Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Η πρώτη απόλυση

Ο λογι­στής πάτη­σε τελι­κά το κου­μπί. Μία απλή- συνη­θι­σμέ­νη κίνη­ση- στον πολυ­δια­φη­μι­σμέ­νο ψηφια­κό μας κόσμο. Η αίτη­ση συντα­ξιο­δό­τη­σης, ακο­λού­θη­σε αυτήν της δια­κο­πής επαγ­γέλ­μα­τος. Τελι­κά η νέα σελί­δα στη ζωή του θα γρα­φό­ταν ψηφιακά.

Δεν ήταν ώρες απο­λο­γι­σμών. Άλλω­στε οι χαρές ήταν λιγό­τε­ρες από τις λύπες, οι στρο­φές από τα ξέφω­τα, τα άγχη από τις μικρές ήρε­μες ώρες. Σαν τον επι­βά­τη του τρέ­νου που με κολ­λη­μέ­νο το πρό­σω­πο παρα­κο­λου­θεί τα τοπία, ένιω­σε να περ­νούν σαν αστρα­πή δεκα­ε­τί­ες που η ζωή του ακο­λου­θού­σε υπο­χρε­ω­τι­κές, δύσβα­τες διαδρομές.

Δεν βιά­στη­κε να πει «τέλος καλό, όλα καλά» για­τί ο συντα­ξιο­δο­τι­κός του βίος που θ’ ακο­λου­θού­σε, δεν θα ήταν καθό­λου εύκο­λος. Το πότε θα έπαιρ­νε την πολυ­πό­θη­τη σύντα­ξη και κυρί­ως το πόσα θα έπαιρ­νε, του σού­βλι­ζε την καρ­διά και το μυα­λό, ενώ και η τσέ­πη του ένιω­σε να διαμαρτύρεται.

Κάποια πράγ­μα­τα , είναι σαν την πρώ­τη αγά­πη. Μένουν, ό,τι κι αν έχει μεσο­λα­βή­σει, αξέ­χα­στα και κυρί­ως ανε­ξί­τη­λα αν συνο­δεύ­ο­νται από πόνο. Η μνή­μη σε τέτοιες περι­πτώ­σεις δεν εξω­ρα­ΐ­ζε­ται, δεν λειαί­νο­νται οι γωνί­ες της.

Ένας χρό­νος είχε περά­σει από την πτώ­ση του Χού­ντας και η χώρα προ­σπα­θού­σε να βρει τον δρό­μο της, ενώ η νεο­λαία το δικό της πολι­τι­κό βημα­τι­σμό, πάντα προς τ’ αρι­στε­ρά τότε. Οι θεω­ρη­τι­κές και πολι­τι­κές συζη­τή­σεις ήταν στο φόρ­τε τους, ενώ και η ανα­ζή­τη­ση αξιών και ιδα­νι­κών πέρα από το γνω­στό τρί­πτυ­χο «Πατρίς-Θρη­σκεία-Οικο­γέ­νεια» που για 7 χρό­νια τους είχε ψαλι­δί­σει τη ζωή, εμφα­νι­ζό­ταν ως πρώ­τι­στη ανά­γκη. Όμως υπήρ­χε και η ανά­γκη για μικρο­χα­ρές στη ζωή, ιδί­ως τα καλο­καί­ρια όπως ταβέρ­να, θάλασ­σα και αυτό απαι­τού­σε να υπάρ­χει και το σχε­τι­κό χαρτζιλίκι.

Το οικο­γε­νεια­κό εισό­δη­μα, μικρό που όσο και να το τέντω­νες δεν έφτα­νε για να καλύ­ψει αυτές τις ανά­γκες. Η λύση για μερο­κά­μα­το στα εργο­στά­σια-δια­λο­γη­τή­ρια της περιο­χής φάντα­ζε πλέ­ον μονόδρομος.

Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Οι συζη­τή­σεις που έκα­νε τότε μαθη­τής, πηγαί­νο­ντας στα γρα­φεία του τοπι­κού φοι­τη­τι­κού συλ­λό­γου τον είχαν συνε­πά­ρει. Ήθε­λε να γνω­ρί­σει από κοντά το πώς ζού­σε το …βιο­μη­χα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το και ν’ απο­κτή­σει την απα­ραί­τη­τη …ταξι­κή συνεί­δη­ση που τόσο θα του ήταν χρή­σι­μη στα πρώ­τα του επα­να­στα­τι­κά βήμα­τα. Ήθε­λε από πρώ­το χέρι να γνω­ρί­σει τις λέξεις που με πάθος εκστό­μι­ζε για την μπουρ­ζουα­ζία, για την εκμε­τάλ­λευ­ση, για την ταξι­κή πάλη. Για­τί άλλο να δια­βά­ζει γι’αυτά από το πλή­θος μαρ­ξι­στι­κών βιβλί­ων που κυκλο­φο­ρού­σαν τότε ‑που τα διά­βα­ζε άπλη­στα και ας μην κατα­λά­βαι­νε τα περισ­σό­τε­ρα- και άλλο να τα ζει.

Οι δύο πρώ­τες μέρες κύλη­σαν δύσκο­λα. Δεν ήταν τόσο οι υψη­λές θερ­μο­κρα­σί­ες που υπήρ­χαν, τα τελά­ρα που κου­βα­λού­σε αδιά­κο­πα με τα χέρια ή τα ειδι­κά καρό­τσια που υπήρ­χαν, όσο η μονο­το­νία, το αυστη­ρό ωρά­ριο, αλλά και το άγρυ­πνο μάτι των επιστατών.

Στις 5 το πρω­ι­νό ξύπνη­μα ‚για να΄ναι στις 6 στο εργο­στά­σιο πηγαί­νο­ντας με τα πόδια. Στις 11 το μισά­ω­ρο διά­λειμ­μα και στη συνέ­χεια στις 2.30 το σχό­λα­σμα. Ωρά­ριο με θρη­σκευ­τι­κή ευλά­βεια τηρη­μέ­νο και με μπό­λι­κο ιδρώ­τα ποτισμένο.

Όμως ανά­με­σα σε όλα αυτά, υπήρ­χε και χαρά καθώς γνώ­ρι­ζε έναν και­νού­ριο κόσμο. Τις μεσή­λι­κες που δού­λευαν ακα­τά­παυ­στα στη δια­λο­γή, τα δυνα­τά χαμό­γε­λα, τα σόκιν ανέκ­δο­τα στο διά­λειμ­μα, αλλά και κάπου-κάπου το τραγούδι.

Από την τρί­τη όμως μέρα πήρε τον αέρα της δου­λειάς, αισθα­νό­ταν πλέ­ον βετε­ρά­νος, ενώ στο διά­λειμ­μα έβρι­σκε την ευκαι­ρία να συνο­μι­λεί και με φοι­τη­τές που από τα γύρω χωριά έβγα­ζαν το χαρ­τζι­λί­κι τους για το δύσκο­λο φοι­τη­τι­κό χει­μώ­να που τους περί­με­νε. Από αυτούς έμα­θε και ειδι­κό­τε­ρα εργα­σια­κά ζητή­μα­τα όπως το ύψος του μερο­κά­μα­του, τον νόμι­μο ωρά­ριο κ.α που με τη σει­ρά του τα μετέ­φε­ρε στους συνο­μή­λι­κους τους που άνοι­γαν το στό­μα τους, με θαυ­μα­σμό για τις γνώ­σεις του.

Όμως όλοι οι εργα­ζό­με­νοι δεν ήταν το ίδιο. Δεν ήταν άγιοι, αλλά άνθρω­ποι που στο μεδού­λι τους είχαν εμπο­τι­στεί οι «αξί­ες» του συστή­μα­τος, ο ατο­μι­σμός, η λού­φα σε βάρος των άλλων, αλλά και ο χαφιε­δι­σμός σε μία κοι­νω­νία που τα προη­γού­με­να 7 χρό­νια είχε μετε­ξε­λι­χτεί η ιδιό­τη­τα αυτή σε …κυρί­αρ­χο σπορ. Αυτή την αλή­θεια θα την πρω­το­μά­θαι­νε εκεί και θα τη βίω­νε με πικρό τρό­πο και στην υπό­λοι­πη οικο­νο­μι­κά ενερ­γή ζωή του.

Και εκεί­να τ’ απο­γεύ­μα­τα της σχό­λης που ακο­λου­θού­σαν, να συνο­δεύ­ο­νται με τις συζη­τή­σεις στον τοπι­κό φοι­τη­τι­κό σύλ­λο­γο και το δικό του καμά­ρι, μόνι­μη επω­δό στις αντι­πα­ρα­θέ­σεις απέ­να­ντι σε μεγα­λύ­τε­ρους φοι­τη­τές: «Μη μιλάς εσύ, πάνε και σε κανέ­να εργο­στά­σιο όπως εγώ και μετά μιλάς για οπορτουνισμό».

Οι μέρες περ­νού­σαν, οι συζη­τή­σεις στο εργο­στά­σιο συνε­χι­ζό­ταν, η δου­λειά του φαι­νό­ταν πια παι­χνί­δι και οι γυναί­κες (και κάποιες κόρες τους…) τον κοι­τού­σαν πια με δια­φο­ρε­τι­κό μάτι (ή έτσι του φαι­νό­ταν;). Όπως είχε μάθει το Σάβ­βα­το θα πλη­ρω­νό­ταν το πρώ­το του δεκα­πεν­θή­με­ρο. Όλο προ­σμο­νή στο τέλος της βάρ­διας κατευ­θύν­θη­κε στο λογι­στή­ριο. Η λογί­στρια διά­βα­σε το όνο­μα του και του έδω­σε σε φάκε­λο τα χρή­μα­τα. Στην ερώ­τη­ση του δε, αν του κολ­λά­νε και ένση­μα αυτή περιο­ρί­στη­κε σε ένα χαμό­γε­λο όλο νόη­μα. Απο­μα­κρύν­θη­κε και άνοι­ξε με αγω­νία τον φάκε­λο. Όσο και αν μετρού­σε τα χρή­μα­τα αυτά δεν φαί­νο­νταν ν’ αυγα­τί­ζουν. Ήταν λιγό­τε­ρα απ’ όσα περί­με­νε, από αυτά που οι μεγα­λύ­τε­ροι τον είχαν ενη­με­ρώ­σει ότι προβλέπονται.

Αγα­νά­κτη­σε, αισθάν­θη­κε το αίμα ν’ ανε­βαί­νει στο κεφά­λι του. Συγκρά­τη­σε τον αθυ­ρό­στο­μο χαρα­κτή­ρα του, που στο μέλ­λον πολ­λά από όσα τρά­βη­ξε θα του χρω­στού­σε. Πρό­λα­βε τους άλλους νέους στο δρό­μο της επι­στρο­φής. Κου­βέ­ντια­σε το ζήτη­μα μετα­ξύ τους. Και αυτοί αγα­να­κτι­σμέ­νοι, αλλά και γεμά­τοι απο­ρία για το τι έπρε­πε να κάνουν. Προ­σπά­θη­σε να τους πεί­σει ν’ αντι­δρά­σουν. Μάλι­στα ξανα­γύ­ρι­σε πίσω ζητώ­ντας και τα ρέστα από την λογί­στρια, αλλά τίποτε.

«Αυτά μου είπε να σας δώσω το αφε­ντι­κό, αυτά σας έδω­σα. Ούτε δραχ­μή παραπάνω»

Το Σαβ­βα­τό­βρα­δο δεν ήταν όπως το είχε σχε­διά­σει. Οι μεγα­λύ­τε­ροι, «μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νοι» στα λόγια του­λά­χι­στον, στον τοπι­κό φοι­τη­τι­κό σύλ­λο­γο, τον συμ­βού­λε­ψαν να οργα­νώ­σει απερ­γία και αυτοί θα βοη­θού­σαν απ’ έξω. Αλλά τι απερ­γία όταν τα σωμα­τεία που υπήρ­χαν κου­βα­λού­σαν ακό­μη τα βασι­κά αστέ­ρια της χού­ντας στις διοι­κη­τι­κές τους θέσεις; Και κυρί­ως με ποια στή­ρι­ξη από μέσα; Με ανθρώ­πους που φοβό­ταν τον ίσκιο τους;

Τη Δευ­τέ­ρα που ξανα­πή­γε η καρ­διά του ήταν σφιγ­μέ­νη, ενώ στο μυα­λό του στρι­φο­γύ­ρι­ζαν πολ­λές και μπερ­δε­μέ­νες ιδέ­ες για το τι ακρι­βώς πρέ­πει να κάνει για να διεκ­δι­κή­σει το δίκιο του.

Τον έβγα­λε όμως γρή­γο­ρα από τις σκέ­ψεις του ο επι­στά­της. Εκεί­νος ο ασχη­μο­μού­ρης που όλο φλέρ­τα­ρε τις γυναί­κες, που έβρι­ζε χυδαία σε κάθε λάθος, που έβα­ζε τις φωνές- σαν φρού­ραρ­χος σε γαλέ­ρα- για να μην καθυ­στε­ρούν. Τον πλη­σί­α­σε και τον ενη­μέ­ρω­σε ότι τον θέλει το αφε­ντι­κό. «Μαύ­ρα φίδια τον έζω­σαν». Άλλω­στε το στρα­βό, ειρω­νι­κό του χαμό­γε­λο ήταν απο­κα­λυ­πτι­κό του τι θα επακολουθούσε.

Το αφε­ντι­κό δεν μάση­σε τα λόγια του:

«Κοί­τα­ξε μικρέ. Δεν θα μου χαλά­σεις εσύ το εργο­στά­σιο. Ξέρω τον πατέ­ρα σου είναι νοι­κο­κύ­ρης και ήσυ­χος άνθρω­πος. Εδώ επα­να­στά­τες δεν θέλου­με. Μπο­ρείς να φύγεις από τώρα και να μην ξανα­γυ­ρί­σεις αφού δεν σου αρέ­σει όπως έμα­θα το μερο­κά­μα­το που παίρνεις»

Δεν του απά­ντη­σε- αν και τα επό­με­να χρό­νια μετά­νιω­σε γι’ αυτό- επέ­στρε­ψε στο πόστο του, πήρε τα πράγ­μα­τα του και έφυ­γε. Όσο δε για όσους τόλ­μη­σαν να τον ρωτή­σουν απά­ντη­σε ξερά: « Με απέ­λυ­σε ο π…ης».

Το μεση­μέ­ρι ο πατέ­ρας του- χαμο­γε­λώ­ντας ίσως και από περη­φά­νια- του είπε: «Γιε μου, πήρες μία μικρή γεύ­ση τι σημαί­νει ζωή. Απλά στο μέλ­λον να προ­σέ­χεις σε ποιον ανοί­γε­σαι. Πολ­λούς ρου­φιά­νους έχει η κοι­νω­νία μας.»

Το από­γευ­μα της Δευ­τέ­ρας πάντως για όσους τον ρώτη­σαν πώς πάει με τη δου­λειά απα­ντού­σε περή­φα­να: «Απο­λύ­θη­κα, για συν­δι­κα­λι­στι­κούς λόγους!»

Σκλη­ρός Απρί­λης του 2020μ.Χ.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο