Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Κοάν και Φώντας: «90 Ίχνη»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Λυπά­μαι
τα αντι­πο­λε­μι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα που διά­βα­σες σου είπαν ψέμματα,
η τεχνο­λο­γία εξε­λί­χθη­κε, τώρα μετρά­νε μόνο οι βαλι­στι­κοί πύραυλοι.

II (από­σπα­σμα)

  Μια δια­φο­ρε­τι­κή ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή παρου­σιά­ζου­με και σχο­λιά­ζου­με σήμε­ρα. Τα «90 Ίχνη» του Αλέ­ξαν­δρου Κοάν και του Φώντα που κυκλο­φο­ρούν από την αυτό­νο­μη λογο­τε­χνι­κή συλ­λο­γι­κό­τη­τα «Επι­τυ­χη­μέ­νες Από­πει­ρες» που απο­τε­λούν και την πρώ­τη έντυ­πη κυκλο­φο­ρία της.

Παρου­σί­α­ση

Τα «90 Ίχνη» είναι μια συλ­λο­γι­κή εργα­σία, μια καλ­λι­τε­χνι­κή προ­σπά­θεια, αιρε­τι­κή κι ανυ­πό­τα­κτη –  αφού δεν ακο­λου­θεί τις λογι­κές τις επί­ση­μης ποί­η­σης, ούτε καν αυτής που γρά­φε­ται από ανθρώ­πους με κινη­μα­τι­κή δρά­ση, όσο αφο­ρά τη θεμα­το­λο­γία της – κι η οποία μιλά­ει για τη Γενιά του ’90 (τη Γενιά των 90ς, όπως σημειώ­νουν χαρα­κτη­ρι­στι­κά), εκφρά­ζο­ντας τις ιδέ­ες και τις εκτι­μή­σεις των δημιουρ­γών σχε­τι­κά για το τι ήταν και τι ρόλο έχει σήμε­ρα η συγκε­κρι­μέ­νη γενιά και πως βιώ­νει και αλλη­λε­πι­δρά με τον κόσμο. Αυτή την εικό­να προ­σπα­θούν να απο­δώ­σουν κι όπως σημειώ­νουν σε σχε­τι­κό δελ­τίο τύπου, προ­σπα­θούν να την απο­δώ­σουν «Όχι από κάποια λατρεία προς το παρελ­θόν ή το μέλ­λον. Απλά υπήρ­χαν κάποια μεση­μέ­ρια, απο­γεύ­μα­τα, βρά­δια, που αισθάν­θη­καν λίγο απ’ τη μελέ­τη και λίγο απ’ τη μετα­φυ­σι­κή, μια λεπτή γραμ­μή να συν­δέ­ει τον μετα­πο­λε­μι­κό κόσμο, το Σύρι­ζα, τα ψυχε­δε­λι­κά ναρ­κω­τι­κά, το Κων­στα­ντί­νου και Ελέ­νης, την πτώ­ση της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης (πρώ­τα ως φάρ­σα και έπει­τα ως τρα­γω­δία) με τα σημε­ρι­νά βιώ­μα­τα τους.»

Στο επι­λο­γι­κό σημεί­ω­μα, που συνο­δεύ­ει τα «90 Ίχνη», μπο­ρού­με με ξεκά­θα­ρο τρό­πο να αντι­λη­φθού­με το ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο της συλ­λο­γής. Αντι­γρά­φου­με δύο χαρα­κτη­ρι­στι­κά αποσπάσματα:

«90 δεν είναι απλά τα ίχνη μας, είναι οι σφαί­ρες που ονει­ρευό­μα­στε να ρίξου­με στο κου­φά­ρι του καπι­τα­λι­σμού που θα χου­με βέβαια πρώ­τα απο­κε­φα­λί­σει με δρε­πά­νι, είναι οι φορές που ανα­φέ­ρου­με τη λέξη επα­νά­στα­ση σε μια απο­γευ­μα­τι­νή κου­βέ­ντα με καφέ, είναι οι μέρες μέσα σε τρεις μήνες που θα νιώ­θου­με απο­γοη­τευ­μέ­νοι με το κίνη­μα, είναι τα χρό­νια που χουν περά­σει απ’ το θάνα­το του αγα­πη­τού μου­σά­του κύριου Κρο­πότ­κιν, και είναι και φυσι­κά η αρχή μια γενιάς ποι­η­τών και γενι­κό­τε­ρα καλ­λι­τε­χνών που δεν έχου­νε στον ήλιο μοίρα.»

«Ταυ­τό­χρο­να όμως τα 90 ίχνη δικαιο­λο­γούν το όνο­μα τους με το να καθρε­φτί­ζουν μια απ’ τις πιο λυπη­ρές δεκα­ε­τί­ες που είχε την ατυ­χία να βιώ­σει το πιο θλι­βε­ρό υπο­κεί­με­νο που πάτη­σε στον πλα­νή­τη, η ανθρω­πό­τη­τα. Η δεκα­ε­τία του 90’ απο­τε­λεί τον βόθρο όπου κατα­λή­γει ο σωλή­νας των 80ς που μετα­φέ­ρει τα σκα­τά της ήττας μας και τα σκα­τά των αδιε­ξό­δων μας. Αδιέ­ξο­δα ποι­η­τι­κά, κινη­μα­τι­κά, επι­βί­ω­σης, σεξουα­λι­κά, ψυχο­λο­γι­κά, πολι­τι­κά κλπ. Αδιέ­ξο­δα πάνω απ’ όλα της τάξης μας. […] Η δια­πί­στω­ση αυτή είναι φυσι­κά τα πρώ­τα ίχνη προς τη διέ­ξο­δο από αυτή την κατά­στα­ση. Δε δια­φω­νού­με και δεχό­μα­στε το φιλι­κό χτύ­πη­μα στην πλά­τη που μας λέει ότι «Η ανα­γνώ­ρι­ση μιας κατά­στα­σης είναι το πρώ­τη βήμα για να την ξεπε­ρά­σεις». Μόνο που εμείς στην ποί­η­ση δεν έχου­με φίλους, μόνο συντρό­φους. Γι’ αυτό και ναι μεν δεκτές οι φιλι­κές παραι­νέ­σεις αλλά χωρίς συντρο­φι­κή συν­δια­μόρ­φω­ση με σκο­πό το ξεπέ­ρα­σμα των συλ­λο­γι­κών δυσκο­λιών δεν πάμε πουθενά.»

  Στο σχε­δια­σμό του εξω­φύλ­λου είναι ο Θοδω­ρής Φρά­γκος και στα σκί­τσα ο Manolo Drawings, ενώ το βιβλίο δίνε­ται με ελεύ­θε­ρη συνει­σφο­ρά, χέρι με χέρι στην Αθή­να και στο Ηρά­κλειο μέσω επι­κοι­νω­νί­ας με τη σελί­δα των «Επι­τυ­χη­μέ­νων Από­πει­ρων» στο Facebook. Επι­πλέ­ον αντί­τυ­πα να βρε­θούν σε κατα­λή­ψεις, στέ­κια, λάιβ και λοι­πούς κοι­νω­νι­κούς χώρους και διερ­γα­σί­ες. Η λίστα με τα μέρη που υπάρ­χουν δια­θέ­σι­μα αντί­τυ­πα θα ανα­νε­ώ­νε­ται συνε­χώς-στα βιβλιο­πω­λεία κυκλο­φο­ρεί με συμ­βο­λι­κή τιμή.

Λίγα λόγια

Πράγ­μα­τι, η Γενιά του ’90 άφη­σε ίχνη σε υγρή άμμο, σε έδα­φος σαθρό και σε ανι­σό­πε­δη γη, σχε­τι­κά με την επι­κρα­τού­σα ιδε­ο­λο­γία, τις κοι­νω­νι­κές παρα­δο­χές αλλά και τις πολι­τι­κές ανα­τρο­πές και αμφι­σβη­τή­σεις που ακο­λού­θη­σαν τα επό­με­να χρό­νια μέχρι τις μέρες μας. Αλλά θα ήταν πολύ καλύ­τε­ρα εάν αντί για την οποια­δή­πο­τε γενιά μιλού­σα­με για την εργα­τι­κή τάξη, για τον αγώ­να που δίνει καθη­με­ρι­νά ενά­ντια σε κάθε οικο­νο­μι­κό, κοι­νω­νι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό εμπό­διο και φυσι­κά, ενά­ντια στους καπι­τα­λι­στές. Επί­σης, όσο και αν οι δημιουρ­γοί των «90 Ιχνών» ισχυ­ρί­ζο­νται ότι το βιβλίο δεν είναι η απει­κό­νι­ση μιας απο­γο­ή­τευ­σης, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η απο­γο­ή­τευ­ση απο­τε­λεί ένα από τα βασι­κά στοι­χεία του. Όμως είναι μια απο­γο­ή­τευ­ση δημιουρ­γι­κή, δεν οδη­γεί στην ιδιω­τεία αντί­θε­τα διεκ­δι­κεί η Γενιά του ’90 να συνε­χί­σει να αγω­νί­ζε­ται ενά­ντια σε όλες τις προ­δο­σί­ες, τα ξεπου­λή­μα­τα, για να δημιουρ­γή­σει κάτι νέο, ριζο­σπα­στι­κό αλλά και τρο­με­ρά αντι­φα­τι­κό που την εμπο­δί­ζει να κάνει το μεγά­λο βήμα προς τα πάνω (ή και προς τα κάτω). Η ειρω­νεία είναι επί­σης το άλλο, σημα­ντι­κό στοι­χείο, της συλ­λο­γής. Κι είναι μια ειρω­νεία, γήι­νη, σχε­δόν σωμα­τι­κή, πολ­λές φορές εφιαλ­τι­κή, που βγαί­νει μέσα από τις καθη­με­ρι­νές εμπει­ρί­ες των δημιουρ­γών της και που σηκώ­νει φωνή ενά­ντια σε κάθε αλλοτρίωση.

Όσο αφο­ρά τη δομή της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής δεν μπο­ρού­με παρά να συμ­φω­νή­σου­με ότι το βιβλίο δεν περιέ­χει ποι­ή­μα­τα που θα μπο­ρού­σαν να χαρα­κτη­ρι­στούν από μόνα τους αυτο­τε­λή, παρά μόνο εάν τα δει ο ανα­γνώ­στης στο σύνο­λο του βιβλί­ου. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τα «90 Ίχνη» απο­τε­λούν ένα μεγά­λο, ενιαίο ποί­η­μα που χωρί­ζε­ται σε έξι μέρη (ή κεφά­λαια). Η γλώσ­σα του ποι­ή­μα­τος είναι απλή, εύπλα­στη και γι’ αυτό πλέ­ρια ποι­η­τι­κή, χωρίς να βάζει στε­γα­νά στον τρό­πο έκφρα­σης της ενώ χρη­σι­μο­ποιεί λέξεις καθη­με­ρι­νές που σε οποια­δή­πο­τε άλλη περί­πτω­ση θα χαρα­κτη­ρί­ζο­νταν ως βλά­σφη­μες ή και, προ­βλη­μα­τι­κές. Για­τί αυτό που συμ­βαί­νει εδώ, είναι μια ποί­η­ση που δεν σέβε­ται κανέ­να δογ­μα­τι­σμό, καμία άνω­θεν γραμ­μή που (θέλει να) επη­ρε­ά­ζει τόσο τον τρό­πο έκφρα­σης, όσο και τον τρό­πο σκέ­ψης. Μπο­ρού­με να υπο­θέ­σου­με με σχε­τι­κή βεβαιό­τη­τα, ότι η γρα­φή στα «90 Ίχνη» έχει στό­χο και σκο­πό να προ­κα­λέ­σει τον φιλή­συ­χο αλλά και τον αρι­στε­ρό ανα­γνώ­στη, με τέτοιον τρό­πο που είτε θα εκνευ­ρι­στεί για αυτό που δια­βά­ζει, είτε που θα αντι­λη­φθεί – που είναι και το πιο σωστό, τις πραγ­μα­τι­κές προ­θέ­σεις του έργου.

Αντί περισ­σό­τε­ρου σχο­λια­σμού, που μπο­ρεί να είναι και παρα­πλα­νη­τι­κός, αν όχι τελεί­ως λαν­θα­σμέ­νος σχε­τι­κά με το βιβλίο (ποιος ξέρει), παρα­θέ­του­με το πρώ­το μέρος από τα «90 Ίχνη».

Ι.

Κέρι­να ομοιώ­μα­τα προέδρων
και πρωθυπουργών
λιώ­νουν στην πυρά της επανάστασης.
Οι μάγισ­σες το χου­νε σκάσει,
και καβα­λώ­ντας τα σκουπόξυλα,
τρι­γυρ­νούν πάνω απ’ τα πιο βρώ­μι­κα στενά,
και ρίχνουν ξόρ­κια και κατάρες
στα ετοι­μο­θά­να­τα πρεζάκια.
Ξεκι­νάω τον πόλεμο
απ’ το φέησμπουκ,
κάνω πόουκ στους μικροαστούς,
στους σοσιαλδημοκράτες,
και φυσι­κά στους φιλελέδες,
μα δυστυ­χώς οσμί­ζο­μαι την ήττα,
για­τί αυτοί εκτός από υπολογιστή,
έχουν και σμαρτ-φόουνς
και τάμπλετς,
και μου γυρ­νά­νε συνε­χώς τις επιθέσεις.
Χάνω, μα δεν το βάζω κάτω.
Η επα­νά­στα­ση έρχεται,
ό,τι κι αν πούν ή κάνουν,
και θα χυθεί σαν μαύ­ρη πίσσα
απ’ την οθό­νη του υπο­λο­γι­στή τους
στα γρα­φεία τους,
Σ’ ολό­κλη­ρα τα δωμά­τιο τους,
και θα τους πνί­ξει όλους τους
την ώρα που θα την έχουν πέσει στο κρεβάτι.
Οι μάγισ­σες έχουν γίνει σύμ­μα­χοί μας,
μα δεν μπο­ρούν να καταλάβουν,
πως αντί να ρίχνουν ξόρ­κια και κατάρες,
θα πρε­πε να κάτσουν να φτιάξουν
και να ρίξουν κανέ­ναν ιό
διά­σπαρ­το σε μέρη του διαδικτύου.
Εξάλλου,
κι αυτό, του­λά­χι­στον, είναι ένα γεγονός,
οι πλη­ρο­φο­ρί­ες δεν καίγονται,
μα εξαρ­τώ­νται από το ρεύμα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο