Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Το φιλί της… «ξαδέλφης»

Υπάρ­χουν τελι­κά πολ­λών ειδών φιλιά, που συχνά μας συνο­δεύ­ουν σε όλη μας της ζωή. Το φιλί στο μάγου­λο, στο μέτω­πο, στα χείλη.

Το φιλί των γονιών μας. Του πρώ­του μας έρω­τα. Το φιλί που μας έκα­ψε τα χεί­λη και κρα­τά­με τη γεύ­ση του ακό­μη ως πολύ­τι­μο φυλακτό.

Υπάρ­χει όμως και αυτό της … τιμω­ρί­ας. Για ένα τέτοιο θα σας μιλή­σω στην ιστο­ριού­λα αυτή.

Φαντά­ρος στο ΚΕΒΟΠ , στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’80 και έβρι­ζε την τύχη του, για­τί η εορ­τα­στι­κή περί­ο­δο των Χρι­στου­γέν­νων θα τον έβρι­σκε στο στρα­τό­πε­δο. Τα γκρουπ των αδειών είχαν καθο­ρι­στεί με βάση τις θελή­σεις του επι­λο­χία και αυτός- αντι­φρο­νών γαρ ‑όπως τον χαρα­κτή­ρι­ζε-θα την έπαιρ­νε αμέ­σως μετά τα Θεοφάνεια.

Τι της ήθε­λε κι αυτός εκεί­νες τις αδιά­κο­πες ανα­φο­ρές «παρα­πο­νού­με­νος» σε Λόχο, Τάγ­μα και τελι­κά Κέντρο; Εντά­ξει τα προ­βλή­μα­τα δια­βί­ω­σης πολ­λά, αλλά όπως του έλε­γαν και συστρα­τιώ­τες του «εσύ θα σώσεις πάλι τον κόσμο;». Όμως αυτός εκεί. Αγύ­ρι­στο κεφά­λι. «Στο δρό­μο του καθή­κο­ντος και του χρέ­ους», όπως είχε μάθει από τα εφη­βι­κά του χρό­νια. Και κάθε τρεις και λίγο να επι­κα­λεί­ται τη λογι­κή και τα όσα το Σύνταγ­μα και ο «Στρα­τιω­τι­κός Κανο­νι­σμός 20–1» προ­βλέ­πει, σ’ ένα μηχα­νι­σμό όπως ο στρα­τός, που κινεί­ται σε άλλη λογι­κή και ο εκδη­μο­κρα­τι­σμός του, παρά τα μεγά­λα λόγια τότε της κυβέρ­νη­σης του ΠΑΣΟΚ, ήταν ζητούμενο.

Παρα­μο­νή Θεο­φα­νεί­ων και η πρω­ι­νή ανα­φο­ρά τάγ­μα­τος δεν ήταν συνη­θι­σμέ­νη. Εκτός από τα καθιε­ρω­μέ­να, ο διοι­κη­τής ανα­φέρ­θη­κε και «στην μεγά­λη τιμή δια το τάγ­μα να συμ­με­τά­σχει με επί­λε­κτον τμή­μα του εις τα εορ­τα­στι­κάς εκδη­λώ­σεις δια την ρίψιν του Σταυ­ρού εις τον Πει­ραιάν παρου­σία του κ.κ. Πρω­θυ­πουρ­γού αυτο­προ­σώ­πως». Μάλι­στα έδω­σε δια­τα­γή στους διοι­κη­τές των λόχων να επι­λέ­ξουν αυτοί τους στρα­τιώ­τες που θα έπαιρ­ναν μέρος.

Και ω του θαύ­μα­τος, επι­λέ­χτη­κε και αυτός να συμ­με­τά­σχει λόγω «της ρώμης και του αθλη­τι­κού παρα­στή­μα­τος» (αθλη­τής γαρ) όπως του ειπώθηκε.

Ο απο­θη­κά­ριος τους προ­μή­θευ­σε νέες στρα­τιω­τι­κές στο­λές, άρβυ­λα, κρά­νη (με την απα­ραί­τη­τη και­νού­ρια «παραλ­λα­γή») αλλά και ένα ειδι­κό φου­λά­ρι , έτσι για να προ­στε­θεί επι­ση­μό­τη­τα στην όλη παρου­σία τους. Μάλι­στα φρό­ντι­σε να βγει και τη σχε­τι­κή Φώτο με συνά­δελ­φο συμπα­τριώ­τη του, ώστε επι­στρέ­φο­ντας στην πόλη του να τη δεί­ξει με υπη­ρη­φά­νεια στη μητέ­ρα του.

Τα στά­γερ τους μετέ­φε­ραν πρωί-πρωί στον Πει­ραιά. Τους συνό­δευε ο ίδιος ο υπο­διοι­κη­τής που από την πρώ­τη στιγ­μή τους ξεκα­θά­ρι­σε ότι «απαι­τώ από όλους εσάς άψο­γον συμπε­ρι­φο­ρά, διό­τι είναι τίτλος τιμής εις την μονά­δα μας η συμ­με­το­χή της εις τη τελε­τήν ταύ­την». Και δώστου συνέ­χεια ελέγ­χους στον καθέ­να τους για τα κου­μπιά, τη θέση του φου­λα­ριού, το ύψος τοπο­θέ­τη­σης του κρά­νους και κυρί­ως τα καλο­γυα­λι­σμέ­να άρβυλα.

Δεν ήταν μόνοι τους εκεί. Αυτοί εκπρο­σω­πού­σαν το πεζι­κό, ενώ υπήρ­χαν ανά­λο­γα αγή­μα­τα από το ναυ­τι­κό και την αεροπορία.

Οι μαύ­ρες κούρ­σες των επι­σή­μων άρχι­σαν να κατα­φτά­νουν. Το «επ’ ώμου και παρου­σιά­σα­τε» στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη. Μάλι­στα ο Πρω­θυ­πουρ­γός συνο­δευό­με­νος από τον υπουρ­γό Εθνι­κής Αμύ­νης, πέρα­σε πεζός από μπρο­στά τους, κάνο­ντας τα πόδια του να τρέ­μουν μήπως και δεν αντα­πο­κρι­νό­ταν με πλή­ρη αυτο­μα­τι­σμό στα παραγ­γέλ­μα­τα του υποδιοικητή.

Οι επί­ση­μοι είχαν λάβει ήδη τη θέση τους. Η «τύχη» (;) έφε­ρε τον υπο­διοι­κη­τή να στα­θεί μπρο­στά του, όταν την είδε στο απέ­να­ντι πεζοδρόμιο.

Πώς αλή­θεια θα μπο­ρού­σε να μην τη δια­κρί­νει; Ψηλή, λυγε­ρό­κορ­μη, με εκεί­νο το άφρο μαλ­λί της (όπως επί­τασ­σε η μόδα της επο­χής). Και κυρί­ως πώς θα μπο­ρού­σε να την ξεχά­σει όταν τα τελευ­ταία χρό­νια των σπου­δών του ήταν ζευ­γά­ρι αχώ­ρι­στο; Τι κι αν οι δρό­μοι τους είχαν χωρί­σει ανα­γκα­στι­κά εδώ και πέντε χρό­νια; Αυτός σε επαρ­χια­κή πόλη του Βορ­ρά κι αυτή στη γενέ­θλια γη, τον Πει­ραιά και στη συνέ­χεια για μετα­πτυ­χια­κές σπου­δές στο εξω­τε­ρι­κό. Όμως τα χρό­νια αυτά πάντα τη θυμό­ταν με νοσταλ­γία, με μία πίκρα στο στό­μα και ένα σφί­ξι­μο στην καρ­διά, που όσο και να δεν ήθε­λε να το παρα­δε­χτεί, την είχε σημαδέψει…

Η φωνή της – καθώς φώνα­ζε το όνο­μα του- ακού­στη­κε και στα δικά του αυτιά, αλλά δυστυ­χώς και σε όλο το άγη­μα. Πέρα­σε γρή­γο­ρα τον δρό­μο και χωρίς να λογα­ριά­ζει τίπο­τε και κανέ­ναν, του έδω­σε ένα πετα­χτό φιλί στα χεί­λη, ενώ του έβα­λε αστρα­πιαία, ένα χαρ­τά­κι στη στρα­τιω­τι­κή φόρμα.

Έφυ­γε όπως ήλθε, με τους συνα­δέλ­φους να τον κοι­τά­νε με γουρ­λω­μέ­να μάτια, ενώ ο ίδιος να έχει ιδρώ­σει και κοκ­κι­νί­σει από ντρο­πή (ή από φόβο;), θέλο­ντας ν’ ανοί­ξει η γη να τον κατα­πιεί. Μόνο ο υπο­διοι­κη­τής φαι­νό­ταν να μην έχει ταρα­χτεί καθόλου.

«Τι πράγ­μα­τα είναι αυτά στρα­τιώ­τη;» τον ρώτη­σε με την ψαρω­τι­κή του φωνή

«Η ξαδέλ­φη μου, κύριε υπο­διοι­κη­τά, που είχε χρό­νια να με δει», απά­ντη­σε, νιώ­θο­ντας πια ότι δεν την γλί­τω­νε με τίπο­τε τώρα.

«Και καλά εσείς στο σόι σας φιλιέ­στε στο στό­μα; Αύριο ανα­φο­ρά τάγ­μα­τος και εκεί θα δώσεις εξηγήσεις».

Την επό­με­νη μέρα, τα πράγ­μα­τα πήραν τον δρό­μο τους.

«Δεκα­ή­με­ρος φυλά­κι­σις διά ανάρ­μο­στον συμπε­ρι­φο­ράν» ήταν η ετυ­μη­γο­ρία της διοί­κη­σης στην ανα­φο­ρά τάγ­μα­τος. Το επι­χεί­ρη­μα περί «ξαδέλ­φης» δυστυ­χώς δεν έπει­σε. Και η ανα­με­νό­με­νη εορ­τα­στι­κή άδεια, πήγε περί­πα­το κι αυτή.
Του­λά­χι­στον όμως του έμει­νε στην τσέ­πη του το τηλέ­φω­νό της και η ελπί­δα ότι ίσως θα μπο­ρού­σε μετά τη θητεία του­λά­χι­στον, να την ξανα­βρεί. Όπως έλε­γαν και οι αρχαί­οι ημών πρό­γο­νοι «ουδέν κακόν αμι­γές καλού.

Όμως η «τιμω­ρία» του δεν ήταν τελι­κά μόνο 10ημερη. Ξανα­βρέ­θη­καν μετά τη θητεία και έγι­ναν πλέ­ον μόνι­μο ζευ­γά­ρι και η «τιμω­ρία» του, ήταν πια ισόβια!

 

Σκλη­ρός Απρί­λης του 2020μ.Χ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο