καλ­λιερ­γώ­ντας, ένα αρρω­στη­μέ­νο αίσθη­μα ανωτερότητας,
και μια επί­πλα­στη ευτυ­χία, κάτι για το οποίο είχε μετα­νιώ­σει πικρά,
τώρα, όσο κι αν παρα­δε­χό­ταν τα λάθη της,
μια ουλή στο μάγουλο,
την δυσκό­λευε να βρει την ποθη­τή ειρή­νη μέσα της.

Γι’ αυτό στην ενή­λι­κη ζωή της πλέ­ον, στρε­φό­ταν στην τέχνη,
νιώ­θο­ντας πως έτσι ξεκλεί­δω­νε κάπως την ψυχή της,
σε στιγ­μές μεγα­λεί­ου, όπως η γέν­νη­ση ενός παιδιού,
αφού αυτό είναι πάντα μια ελπίδα,
ή, σε ώρες που δεν άντε­χε να της πιπι­λί­ζουν το μυαλό
για την παγκο­σμιο­ποι­η­μέ­νη Ευρώπη.

Εκεί­νη, μια απλω­μέ­νη πολι­τι­σμι­κή κου­ρε­λού έβλεπε
αλλού λερω­μέ­νη, αλλού μπα­λω­μέ­νη, κι αλλού σάπια,
ραμ­μέ­νη με τις γυα­λι­στές κλω­στές της ίδιας ματαιοδοξίας,
που και αυτή κάπο­τε είχε χρησιμοποιήσει.
Από τα κλει­διά που ανοί­γουν τον «αλη­θι­νό πολιτισμό»,
συνει­δη­το­ποί­η­σε πως της είχε μεί­νει μόνο αυτό της συγκίνησης,
της μέθε­ξης, μπρο­στά στα αρι­στουρ­γή­μα­τα της τέχνης,
ήταν που ξαφ­νι­κά είχε σηκώ­σει τα μάτια με δέος,
από το χώμα σε μια άλλη εποχή…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κήποι του Λου­ξεμ­βούρ­γου, Ιού­νιος 2022

Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία:

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα

Προ­σω­πι­κές ποι­η­τι­κές συλλογές:


facebook logo click

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο