Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Αγγέλου μ’ κρέν’ η μάνα σου» ή πώς η συμπεθέρα ζιαβράκιασε

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Ήταν τότε που «το πανη­γύ­ρι ήταν ο καθρέ­φτης του χωριού». Εκεί όλοι και όλες να πια­στούν χέρι χέρι, να ιδω­θούν, να επι­δει­χθούν και να καμα­ρώ­σουν την όποια επι­τυ­χία τους! Τα και­νού­ρια ρού­χα, τα μοδά­τα παντε­λό­νια, το μαλ­λί «λαδω­μέ­νο» και το κορ­μί πάντα κορ­δω­μέ­νο! Και το σπου­δαιό­τε­ρο… Ο χορός. Να, η χαρ­τού­ρα, σε ποιον έρι­ξαν τα περισ­σό­τε­ρα ή ποια γλυ­κο­κοί­τα­ξαν οι άντρες, όταν χόρευε. Και περισ­σό­τε­ρο οι πρω­τευου­σιά­νοι έπρε­πε να δεί­ξουν τον ερχο­μό τους και την αστι­κο­ποί­η­σή τους. Έπρεπε…

Κάτι τέτοιο ιστο­ρεί και η περί­πτω­ση της Λαμπρι­νής. Λαμπρι­νή έφυ­γε, Ντέ­πυ γύρι­σε. «Άλλο και τού­το» σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν οι γυναί­κες στο πεζού­λι της εκκλη­σί­ας. «Ακούς Ντέ­πυ. Μπα, σε καλό της. Της έδω­σαν όνο­μα». Η Ντέ­πυ όμως έπρε­πε να το δεί­ξει ότι εκκοι­νω­νί­στη­κε στα αστι­κά δεδο­μέ­να και δεν άλλα­ξε μόνο το όνο­μα∙  άλλα­ξε συνή­θειες, τρό­πο ζωής ακό­μη και τη γλώσ­σα. Σκου­πι­ζό­μα­στε και δεν σφουγ­γι­ζό­μα­στε, ήταν η πρώ­τη παρα­τή­ρη­ση που έκα­νε στη μάνα της. Στα καπά­κια  της άλλα­ξε και τη φορε­σιά. Η αλλα­γή ήταν έντο­νη, κάτι ρού­χα λου­λου­δά­τα που ντρε­πό­ταν  ετού­τη και μόνο να τα κοι­τά­ξει. «Ωχ, μάνα μου μονο­λό­γη­σε. Θα γίνω σουρ­γού­νι στο πανη­γύ­ρι. Θα γελά­ει ο κόσμος ούλος».  Η Ντέ­πυ όμως διέ­τα­ξεν… Η μάνα «υπή­κου­σεν…»

Και πήγαν και στο πανη­γύ­ρι και «πήραν σει­ρά για χορό» και η Ντέ­πυ έδω­σε παραγ­γε­λιά. «Αγγε­λι­κή σου ομι­λεί η μητέ­ρα σου». Πετά­χτη­καν τα μάτια έξω από τους οργα­νο­παί­χτες. Έπα­θαν εξο­φθαλ­μία. Ώσπου εκεί­νος με το ντέ­φι, όλι­γον τι κοσμο­γυ­ρι­σμέ­νος γύρι­σε και της είπε. «Κορί­τσι μου, μήπως εννο­εί­ται το “Αγγέ­λου μ’ κρέν’ η μάνα σου;”» Λύθη­κε λοι­πόν η παρεξήγηση.

Βέβαια όλα αυτά, εκτός των άλλων δεί­χνουν και τη δύνα­μη της γλώσ­σας. Κρέ­νω αντί ομιλώ…

Το κρέ­νω είναι επί εντό­νου ψυχι­κής διε­γέρ­σε­ως ή ακό­μη και ευρι­σκό­με­νος κάποιος/α σε ψυχο­λο­γι­κό τραλαλά.

«Σ’ κρέ­νω μωρέ ζαλου­τα­ρα­μέ­νο. Δεν ακούς;»

Έτσι, ακρι­βώς, έγι­νε κάπο­τε εκεί στο Γαλά­τσι προ­τού αστι­κο­ποι­η­θού­με παντε­λώς, μικρά παι­διά, εγώ και ο Γιώρ­γος, κατσί­κια αλη­θι­νά ανε­βαί­να­με τις κολό­νες της ΔΕΗ. Η μάνα του Γιώρ­γου ‑γνή­σια Ηπει­ρώ­τισ­σα- προ­σπα­θώ­ντας και αυτή να εντα­χθεί γλωσ­σι­κά στο τρό­πον τινα αστι­κο­ποι­η­μέ­νο Γαλά­τσι, αφού μας «ομί­λη­σε ικε­τευ­τι­κά», κάνα δυο φορές, «παι­διά σας παρα­κα­λώ κατε­βεί­τε κάτω από την κολό­να» και επει­δή εμείς σιου­ρί­ζα­μαν κλέ­φτι­κα, εξε­μά­νη και εξε­τρά­πη γλωσσικώς.

«Κατε­βεί­τε κάτ’ μωρέ κρούν­κα, σας κρέ­νω τόσην ώρα και σεις δε νογά­τι ντιπ. Θα πετά­ξω κανέ­να στού­μπο και θα σας βαρέ­σω στο ρζάφτ’.

Και πέτα­ξε η θεια Ανθή, δεν μας χτύ­πη­σε στο ρζάφτ’, μόνο «χτύ­πη­σε» την περιέρ­γεια της γει­τό­νισ­σας -«βέρα Αθη­ναία»- της κυρί­ας Πανωραίας.

«Κυρία Ανθή τι είναι αυτό το ρζάφτ;» ρώτη­σε με πονη­ρό μει­δί­α­μα. Και η αφο­πλι­στι­κή απά­ντη­ση της θείας.

«Το ρζάφτ είναι το μέρος στο κεφάλ’ που είνι κατα­κρί­κε­λα κάτ’ απ’ το γκτσούπ’.’ Κατάλαβες;»

Κατά­λα­βε δεν κατά­λα­βε η κυρά Πανω­ραία για χρό­νια ήταν ακα­τά­δε­χτη. Μετά από χρό­νια κατα­δέ­χτη­κε και έστει­λε προ­ξε­νή­τρες ένα σωρό, να συμπε­θε­ρέ­ψει με τη θεία Ανθή. Γούρ­λω­σε το μάτι της για το Γιώρ­γο. Και έγι­νε το απίστευτο:

«Ανθή, μεγάλ’ οικο­γέ­νεια. Μιλά­με για το μεγα­λύ­τε­ρο τζά­κι στο Γαλά­τσι», ήταν τα λόγια της προξενήτρας.

Και η απά­ντη­ση: «Ου, πάν’ τώρα τα τζά­κια. Βγή­καν ηλε­κτρι­κές κου­ζί­νες». Αυτά της είπε η θεια Ανθή, και η προ­ξε­νή­τρα ζια­βρά­κια­σε κι έκο­ψε λάσπ’. Τη ρού­μπω­σε, για­τί μπο­ρού­σε. Της έδι­νε τη δυνα­τό­τη­τα αυτή η γλώσσα.

Αυτή η λαλιά μπο­ρεί και αντι­με­τω­πί­ζει κατάλ­λη­λα όλες τις γλωσ­σι­κές σιαμουνίκλες…

 

Λεξι­λό­γιο: σια­μου­νί­κλες: σκου­πί­δια, σουρ­γού­νι: περί­γε­λως, ζαλου­τα­ρα­μέ­νο: ζουρ­λό, κατα­κρί­κε­λα: ακρι­βώς από κάτω, ρού­μπω­σε: της απά­ντη­σε καταλ­λή­λως, την έβα­λε στη θέση της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο