Τότε που έπαιρνε τα χιονισμένα σοκάκια
ψάχνοντας με αγωνία τη μορφή της
Τότε που φαινόταν κολλημένοι οι δείχτες του ρολογιού
σε εκείνο το ατέλειωτο αντίο τους
Τότε που ο πόνος της απουσίας
πάγωνε στα χείλη τον πρωινό καφέ
Τότε που ζητούσε λίγη στοργή
για να σκεπάσει τη συγγνώμη της
Μεγάλωσε πια
αδιάκοπα διαβαίνοντας
ατέλειωτα μουσκεμένα χιλιόμετρα
απέραντα λιωμένα όνειρα
ξημερώματα που έφερναν καινούργιους πόνους
Και εκείνη η λιακάδα αργούσε νάρθει
Τουλάχιστον οι σιδερένιοι νόμοι της φύσης
δεν μπορούσαν να τον προδώσουν.