Υπάρχουν μέρες, μήνες, ακόμη και χρόνια, που μπορεί να κρύβει κανείς βαθιά μέσα του τα όσα έζησε. Όμως υπάρχουν και στιγμές που τ’ ανατρέπουν όλα, που μένει γυμνός, χωρίς τις προστατευτικές πανοπλίες που με επιμέλεια έμπειρου σιδηρουργού είχε κατασκευάσει.
Η τυχαία συνάντηση- μετά από δύο χρόνια- με τον ιερέα της ενορίας…στη μικρή επαρχιακή πόλη, του ξύπνησε έντονες μνήμες. Άλλωστε χωρίς ο ίδιος να πει τίποτε, απλά του θύμισε με τη γαλήνη που πάντα τον διέκρινε, την τελευταία τους συνάντηση, τότε που τα κεριά της ζωής της μητέρας του έσβηναν ένα-ένα.
Η κατάσταση είχε χειροτερέψει. Οι γιατροί τής είχαν δώσει εξιτήριο από το νοσοκομείο, μιας και όπως είχαν πει «δεν είχαν κάτι άλλο να της προσφέρουν».
Και αυτός κάθε μέρα να περνά για να τη δει, ξαπλωμένη εκεί στο δωμάτιο, με τη νεανική βιβλιοθήκη του σαν σιωπηλός μάρτυρας των όσων χρόνων είχαν περάσει ή και θα συνέβαιναν.
Τις τελευταίες μέρες, ούτε πια μιλούσε. Μόνο κοιτούσε, χαμογελούσε όταν της χάιδευε το χέρι. Και εκείνο το γιαουρτάκι να μην μπορεί πια ούτε να το καταπιεί. Κάθε βράδυ επέστρεφε, διαλυμένος στο σπίτι του, αμίλητος απέναντι στην οικογένεια του, να κλαίει στο γραφείο του, σιγοπίνοντας εκείνο το τσίπουρο, από το χωράφι που του το είχε κληρονομήσει. Δεν είχε αυταπάτες. Οι ετοιμασίες για το μοιραίο είχαν ξεκινήσει.
Βαθιά θρησκευόμενη- όταν ακόμη ήταν σε καλύτερη κατάσταση- είχε ζητήσει και είχε λάβει τη μεταλαβιά. Δεν μπορούσαμε άλλωστε να της χαλάσουμε χατίρι. Τα πιστεύω του καθένα θα πρέπει να είναι άλλωστε σεβαστά.
Από το βράδυ της Κυριακής τον τυραννούσε η σκέψη, τι θα μπορούσε να κάνει ως «τελευταία πράξη του δράματος». Έστω κι αν πήγαινε κόντρα στα δικά του πιστεύω…
Τον ιερέα της ενορίας… τον είχε γνωρίσει εξαιτίας της παρουσίας του σε διάφορες εκδηλώσεις- κυρίως- ιστορικού περιεχομένου. Του έκανε εντύπωση η νηφάλια στάση του, αλλά και ο τρόπος αντιμετώπισης του ίδιου αν και τους χώριζε κοσμοθεωρητικός άβυσσος. Επίσης του είχε κάνει εντύπωση εκείνο το κήρυγμα μετά από την κηδεία φιλικού του προσώπου, που μετά την επιμνημόσυνη δέηση, είχαν τη ευκαιρία να το κουβεντιάσουν.
Το πρωί της Δευτέρας κατευθύνθηκε- χωρίς συστολή- στο γραφείο της ενορίας … Του ανέφερε την κατάσταση της μητέρας του, τη βαθιά της θρησκευτική πίστη, το γεγονός ότι είχε ήδη κοινωνήσει και ότι ίσως η παρουσία του λειτουργούσε ως το μεγαλύτερο «δώρο» που θα μπορούσε να κάνει ως γιος της λίγες ώρες πριν φύγει οριστικά.
Τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Και εγώ πιστεύω ότι είναι το καλύτερο, που θα μπορούσες να της προσφέρεις και ευχαρίστως θα έλθω τώρα μαζί σου. Όμως μιας και πρόκειται για πιστή άλλης ενορίας, θα πρέπει να ζητήσω τη σχετική άδεια από τον μητροπολίτη». Όπως και τελικά έγινε.
Το θέαμα για τους πολλούς, στη μικρή επαρχιακή πόλη, σίγουρα δημιουργούσε ερωτηματικά. «Δύο κόσμοι» να βαδίζουν σιωπηλοί στο δρόμο, μέχρι το σπίτι. Μα και οι γειτόνισσες της μάνας του, στο αντάμωμά τους, σταυροκοπήθηκαν και έσπευσαν να του φιλήσουν το χέρι.
Ήταν ξαπλωμένη, κουλουριασμένη με την κουβέρτα και το βλέμμα της απλανές. Την πλησίασε, τοποθέτησε το ευαγγέλιο στο πλάι και άρχισε να προσεύχεται. «Σου φέρνω την ευλογία του Δέσποτα» της είπε, «γνωρίζουν όλη τη βαθιά σου πίστη».
Το πρόσωπο της άρχισε να παίρνει τη μορφή ενός τεράστιου χαμόγελου. Σηκώθηκε λίγο και προσπάθησε να κάνει το σταυρό της, όπως εδώ και δεκαετίες έκανε με απόλυτη συνέπεια. Και μία λέξη βγήκε από τα χείλη της «Αμήν. Ευχαριστώ». Ήταν η πρώτη μετά από βδομάδες, αλλά και η τελευταία που ακούσαμε από τα χείλη της.
Ήταν ψύχραιμος όταν «έφυγε» μετά από δύο μέρες. Γιατί πίστευε βαθιά μέσα του, ότι έβαλε και αυτός το «χεράκι» του να φύγει όπως αυτή ήθελε, γεμάτη με τη δική της πίστη.
Όμως η συνάντηση με τον ιερέα της ενορίας…έκρυβε γι’αυτόν μία μεγάλη έκπληξη. «Δεν ήθελα αυτά τα χρόνια να σου το πω. Στην πολύχρονη ιερατική ζωή μου, δεν είδα ανάλογο φαινόμενο μ’αυτό της μητέρας σου. Μόνο να, μία φορά σ’ ένα Αγιορείτη Πατέρα. Τη δύναμη της πίστης της, για να σηκωθεί, να κάνει το σταυρό της και να πει τις τελευταίες της κουβέντες μπροστά στο ευαγγέλιο. Σέβομαι τα δικά σου πιστεύω, όπως γνωρίζεις. Απλά ήθελα να σου τονίσω τη δύναμη της πίστης, της κάθε πίστης. Οπότε τράβα το δρόμο που έχεις χαράξει και κρατά τον μέχρι το τέλος, από εκεί θα αντλείς δυνάμεις σε κάθε δυσκολία.»
(ΦΩΤΟ: Caspar David Friedrich:Οδοιπόρος πάνω στη Θάλασσα της Ομίχλης.
Ο Οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης (γερμ. Wanderer über dem Nebelmeer) είναι έργο ζωγραφικής και αυτοπροσωπογραφία του ρομαντικού Γερμανού ζωγράφου Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ. Φιλοτεχνήθηκε το 1818 και σήμερα βρίσκεται στην Αίθουσα Τέχνης του Αμβούργου.)