Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αιμίλιος Βεάκης: Ο κορυφαίος ηθο-ποιός του 20ού αιώνα

Πηγαία μέγι­στο το ταλέ­ντο του και αδια­λεί­πτως εξε­λισ­σό­με­νο, τον κατέ­τα­ξε πρώ­τον στη χορεία των «αθα­νά­των» του ελλη­νι­κού θεά­τρου. Ως προ­πο­ρευό­με­νο, μάλι­στα, της επο­χής του «νεω­τε­ρι­στή» ηθο­ποιό του 20ού αιώνα.

Γιος του δικη­γό­ρου, συγ­γρα­φέα και δρα­μα­τουρ­γού Ιωάν­νη Βεά­κη , ο Αιμί­λιος γεν­νή­θη­κε στον Πει­ραιά (13/12/1884) και πέθα­νε, αιφ­νί­δια (29/6/1951), από εγκεφαλικό.

Η δόξα του μεγά­λη, αλλά γεμά­τη πίκρες η ζωή του. Μικρού­λης έχα­σε μάνα και πατέ­ρα. Κόντρα στους κηδε­μό­νες συγ­γε­νείς του, το 1900 εισά­γε­ται στη νεο­συ­στα­θεί­σα «Βασι­λι­κή Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή», με δάσκα­λο τον Θωμά Οικο­νό­μου. Σύντο­μα η σχο­λή κλεί­νει. Ο Οικο­νό­μου τον έβγα­λε «στα παλιο­σά­νι­δα της σκη­νής» (από το «Ημε­ρο­λό­γιό» του). Παί­ζει στο θία­σο της Ευαγ­γε­λί­ας Νίκα (1900 — 1901) σε γαλ­λι­κές κωμω­δί­ες. Επί δέκα χρό­νια, σε περιο­δεύ­ο­ντες θιά­σους, «ασκεί­ται» με πλή­θος ποι­κί­λων ρόλων. Κατά τους Βαλ­κα­νι­κούς Πολέ­μους οργα­νώ­νει παρα­στά­σεις, επι­στρα­τεύ­ε­ται, πολε­μά (1912 — 1913) και προ­ά­γε­ται «επ’ ανδρα­γα­θία» (από το βιβλίο του «Πολε­μι­καί εντυ­πώ­σεις», 1914).

Οι ερμη­νεί­ες του τη δεκα­ε­τία του 1910 «ακό­νι­ζαν» ανο­δι­κά την υπο­κρι­τι­κή, πνευ­μα­τι­κή, ιδε­ο­λο­γι­κή και κοι­νω­νι­κή εξέ­λι­ξή του. Εξέ­λι­ξη που — καθ’ όλα — ποιού­σε Ηθος.

Επι­στρέ­φο­ντας στην Αθή­να, συνερ­γά­ζε­ται με το θία­σο των Λεπε­νιώ­τη — Καλο­γε­ρί­κου (1914). Συμπρω­τα­γω­νι­στεί με τις Μ. Κοτο­πού­λη (1915 — 1916) και Κυβέ­λη (1917 — 1918). Στο «Βασι­λι­κό Θέα­τρο» (14/1/1918) παί­ζει τον Ιάσο­να στη «Μήδεια» του Λεγκου­βέ, σε καθα­ρευου­σιά­νι­κη μετά­φρα­ση του Αγγε­λου Βλά­χου. Ο πρω­το­πό­ρος, «φωτι­σμέ­νος» ιδε­ο­λο­γο-αισθη­τι­κά Φώτος Πολί­της για την ερμη­νεία του Βεά­κη έγρα­φε ότι «ανα­γκά­στη­κε να παί­ζει στην καθα­ρεύ­ου­σα», αλλά «ήτα­νε τόσο γερό τάλα­ντο, δεν τον τσά­κι­ζε καμιά καλ­λι­τε­χνι­κή κακο­τυ­χία! Η επο­χή ακό­μα είναι ακα­τα­στά­λα­χτη. Ο πρώ­τος μεγά­λος τρα­γω­δός του δημο­τι­κι­σμού μπο­ρεί να παί­ζει ό,τι τύχει».

Ο Βεά­κης , με σκλη­ρή δου­λειά, μεγά­λη στέ­ρη­ση (τότε — όπως σήμε­ρα — στους ηθο­ποιούς δεν υπήρ­χαν Συλ­λο­γι­κές Συμ­βά­σεις και ασφά­λι­ση, παρά μόνο τα ψίχου­λα που έρι­χναν από το τρα­πέ­ζι τους οι θια­σάρ­χες), «με το σπα­θί» του κέρ­δι­σε τα πρω­τεία του.

Πρώ­τος μεγά­λος, «μυθι­κός» σταθ­μός στην πορεία του — και στην Ιστο­ρία του ελλη­νι­κού θεά­τρου — ήταν η ερμη­νεία του στον «Οιδί­πο­δα Τύραν­νο» (μετά­φρα­ση — σκη­νο­θε­σία Φώτου Πολί­τη, με την «Εται­ρία Ελλη­νι­κού Θεά­τρου», πρε­μιέ­ρα 20/5/1919).

Παρα­θέ­του­με σπά­ραγ­μα κει­μέ­νου του Φ. Πολί­τη για την ερμη­νεία του Βεά­κη : «Ο ρόλος του Οιδί­πο­δος είναι ασφα­λώς η μεγα­λυ­τέ­ρα επι­τυ­χία του κορυ­φαί­ου των Ελλή­νων ηθο­ποιών. Ο Βεά­κη­ςσυ­γκλο­νί­ζει το ακρο­α­τή­ριον, σκορ­πά την φρί­κην, τον τρό­μον, γεν­νά τον οίκτον, απο­σπά δάκρυα. Μετρη­μέ­νος, ήσυ­χος, υπε­ρή­φα­νος, μετα­πί­πτει από­το­μα, μετά την απο­κά­λυ­ψιν του τρα­γι­κού μυστι­κού της γεν­νή­σε­ώς του (…) Ακο­λου­θεί η πτώ­σις η ολο­σχε­ρής. (…) Ο Οιδί­πους ωρύ­ε­ται, μου­γκρί­ζει από φυσι­κόν και ηθι­κόν πόνον». Και ο Αλκης Θρύ­λος («Νου­μάς», 25/5/1919) για την ερμη­νεία του έγρα­φε: «…έπαι­ζε πολύ νεω­τε­ρι­στι­κά. Τον έδει­ξε σαν έν’ άνθρω­πο (…) έπαι­ζε τέλεια».

veakis2Στις δεκα­ε­τί­ες 1920 και 1930 ενσαρ­κώ­νει δεκά­δες «γιγά­ντιων» πρω­τα­γω­νι­στι­κών ρόλων αρχαιο­ελ­λη­νι­κού, σαιξ­πη­ρι­κού, μολιε­ρι­κού, κλα­σι­κού, νεό­τε­ρου ευρω­παϊ­κού και αμε­ρι­κα­νι­κού και νεο­ελ­λη­νι­κού θεά­τρου. Και μόνον η κατα­γρα­φή των συγ­γρα­φέ­ων και των έργων θα απαι­τού­σε πολ­λές σελί­δες. Ο Βεά­κης , με τη δύνα­μη, τη φυσι­κό­τη­τα των εύπλα­στων υπο­κρι­τι­κών μέσων του, την πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, την αλή­θεια και αμε­σό­τη­τά του, αρι­στο­τε­χνού­σε με τη δρα­μα­τουρ­γία όλων των επο­χών. «Κεντού­σε» ό,τι κι αν έπαι­ζε. Δρά­μα, κωμω­δία, φάρσα.

Το 1930, συμ­πτύσ­σο­ντας θία­σο με το ζεύ­γος Μινω­τή — Παξι­νού, παρου­σιά­ζει σπου­δαία έργα. Από το 1931 το Εθνι­κό Θέα­τρο διευ­θύ­νει ο Φώτος Πολί­της και ο Βεά­κης μεγα­λουρ­γεί, μπο­ρώ­ντας «να υπο­δυ­θεί τους κορυ­φαί­ους ρόλους της ειδι­κό­τη­τάς του και να τους πλου­τί­σει με το πολύ­χυ­μο ταλέ­ντο του» (Μάριος Πλω­ρί­της). Το 1938 σημα­δεύ­ε­ται από έναν ακό­μα μεγά­λο ερμη­νευ­τι­κό «σταθ­μό» του. Τη συναρ­πα­στι­κού δρα­μα­τι­κού «κάλ­λους» ερμη­νεία του ως «Βασι­λιάς Ληρ». Ερμη­νεία «με ανε­πα­νά­λη­πτο μεγα­λείο, συντρι­βή, οργή και από­γνω­ση» (Μάριος Πλω­ρί­της), στην οποία υπο­κλί­θη­κε ο Λόρενς Ολίβιε.

Κατο­χή. Γνω­στός — από τα νιά­τα του — για τις αρι­στε­ρές ιδέ­ες του, ο Βεά­κη­ςπαί­ζει τον «Οιδί­πο­δα Τύραν­νο» (Ηρώ­δειο, 16–27/7). Στις 29/7 συλ­λαμ­βά­νε­ται. «Χωρίς απο­λο­γία ή ανά­κρι­ση» φυλα­κί­ζε­ται στου Αβέ­ρωφ «ως επι­κίν­δυ­νος προ­πα­γαν­δι­στής». Στις 5 Αυγού­στου ελευθερώνεται.

Αψη­φώ­ντας «προει­δο­ποι­η­τι­κή» σύλ­λη­ψη, μετά την ίδρυ­ση του ΕΑΜ, εντάσ­σε­ται σ’ αυτό (δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στην «Εθνι­κή Αλλη­λεγ­γύη»), όπως και η δεύ­τε­ρη σύζυ­γός του, ηθο­ποιός Σμα­ρά­γδα (το γένος Μπόλ­λα) και τα παι­διά τους Γιάν­νης, Μαί­ρη, Δημή­τρης, επί­σης ηθο­ποιοί (ο Γιάν­νης, μετά τον Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό Ελλά­δας, ανα­γκα­σμέ­νος σε πολι­τι­κή προ­σφυ­γιά στη Ρου­μα­νία, ανα­δεί­χθη­κε σε επι­φα­νή σκη­νο­θέ­τη του ρου­μα­νι­κού Κρα­τι­κού Θεάτρου).

Ο Βεά­κης διώ­κε­ται από το Εθνι­κό Θέα­τρο. Συνερ­γά­ζε­ται με ιδιω­τι­κούς θιά­σους. Το 1944, μετα­ξύ άλλων ΕΑΜι­τών ηθο­ποιών, συλ­λαμ­βά­νο­νται τα παι­διά του Γιάν­νης και Μαί­ρη. Με εντο­λή του πρω­θυ­πουρ­γού Ιωάν­νη Ράλ­λη, οι Γιάν­νης Βεά­κης , Γιώρ­γος Γλη­νός και Πέλ­λος Κατσέ­λης κλεί­νο­νται στα γερ­μα­νι­κά κρα­τη­τή­ρια της οδού Ελπί­δος. Με αίτη­μα πολ­λών γνω­στών καλ­λι­τε­χνών (μετα­ξύ τους και η Μαρί­κα Κοτο­πού­λη) και οι τρεις απο­φυ­λα­κί­ζο­νται στα τέλη του Μάη.

Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, ο Βεά­κης και τα παι­διά του συμ­με­τέ­χουν ως ηθο­ποιοί στον ΕΑΜι­κό θία­σο «Ελεύ­θε­ροι Καλ­λι­τέ­χνες», στον οποίο, όπως και σε άλλους ΕΑΜι­κούς θιά­σους — και πριν τον ηρω­ι­κό Δεκέμ­βρη του 1944 — επι­τί­θε­νται Χίτες. Ο Βεά­κης τραυ­μα­τί­ζε­ται. Ανα­κρι­νό­με­νος, δηλώ­νει ότι ως «δημο­κρά­της και ανθρω­πι­στής δεν μπο­ρού­σα να λεί­ψω από την Αντί­στα­ση στον κατακτητή».

Μετά το Δεκέμ­βρη του 1944, με πολ­λούς ΕΑΜί­τες καλ­λι­τέ­χνες, το ζεύ­γος Βεά­κη , τα παι­διά του Γιάν­νης και Μαί­ρη και η οκτά­χρο­νη κορού­λα της Μαριάν­να (ο Δημή­τρης είχε επι­στρα­τευ­τεί στην Εθνο­φυ­λα­κή), ακο­λού­θη­σαν την υπο­χώ­ρη­ση του ΕΛΑΣ και έδι­ναν δωρε­άν παρα­στά­σεις στις περιο­χές της ελεύ­θε­ρης, ακό­μη, Ελλά­δας. Λόγω του δολο­φο­νι­κού οργί­ου και στην ύπαι­θρο, η οικο­γέ­νεια επι­στρέ­φει στην Αθήνα.

Ακο­λου­θούν χρό­νια δει­νά. Η Μαί­ρη εξό­ρι­στη από το 1947. Ο Γιάν­νης στον Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό Ελλά­δας και μετά στην πολι­τι­κή προ­σφυ­γιά. Κι ο πατέ­ρας «έφυ­γε» χωρίς να τον ξανα­δεί… Για την επι­βί­ω­ση της οικο­γέ­νειας παί­ζει σε δυο-τρεις παρα­στά­σεις. Το 1947, πικρα­μέ­νος, απο­σύ­ρε­ται με μια σύντα­ξη πείνας.

Το Μάη του 1951 ερμη­νεύ­ει ραδιο­φω­νι­κά την τελευ­ταία σκη­νή του «Οιδί­πο­δα Τύραν­νου» και το «Κύκνειον Ασμα» του Τσέ­χοφ. Επί­σης Μάη, το Εθνι­κό Θέα­τρο, ως «ελε­η­μο­σύ­νη», τον καλεί να παί­ξει δυο μικρούς ρόλους (ο ένας ήταν σχε­δόν βου­βός) στα έργα «Δάφ­νη Λωρε­ό­λα» και «Τρεις κόσμοι». Ακό­μη και βου­βός, ο Βεά­κης «κλέ­βει» την παρά­στα­ση. Συντα­ράσ­σει το κοι­νό, απο­δει­κνύ­ο­ντας για έσχα­τη φορά, προ­πα­ρα­μο­νές του θανά­του του, ότι κατεί­χε την τέχνη να είναι μέγι­στος στους μεγά­λους ρόλους αλλά και να καθι­στά μέγι­στους και τους ελά­χι­στους ρόλους.

 

Αρ. Ελλη­νού­δη / Ριζοσπάστης
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο