Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ακης Πάνου, πηγαίος συνθέτης και στιχουργός

Ο Ακης Πάνου γεν­νή­θη­κε το 1933 στην Καλ­λι­θέα. Ο πατέ­ρας του ήταν δια­χει­ρι­στής στη Βασι­λι­κή Φρου­ρά. Μεγά­λω­σε σε γει­το­νιά με πολ­λούς πρό­σφυ­γες και από μικρό παι­δί έζη­σε μέσα στη μου­σι­κή, στους κεμε­τζέ­δες και στα τρα­γού­δια των Ποντί­ων. Απέ­κτη­σε ακού­σμα­τα από τα ρεμπέ­τι­κα που ήταν διά­χυ­τα παντού στην περιο­χή αλλά και από τον αδελ­φό της Μητέ­ρας του Περι­κλή Σακελ­λα­ριά­δη που έπαι­ζε κλα­σι­κή κιθά­ρα. Μέσα στα δύσκο­λα χρό­νια της κατο­χής προ­σπα­θεί να επι­βιώ­σει που­λώ­ντας τσι­γά­ρα και κάνο­ντας διά­φο­ρες δου­λεί­ες ενώ παράλ­λη­λα μυεί­ται από τον μεγα­λύ­τε­ρο αδελ­φό του Ευάγ­γε­λο και τον φίλο του Λευ­τέ­ρη Ευστα­θιά­δη στον κόσμο της μου­σι­κής και των οργά­νων. Από εννέα ετών ξεκι­νά­ει να παί­ζει μαντο­λί­νο και κιθά­ρα και την άνοι­ξη του 1947 γνω­ρί­ζε­ται με τον Γιάν­νη Στα­μα­τί­ου (Σπό­ρος), μαζί του κάνει την πρώ­τη του επαγ­γελ­μα­τι­κή εμφά­νι­ση στην ταβέρ­να του Σιλι­βά­νη στο Κου­κά­κι με αμοι­βή το όποιο φιλο­δώ­ρη­μα των πελα­τών και ένα πιά­το φαγη­τό. Το 1948 ανε­βαί­νει ως ταλέ­ντο στο Αλκα­ζάρ, στη Φρε­γά­δα του Λάσκου και παί­ζει κιθά­ρα μαζί με τον αδελ­φό του ενώ η αδελ­φή του τρα­γου­δά­ει και αργό­τε­ρα σμί­γει με τον φίλο του τον Λευ­τέ­ρη και μαζί παί­ζουν στα πάρ­τι και στους χορούς. Εκεί­νη την επο­χή γνω­ρί­ζε­ται με τον Νίκο Καρα­νι­κό­λα τον Κώστα Σιμό­που­λο και τον Ορφέα Κρε­ού­ζη και μαζί παί­ζουν σε διά­φο­ρα μέρη της Αθή­νας και της επαρ­χί­ας. Για μια περί­που δεκα­ε­τία ο Άκης Πάνου αρχί­ζει την περι­πλά­νη­ση του με όλους τους καλ­λι­τέ­χνες της επο­χής σε διά­φο­ρα κέντρα, ενδει­κτι­κά ανα­φέ­ρου­με τους Γιώρ­γο Τσι­μπί­δη, Αντώ­νη Μου­στά­κα, Γιώρ­γο Χατζη­δά­κη, Βαγ­γέ­λη Ντα­ρά­λα, Σεβάς Χανούμ, Σταύ­ρο Τζουα­νά­κο, Κώστα Παπα­δό­που­λο, Βού­λα Γκί­κα και πολ­λούς άλλους. Το 1957–58 παί­ζει στο κέντρο «Από­ψε φίλα με» του Χρή­στου Κολο­κο­τρώ­νη όπου τα ονό­μα­τα του μαγα­ζιού είναι η Σωτη­ρία Μπέλ­λου, ο Καρα­πα­τά­κης και ο Μανώ­λης Αγγε­λό­που­λος. Το τελευ­ταίο κέντρο που εμφα­νί­ζε­ται είναι «ο Θεί­ος» το 1958.

Ο Άκης Πάνου μπή­κε στην δισκο­γρα­φία το 1958 με τα τρα­γού­δια: «Το παι­δί μου από­ψε πίνει» με την Καί­τη Γκρέυ και «Μια βρα­διά κατα­ρα­μέ­νη» με την Δού­κισ­σα, σε στί­χους Χρή­στου Κολο­κο­τρώ­νη  για να εξε­λι­χθεί στι­χουρ­γι­κά και συν­θε­τι­κά σε ένα ξεχω­ρι­στό «κεφά­λαιο» του λαϊ­κού μας τρα­γου­διού. Τα τρα­γού­δια του δια­κρί­νο­νται για την αυθε­ντι­κό­τη­τα και την πρω­το­τυ­πία τους. Η ζωή του όλη, μια «πηγή» τρα­γου­διών που ερμη­νεύ­τη­καν από σπου­δαί­ες φωνές — πολ­λά από τον Καζαν­τζί­δη — αλλά και από τους Μαρι­νέλ­λα, Γαβα­λά, Μπι­θι­κώ­τση, Πάνου, Γκρέυ, Τσα­ου­σά­κη, Λύδια, Μοσχο­λιού, Διο­νυ­σί­ου, Μενι­διά­τη, Ντα­λά­ρα, Μητσιά, Λαμπρά­κη, Διαμάντηκ.ά. Τρα­γού­δια, που του δίνουν ξεχω­ρι­στή θέση ανά­με­σα στους εκπρο­σώ­πους της σύγ­χρο­νης λαϊ­κής δημιουρ­γί­ας, καθώς ο ίδιος τα υπέ­γρα­φε στι­χουρ­γι­κά και συν­θε­τι­κά. Δημιουρ­γί­ες, που δια­κρί­νο­νται για την ποι­κι­λία των θεμά­των τους και για τη γνη­σιό­τη­τα των αισθη­μά­των που εκφρά­ζουν. Αρκε­τά από αυτά, όπως σημειώ­νει στο βιβλίο του ο συν­θέ­της και συγ­γρα­φέ­ας Κ. Μυλω­νάς «Ιστο­ρία του Ελλη­νι­κού τρα­γου­διού», «είναι απο­τέ­λε­σμα προ­σω­πι­κών βιω­μά­των και παρου­σιά­ζουν ανά­γλυ­φα» την ψυχι­κή διά­θε­ση, τις περι­πέ­τειες ζωής και το χαρα­κτή­ρα του δημιουρ­γού τους, χαρα­κτή­ρας νευ­ρι­κός, αθυ­ρό­στο­μος, από­λυ­τος, ακό­μα και επι­θε­τι­κά από­λυ­τος όσον αφο­ρά στη μελο­ποί­η­ση της ποί­η­σης από σπου­δαί­ους συν­θέ­τες της έντε­χνης λαϊ­κής μου­σι­κής μας. Δημιουρ­γί­ες, που κάπο­τε έχουν μια θυμο­σο­φία, όχι μόνο για ζητή­μα­τα της καρ­διάς, αλλά και για την ανθρώ­πι­νη ύπαρξη.

Ανά­με­σα στην πλη­θώ­ρα των τρα­γου­διών του είναι: «Η ζωή μου όλη», «Καρ­διά μου μην παρα­πο­νιέ­σαι», «Δεν κλαίω για τώρα», «Για­τί καλέ γει­τό­νισ­σα», «Κοί­τα με στα μάτια», «Πυρε­τός», «Οταν σημά­νει η ώρα», «Εχω μια βάρ­κα», «Ηρθ’ ο χει­μώ­νας», «Ο τρε­λός» κ.ά.

Ο Ακης Πάνου, ο πηγαί­ος συν­θέ­της και στι­χουρ­γός, που μοί­ρα­σε μέσα από την τέχνη του απλό­χε­ρα συγκι­νή­σεις, μα και πολ­λές πίκρες, συγκλο­νί­ζο­ντας το πανελ­λή­νιο με μια δολο­φο­νία για την οποία κατα­δι­κά­στη­κε σε ισό­βια. Τον Αύγου­στο του 1997 ο Άκης Πάνου μετά από αψι­μα­χία σκο­τώ­νει τον φίλο της κόρης του Ελευ­θε­ρί­ας και οδη­γεί­ται σε δίκη και φυλά­κι­ση. Από τις φυλα­κές της Κομο­τη­νής θα μετα­φερ­θεί στις φυλα­κές Κορυ­δαλ­λού και αμέ­σως μετά στο Τζά­νειο νοσο­κο­μείο όπου θα δια­γνω­στεί ότι πάσχει από την επά­ρα­τη νόσο. Τον χει­μώ­να του 1999 θα υπο­βλη­θεί σε χει­ρουρ­γι­κή επέμ­βα­σή και θα αφε­θεί ελεύ­θε­ρος λόγω της ανή­κε­στου βλά­βης της υγεί­ας του. Έφυ­γε από τη ζωή στις 07/04/2000 στο Ευγε­νί­δειο Θερα­πευ­τή­ριο αφή­νο­ντας πίσω του βαριά κληρονομιά.

Ο τελευ­ταί­ος του δίσκος «Το καζί­νο» κυκλο­φό­ρη­σε το 1997, χρο­νιά που σκό­τω­σε τον Σωτή­ρη Γιαλαμά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο