Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: «Μοναξιά» και περηφάνια

Τα μισό­λο­γα του στο τηλέ­φω­νο, του είχαν βάλει υπο­ψί­ες. «Πατέ­ρα, σας περι­μέ­νω στην ορκω­μο­σία μου. Θα ήθε­λα να είστε στο πλευ­ρό μου στην ξεχω­ρι­στή αυτή στιγ­μή για μένα».

Αυτό το «ξεχω­ρι­στή στιγ­μή» ήταν που τον προ­βλη­μά­τι­σε. Δεν είπε τίπο­τε. Απλά οργά­νω­σε την «κάθο­δο» της υπό­λοι­πης οικο­γέ­νειας στο Κέντρο.

Οι λίγες μέρες που είχε το στερ­νο­πού­λι του, από τότε που παρου­σιά­στη­κε στο Κέντρο- μπρο­στά στα όσα είχε τρα­βή­ξει αυτός στη μακρό­χρο­νη θητεία του- του φαί­νο­ταν «κολέ­γιο» .

Και σίγου­ρα δεν μπο­ρού­σε να μην ανα­γνω­ρί­σει τα βήμα­τα εκσυγ­χρο­νι­σμού που είχαν γίνει. Μέχρι και ο διοι­κη­τής του Κέντρου του είχε στεί­λει επι­στο­λή που τόνι­ζε ότι «..είμαι έτοι­μος να ακού­σω τους προ­βλη­μα­τι­σμούς σας και να μοι­ρα­στώ τις ανη­συ­χί­ες σας. Επι­θυ­μώ να είμα­στε σύμ­μα­χοι και συνο­δοι­πό­ροι σε αυτό το έργο…»

Όχι ότι είχε αυτα­πά­τες για το ρόλο των Ενό­πλων Δυνά­με­ων στο σημε­ρι­νό κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό καθε­στώς, όμως και μόνο η επι­θυ­μία να μην τρα­βού­σε ο γιος ό,τι αυτός είχε παλιό­τε­ρα περά­σει, τον έκα­νε ανή­συ­χο ίσως και παρα­πά­νω απ’ ότι έπρεπε.

Όταν έφτα­σαν στο στρα­τό­πε­δο, αντι­με­τω­πί­στη­καν με ευγέ­νεια από τους ΑΛΦΑ­μή­τες. Άλλω­στε τα στοι­χεία της οικο­γέ­νειας υπήρ­χαν σε κατά­στα­ση από τα πριν.

Γνώ­ρι­σε τον γιό του αμέ­σως. Και πώς άλλω­στε δεν θα γινό­ταν; Όλοι οι νεο­σύλ­λε­κτοι παρα­ταγ­μέ­νοι σε σει­ρά και αυτός μόνος, αλλά και περή­φα­νος. Ίσως ένα χαμό­γε­λο να έσκα­σε κιό­λας μόλις μας είδε κάτω από τα μου­στά­κια του που τα είχε αφή­σει πριν τη παρου­σί­α­σή του για να δεί­χνει όπως μας είπε αργό­τε­ρα «ψαρω­τι­κός».

Η στρα­τιω­τι­κή ηγε­σία έλα­βε τις θέσεις. Το ίδιο και οι γονείς πίσω από τα κάγκε­λα που είχαν στη­θεί, να τρα­βούν φωτο­γρα­φί­ες και βίντεο αχόρ­τα­γα με τα κινη­τά τους για τους κανα­κά­ρη­δες τους.

Η επι­θε­ώ­ρη­ση από μέρους του στρα­τη­γού ξεκί­νη­σε. Οι ιερείς άρχι­σαν να ψάλουν. Στη συνέ­χεια μία αυστη­ρή φωνή- δια­τα­γή «απο­κα­λυ­φτεί­τε» ήχη­σε από τα μεγά­φω­να. Και στη συνέ­χεια το «ακο­λου­θεί η ορκω­μο­σία για τους Χρι­στια­νούς νεοσύλλεκτους».

Όλοι πλην του γιου του, σήκω­σαν το χέρι σήκω­σαν και επα­νέ­λα­βαν με όλη τους τη φωνή τον καθιε­ρω­μέ­νο θρη­σκευ­τι­κό-στρα­τιω­τι­κό όρκο.

Τα πρώ­τα σού­σου­ρα για τον νεο­σύλ­λε­κτο που δεν ορκί­στη­κε ξεκίνησαν.

Τον πλη­σί­α­σε το υπο­διοι­κη­τής και του διά­βα­σε τα όσα προ­βλε­πό­ταν για πολι­τι­κούς όρκους. Τελειώ­νο­ντας η στε­ντό­ρεια φωνή του- λες και μ’αυτόν τον τρό­πο ήθε­λε να δεί­ξει την ξεχω­ρι­στή, παλι­κα­ρί­σια στά­ση του- ακού­στη­κε σε όλο το στρα­τό­πε­δο: «ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ»!

Οι γονείς άλλων νεο­σύλ­λε­κτων δίπλα του ανα­ρω­τή­θη­καν για το θάρ­ρος και τη ψυχραι­μία του: «Μάλ­λον θα’ναι κανέ­νας Ιαχω­βάς. Έτσι κάνουν αυτοί».

Τους πλη­σί­α­σε με χαμό­γε­λο και τους είπε. «Αυτό είναι ο γιος μου και είμαι περή­φα­νος γι’αυτόν. Και κάτι ακό­μη. Δεν είναι Ιαχω­βάς, αλλά κομμουνιστής!»

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο