Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Η δύναμη ‑της δικής- της πίστης

Υπάρ­χουν μέρες, μήνες, ακό­μη και χρό­νια, που μπο­ρεί να κρύ­βει κανείς βαθιά μέσα του τα όσα έζη­σε. Όμως υπάρ­χουν και στιγ­μές που τ’ ανα­τρέ­πουν όλα, που μένει γυμνός, χωρίς τις προ­στα­τευ­τι­κές πανο­πλί­ες που με επι­μέ­λεια έμπει­ρου σιδη­ρουρ­γού είχε κατασκευάσει.

Η τυχαία συνά­ντη­ση- μετά από δύο χρό­νια- με τον ιερέα της ενορίας…στη μικρή επαρ­χια­κή πόλη, του ξύπνη­σε έντο­νες μνή­μες. Άλλω­στε χωρίς ο ίδιος να πει τίπο­τε, απλά του θύμι­σε με τη γαλή­νη που πάντα τον διέ­κρι­νε, την τελευ­ταία τους συνά­ντη­ση, τότε που τα κεριά της ζωής της μητέ­ρας του έσβη­ναν ένα-ένα.

Η κατά­στα­ση είχε χει­ρο­τε­ρέ­ψει. Οι για­τροί τής είχαν δώσει εξι­τή­ριο από το νοσο­κο­μείο, μιας και όπως είχαν πει «δεν είχαν κάτι άλλο να της προσφέρουν».

Και αυτός κάθε μέρα να περ­νά για να τη δει, ξαπλω­μέ­νη εκεί στο δωμά­τιο, με τη νεα­νι­κή βιβλιο­θή­κη του σαν σιω­πη­λός μάρ­τυ­ρας των όσων χρό­νων είχαν περά­σει ή και θα συνέβαιναν.

Τις τελευ­ταί­ες μέρες, ούτε πια μιλού­σε. Μόνο κοι­τού­σε, χαμο­γε­λού­σε όταν της χάι­δευε το χέρι. Και εκεί­νο το για­ουρ­τά­κι να μην μπο­ρεί πια ούτε να το κατα­πιεί. Κάθε βρά­δυ επέ­στρε­φε, δια­λυ­μέ­νος στο σπί­τι του, αμί­λη­τος απέ­να­ντι στην οικο­γέ­νεια του, να κλαί­ει στο γρα­φείο του, σιγο­πί­νο­ντας εκεί­νο το τσί­που­ρο, από το χωρά­φι που του το είχε κλη­ρο­νο­μή­σει. Δεν είχε αυτα­πά­τες. Οι ετοι­μα­σί­ες για το μοι­ραίο είχαν ξεκινήσει.

Βαθιά θρη­σκευό­με­νη- όταν ακό­μη ήταν σε καλύ­τε­ρη κατά­στα­ση- είχε ζητή­σει και είχε λάβει τη μετα­λα­βιά. Δεν μπο­ρού­σα­με άλλω­στε να της χαλά­σου­με χατί­ρι. Τα πιστεύω του καθέ­να θα πρέ­πει να είναι άλλω­στε σεβαστά.

Από το βρά­δυ της Κυρια­κής τον τυραν­νού­σε η σκέ­ψη, τι θα μπο­ρού­σε να κάνει ως «τελευ­ταία πρά­ξη του δρά­μα­τος». Έστω κι αν πήγαι­νε κόντρα στα δικά του πιστεύω…

Τον ιερέα της ενο­ρί­ας… τον είχε γνω­ρί­σει εξαι­τί­ας της παρου­σί­ας του σε διά­φο­ρες εκδη­λώ­σεις- κυρί­ως- ιστο­ρι­κού περιε­χο­μέ­νου. Του έκα­νε εντύ­πω­ση η νηφά­λια στά­ση του, αλλά και ο τρό­πος αντι­με­τώ­πι­σης του ίδιου αν και τους χώρι­ζε κοσμο­θε­ω­ρη­τι­κός άβυσ­σος. Επί­σης του είχε κάνει εντύ­πω­ση εκεί­νο το κήρυγ­μα μετά από την κηδεία φιλι­κού του προ­σώ­που, που μετά την επι­μνη­μό­συ­νη δέη­ση, είχαν τη ευκαι­ρία να το κουβεντιάσουν.

Το πρωί της Δευ­τέ­ρας κατευ­θύν­θη­κε- χωρίς συστο­λή- στο γρα­φείο της ενο­ρί­ας … Του ανέ­φε­ρε την κατά­στα­ση της μητέ­ρας του, τη βαθιά της θρη­σκευ­τι­κή πίστη, το γεγο­νός ότι είχε ήδη κοι­νω­νή­σει και ότι ίσως η παρου­σία του λει­τουρ­γού­σε ως το μεγα­λύ­τε­ρο «δώρο» που θα μπο­ρού­σε να κάνει ως γιος της λίγες ώρες πριν φύγει οριστικά.

Τον κοί­τα­ξε στα μάτια και του είπε: «Και εγώ πιστεύω ότι είναι το καλύ­τε­ρο, που θα μπο­ρού­σες να της προ­σφέ­ρεις και ευχα­ρί­στως θα έλθω τώρα μαζί σου. Όμως μιας και πρό­κει­ται για πιστή άλλης ενο­ρί­ας, θα πρέ­πει να ζητή­σω τη σχε­τι­κή άδεια από τον μητρο­πο­λί­τη». Όπως και τελι­κά έγινε.

Το θέα­μα για τους πολ­λούς, στη μικρή επαρ­χια­κή πόλη, σίγου­ρα δημιουρ­γού­σε ερω­τη­μα­τι­κά. «Δύο κόσμοι» να βαδί­ζουν σιω­πη­λοί στο δρό­μο, μέχρι το σπί­τι. Μα και οι γει­τό­νισ­σες της μάνας του, στο αντά­μω­μά τους, σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν και έσπευ­σαν να του φιλή­σουν το χέρι.

Ήταν ξαπλω­μέ­νη, κου­λου­ρια­σμέ­νη με την κου­βέρ­τα και το βλέμ­μα της απλα­νές. Την πλη­σί­α­σε, τοπο­θέ­τη­σε το ευαγ­γέ­λιο στο πλάι και άρχι­σε να προ­σεύ­χε­ται. «Σου φέρ­νω την ευλο­γία του Δέσπο­τα» της είπε, «γνω­ρί­ζουν όλη τη βαθιά σου πίστη».

Το πρό­σω­πο της άρχι­σε να παίρ­νει τη μορ­φή ενός τερά­στιου χαμό­γε­λου. Σηκώ­θη­κε λίγο και προ­σπά­θη­σε να κάνει το σταυ­ρό της, όπως εδώ και δεκα­ε­τί­ες έκα­νε με από­λυ­τη συνέ­πεια. Και μία λέξη βγή­κε από τα χεί­λη της «Αμήν. Ευχα­ρι­στώ». Ήταν η πρώ­τη μετά από βδο­μά­δες, αλλά και η τελευ­ταία που ακού­σα­με από τα χεί­λη της.

Ήταν ψύχραι­μος όταν «έφυ­γε» μετά από δύο μέρες. Για­τί πίστευε βαθιά μέσα του, ότι έβα­λε και αυτός το «χερά­κι» του να φύγει όπως αυτή ήθε­λε, γεμά­τη με τη δική της πίστη.

Όμως η συνά­ντη­ση με τον ιερέα της ενορίας…έκρυβε γι’αυτόν μία μεγά­λη έκπλη­ξη. «Δεν ήθε­λα αυτά τα χρό­νια να σου το πω. Στην πολύ­χρο­νη ιερα­τι­κή ζωή μου, δεν είδα ανά­λο­γο φαι­νό­με­νο μ’αυτό της μητέ­ρας σου. Μόνο να, μία φορά σ’ ένα Αγιο­ρεί­τη Πατέ­ρα. Τη δύνα­μη της πίστης της, για να σηκω­θεί, να κάνει το σταυ­ρό της και να πει τις τελευ­ταί­ες της κου­βέ­ντες μπρο­στά στο ευαγ­γέ­λιο. Σέβο­μαι τα δικά σου πιστεύω, όπως γνω­ρί­ζεις. Απλά ήθε­λα να σου τονί­σω τη δύνα­μη της πίστης, της κάθε πίστης. Οπό­τε τρά­βα το δρό­μο που έχεις χαρά­ξει και κρα­τά τον μέχρι το τέλος, από εκεί θα αντλείς δυνά­μεις σε κάθε δυσκολία.»

 

(ΦΩΤΟ: Caspar David Friedrich:Οδοιπόρος πάνω στη Θάλασ­σα της Ομίχλης.

Ο Οδοι­πό­ρος επά­νω από τη θάλασ­σα της ομί­χλης (γερμ. Wanderer über dem Nebelmeer) είναι έργο ζωγρα­φι­κής και αυτο­προ­σω­πο­γρα­φία του ρομα­ντι­κού Γερ­μα­νού ζωγρά­φου Κάσπαρ Ντά­βιντ Φρί­ντριχ. Φιλο­τε­χνή­θη­κε το 1818 και σήμε­ρα βρί­σκε­ται στην Αίθου­σα Τέχνης του Αμβούργου.)

29 στιγ­μές, του Αλέ­κου Χατζηκώστα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο