Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ – ΤΕΧΝΗ – ΗΘΙΚΗ. Μια μαρξιστική προσέγγιση (Τρίτο μέρος — τελευταίο)

Γρά­φει η  Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Στα προη­γού­με­να μέρη μιλή­σα­με για τη λεγό­με­νη απο­κο­πή της τέχνης από τη ζωή, από την ίδια την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τέχνη απο­μο­νω­μέ­νη που εκφρά­ζει μόνο τον «ερη­μί­τη» καλ­λι­τέ­χνη και όχι τον κόσμο που τον γεν­νά­ει, τον περι­βάλ­λει και τον δημιουρ­γεί. Η τέχνη του είναι «καθα­ρή» και δεν έχει άλλο σκο­πό έξω από τον εαυ­τό της. Είναι αυτο­νο­μη­μέ­νη από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η οποία θεω­ρεί­ται ότι υπα­κού­ει στην ανα­γκαιό­τη­τα και μόνο, ενώ η τέχνη είναι από­λυ­τα ελεύ­θε­ρη. Η θεω­ρία αυτή έχει άμε­ση σχέ­ση με τις αστι­κές ιδέ­ες σχε­τι­κά με την ελευ­θε­ρία, τη δημο­κρα­τία και άλλα σαν αυτο­νο­μη­μέ­νες από το κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι έννοιες, γενι­κές και αόρι­στες, απο­λυ­το­ποι­η­μέ­νες και είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή για την αστι­κή φιλο­σο­φία. Απου­σιά­ζει η κάθε ανα­γκαιό­τη­τα, έννοια που την εξορ­κί­ζουν με βδε­λυγ­μία διώ­χνο­ντας μ’ αυτό τον τρό­πο μακριά κάθε ιδέα της ιστο­ρι­κής ανα­γκαιό­τη­τας να έρθει μια άλλη τάξη στην εξου­σία. Μ’ αυτή την έννοια η «καθα­ρή» τέχνη στη­ρί­ζει την αστι­κή εξου­σία. Ελευ­θε­ρία, όμως, σημαί­νει γνώ­ση της ανα­γκαιό­τη­τας που απε­λευ­θε­ρώ­νει από τον εγκλω­βι­σμό στο τυχαίο σαν εξή­γη­ση του ιστο­ρι­κού γίγνε­σθαι. Η ανα­γκαιό­τη­τα αυτή δεν έχει καμία σχέ­ση με το δόγ­μα του ανα­πό­τρε­πτου προ­ο­ρι­σμού των Καλ­βι­νι­στών, αλλά βοη­θά­ει να κατα­λά­βου­με τη δια­λε­κτι­κή πορεία της ιστο­ρί­ας, ώστε να μη νοιώ­θου­με έρμαιο ακα­τα­νό­η­των γεγο­νό­των που καθο­ρί­ζουν την τύχη μας και μας έρχο­νται από ανώ­τε­ρες δυνά­μεις είτε ουρά­νιες είτε εγκό­σμιες. Κάπο­τε η αστι­κή τάξη δεχό­ταν την ιστο­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα, όταν η ίδια ήταν σει­ρά της να ανέ­βει στην εξου­σία και επι­στρά­τευε σε ορι­σμέ­νες περι­πτώ­σεις μέχρι τη θρη­σκεία (που δεν την πίστευε) για να απο­δεί­ξει το από­λυ­το ανα­γκαίο της εξου­σί­ας της ως εκ θεού δεδο­μέ­νης.  Όμως, από κει και πέρα η ιστο­ρία έχει «φτά­σει στο τέλος της», τώρα που είναι ανα­γκαίο να φύγει από το ιστο­ρι­κό προ­σκή­νιο. Ο νόμος αυτός της εξέ­λι­ξης είναι υπό διωγ­μό, για­τί εξέ­λι­ξη σημαί­νει ότι ιστο­ρι­κά υπάρ­χει ένα τέρ­μα σε κάθε εξου­σία, άρα και στη δική της και του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος. Εδώ βλέ­που­με πάλι πόσο πολι­τι­κή είναι η κάθε μορ­φή τέχνης, ακό­μα και η φαι­νο­με­νι­κά πιο «απο­λί­τι­κη». Καλ­λι­τε­χνι­κά φαι­νό­με­να σαν τη φυγή από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα,  την κατα­φυ­γή στο ανορ­θο­λο­γι­κό, το υπο­συ­νεί­δη­το, το φαντα­στι­κό είναι, γι αυτούς τους λόγους, τόσο προ­σφι­λή σε όσους θέλουν να διαιω­νί­σουν το υπαρ­κτό κοι­νω­νι­κό σύστημα.

Τα μέσα της πνευ­μα­τι­κής παραγωγής

Φυσι­κά υπάρ­χουν πολ­λές ενδιά­με­σες μορ­φές, μίγ­μα­τα των όσων περι­γρά­ψα­με παρα­πά­νω στα εκφρα­στι­κά μέσα των καλ­λι­τε­χνών που υπο­στη­ρί­ζουν τον αστι­κό κόσμο ή που δεν παίρ­νουν μια ξεκά­θα­ρη θέση ενα­ντί­ον του προ­βάλ­λο­ντας εναλ­λα­κτι­κές μορ­φές. Τα πράγ­μα­τα δεν είναι μονο­σή­μα­ντα και υπάρ­χουν πολ­λές αλλη­λο­ε­πι­δρά­σεις. Η ύλη από την οποία αντλεί ο καλ­λι­τέ­χνης είναι σίγου­ρα και προ­σω­πι­κή, όπως η μνή­μη και οι  ερμη­νεί­ες του κόσμου εξαρ­τώ­νται από πολ­λούς παρά­γο­ντες. Υπάρ­χουν καλ­λι­τέ­χνες που δέχο­νται την κοι­νω­νι­κή προ­έ­λευ­ση της τέχνης και τους ανά­λο­γους στό­χους της χωρίς, ωστό­σο, να στρα­τευ­θούν στην υπό­θε­ση της ανα­τρο­πής της αστι­κής κοι­νω­νί­ας, αλλά όμως συμ­βάλ­λο­ντας στη συνει­δη­το­ποί­η­ση των ανα­γκών της επο­χής. Επι­κρί­νουν, σατι­ρί­ζουν, καυ­τη­ριά­ζουν, περι­γρά­φουν ρεα­λι­στι­κά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κατα­λο­γί­ζο­ντας σε ορι­σμέ­νες περι­πτώ­σεις ακό­μα και ευθύνες.

Κατά Μαρξ αυτοί που είναι ιδιο­κτή­τες των μέσων της υλι­κής παρα­γω­γής, έχουν στα χέρια τους και τα μέσα της πνευ­μα­τι­κής, της πολι­τι­στι­κής παρα­γω­γής. Επο­μέ­νως, η κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία μιας επο­χής είναι η ιδε­ο­λο­γία των κυρί­αρ­χων της επο­χής. Υπάρ­χουν, ωστό­σο, ορι­σμέ­νες φάσεις και για περιο­ρι­σμέ­να χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα που τα συμ­φέ­ρο­ντα μιας τάξης μπο­ρούν να παρου­σιά­ζο­νται ως εκφρα­στές των συμ­φε­ρό­ντων ενός ολό­κλη­ρου λαού (πχ όπως εκφρά­ζε­ται στο κυρί­αρ­χο σύν­θη­μα της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης: Ελευ­θε­ρία, Ισό­τη­τα, Αδερ­φο­σύ­νη). Για ένα ορι­σμέ­νο χρο­νι­κό διά­στη­μα είπα­με, για­τί από τη στιγ­μή που ανε­βαί­νει στην εξου­σία η και­νούρ­για τάξη δεν αργεί να δεί­ξει το αλη­θι­νό της πρό­σω­πο απέ­να­ντι στον πρώ­ην «σύμ­μα­χο» λαό που δεν πρέ­πει να του περά­σει από το μυα­λό ότι η και­νούρ­για άρχου­σα θέλει να μοι­ρα­στεί μαζί του την εξου­σία και τον πλού­το. Σε περί­πτω­ση που δια­μαρ­τύ­ρε­ται ο λαός απαι­τώ­ντας την εξου­σία, έχει να αντι­με­τω­πί­σει την άγρια κατα­στο­λή (πχ Παρι­σι­νή Κομ­μού­να). Σύμ­φω­να με τον Μαρξ η κάθε ιστο­ρι­κά και­νούρ­για τάξη εγκα­θι­δρύ­ει την κυριαρ­χία της σε ευρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή βάση από τις προη­γού­με­νες κυρί­αρ­χες τάξεις και στο φόντο αυτής της κυριαρ­χί­ας ανα­πτύσ­σε­ται σε μια πορεία η αντί­θε­ση ανά­με­σα στους κυρί­αρ­χους και τους μη κυρί­αρ­χους με μεγα­λύ­τε­ρη οξύ­τη­τα και πιο βαθιά όσο προ­χω­ρά­ει η ιστορία.

Η ιστο­ρι­κό­τη­τα της τέχνης

Οι Μαρξ-Ένγκελς δεν ανά­πτυ­ξαν τις από­ψεις και τις ανα­λύ­σεις τους σχε­τι­κά με την αισθη­τι­κή, την τέχνη και τον πολι­τι­σμό συστη­μα­το­ποι­η­μέ­να. Οι παρα­τη­ρή­σεις τους, τα σχό­λια, οι ανα­λύ­σεις σχε­τι­κά με την τέχνη και ιδιαί­τε­ρα τη λογο­τε­χνία υπάρ­χουν σκόρ­πια στα έργα τους επι­ση­μαί­νο­ντας ότι αυτό θα πρέ­πει να γίνει από τους μετα­γε­νέ­στε­ρους οι οποί­οι θα έπρε­πε να ασχο­λη­θούν με τα ζητή­μα­τα του κοι­νω­νι­κού εποι­κο­δο­μή­μα­τος πιο συστη­μα­τι­κά και σε μεγα­λύ­τε­ρο βάθος. Εκτε­νέ­στε­ρα και σε βάθος ασχο­λή­θη­καν με το θέμα πχ οι Γκε­όρ­γκι Πλε­χά­νοφ , Αντό­νιο Γκράμ­σι (1891–1937), Γκέ­οργκ Λού­κατς (1885–1971), Φραντς Μέρινγκ (1846–1919) και άλλοι. Οι σχο­λια­σμοί , οι ανα­λύ­σεις και παρα­τη­ρή­σεις των κλα­σι­κών του μαρ­ξι­σμού για την τέχνη ξεκι­νούν από την ομη­ρι­κή περί­ο­δο, περ­νούν από την Ανα­γέν­νη­ση φτά­νο­ντας μέχρι τις μέρες τους. Υπάρ­χουν ενδια­φέ­ρο­ντα απο­φθέγ­μα­τα που βάζουν τον ανα­γνώ­στη σε σκέ­ψη, όπως ότι καμία ομά­δα καλ­λι­τε­χνών, συγ­γρα­φέ­ων, στο­χα­στών μπο­ρεί να εξε­λι­χθεί πέρα από τα όρια των κοι­νω­νι­κών δυνά­με­ων που την παρά­γουν. Βέβαια, μπο­ρούν να ρίξουν την πέτρα μακριά στο μέλ­λον με τη διαί­σθη­ση. Έτσι βρί­σκου­με απο­φθέγ­μα­τα, σκέ­ψεις, ανα­λύ­σεις που κατά πολύ ξεπερ­νούν τα όρια της επο­χής ακό­μα και στα πιο αρχαία χρό­νια, αλλά παρα­μέ­νουν τα προ­ϊ­ό­ντα μιας (καμιά φορά ευφυ­έ­στα­της) διαί­σθη­σης. Ο Άγγλος ποι­η­τής Σέλ­λεϋ (1792–1822) σκε­πτό­με­νος δια­λε­κτι­κά, είχε πει κάπο­τε ότι η ποσό­τη­τα ενδε­χό­με­νου ανθρώ­πι­νου ταλέ­ντου είναι η ίδια στον κάθε πλη­θυ­σμό σε κάθε κοι­νω­νία. Άλλο θέμα, βέβαια, είναι ποιες είναι οι δυνα­τό­τη­τες που μπο­ρούν να γίνουν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε μια συγκε­κρι­μέ­νη κοι­νω­νία σε μια συγκε­κρι­μέ­νη επο­χή ώστε να ανα­πτυ­χθεί αυτό το συλ­λο­γι­κό ανθρώ­πι­νο ταλέ­ντο. Σε κοι­νω­νί­ες με μεγά­λη ανι­σό­τη­τα στις μορ­φω­τι­κές δυνα­τό­τη­τες που προ­σφέ­ρο­νται μόνο σε ελά­χι­στους, επό­με­νο είναι να συγκε­ντρώ­νε­ται η ανά­πτυ­ξη του ταλέ­ντου μόνο σε λίγους που δεν πάει να πει ότι δεν υπάρ­χει και σε άλλους. Εν πάση περι­πτώ­σει η ενδια­φέ­ρου­σα σκέ­ψη του Σέλ­λεϋ αγγί­ζει ένα θέμα που μένει να το δού­με σε μεγα­λύ­τε­ρο βάθος απ’ ό, τι μέχρι τώρα. Πώς πχ μετριέ­ται η ποσό­τη­τα του ταλέ­ντου και τι γίνε­ται με την ποιότητα;

Να κλεί­σου­με λοι­πόν παρα­θέ­το­ντας κάποια λόγια του Μαρξ για τη σχέ­ση ανά­με­σα στην πνευ­μα­τι­κή και την υλι­κή παρα­γω­γή: «Για να εξε­τά­σει κανείς τη σχέ­ση ανά­με­σα στην πνευ­μα­τι­κή παρα­γω­γή και την υλι­κή παρα­γω­γή, είναι πριν απ’ όλα απα­ραί­τη­το αυτή την ίδια την τελευ­ταία να την αντι­λη­φθεί όχι σαν γενι­κή κατη­γο­ρία, αλλά σε μια καθο­ρι­σμέ­νη ιστο­ρι­κή μορ­φή. Έτσι λόγου χάριν, στον κεφα­λαιο­κρα­τι­κό τρό­πο παρα­γω­γής αντι­στοι­χεί ένα άλλο είδος της πνευ­μα­τι­κής παρα­γω­γής από εκεί­νο που αντι­στοι­χεί στο μεσαιω­νι­κό τρό­πο παρα­γω­γής. Αν την ίδια την υλι­κή παρα­γω­γή δεν την δού­με στην ειδι­κή ιστο­ρι­κή της μορ­φή, είναι αδύ­να­το να κατα­νο­ή­σου­με το καθο­ρι­σμέ­νο εκεί­νο που υπάρ­χει στην αντί­στοι­χη μ’ αυτήν πνευ­μα­τι­κή παρα­γω­γή και την αλλη­λε­πί­δρα­ση των δύο. Δια­φο­ρε­τι­κά θα μεί­νου­με στις κοι­νο­το­πί­ες» (Επι­στη­μο­νι­κή Σκέ­ψη, τεύ­χος 19, σελ. 16).

Έτσι οι Μαρξ-Ένγκελς καθιέ­ρω­σαν τη βάση για τη μελέ­τη της ιστο­ρι­κό­τη­τας της τέχνης, διό­τι μόνο στην ιστο­ρία ως πορεία της πραγ­μα­τι­κής εξέ­λι­ξης των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων και σχέ­σε­ων παρα­γω­γής καθο­ρί­ζε­ται η αντι­κει­με­νι­κή ισχύς και των πιο αφη­ρη­μέ­νων κατηγοριών.

 

(Εικό­να: Σκί­τσα του Μαγια­κόφ­σκι (1919–1920) στα παρά­θυ­ρα του ΡΟΣΤΑ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο