Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Το ραδιόφωνο… των εκλογών

Τι την ήθε­λε εκεί­νη την ανα­καί­νι­ση στο σπί­τι η μητέ­ρα του; Σε μπε­λά­δες τώρα στα γερά­μα­τα ήθε­λε να ξανα­μπεί; Και «φόρα παρ­τί­δα» τα κει­μή­λια και της δική του και της δικής της ζς τα χρό­νια που ζού­σε ακό­μη με τους γονείς του πριν τον γάμο του, να βγαί­νουν στην επι­φά­νεια, θυμί­ζο­ντας «αλλο­τι­νές του επο­χές» που πάντα ξανα­γυρ­νού­σε όταν τα έβρι­σκε σκού­ρα στη ζωή του…

Είχε την σκο­τού­ρα του από την πρό­σφα­τη εκλο­γι­κή μάχη, είχε και την μητέ­ρα του να γκρι­νιά­ζει ότι δεν βοη­θά όσο θα έπρε­πε. Ο απο­γευ­μα­τι­νός καφές μετά την τακτο­ποί­η­ση και των τελευ­ταί­ων αντι­κει­μέ­νων ήταν σκέ­τη απόλαυση.

Όταν στο τρα­πέ­ζι, σκε­πα­σμέ­νο με σεμέν είδε το ραδιό­φω­νο των παι­δι­κών του χρό­νων. Επρό­κει­το για ένα ραδιό­φω­νο (αντί­κα σήμε­ρα) Wega Herold L 1025 — Stuttgart Germany 1952 από βακε­λί­τη και ξύλο πρω­το­πο­ρια­κό για την επο­χή του, δώρο από κάποιο θείο τους, μετα­νά­στη στη Γερμανία.

Το μυα­λό γύρι­σε πίσω όταν στις αρχές του ’60 άκου­γε τη «Θεία Λένα» ή «Το σπί­τι των ανέ­μων» μαζί και τις φωνές της μητέ­ρας του για­τί «παρα­τού­σε τα μαθή­μα­τα του». Θυμό­ταν τα χρό­νια που όλοι στο υπνο­δω­μά­τιο των γονιών του και με κλει­στά τα φώτα και σφρα­γι­σμέ­να τα παρα­θυ­ρό­φυλ­λα να ακούν «Φωνή της Αλή­θειας» και αργό­τε­ρα στη Χού­ντα «Deutsche Welle» «Μόσχα» και «Λον­δί­νο».

Μα εκεί­νες οι μαρα­θώ­νιες ανα­με­τα­δό­σεις των εκλο­γι­κών απο­τε­λε­σμά­των ήταν άλλο πράγ­μα. Στον εργα­τι­κή συνοι­κία λίγοι ήταν οι αρι­στε­ροί, δακτυ­λο­δει­κτού­με­νοι. Οι άλλοι εργά­τες και αυτοί με τον φόβο μήπως έλθουν οι κομ­μου­νι­στές και τους πάρουν τα σπί­τια που όμως- ας όψε­ται η ΕΡΕ – ήταν εκτός σχε­δί­ου και με τον καθη­με­ρι­νό φόβο κατε­δά­φι­σής τους από τις μπουλ­ντό­ζες της νομαρχίας.

Είχε αυτή η μέρα κάτι το γιορ­τι­νό. Ψήφι­ζαν πρωί- πρωί. Στη συνέ­χεια επει­δή το σπί­τι ήταν το μόνο που διέ­θε­τε ραδιό­φω­νο ήταν ο τόπος της συνά­ντη­σης, κάτι σαν εκλο­γι­κή γιάφ­κα της αρι­στε­ράς της περιο­χής. Κάθε γυναί­κα έφερ­νε συνή­θως τα γλυ­κά της, όταν στις 7 έκλει­ναν οι κάλ­πες. Η μητέ­ρα μόνι­μα τα κεφτε­δά­κια που ήταν η σπε­σια­λι­τέ της, για να πιούν τα ούζα τους οι άνδρες. Και εμείς τα μικρά να έχου­με στή­σει αυτί να ακού­σου­με τι συζη­τού­σαν μετα­ξύ τους οι μεγά­λοι και λιγό­τε­ρο να κατα­λά­βου­με τα αλα­μπουρ­νέ­ζι­κα που ακού­γα­με από το ραδιό­φω­νο. Τι άρα­γε να κατα­λά­βου­με από αρχι­κά όπως ΕΔΑ, ΕΡΕ, Ε.Κ.

Από την αρχή τα προ­γνω­στι­κά έδι­ναν και έπαιρ­ναν. «Να δεις που σ’ αυτές τις εκλο­γές θα πάμε καλύ­τε­ρα» έλε­γε ο μόνι­μα αισιό­δο­ξος κυρ Πάνος. Πιο γκρι­νιά­ρης ο κυρ Γιώρ­γος ο οικο­δό­μος: «Με τέτοια ηγε­σία δεν μπο­ρού­με να πάμε μπρο­στά» έλε­γε στα­θε­ρά σε όλες τις εκλο­γές του ’60. Τα πανη­γύ­ρια του ’58 όταν η ΕΔΑ βγή­κε αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση δεν τα πέτυ­χε. Όμως τα πλα­τειά χαμό­γε­λα για τη νίκη της Ε.Κ αργό­τε­ρα τα θυμά­ται ακό­μη. Όπως και τα λόγια του πατέ­ρα του προς την ομή­γυ­ρη. «Για­τί πανη­γυ­ρί­ζε­τε για τον Παπαν­δρέ­ου τον Παπα­τζή; Ξεχνά­τε τι μας έκα­νε το ’44;».

Και έτσι κυλού­σαν τα εκλο­γι­κά βρά­δια του ’60 με γέλια, αλλά και προ­βλη­μα­τι­σμό όσο περ­νού­σε η ώρα όταν τα απο­τε­λέ­σμα­τα δεν ήταν τα ανα­με­νό­με­να. Μόνο ο συγ­χω­ρε­μέ­νος πατέ­ρας του να μην απο­γοη­τεύ­ε­ται και με το αιώ­νιο χαμό­γε­λο στα χεί­λη να λέει με στόμ­φο: «Ε, ρε , μην ξεχνά­τε ότι με τις εκλο­γές δεν αλλά­ζουν τα πράγ­μα­τα. Χρειά­ζε­ται αγώ­νας στο πεζο­δρό­μιο. Και κάτι ακό­μη. Αν αυτοί που μας κάνουν κου­μά­ντο πίστευαν ότι αυτές θα χρη­σι­μο­ποι­η­θούν από τον λαό για να τους του­μπά­ρει, θα έβρι­σκαν τρό­πο να τις καταρ­γή­σουν». Προ­φη­τι­κός για την επτα­ε­τία που ακλούθησε…

Μετά τη Χού­ντα, το ραδιό­φω­νο παρα­με­ρί­στη­κε από τις εκλο­γι­κές μάχες και στη θέση του μπή­κε η τηλε­ό­ρα­ση. Το ανοί­γα­με πια λιγό­τε­ρο και στο τέλος κατά­ντη­σε ένα απλό έπι­πλό που αργό­τε­ρα οδη­γή­θη­κε στην αποθήκη.

Η μητέ­ρα του, τελειώ­νο­ντας τον καφέ, ήθε­λε να μάθει τις δικές τους εκτι­μή­σεις για τις πρό­σφα­τες εκλο­γές. Συζή­τη­σαν αρκε­τή ώρα μαζί της. Άλλω­στε η προ­κή­ρυ­ξη νέων σε σύντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα, επέ­βα­λε να παγώ­σουν κάποιες δου­λειές στο πατρι­κό σπίτι.

Πριν φύγει ζήτη­σε από την μητέ­ρα του, να του δώσει το παλιό ραδιό­φω­νο για το σπί­τι του.

«Τι θα το κάνεις παι­δί μου μια τέτοια παλιατζούρα;»

«Μητέ­ρα θέλω να το βλέ­πω, για να μην ξεχνώ τα λόγια του πατέ­ρα, προ­ε­κλο­γι­κή περί­ο­δος που είναι». 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο