Τα ΜΜΕ, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα έκαναν τη δουλειά τους. Όπως και τα καταστήματα που είχαν γεμίσει με καρδούλες διαφημίζοντας τη πραμάτεια τους με αφορμή την «Ημέρα των ερωτευμένων», του Αγίου Βαλεντίνου, περιμένοντας με αγωνία αύξηση της πελατείας τους.
«Ο έρωτας, όπως και κάθε τι στην κοινωνία μας έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα», σκεφτόταν τις τελευταίες μέρες καθώς πλησίαζε η 14η Φλεβάρη και ας συνήθιζε να της παίρνει δώρα την μέρα αυτή.
Ομως εδώ και μέρες όμως αναγκαζόταν ν’ απαντά στους φίλους του που τον κορόιδευαν — λέγοντάς του «τι δώρο θα πάρει στην αγαπημένη του του Αγίου Βαλεντίνου»- ότι η δική του αγάπη «έφυγε όπως ήλθε και δεν θα ξανάλθει».
Ξύπνησε την γιορτινή αυτή μέρα με μία διάθεση «στα πατώματα». Ο έρωτας του είχε χτυπήσει την πόρτα κι αυτός την είχε αρχικά ανοίξει και μετά τη έκλεισε με πάταγο. Έριχνε ευθύνες στον εαυτό του. «Περνάς τη φάση της αυτολύπησης» όπως του έλεγε η φίλη του η ψυχολόγος και ίσως να έπεφτε μέσα στις εκτιμήσεις της.
Όμως δεν μπορούσε κι αυτός να της συγχωρήσει την βαθιά θρησκευτική της πίστη. «Θρησκόληπτη» τις ανέβαζε, «θρησκόληπητη» τη κατέβαζε. Και ας ήξερε ότι ως πιστή Καθολική είχε την Θρησκεία στο αίμα της…
Και όταν από την Μυτιλήνη του έστειλε εκείνη την ΦΩΤΟ προσευχόμενη στον Καθολικό ναό της Μεταστάσεως, δεν άντεξε, το θεώρησε πρόκληση, της πήρε τηλέφωνο και τη κατσάδιασε άγρια.
«Δικαίωμα σου να πιστεύεις, αλλά μην με προκαλείς και εμένα που δεν πιστεύω, μ’αυτόν τον τρόπο» της είπε και έκλεισε το τηλέφωνο
Ήταν η αρχή του τέλους. Εκείνη έφυγε για να συνεχίσει το διδακτορικό της στο εξωτερικό και από τότε όχι μόνο δεν τη ξανάδε, αλλά ούτε και είχαν καμιά επικοινωνία.
Έκανε πρωϊ- πρωϊ ζάπινγκ στα κανάλια όταν μία ανταπόκριση από την Μυτιλήνη τον έκανε να σταματήσει και να δώσει προσοχή:
«Οστά του Αγίου Βαλεντίνου βρίσκονταν επί έναν αιώνα κάτω από την από την Αγία Τράπεζα στον Καθολικό ναό της Μεταστάσεως, που βρίσκεται στην οδό Ερμού, στην κεντρική αγορά της Μυτιλήνης. Όμως οι κάτοικοι του νησιού δεν γνώριζαν ότι στην καθολική Εκκλησία υπήρχε απότμημα των λειψάνων του Αγίου Βαλεντίνου.Το 1907 τα λείψανα βρέθηκαν στον καθολικό ναό της Μεταστάσεως της Θεοτόκου στη Μυτιλήνη, όπου υπήρχε τότε αξιόλογη κοινότητα καθολικών (Φραγκολεβαντίνοι). Δεν είναι γνωστή η ακριβής διαδρομή των λειψάνων, πιθανότατα μεταφέρθηκαν στη Μυτιλήνη από κάποιο απόγονο του Longarini di S. Costanzo (κατά κληρονομική διαδοχή από τον ίδιο) που μετανάστευσε στη Μυτιλήνη στο τέλος του 19ου αιώνα. Τα λείψανα είχαν τοποθετηθεί κάτω από το κεντρικό ιερό βήμα του καθολικού ναού της Μυτιλήνης και πιθανότατα είχαν δοθεί προς φύλαξη από τον κάτοχό τους στον τότε εφημέριο της Μυτιλήνης. Στις 27 Απριλίου 1907 ο καθολικός Αρχιεπίσκοπος της Σμύρνης Δομήνικος Μαρέγκος πραγματοποίησε αυτοψία στα λείψανα και εξακρίβωσε την αυθεντικότητα τους, και κράτησε τμήματα προορισμένα για τη Ρώμη, τη Σμύρνη και τη δωρήτρια οικογένεια. Τελευταία κάτοχος των τιμίων λειψάνων ήταν η Λουκία Θεοφανοπούλου Bongigli, η οποία τα δώρισε στον καθολικό ναό της Μυτιλήνης.»
Άκουσε όλη την ανταπόκριση που συνοδευόταν από πλάνα από το εσωτερικό του ναού. Τα πλάνα του φάνηκαν γνωστά. Αναζήτησε την ΦΩΤΟ που του είχε στείλει. Προφανώς και τίποτε δεν είχε αλλάξει τον χρόνο που μεσολάβησε. Το μυαλό του- επιτέλους- πήρε τις σωστές στροφές. Προφανώς και η ΦΩΤΟ που του είχε στείλει είχε γίνει για να τον προκαλέσει, αλλά όχι μ’αυτόν τον τρόπο που αυτός είχε καταλάβει…
Χαμογέλασε. Έπιασε το τηλέφωνο και πήρε τον αριθμό της. Όπως έλεγε και ο Μανώλης Αναγνωστάκης «αγαπούσε ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου της»
Τα είπε όλα μαζεμένα:
«Σου ζητώ συγνώμη. Ήμουν τόσο βλάκας που δεν κατάλαβα. Σ’αγαπώ. Θέλω να ξαναβρεθούμε…»
Τον άκουγε προσεκτικά, χωρίς να τον διακόπτει. Έπειτα του είπε χαμογελαστά:
«Χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος για να καταλάβεις το νόημα της ΦΩΤΟ. Τελικά δεν ήσουν ο παντογνώστης όπως καμάρωνες. Να φροντίσεις να «ξεσκονίσεις» τα θρησκευτικά σου. Θα σου χρειαστούν στις επόμενες συναντήσεις μας. Και εγώ σ’ αγαπώ!»