Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αθάνατη δρακογενιά της Αντίστασης

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Βρο­ντά­ει ο Όλυ­μπος, αστρά­φτει η Γκιώνα,
μου­γκρί­ζουν τ’ Άγρα­φα, σεί­ε­ται η στεριά.
Στ’ άρμα­τα, στ’ άρμα­τα, εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιά­κρι­βη τη λευτεριά.

Ακρι­βή κι αθά­να­τη εσύ δρα­κο­γε­νιά της Εθνι­κής μας Αντί­στα­σης. Ηρω­ι­κή κι ανε­πα­νά­λη­πτη επο­ποι­ία αγώ­νων και θριάμβων.

Υπήρ­ξες, υπάρ­χεις και θα υπάρ­χεις, μπρο­στά­ρισ­σα και καθο­δη­γή­τρια στους σύγ­χρο­νους αγώνες.

***

Και λέγα­νε τότε — λόγω τάχα μου δικαί­ω­σής τους. Αφή­στε τους για λίγο να υπάρ­ξουν. Πόσο θα αντέ­ξου­νε; Θα τους θάψει η ιστορία!Και λέγα­νε, και τι δε λέγα­νε Πολ­λά. μέχρι να ξεχα­στούν και να ξεφτί­σουν οι περ­γα­μη­νές στους τοί­χους των σπι­τιών τους. Ιστο­ρι­κή ανά­μνη­ση πριν τη Γενι­κή αδιαφορία.

***

Πόσο ξεγε­λά­στη­καν. Πόσο έπε­σαν έξω. Πόσο η ζωή υπέ­δει­ξε άλλους δρό­μους και ορίζοντες.

Δρα­κο­γε­νιά της Αντί­στα­σης, θα υπάρ­χεις, θα δικαιώ­νε­σαι και θα ζεις στους αιώ­νες των αιώνων.

Ματω­μέ­να χνά­ρια και κατσά­βρα­χα που δε θα σβή­σουν ποτέ. Απο­τυ­πώ­μα­τα σκλη­ρο­τά­ρα­χων μαχών.

***

Για­τί δρα­κο­γε­νιά είσαι σαν τη Λερ­ναία Ύδρα, ένα κεφά­λι σου κόβα­νε στα μπου­ντρού­μια και τις εξο­ρί­ες και δέκα φυτρώ­να­νε στις φτωχογειτονιές.

***

Και εκρα­ξε φωνή μεγά­λη ο Καρα­βο­κύ­ρης τρα­βώ­ντας για το Μακρονήσι.

«Κι όλο τού­το το λεφού­σι που αργα­νε­βαί­νει το ύψω­μα είναι μαθές Μακρο­νη­σιώ­της; Τότε θα είναι όλοι πάνω από 90 χρο­νώ κι ας φαί­νο­νται ακό­μη τόσο νέοι…!» (ο Αρχη­γός τους μόνο ο πρω­το­κα­πε­τά­νιος Λάζα­ρος άγγι­ξε κιό­λας τα 100)

***

Και τ’ ατέ­λειω­τα πούλ­μαν που ανη­φο­ρί­ζουν ια το Γορ­γο­πό­τα­μο, είναι ούλοι τους Αντάρ­τες σύντρο­φοι του Άρη; (και φαί­νο­νται τόσο νέοι)

***

Και στις πανέ­μορ­φες εκδρο­μές τους και άλλες πολι­τι­στι­κές εκδη­λώ­σεις που κάνουν . Τόσο νέοι;

***

Και άφη­σα επί­τη­δες τελευ­ταίο, τον ασφυ­κτι­κά γεμά­το χώρο του κέντρου. Ο χαμός και το αδια­χώ­ρη­το στο μεγά­λο τσι­μπού­σι από νέους πάνω από 90 χρονών!!!

Όταν συνα­γω­νι­στές, σύντρο­φοι, φίλοι, από­μα­χοι της δου­λειάς, από­γο­γο­νοι αγκα­λιά­ζο­νται, φιλιού­νται τρώ­νε, πίνουν και χορεύ­ουν,. Σημά­δι φωτει­νό της μεγά­λης συνέχειας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο