Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Αθωότητα» και «αμαρτία»- Μια «ανάγνωση» της ποίησης του Κώστα Ευαγγελάτου.

Γρά­φει η Παρα­σκευή Κοψιδά-Βρεττού //
Διδά­κτωρ Φιλο­λο­γί­ας-Συγ­γρα­φέ­ας, Σχο­λι­κή Σύμ­βου­λος Φιλο­γό­γων Λευ­κά­δας, Μέλος της ΕΕΛ.

Η ποί­η­ση για τον Κώστα Ευαγ­γε­λά­το, είναι μία ακό­μα έκφρα­ση της εγγε­νούς καλ­λι­τε­χνι­κής του φύσης. Δεν λει­τουρ­γεί “επι­κου­ρι­κά”, όπως σε άλλες περι­πτώ­σεις, στο εικα­στι­κό του ταλέ­ντο και στην εικο­νο-πλα­στι­κή του έμπνευ­ση, αλλά ως αυτό­νο­μη οντό­τη­τα τέχνης προ­σπο­ρί­ζει στον καλ­λι­τέ­χνη έναν ακό­μα δρό­μο να μετα­τρέ­ψει τα είδω­λα σε σκέ­ψη και μέσα απ’αυτήν να λυτρω­θεί. Ο Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος, απο­θέ­τει στην ποί­η­ση, ως σε ανή­συ­χο περι­στρε­φό­με­νο ανά τον κόσμο κάτο­πτρο, την εικο­νο­κλα­στι­κή βίω­ση μιας terra incognita που από την πρώ­τη εφη­βι­κή του ηλι­κία παλεύ­ει να κατα­νο­ή­σει και να αιχ­μα­λω­τί­σει στις νοη­τι­κές του ορί­ζου­σες. Σχή­μα­τα και λέξεις, ζωγρα­φι­κή και ποί­η­ση-σε όλες τις εκδο­χές της συνο­δοι­πο­ρί­ας τους- εκβάλ­λουν στην ατέρ­μο­να ροή euaggelatos1μιας ατί­θα­σης έμπνευ­σης από την άωρη δεκα­ε­τία του ’70 μέχρι τις συν­δυα­στι­κές καλ­λι­τε­χνι­κές-συχνά τολ­μη­ρές και πάντως ευρη­μα­τι­κές- υλο­ποι­ή­σεις τού σήμε­ρα. Ενδει­κτι­κά ανα­φέ­ρω τη θεα­τρο­ποι­η­μέ­νη version της «Τολ­μη­ρής Επί­λυ­σης»* ένα “τονι­κό συμ­φω­νι­κό ποί­η­μα σε Όοοο μεί­ζoνα” που «παρα­στά­θη­κε» τον Μάρ­τιο του 2015, στο Polis Art Café στην Αθή­να, από το Χορο­θέ­α­τρο «Λυδία Λίθος». Ο υπο­μνη­μα­τι­σμός της εκδή­λω­σης θέτει το περι­βάλ­λον της μετου­σιω­μέ­νης σε ποί­η­ση πρώ­της εφη­βι­κής αγω­νί­ας του δημιουρ­γού: «…μια σπου­δή σε όλα τα ανεί­πω­τα της νεό­τη­τας που μας προ­κα­λού­σαν δέος, στους νεα­νι­κούς έρω­τες που μας πόνε­σαν, μας δια­μόρ­φω­σαν και τους αφή­σα­με ανε­πι­στρε­πτί, στη δια­φο­ρά ανά­με­σα στη Θεω­ρία και την Πρά­ξη, στη σύγκρου­ση του παλιού με το και­νούρ­γιο, στο τολ­μη­ρό αλλά και τρο­με­ρό βήμα που κάνα­με όλοι μας για να προ­χω­ρή­σου­με σε αυτό το ελκυ­στι­κό μυστή­ριο που λέγε­ται Ζωή». Ο Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος «σπου­δά­ζει» τη ζωή. Την αθω­ό­τη­τα και την αμαρ­τία της. Βασα­νι­στι­κά, πρό­ω­ρα, αισθη­σια­κά-οικο­δο­μεί τον αξια­κό κατα­στα­τι­κό του χάρ­τη, στον οποίο απε­λευ­θε­ρώ­νει το υπαρ­ξια­κό του σύμπαν από όλες τις κατα­πο­νη­μέ­νες και κατα­πο­νού­σες συμ­βα­τι­κό­τη­τες. Η «αμαρ­τία». Ασφυ­κτιά το πνεύ­μα και η «ύλη» του μέσα στην άφευ­κτη δυσφο­ρία της κου­ρα­σμέ­νης όρα­σης του κόσμου γύρω του. Ανα­ζη­τά το και­νού­ριο, το ξανα­πλά­σι­μο του κόσμου, μια νέα ύλη για να γίνει ο πλά­στης της Ποί­η­σης και του Έρω­τα (Ζωή: Ο μέσος και άκρος λόγος της Ποί­η­σης και του Έρω­τα (Αλέα Προ­σο­μοί­ων, Από­πει­ρα, Αθή­να 2002, σ.68). Ανα­ζη­τά το και­νού­ριο, με μια αθω­ό­τη­τα που δεν ανα­γνω­ρί­ζει, ούτε υπο­κύ­πτει στις ηθι­κές κατη­γο­ρί­ες και τα συμ­βα­τι­κά προ­τάγ­μα­τα της κοι­νω­νί­ας και της –κάθε- επο­χής του. Το από­λυ­το στη ζωή –και στη δική του-είναι η δημιουρ­γία: πάνω και πέρα από τον σαρ­κω­μέ­νο δημιουρ­γό, μια άυλη, αρχε­τυ­πι­κή οντό­τη­τα που εκφεύ­γει από την υλι­κό­τη­τα ανθρώ­πων και πραγ­μά­των, από της ίδιας της της ύπαρ­ξης την υλι­κό­τη­τα, για να ανα­χθεί σε μετα­φυ­σι­κή μονα­ξιά: Η «αθω­ό­τη­τα»: «Δάσκα­λοί μου είναι τα έργα τέχνης./ Όχι οι δημιουρ­γοί τους» και «Τη στιγ­μή που μόνος,/ χωρίς να με κρα­τά αγα­πη­μέ­νο χέρι,/ ζήτη­σα: Ανα­κά­λυ­ψα την έννοια του Θεού./ Μετα­ξί­ω­μα της πίστης.»

Ανα­γι­γνώ­σκω προ­ο­δευ­τι­κά τους ανα­βαθ­μούς και τις μετα­μορ­φώ­σεις-μορ­φι­κές, νοη­μα­τι­κές, αξια­κές- της ποί­η­σής του. Από την πρώ­τη συλ­λο­γή «Ποι­ή­μα­τα 1973-’75» (Β έκδ. με προ­σθή­κη νέων ποι­η­μά­των, Αθή­να 1976), μέχρι την «Εγκάρ­σια Πτή­ση» (Από­πει­ρα, Αθή­να 2011) και τον «Πολύ­σμι­γο Αίνο» (έκδ. Συλ­λο­γές, Αθή­να 2014) και την περιε­κτι­κή δια­χρο­νι­κή του δια­δρο­μή στην ποί­η­ση «Αλέα Προ­σο­μοί­ων» (συγκε­ντρω­τι­κή έκδο­ση του ποι­η­τι­κού του έργου, Από­πει­ρα, Αθή­να 2002). Και παράλ­λη­λα τους εικα­στι­κούς μονο­χρω­μα­τι­κούς υπο­μνη­μα­τι­σμούς του αυτής της ποί­η­σης, μικρο­γρα­φί­ες αισθη­σια­κών σημαι­νό­με­νων μιας βιω­μέ­νης ποι­η­τι­κής, προ­σω­πι­κής ενδο­χώ­ρας. Και δικαιώ­νω την πρώ­ι­μη από­κρι­ση του Τάκη Παπα­τσώ­νη στο έργο του: «Ο συν­δυα­σμός της Ζωγρα­φι­κής με Ποί­η­ση (όλες οι Τέχνες είναι αδελ­φές, όπως οι Μού­σες) τρο­φο­δο­τεί με τους χυμούς του και τις δύο. Εξάλ­λου η προ­σφυ­γή σας σε πηγές όπως o Tomas Mann, o Πλού­ταρ­χος, ο Μαβί­λης δεί­χνει πως οδη­γεί­σθε από τους καλ­λί­τε­ρους φάρους στην περι­πέ­τεια της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας, που πρέ­πει πάντα να έχε­τε στο νου σας πως δεν είναι άνε­το βάδι­σμα σε κάμπο, αλλά αγώ­νας και αναρ­ρί­χη­ση και κίν­δυ­νος και όρα­μα τελι­κού θριάμ­βου μιας ανα­το­λής από τα ορει­νά υψίπεδα».

euaggelatos4Ο Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος οδοι­πό­ρη­σε και αναρ­ρι­χή­θη­κε τελι­κά στο δρό­μο της τέχνης. Και της σκέ­ψης γύρω από τη ζωή και την τέχνη, την ποί­η­ση. Δεν δίστα­σε και δεν φοβή­θη­κε τη ρήξη-στο λόγο, στην έκφρα­ση, στην, ασύμ­βα­τη με την κοι­νή, «όρα­ση». Τα δια­κει­με­νι­κά του ταξί­δια, όσα επι­ση­μαί­νει ο Σινό­που­λος και πολ­λά που θα προ­κύ­ψουν στις ποι­κί­λες δια­δρο­μές του-συμ­φυρ­μοί μυθι­κών, αρχαιο­λο­γι­κών, ιστο­ρι­κών, φιλο­σο­φι­κών ανα-παρα­στά­σε­ων και ετε­ρό­δο­ξων ερα­νι­σμά­των- φιλο­τε­χνούν έναν εκλε­πτυ­σμέ­νο, δια­μαρ­τυ­ρό­με­νο ερω­τι­σμό, όχι δια­φο­ρι­σμέ­νο από τον αισθη­σια­σμό μιας υπαρ­ξια­κής κατά­στα­σης αγω­νί­ας και ρέμ­βης. Ανα­γνω­στι­κές εμπει­ρί­ες και εμπει­ρί­ες κοσμο­πο­λι­τι­σμού και φυσιο­κρα­τι­κές μετου­σιώ­σεις αυτο­βιο­γρα­φούν το κλί­μα-κάπο­τε μακρι­νά ή κοντι­νό­τε­ρα καβα­φι­κό- του υπαρ­ξια­κού του μύθου, που είναι κατα­λυ­τι­κά: η ανά (σ)-ταση της από­λυ­της ελευ­θε­ρί­ας- και στη σωμα­τι­κή της υλι­κό­τη­τα-μια ενδο­σκο­πι­κή ανα­τρε­πτι­κό­τη­τα που εκπο­ρεύ­ε­ται από την ακι­νη­σία πάνω «στην πέτρα της αιώ­νιας παρακ­μής» (Αλέα Προ­σο­μοί­ων, σ. 18). Μια εγρη­γο­ρού­σα συνεί­δη­ση. Επα­να­στα­τη­μέ­νη: «Η φρά­ση «ήτα­νε γρα­φτό…» είναι το εντο­μο­κτό­νο της συνεί­δη­σης» (Αλέα Προ­σο­μοί­ων, ό.π., σ.65). Η ψυχή του ποι­η­τή συντρί­βε­ται από το μαρ­τύ­ριο της –μάταιης;-αναμονής: Καρτερώ…Καρτερείς…/ Η ψυχή μας εξατμίζεται,/ Η δύνα­μή μας η απέραντη/ συντρί­βε­ται απ’την προσμονή./ Είναι η καρ­τε­ρι­κό­τη­τα απαίσια/ κι από­δει­ξη της απο­σύν­θε­σης. (ό.π., σ. 24). Υπάρ­χει ωστό­σο και το φως. Ζωτι­κό, ονει­ρι­κό, αισθη-μα-τικό, πολι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό, παναν­θρώ­πι­νο. Ο ποι­η­τής μετα­βαί­νει από το βίω­μα της ατο­μι­κής ύπαρ­ξης στο συλ­λο­γι­κό όρα­μα και τη συλ­λο­γι­κή μοί­ρα του ανθρώ­που: αφού πρώ­τα περι­στρέ­ψει το φακό του σε «ράκη» πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, κατά­στι­κτα από φορ­τίο παθών και συμ­φε­ρό­ντων: « Βλέπω/ τους γρα­νι­τέ­νιους βρά­χους των συμφερόντων/ τις γκρί­ζες πολι­τεί­ες της πλήξης/ τα τρα­γι­κά στρα­τό­πε­δα των αιχμαλώτων/ τις καλύ­βες του πόνου των ταπεινών/ τα πεδία των μαχών με τα θρεμ­μέ­να όρνια…(Αλέα Προ­σο­μοί­ων, ό.π., σ. 30).

Ανα­ζή­τη­ση ενα­γώ­νια το φως, από τα πρώ­τα ποι­ή­μα­τα μέχρι και τις πρό­σφα­τες ποι­η­τι­κές δημιουρ­γί­ες. Ένδυ­ση εφη­βι­κού ορα­μα­τι­σμού προς την αιτού­με­νη απε­λευ­θέ­ρω­ση και τη δια-νοού­με­νη απο­τί­μη­ση της μεγά­λης τέχνης: «ορά­μα­τα της νιότης/ τρο­φού της αλλα­γής…» («Πολύ­σμι­γος Αίνος», Συλ­λο­γές, Αθή­να 2014,σ. 64) και «Μνή­μες γεμά­τες τέχνη/μεγάλης τέχνης-φως…» (ό.π., σ.63). Η λει­τουρ­γία ενός πεί­σμο­νος βολου­ντα­ρι­σμού για το προ­σω­πι­κό «Θέλω» του ποι­η­τή: «Θέλω ουσία και καρδιά./ Θέλω φωτιά και δάκρυ». (Πολύ­σμι­γος Αίνος, ό.π., σ. 13). Και τελι­κά: η κορυ­φαία ανά­τα­ση του ποι­η­τή στο ιδε­ώ­δες μιας ανθρω­πι­στι­κής οικου­με­νι­κό­τη­τας, στην ενα­τέ­νι­ση της Γης ως ασύ­νο­ρης πατρί­δας του Ανθρώ­που: Στο φως/ το δυνα­τό και ζωοδόχο/ πιστεύω/ πως οδηγεί/ το είναι μας στη μέρα/ το νου μας στην αυγή/ τότε που θα’χουμε φυλή την Ανθρωπότητα/ και για Πατρί­δα μας τη Γη. (Αλέα Προ­σο­μοί­ων, ό.π., σ.40).

euaggelatos3Το ποι­η­τι­κό τοπίο του Κώστα Ευαγ­γε­λά­του μετα­κι­νεί­ται διαρ­κώς και κυκλι­κά. Τόσο στη μορ­φή όσο και στο περιε­χό­με­νο και στον αξια­κό του προ­σα­να­το­λι­σμό. Έμμε­τρη ποί­η­ση, εξω­τε­ρι­κός ρυθ­μός, μοντερ­νι­στι­κή γρα­φή, ευρη­μα­τι­κά μορ­φι­κά σχή­μα­τα, πυκνώ­σεις απο­φθεγ­μα­τι­κές ποι­η­τι­κού λόγου. Και προ­σω­πι­κός, ενδο­σκο­πι­κός λόγος με εναλ­λα­γές ή συν­θέ­σεις εξω­στρε­φούς κίνη­σης σεξουα­λι­κό­τη­τας, στοι­χεία αυτο­βιο­γρά­φη­σης με στοι­χεία κοι­νω­νι­κής βιο­γρα­φί­ας, ανά­λη­ψη της ηθι­κής ευθύ­νης του εαυ­τού και επι­με­ρι­σμός στην ευθύ­νη των άλλων, μετα­το­πί­σεις από την ηθι­κή, την αισθη­τι­κή, την τέχνη, στην πολι­τι­κή-μαζί και η προ­σω­πι­κή σταύ­ρω­ση του υπο­κει­μέ­νου-ποι­η­τή που ανα­φω­νεί: «Η ηθι­κή της νόη­σης με δονεί». (Αλέα Προ­σο­μοί­ων, ό.π., σ. 236). Σ’αυτό το ουσιώ­δες δια­φο­ρο­ποιεί­ται η ιδε­ο­λο­γία του Ευαγ­γε­λά­του από τον καθα­ρό καβα­φι­κό ηδο­νι­σμό, όπως ανε­λίσ­σε­ται σε μιαν άκρα­τη αποη­θι­κο­ποι­η­μέ­νη αισθη­σια­κή παραί­νε­ση: «Mη ομι­λεί­τε περί ενο­χής, μη ομι­λεί­τε περί ευθύ­νης Όταν περ­νά το Σύνταγ­μα της Hδο­νής με μου­σι­κήν και σημαί­ας· όταν ριγούν και τρέ­μουν αι αισθή­σεις, άφρων και ασε­βής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρα­τεί­αν, την βαί­νου­σαν επί την κατά­κτη­σιν των απο­λαύ­σε­ων και των παθών. Όλοι οι νόμοι της ηθι­κής — κακώς νοη­μέ­νοι, κακώς εφαρ­μο­ζό­με­νοι — είναι μηδέν και δεν ημπο­ρούν να στα­θούν ουδέ στιγ­μήν, όταν περ­νά το Σύνταγ­μα της Hδο­νής με μου­σι­κήν και σημαί­ας…» (Κ. Καβά­φης, Το Σύνταγ­μα της Ηδο­νής, Kρυμ­μέ­να Ποι­ή­μα­τα 1877; — 1923, Ίκα­ρος 1993).

Αντί­θε­τα στον Κώστα Ευαγ­γε­λά­το, η απε­λευ­θέ­ρω­ση-στοι­χείο κυτ­τα­ρι­κό της ποί­η­σής του- δεν νοεί­ται μόνον ως ερω­τι­κή-αισθη­σια­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση, αλλά εμπε­ριέ­χει και την απε­λευ­θε­ρω­τι­κή ματιά του ενσυ­νεί­δη­του πολί­τη του κόσμου, που αρθρώ­νει τον λόγο του πάνω στην απο­τί­μη­ση των αντι­θέ­σε­ων και του κίβδη­λου της ζωής και του –παγκό­σμιου- πολι­τι­σμού που τον περιβάλλει:

Σύγ­χρο­να θαύματα.

Αλό­γι­στη χρή­ση υλικών.

Ευδαι­μο­νία των πλουσίων.

Στη νέα Κίνα

Κρε­μα­στές πισίνες.

Εικο­νι­κές ζώνες ευτυχίας

Στα πολύ­πα­θα πλήθη.

(Πολύ­σμι­γος Αίνος, ό.π., σ. 27)

Ο Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος, ανα­ζη­τά και ανα­κα­λύ­πτει την Αλή­θεια του: τη Ζωή μέσα στην τέχνη. Την Τέχνη μέσα στη ζωή, σε μιαν Αρμο­νία παλί­ντο­νη, ζωτι­κή κάθαρ­ση κάθε επώ­δυ­νης δημιουρ­γί­ας. Την περι­πέ­τεια της τέχνης άλλω­στε έδει­ξε πως δεν την φοβά­ται. Την τολμά!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο