Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Αθάνατος Μίκη!»: Ο επικήδειος του Δ. Κουτσούμπα για τον Μίκη Θεοδωράκη

Σε κλί­μα συγκί­νη­σης, ολο­κλη­ρώ­θη­κε η τελε­τή απο­χαι­ρε­τι­σμού στον μεγά­λο μου­σι­κο­συν­θέ­τη Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, στη Μητρό­πο­λη Αθη­νών. Πλή­θος κόσμου, όλων των ηλι­κιών, έστει­λε στερ­νό απο­χαι­ρε­τι­σμό στον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, δίνο­ντας το «παρών» γύρω από τη Μητρό­πο­λη, παρά το ψιλό­βρο­χο, για να πει το τελευ­ταίο «αντίο» στον μεγά­λο μουσουργό.

Επι­κή­δειους στην τελε­τή απο­χαι­ρε­τι­σμού στον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη εκφώ­νη­σαν η Πρό­ε­δρος της Δημο­κρα­τί­ας, Κατε­ρί­να Σακελ­λα­ρο­πού­λου και ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημή­τρης Κουτσούμπας.

Ο αποχαιρετισμός του Δημήτρη Κουτσούμπα στον Μίκη Θεοδωράκη

«“Βρο­ντά­νε στρά­τες κι αγο­ρές” μετά την είδη­ση του χαμού σου, αγα­πη­μέ­νε μας Μίκη.

Πλή­θος ανθρώ­πων από όλες τις ηλι­κί­ες, απ’ όλες τις γενιές βρί­σκο­νται τις τρεις αυτές μέρες εδώ για να σε αποχαιρετήσουν.

Σεμνά, μα όχι βουβά.

Με τα τρα­γού­δια σου σε απο­χαι­ρε­τά­με, όπως αξί­ζει σε εκεί­νους που λεβέ­ντι­κα ροβό­λη­σαν τον κόσμο.

Και ένας ψίθυ­ρος περ­νά από στό­μα σε στό­μα: “Χωρίς τον Μίκη θα ήμα­σταν αλλιώς”.

Και έτσι είναι. Χωρίς εσέ­να θα ήμα­σταν αλλιώς.

Φράγ­μα μεγα­λό­πρε­πο στη λήθη, ένα δοξα­στι­κό στην επο­ποι­ία του λαού μας τον 20ό αιώ­να είναι το έργο σου.

Απο­στό­μω­σε όσους προ­σπα­θούν να μαυ­ρί­σουν τη μνή­μη της, διόρ­θω­σε τα ψέμα­τα, έκα­νε έναν ολό­κλη­ρο λαό να νιώ­θει περη­φά­νια για την κλη­ρο­νο­μιά του και θαυ­μα­σμό για εκεί­νους που με τον αγώ­να τους την τιμούν και προ­σπα­θούν να τη μεγαλώσουν.

Ορμη­τι­κή, επα­να­στα­τι­κή, φλο­γι­σμέ­νη από το πάθος, μια κατά­φα­ση είναι η μου­σι­κή σου ότι ο κόσμος μας χρειά­ζε­ται και μπο­ρεί ν’ αλλάξει.

Με το αστρα­φτε­ρό σπα­θί της, εκτο­πί­ζο­ντας τον φόβο, την ηττο­πά­θεια, την αδια­φο­ρία, σαλ­πί­ζει νέο ξεκί­νη­μα, πυρ­πο­λεί τα όνει­ρα, “πολιορ­κεί το «κοί­τα­ζε τη δου­λειά σου»”, γεμί­ζει με ήλιο τις καρδιές.

Μας έδει­ξες τη δύνα­μη του ελλη­νι­κού λαού, τη δύνα­μη των λαών του κόσμου.

Χωρίς αμφι­βο­λία ήξε­ρες καλά να εδραιώ­νεις την πίστη πως το δίκιο, η ειρή­νη, η ευτυ­χία είναι πράγ­μα­τα κατορθωτά.

Όσο ρωμα­λέα και στι­βα­ρά ανα­με­τριέ­ται η Τέχνη σου με την αδι­κία, τόσο τρυ­φε­ρά και απα­λά ξέρει να θωπεύ­ει τα όμορ­φα και τα καλά στη ζωή και τον κόσμο.

Έσμι­ξες “τους τρα­νούς αητούς με τους χρυ­σούς αγγέ­λους”, μαθαί­νο­ντάς μας πως για να είσαι δυνα­τός, πρέ­πει να είσαι ευαίσθητος.

Με ιερή αφο­σί­ω­ση καλ­λιέρ­γη­σες αυτή την ευαι­σθη­σία μας, μας έμα­θες πως μέσα στις καται­γί­δες μπο­ρού­με να κρα­τη­θού­με από ένα λουλούδι.

Είχες εμπι­στο­σύ­νη στο λαό.

Πίστευ­ες, κι όχι άδι­κα, πως μόνο ο λαός μπο­ρεί να κατα­νο­ή­σει και να κατα­κτή­σει τα ανώ­τε­ρα δημιουρ­γή­μα­τα του ανθρώ­που, τέτοια όπως η Τέχνη, η Ποί­η­ση, η Μουσική.

Αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά.

Γι’ αυτό δεν μελο­ποί­η­σες μόνο έξο­χα τον ποι­η­τι­κό λόγο, χωρίς να τον προ­δί­δεις. Τον ανα­δη­μιούρ­γη­σες και τον παρέ­δω­σες με εκεί­νη τη μορ­φή που μπαί­νει κατ’ ευθεί­αν στη λαϊ­κή ψυχή.

“Έφε­ρες την ποί­η­ση στο τρα­πέ­ζι του λαού, πλάι στο ποτή­ρι και το ψωμί του”, όπως έγρα­φε για σένα ο Γιάν­νης Ρίτσος.

Δεν είναι μόνο ο “Επι­τά­φιος”, η ανε­πα­νά­λη­πτη αυτή συνο­μι­λία της μου­σι­κής σου με την ποί­η­ση του Ρίτσου, που μέσα και από τις συγκλο­νι­στι­κές ερμη­νεί­ες του Μπι­θι­κώ­τση και του Χιώ­τη, έγι­νε ένας δια­χρο­νι­κός λαϊ­κός θρή­νος και ύμνος μαζί στον θάνα­το που γονι­μο­ποιεί το μέλλον.

Πέτυ­χες να μιλή­σεις με την υψι­πε­τή ποί­η­ση στη λαϊ­κή ψυχή, ακό­μα και μέσα από απαι­τη­τι­κές και ασυ­νή­θι­στες στο λαϊ­κό αυτί μου­σι­κές φόρ­μες, όπως αυτές

- στο “Άξιον Εστί” του Ελύτη,

- στο “Επι­φά­νεια — Αβέ­ρωφ” του Σεφέρη,

- στο “Πνευ­μα­τι­κό Εμβα­τή­ριο” του Άγγε­λου Σικελιανού,

- στο “Κάντο Χενε­ράλ” του Πάβλο Νερού­δα κ.ά.

Δίχως άλλο, χωρίς εσέ­να οδη­γη­τή και πρω­τερ­γά­τη αυτής της νέας Τέχνης, η μου­σι­κή θα ήταν αλλιώς.

Βαθύς ποτα­μός, ακό­μα ανε­ξε­ρεύ­νη­τος είναι το έργο σου.

Σ’ αυτό συνυ­πάρ­χουν όλα σχε­δόν τα είδη της μουσικής:

Από τους λαϊ­κούς δρό­μους και το δημο­τι­κό τρα­γού­δι ως την αρχαία τρα­γω­δία, το βυζα­ντι­νό μέλος, τη συμ­φω­νι­κή μου­σι­κή, το κλα­σι­κό τρα­γού­δι, τα ορατόρια.

Σου το χρω­στά­με, λοι­πόν, να φρο­ντί­σου­με να ανοι­χτούν διά­πλα­τα στον κόσμο όλοι οι θησαυ­ροί της μου­σι­κής σου.

Σου το χρω­στά­με να συνε­χί­σου­με να διεκ­δι­κού­με το μεγά­λο όνει­ρό σου να φτά­σουν στο λαό οι θησαυ­ροί σε όλη την ιστο­ρία της μου­σι­κής, μέχρι αυτό ατό­φιο να εκπλη­ρω­θεί σε μια ανώ­τε­ρη μορ­φή κοι­νω­νί­ας, όπου όλα τα μέλη της θα μπο­ρούν να κατα­νο­ούν και να απο­λαμ­βά­νουν την Τέχνη. Ακό­μα και το πιο δύσκο­λο και αφη­ρη­μέ­νο είδος της, τη μου­σι­κή, αυτή την τέχνη που από μικρό παι­δί, από τότε που πρω­το­ά­κου­σες την 9η Συμ­φω­νία του Μπε­τό­βεν, σου πήρε το μυα­λό και σ’ έκα­νε να βλέ­πεις με τα μάτια της τον κόσμο.

“Οι αγώ­νες και η μου­σι­κή είναι τόσο δεμέ­να πια μέσα μου, ώστε δεν μπο­ρώ να φαντα­στώ ούτε αγώ­νες χωρίς τρα­γού­δι, ούτε τρα­γού­δι χωρίς αγώ­να”, έλεγες.

Σ’ όλη τη ζωή σου με το ένα χέρι κρα­τού­σες το του­φέ­κι και με το άλλο τις παρ­τι­τού­ρες σου.

Και αυτό δεν είναι αλληγορία.

Μέχρι και στη Μακρό­νη­σο, σ’ αυτόν τον εφιαλ­τι­κό τόπο των μαρ­τυ­ρί­ων, εσύ έγρα­φες μουσική.

Εκεί έγρα­ψες και το πρώ­το συμ­φω­νι­κό έργο σου, τη Συμ­φω­νία για τη Μακρόνησο.

Εκεί κατά­λα­βες πόσο ευερ­γε­τι­κή είναι η δημιουρ­γία, όταν πρέ­πει να αντέ­ξεις τον πόνο και την κτη­νω­δία, πόσο ευγε­νι­κή γίνε­ται για τους γεν­ναί­ους, αυτούς που μένουν όρθιοι και δεν χαμη­λώ­νουν το βλέμ­μα τους.

Στο ερώ­τη­μα για ποιον δημιουρ­γείς, πάντα απα­ντού­σες: Για το λαό.

“Και όταν ακό­μα συν­θέ­τω συμ­φω­νι­κά έργα πάντο­τε έχω στο νου μου το λαό. Φιλο­δο­ξώ να γίνω κατα­νοη­τός από τους απλούς εργα­ζό­με­νους ανθρώ­πους, για­τί έχω πίστη ότι αυτοί απο­τε­λούν τη βασι­κή δύνα­μη που σπρώ­χνει μπρο­στά την Ιστο­ρία”, είχες δηλώ­σει όταν σου απο­νε­μή­θη­κε το βρα­βείο Λένιν.

Κι έπει­τα πάλι συνή­θι­ζες συχνά να επα­να­λαμ­βά­νεις πως “Ό,τι φτιά­ξα­με το πήρα­με από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε”.

Και δεν ήταν σεμνοτυφία.

Είχες βαθιά συνεί­δη­ση ότι για το προ­σω­πι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό σου επί­τευγ­μα, σπου­δαίο ρόλο έπαι­ξε η επο­χή σου, ότι στον ιδιαί­τε­ρο τρό­πο της τέχνης σου, αντα­να­κλού­σαν οι πρά­ξεις του λαού.

Αυτό άλλω­στε είναι το μυστι­κό της μεγά­λης, της αλη­θι­νής Τέχνης, της Τέχνης που συλ­λαμ­βά­νει τον σφυγ­μό της επο­χής και αφου­γκρά­ζε­ται το επερχόμενο.

Να αντλεί τη δύνα­μή της από την ανθρω­πιά, από τα βάσα­να, τους καη­μούς, τις μνή­μες και τις ελπί­δες του λαού και αυτή την ανθρω­πιά να την επι­στρέ­φει πάλι στους δημιουρ­γούς της.

Μια βαθύ­τε­ρη όμως συνεί­δη­ση της ανθρω­πιάς: Τη συνεί­δη­ση της δύνα­μης, που μόνο ο άνθρω­πος μέσα σε όλα τα πλά­σμα­τα δια­θέ­τει, να υπο­τάσ­σει τον κόσμο γύρω του στην ανά­γκη του για δίκιο και ευτυ­χία, να τον μετα­σχη­μα­τί­ζει στα μέτρα του.

Έτσι, γρά­φο­ντας για τον δικό σου λαό, είδες τη μου­σι­κή σου να σπά­ει τα σύνο­ρα της χώρας, καθώς η γλώσ­σα της έχει την οικου­με­νι­κό­τη­τα από τα κοι­νά βάσα­να, τις ελπί­δες, τα ορά­μα­τα “όλων των τίμιων ανθρώ­πων της Γης που αγω­νί­ζο­νται ενά­ντια στην τυραν­νία, τη βία και την εκμε­τάλ­λευ­ση”, αγγί­ζει τις καρ­διές όλων των λαϊ­κών ανθρώ­πων ανε­ξάρ­τη­τα από εθνι­κό­τη­τα, γλώσ­σα, θρη­σκεία, φυλή.

Γι’ αυτό δεκά­δες συλ­λυ­πη­τή­ρια μηνύ­μα­τα κατα­φτά­νουν αυτές τις μέρες από όλες της γωνιές της Γης από Κομ­μου­νι­στι­κά, από Εργα­τι­κά Κόμ­μα­τα, από πολ­λές άλλες προ­ο­δευ­τι­κές οργα­νώ­σεις από όλες τις ηπείρους.

Από κεί­νους που νιώ­θουν σαν να έχα­σαν έναν δικό τους άνθρωπο.

“Ο καλ­λι­τέ­χνης που ζει και δημιουρ­γεί μέσα στην πάλη, εξα­σφα­λί­ζει ξεχω­ρι­στή θέση για το έργο του”, δήλωνες.

Και πράγ­μα­τι το έργο σου έκα­νε θρύ­ψα­λα τον μύθο ότι η δέσμευ­ση κατα­στρέ­φει την Τέχνη.

Το έργο σου είναι τρα­νή από­δει­ξη ότι η μεγά­λη Τέχνη είναι πάντα πολι­τι­κή, είτε το γνω­ρί­ζει είτε δεν το γνω­ρί­ζει ο δημιουρ­γός της.

Πίστευ­ες ακλό­νη­τα πως η συμ­με­το­χή σου στη λαϊ­κή δρά­ση ήταν αυτή που “έδι­νε ρεύ­μα”, που “έβα­ζε φωτιά” στη δημιουρ­γία σου, πως δεν αρκεί ο καλ­λι­τέ­χνης μόνο με το έργο του να είναι κοντά στο λαό, αλλά και με την ίδια του τη ζωή.

“Να μην ξεχω­ρί­ζει τη ζωή του από τη ζωή του εργα­ζό­με­νου, από τη ζωή του πρω­το­πό­ρου λαϊ­κού αγω­νι­στή”, “να είναι ένας απλός στρα­τιώ­της στην ακα­τά­βλη­τη στρα­τιά των λαϊ­κών ανθρώ­πων” που μάχο­νται για τη ζωή.

Δικά σου τα λόγια.

Έτσι, πορεύ­τη­κες κι εσύ μαζί με τους αδι­κη­μέ­νους σε δρό­μους που έκαιγαν.

Από νωρίς “πήρες του ήλιου το δρό­μο, κρε­μώ­ντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο”, για το λαό μας, για όλους τους λαούς, ως άλλος Σολω­μός, ως άλλος βάρ­δος της ελευ­θε­ρί­ας, με όλα τα προ­τάγ­μα­τα της δικής μας εποχής.

Από 17 κιό­λας χρο­νών οργα­νώ­θη­κες στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ, παίρ­νο­ντας μέρος στην Εθνι­κή μας Αντίσταση.

Τον Δεκέμ­βρη του ΄44 πολέ­μη­σες στη Μάχη της Αθή­νας, με τον 1ο Λόχο του 1ου Τάγ­μα­τος του Εφε­δρι­κού ΕΛΑΣ.

Και ήταν τόση η περη­φά­νια σου για τη συμ­με­το­χή σου σ’ αυτή την κορυ­φαία στιγ­μή της ταξι­κής πάλης στη χώρα μας, που πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα θα πεις πως “αν υπήρ­χε επι­τύμ­βιο επί­γραμ­μα που θα επι­θυ­μού­σες να χαρα­χτεί στον τάφο σου, θα ήταν: Πολέ­μη­σε τον Δεκέμβρη”.

Μετά την ήττα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού, μοι­ρά­στη­κες με τους συντρό­φους σου τις άγριες διώ­ξεις του αστι­κού κρά­τους εξό­ρι­στος στην Ικα­ρία και έπει­τα στη Μακρό­νη­σο όπου βασα­νί­στη­κες φρικτά.

Εκεί είναι, με τα δικά σου λόγια, που έσπα­σε το “εγώ” και έγι­νε τελε­σί­δι­κα “εμείς”.

Στη συνέ­χεια αγω­νί­στη­κες μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπρά­κη­δες για την κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­στι­κή ανα­γέν­νη­ση, ενώ “πλή­ρω­σες” με νέες δοκι­μα­σί­ες, φυλα­κές και εξο­ρί­ες την παρά­νο­μη δρά­ση σου ενά­ντια στη δικτα­το­ρία των συνταγ­μα­ταρ­χών το 1967.

Με τις αμέ­τρη­τες συναυ­λί­ες σου στο εξω­τε­ρι­κό μέχρι την πτώ­ση της δικτα­το­ρί­ας μετέ­φε­ρες σε όλο τον κόσμο το μήνυ­μα της αντί­στα­σης και της λευ­τε­ριάς, και έπει­τα σε όλη την Ελλάδα.

Τα τρα­γού­δια σου, που τα λέγα­με μυστι­κά όλα τα μαύ­ρα εκεί­να χρό­νια, κατέ­κλυ­σαν τα πάντα, τις ταβέρ­νες, τα για­πιά, τα σχο­λειά, τα Πανε­πι­στή­μια, τις εκδρο­μές, τις συντρο­φιές, τις διαδηλώσεις.

Στις συγκλο­νι­στι­κές συναυ­λί­ες σου και στα Φεστι­βάλ της ΚΝΕ, μέσα σε μια μέθε­ξη της μου­σι­κής σου με τον κόσμο, απο­θε­ω­νό­ταν η πίστη πως με τους αγώ­νες μας θα αλλά­ξου­με τον κόσμο για να ξημε­ρώ­σει ένα καλύ­τε­ρο αύριο.

Τα χρό­νια αυτά έδω­σες τη μάχη ως υπο­ψή­φιος του ΚΚΕ για το Δήμο της Αθή­νας, ενώ το 1981 και το 1985 ως βου­λευ­τής του Κόμ­μα­τος υπε­ρα­σπί­στη­κες τα δικαιώ­μα­τα των εργα­ζο­μέ­νων, του λαού. Από κάθε μετε­ρί­ζι στη σκέ­ψη σου πρυ­τά­νευε ο αγώ­νας για την “ενό­τη­τα των Ελλήνων”.

Πολύ­πλευ­ρος και πολυ­τά­λα­ντος, δια­νο­ού­με­νος καθώς ήσουν, δεν περιο­ρί­στη­κες στη μου­σι­κή, αλλά με το χαρι­σμα­τι­κό λόγο σου έγρα­ψες ένα σωρό βιβλία εκεί­να τα χρόνια.

Το ξεχω­ρι­στό, όμως, στην περί­πτω­σή σου είναι ότι η καλ­λι­τε­χνι­κή ιδιο­φυ­ΐα σου συνα­ντή­θη­κε με μια προ­σω­πι­κό­τη­τα ανή­συ­χη και άγρυ­πνη, που ένιω­θε πάντα την ανά­γκη να ξεπερ­νά τον εαυ­τό της.

Έτσι συνέ­χι­ζες μέχρι το τέλος να δίνεις το “παρών” σε όλες τις κρί­σι­μες στιγ­μές που ακο­λού­θη­σαν, παίρ­νο­ντας το μέρος της αλή­θειας και της δικαιοσύνης.

Μετά την ανα­τρο­πή του σοσια­λι­σμού και τη νίκη της αντε­πα­νά­στα­σης στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και τις άλλες σοσια­λι­στι­κές χώρες, δεν λύγισες.

“Κι όμως στα­θή­κα­με όρθιοι κι αυτό δεν πρέ­πει να το ξεχνά­με ποτέ, πως το οφεί­λου­με στα δάκρυα και τις θυσί­ες αυτών των χιλιά­δων και χιλιά­δων πρω­το­πό­ρων αγω­νι­στών που έπε­σαν ακο­λου­θώ­ντας τις σημαί­ες και τα λάβα­ρα με το κόκ­κι­νο αίμα, που φλό­γι­ζαν, εξα­κο­λου­θούν να φλο­γί­ζουν, τις καρ­διές όσων πάλευαν και παλεύ­ουν για την ελευ­θε­ρία, την ειρή­νη, το δίκαιο, τα δικαιώ­μα­τα του λαού μας και όλων των λαών της Γης», είχες πει τότε.

Στα­θε­ρά στις επάλ­ξεις του διε­θνι­σμού, αστα­μά­τη­τα υπο­στή­ρι­ζες την αδερ­φι­κή φιλία του ελλη­νι­κού με τον τούρ­κι­κο λαό και το δίκαιο αγώ­να του Παλαι­στι­νια­κού λαού.

Πολε­μώ­ντας “τους λύκους που διψούν για αίμα και σερ­για­νούν στην περιο­χή μας”, διορ­γά­νω­σες το 1999 την ιστο­ρι­κή συναυ­λία με τη συμ­με­το­χή όλων των μεγά­λων Ελλή­νων τρα­γου­δι­στών ενά­ντια στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση και τους βομ­βαρ­δι­σμούς στη Γιου­γκο­σλα­βία και κατα­δί­κα­σες, με τις ξεκά­θα­ρες δημό­σια εκφρα­σμέ­νες θέσεις σου τις κρί­σι­μες στιγ­μές τα “τσα­κά­λια του αντι­κομ­μου­νι­σμού”, όπως τα ονό­μα­σες, τα αντι­κομ­μου­νι­στι­κά μνη­μό­νια του Συμ­βου­λί­ου της Ευρώ­πης και της Ευρω­παϊ­κής Ένω­σης, την ανι­στό­ρη­τη εξο­μοί­ω­ση “των θυμά­των με τους θύτες, των εγκλη­μα­τιών με τους ήρω­ες, των κατα­κτη­τών με τους απε­λευ­θε­ρω­τές και των ναζι­στών με τους κομμουνιστές”.

Παρών δήλω­σες και στη δίκη της εγκλη­μα­τι­κής, ναζι­στι­κής οργά­νω­σης Χρυ­σής Αυγής.

Παρών και στο δίκαιο αγώ­να του λαού μας για την κατάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων και όλων των αντερ­γα­τι­κών εφαρ­μο­στι­κών νόμων τους.

Η αλή­θεια είναι, όπως και γνω­στό σε όλους, πως δεν συμ­φω­νού­σα­με πάντα με τις πολι­τι­κές πρω­το­βου­λί­ες σου, όμως αυτό που μένει, το υστε­ρό­γρα­φο της δόξας, είναι η τερά­στια παρα­κα­τα­θή­κη του έργου σου και η πολι­τι­κή δια­θή­κη που μας άφη­σες, “σβή­νο­ντας τις λεπτο­μέ­ρειες” και κρα­τώ­ντας τα “Μεγά­λα Μεγέθη”.

Το ότι “τα πιο κρί­σι­μα, τα δυνα­τά, τα ώρι­μα χρό­νια σου τα πέρα­σες κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ”.

Δεν σε απο­χαι­ρε­τού­με σύντρο­φε Μίκη, για­τί εσύ δεν έφυγες.

Μέσα στις φλέ­βες μας είσαι. Θα ’σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκεί­να που γι’ αυτά πολέ­μη­σες, θα ’σαι για πάντα σ’ όλους τους ποτα­μούς του κόσμου.

Κι όταν “θα πάρουν τα όνει­ρα εκδί­κη­ση” και γύρω μας θα λάμπει η λιό­λου­στη ζωή θα είσαι κι εσύ, τρα­νός, όπως πάντα, στις μεγά­λες στιγ­μές, παρών.

Για­τί το έργο σου έγι­νε ελπι­δο­φό­ρος ανα­γεν­νη­τι­κός “ανά­κου­στος κελαη­δι­σμός” για τον ελλη­νι­κό λαό, για όλους τους λαούς, στη σύγ­χρο­νη ιστο­ρι­κή επο­χή της ανα­το­λής της νέας κοι­νω­νί­ας χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Για την Ελευ­θε­ρία σε όλες της τις μορ­φές: Πνευ­μα­τι­κή, ηθι­κή, πολι­τι­κή, κοι­νω­νι­κή, για την πλή­ρη, αλη­θι­νή ελευθερία.

Στο φέρε­τρό σου σηκώ­νε­ται, υψώ­νει τη γρο­θιά της “κι αντριεύ­ει και θεριεύ­ει” η Ελλάδα!

Σύντρο­φε Μίκη,

Είσαι “φως που πατεί χαρού­με­νο τον Άδη”!

Φως επα­να­στα­τι­κό “στην κορ­φή του Ολύ­μπου αρι­στε­ρά”… Φως που “ολού­θε λαμπυ­ρί­ζει”, όπως έγρα­ψαν αυτές τις μέρες γερ­μα­νι­κές εφημερίδες.

Ένα “φως που καί­ει”. “Τέκνο της ανά­γκης κι ώρι­μο τέκνο της οργής”!

Όπως ήθε­λες θα γίνει, όπως το προ­διέ­γρα­ψες με την πολι­τι­κή δια­θή­κη σου “στους μεγά­λους δρό­μους κάτω από τις αφίσ­σες”, με τα αθά­να­τα τρα­γού­δια σου.

Θα τον “σηκώ­σου­με τον ήλιο πάνω από την Ελλά­δα”. Θα τον “σηκώ­σου­με τον ήλιο πάνω από τον κόσμο”.

Όταν από­ψε το πλοίο θα σαλ­πά­ρει από τον Πει­ραιά για να δια­σχί­σει τα γαλά­ζια νερά της ελλη­νι­κής θάλασ­σας για να σε οδη­γή­σει στην τελευ­ταία σου κατοι­κία, στον τόπο κατα­γω­γής σου, στο Γαλα­τά Χανί­ων, στην αγα­πη­μέ­νη σου Κρή­τη, σύμ­φω­να με την επι­θυ­μία σου, όλη η Ελλά­δα θα σε συνο­δεύ­ει με τα τρα­γού­δια σου.

Για­τί για σένα, για να δανει­στού­με στί­χους από το μεγα­λείο του Σολω­μού, “ο ουρα­νός καμά­ρω­νε κι η γη χειροκροτούσε”…

Αθά­να­τος Μίκη!».

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο