Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Του… Αγίου Βαλεντίνου

Τα ΜΜΕ, όπως κάθε χρό­νο τέτοια μέρα έκα­ναν τη δου­λειά τους. Όπως και τα κατα­στή­μα­τα που είχαν γεμί­σει με καρ­δού­λες δια­φη­μί­ζο­ντας τη πρα­μά­τεια τους με αφορ­μή την «Ημέ­ρα των ερω­τευ­μέ­νων», του Αγί­ου Βαλε­ντί­νου, περι­μέ­νο­ντας με αγω­νία αύξη­ση της πελα­τεί­ας τους.

«Ο έρω­τας, όπως και κάθε τι στην κοι­νω­νία μας έχει μετα­τρα­πεί σε εμπό­ρευ­μα», σκε­φτό­ταν τις τελευ­ταί­ες μέρες καθώς πλη­σί­α­ζε η 14η Φλε­βά­ρη και ας συνή­θι­ζε να της παίρ­νει δώρα την μέρα αυτή.
Ομως εδώ και μέρες όμως ανα­γκα­ζό­ταν ν’ απα­ντά στους φίλους του που τον κορόι­δευαν — λέγο­ντάς του «τι δώρο θα πάρει στην αγα­πη­μέ­νη του του Αγί­ου Βαλε­ντί­νου»- ότι η δική του αγά­πη «έφυ­γε όπως ήλθε και δεν θα ξανάλθει».

Ξύπνη­σε την γιορ­τι­νή αυτή μέρα με μία διά­θε­ση «στα πατώ­μα­τα». Ο έρω­τας του είχε χτυ­πή­σει την πόρ­τα κι αυτός την είχε αρχι­κά ανοί­ξει και μετά τη έκλει­σε με πάτα­γο. Έρι­χνε ευθύ­νες στον εαυ­τό του. «Περ­νάς τη φάση της αυτο­λύ­πη­σης» όπως του έλε­γε η φίλη του η ψυχο­λό­γος και ίσως να έπε­φτε μέσα στις εκτι­μή­σεις της.

Όμως δεν μπο­ρού­σε κι αυτός να της συγ­χω­ρή­σει την βαθιά θρη­σκευ­τι­κή της πίστη. «Θρη­σκό­λη­πτη» τις ανέ­βα­ζε, «θρη­σκό­λη­πη­τη» τη κατέ­βα­ζε. Και ας ήξε­ρε ότι ως πιστή Καθο­λι­κή είχε την Θρη­σκεία στο αίμα της…

Και όταν από την Μυτι­λή­νη του έστει­λε εκεί­νη την ΦΩΤΟ προ­σευ­χό­με­νη στον Καθο­λι­κό ναό της Μετα­στά­σε­ως, δεν άντε­ξε, το θεώ­ρη­σε πρό­κλη­ση, της πήρε τηλέ­φω­νο και τη κατσά­δια­σε άγρια.

«Δικαί­ω­μα σου να πιστεύ­εις, αλλά μην με προ­κα­λείς και εμέ­να που δεν πιστεύω, μ’αυτόν τον τρό­πο» της είπε και έκλει­σε το τηλέφωνο

Ήταν η αρχή του τέλους. Εκεί­νη έφυ­γε για να συνε­χί­σει το διδα­κτο­ρι­κό της στο εξω­τε­ρι­κό και από τότε όχι μόνο δεν τη ξανά­δε, αλλά ούτε και είχαν καμιά επικοινωνία.

Έκα­νε πρωϊ- πρωϊ ζάπινγκ στα κανά­λια όταν μία αντα­πό­κρι­ση από την Μυτι­λή­νη τον έκα­νε να στα­μα­τή­σει και να δώσει προσοχή:

«Οστά του Αγί­ου Βαλε­ντί­νου βρί­σκο­νταν επί έναν αιώ­να κάτω από την από την Αγία Τρά­πε­ζα στον Καθο­λι­κό ναό της Μετα­στά­σε­ως, που βρί­σκε­ται στην οδό Ερμού, στην κεντρι­κή αγο­ρά της Μυτι­λή­νης. Όμως οι κάτοι­κοι του νησιού δεν γνώ­ρι­ζαν ότι στην καθο­λι­κή Εκκλη­σία υπήρ­χε από­τμη­μα των λει­ψά­νων του Αγί­ου Βαλεντίνου.Το 1907 τα λεί­ψα­να βρέ­θη­καν στον καθο­λι­κό ναό της Μετα­στά­σε­ως της Θεο­τό­κου στη Μυτι­λή­νη, όπου υπήρ­χε τότε αξιό­λο­γη κοι­νό­τη­τα καθο­λι­κών (Φρα­γκο­λε­βα­ντί­νοι). Δεν είναι γνω­στή η ακρι­βής δια­δρο­μή των λει­ψά­νων, πιθα­νό­τα­τα μετα­φέρ­θη­καν στη Μυτι­λή­νη από κάποιο από­γο­νο του Longarini di S. Costanzo (κατά κλη­ρο­νο­μι­κή δια­δο­χή από τον ίδιο) που μετα­νά­στευ­σε στη Μυτι­λή­νη στο τέλος του 19ου αιώ­να. Τα λεί­ψα­να είχαν τοπο­θε­τη­θεί κάτω από το κεντρι­κό ιερό βήμα του καθο­λι­κού ναού της Μυτι­λή­νης και πιθα­νό­τα­τα είχαν δοθεί προς φύλα­ξη από τον κάτο­χό τους στον τότε εφη­μέ­ριο της Μυτι­λή­νης. Στις 27 Απρι­λί­ου 1907 ο καθο­λι­κός Αρχιε­πί­σκο­πος της Σμύρ­νης Δομή­νι­κος Μαρέ­γκος πραγ­μα­το­ποί­η­σε αυτο­ψία στα λεί­ψα­να και εξα­κρί­βω­σε την αυθε­ντι­κό­τη­τα τους, και κρά­τη­σε τμή­μα­τα προ­ο­ρι­σμέ­να για τη Ρώμη, τη Σμύρ­νη και τη δωρή­τρια οικο­γέ­νεια. Τελευ­ταία κάτο­χος των τιμί­ων λει­ψά­νων ήταν η Λου­κία Θεο­φα­νο­πού­λου Bongigli, η οποία τα δώρι­σε στον καθο­λι­κό ναό της Μυτιλήνης.»

Άκου­σε όλη την αντα­πό­κρι­ση που συνο­δευό­ταν από πλά­να από το εσω­τε­ρι­κό του ναού. Τα πλά­να του φάνη­καν γνω­στά. Ανα­ζή­τη­σε την ΦΩΤΟ που του είχε στεί­λει. Προ­φα­νώς και τίπο­τε δεν είχε αλλά­ξει τον χρό­νο που μεσο­λά­βη­σε. Το μυα­λό του- επι­τέ­λους- πήρε τις σωστές στρο­φές. Προ­φα­νώς και η ΦΩΤΟ που του είχε στεί­λει είχε γίνει για να τον προ­κα­λέ­σει, αλλά όχι μ’αυτόν τον τρό­πο που αυτός είχε καταλάβει…

Χαμο­γέ­λα­σε. Έπια­σε το τηλέ­φω­νο και πήρε τον αριθ­μό της. Όπως έλε­γε και ο Μανώ­λης Ανα­γνω­στά­κης «αγα­πού­σε ακό­μη και τον αριθ­μό του τηλε­φώ­νου της»

Τα είπε όλα μαζεμένα:

«Σου ζητώ συγνώ­μη. Ήμουν τόσο βλά­κας που δεν κατά­λα­βα. Σ’αγαπώ. Θέλω να ξαναβρεθούμε…»

Τον άκου­γε προ­σε­κτι­κά, χωρίς να τον δια­κό­πτει. Έπει­τα του είπε χαμογελαστά:

«Χρειά­στη­κε να περά­σει ένας ολό­κλη­ρος χρό­νος για να κατα­λά­βεις το νόη­μα της ΦΩΤΟ. Τελι­κά δεν ήσουν ο παντο­γνώ­στης όπως καμά­ρω­νες. Να φρο­ντί­σεις να «ξεσκο­νί­σεις» τα θρη­σκευ­τι­κά σου. Θα σου χρεια­στούν στις επό­με­νες συνα­ντή­σεις μας. Και εγώ σ’ αγαπώ!»

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο