Στον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι
Σύντροφε Βλαδίμηρε.
Τώρα που γέμισε το σύννεφο
παντελόνια του μεροκάματου
κι ασιδέρωτα φουστάνια,
σε θέλαμε μαζί μας,
καβαλάρη του να σε βάλουμε
να τα οδηγείς μ’ απίστευτες ιαχές
μεσ’ απ’ της ψυχής σου τα ξεχειλίσματα
μεσ’ απ’ όλες τις λάμψεις
των τολμηρών ημερών μας.
Εμείς, Βλαδίμηρε, σε στοιχίσαμε
στις γραμμές των Λαών
ανάμεσα στους Νεολαίους της περιφρούρησης
κι ας λείπεις απ’ τα προτσές μας.
Η βουή των στίχων σου,
στις εξορμήσεις της ελπίδας μας,
την απέραντη αγάπη μας αγγίζει.
Και μη στενοχωριέσαι
που ξεκινάμε χωρίς εσένα μπροστά.
Το επίδομα του ματωμένου εργάτη
δίκαια, πρώτος εσύ, θα το πάρεις.
Σε θέλαμε όμως μαζί μας, Βλαδίμηρε,
να ζωγραφίζεις
τον παντοκράτορα άνθρωπο όρθιο
και μ’ “Άλφα” Κεφαλαίο ξανά,
να γράφεις τ’ όνομά του.
Τραγούδια να κάνεις τον μόχθο μας,
την πένα σου ξανά ξιφολόγχη
και στην επανάστασή μας
νεολαίου να έχεις συμμετοχή.
Ξέρεις, κι ο Λένιν πέθανε,
μα τον κρατήσαμε εδώ,
να ρέει μεσ’ τη σκέψη μας.
Ανάμεσά μας, τριγυρνά χαμογελώντας,
ακούγοντας τους δικούς σου στίχους
να γίνονται εμβατήρια πάλι
στων Προλετάριων τα χείλη
Αγάπησε τόσο την επανάσταση,
που θέλαμε να είσαι μαζί μας,
σαν φωτιά τραγουδιού,
να πυροδοτήσεις το ξεκίνημα
για το καινούργιο Δεκαεφτά,
που ανεβασμένος στο σύννεφο,
πάνω στα χέρια των Μπολσεβίκων,
τους στίχους σου σαν αστραπές
στους αλύγιστους εργάτες εξακόντιζες.
Τώρα που χάθηκαν
οι ποιητές των δρόμων
και η ποίηση έπεσε
στα χέρια των σαλονιών,
τώρα κι εμείς αρχίζουμε τις συναθροίσεις μας
μ’ επαναστατική συμμετοχή,
έξω απ’ τα οδοφράγματα των χειμερινών τους,
απαγγέλοντας στίχους Μαγιακόφσκι.
Σε θέλαμε μαζί μας, Βλαδίμηρε,
τώρα που αλλάζουν οι καιροί,
να πλέξουμε τις καρδιές μας
σκάλα ως τον γαλανό ουρανό μας,
σαν λάβαρο να σε κυματίσουμε,
να δοξάσεις τους νέους συντρόφους,
να δοξάσεις την αλήθεια,
που ετοιμάζεται να εξορμήσει,
σαν τους παλιούς Μπολσεβίκους,
για να καθαρίσει τους δρόμους
απ’ τη σωρευμένη βρωμιά
και των πληγών μας τη βιογραφία,
για την καινούργια ζωή
και τους καινούργιους ανθρώπους.
Αλέκος Πούλος
23 Μάρτη 1982