Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκου Χατζηκώστα «Το κόκκινο λαστιχάκι» (Με αφορμή το Φεστιβάλ της ΚΝΕ)

Χρό­νια τώρα είχε μετα­τρα­πεί σε … «περι­πλα­νώ­με­νο Ιου­δαίο». Δεν ήταν μόνο οι χρό­νιες απου­σί­ες συνή­θως σε χώρες του Βορ­ρά, όπου η πανε­πι­στη­μια­κή του καριέ­ρα το επέ­βα­λε, αλλά και οι πολι­τι­κές του μετα­κι­νή­σεις ανα­ζη­τώ­ντας το «νέο και ρεα­λι­στι­κό» που τον είχαν απο­μα­κρύ­νει από παρό­μοιες εκδη­λώ­σεις. Ως δικαιο­λο­γία συχνά ανέ­φε­ρε σε όσους φίλους είχαν απο­μεί­νει από την παλιά του δια­δρο­μή ότι «αφού ξέρε­τε , κάθε Σεπτέμ­βρη βρί­σκο­μαι στη Μητρό­πο­λη του Καπι­τα­λι­σμού για τις απα­ραί­τη­τες δια­λέ­ξεις μου στα εκεί πανε­πι­στη­μια­κά ιδρύ­μα­τα». Και αυτοί κου­νού­σαν με συγκα­τά­βα­ση το κεφά­λι τους, ενώ γνώ­ρι­ζε ότι οι ελά­χι­στοι που είχαν μεί­νει «πιστοί» στα ιδα­νι­κά της νιό­της τους σίγου­ρα θα σκε­φτό­ταν τη ρήση του μεγά­λου ποι­η­τή Κώστα Βάρ­να­λη «Aχ, πού σαι, νιό­τη, πού δει­χνες, πως θα γινό­μουν άλλος!»

Είχε μεί­νει μόνος , χωρίς οικο­γέ­νεια, όλα αυτά τα χρό­νια. Είχε περά­σει τα 60 και δεν του έλει­παν οι κατα­κτή­σεις στο ωραίο φίλο. Κάτι όμως σαν να τον κρα­τού­σε και τον εμπό­δι­ζε να κάνει το επό­με­νο βήμα.

«Δεν βρή­κα ακό­μη την κατάλ­λη­λη» συχνά δικαιο­λο­γιό­ταν, όμως βαθιά μέσα του γνώ­ρι­ζε πως μάλ­λον την είχε βρει πριν πολ­λά χρό­νια, απλά δεν θέλη­σε, κυνη­γώ­ντας καριέρες…

Την θυμό­ταν . Τότε όταν την γνώ­ρι­σε μαθή­τρια ακό­μη στο πρώ­το φεστι­βάλ της «νιό­της και του αγώ­να» στην συμπρω­τεύ­ου­σα. Αυτός «μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νος αγω­νι­στής» με αντι­δι­κτα­το­ρι­κή δρά­ση και με ευθύ­νη σε βασι­κό κομ­μά­τι των εκδη­λώ­σε­ων και αυτή τελειό­φοι­τη. Με εκεί­νο το μπλου­τζι­νά­κι της που τόνι­ζε τη λυγε­ρό­κορ­μη κορ­μο­στα­σιά της, με το άσπρο μπλου­ζά­κι με την κον­κάρ­δα στο μέρος της καρ­διάς και εκεί­νο το κόκ­κι­νο λαστι­χά­κι να συγκρα­τεί τα μακριά της μαλλιά.

Ήταν στο δικό του «χώρο ευθύ­νης» και αυτό τους έφε­ρε πιο κοντά. Πρό­θυ­μη με εκεί­νο το μεγά­λο χαμό­γε­λο σαν να ήθε­λε να κάνει όλο τον κόσμο να χαμο­γε­λά και να ονει­ρεύ­ε­ται ότι «αυτή η κοι­νω­νία μπο­ρεί και πρέ­πει ν’ αλλά­ξει» όπως του απά­ντη­σε όταν την πρω­το­ρώ­τη­σε για­τί στρά­φη­κε σε αυτό τον δρό­μο στη ζωή της.

Μετά το φεστι­βάλ οι δρό­μοι τους , άρχι­σαν να συνα­ντιού­νται πολ­λές φορές. Στα γρα­φεία, τις καθη­με­ρι­νές δια­δη­λώ­σεις, τις συναυ­λί­ες της μετα­πο­λί­τευ­σης. Ήταν προ­σε­κτι­κός. Οι και­ροί δύσκο­λοι, τα πράγ­μα­τα σε ζητή­μα­τα «ηθι­κής τάξης» είχαν συγκε­κρι­μέ­νους κανό­νες, ενώ η σχε­δόν 10 χρο­νη δια­φο­ρά ηλι­κί­ας τους ήταν μεγά­λο εμπόδιο.

Να όμως που απο­δεί­χτη­κε ότι έρω­τας και η επα­νά­στα­ση συχνά είναι δίδυ­μα αδέλ­φια. Οι τυχαί­ες συνα­ντή­σεις τους μετα­τρά­πη­καν πια σε κανο­νι­κά ραντε­βού για πάνω από ένα χρό­νο, αν και οι σχέ­σεις τους ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν.

Το στρα­τιω­τι­κό του, τους χώρι­σε για πρώ­τη φορά αν και υπήρ­χε συχνά αλλη­λο­γρα­φία. Και όταν της έλε­γε για­τί δεν τον επι­σκέ­πτε­ται στην ακρι­τι­κή μονά­δα που υπη­ρε­τού­σε αυτή του έκα­νε λόγο συνέ­χεια «για τις ανά­γκες του κινή­μα­τος» και για τις «χρε­ώ­σεις» που είχε πια στη Σχο­λή που είχε πια περάσει.

Τη θέση για διδα­κτο­ρι­κό στο Παρί­σι μετά τη θητεία τη χαρα­κτή­ρι­σε «ως λαχείο στη ζωή του». Ήθε­λε και να ξεφύ­γει με αυτό τον τρό­πο σε όσα του βάραι­ναν το μυα­λό με αφορ­μή τις εξε­λί­ξεις σε Αφγα­νι­στάν, Πολω­νία κ.α και που ένοιω­θε ότι τα «πράγ­μα­τα δεν πήγαι­ναν καλά και θα έχου­με άσχη­μες εξε­λί­ξεις» όπως έλε­γε στις παρέ­ες του. Ο απο­χαι­ρε­τι­σμός τους στο αερο­δρό­μιο δεν είχε μελο­δρα­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα. Αυτός απο­φα­σι­σμέ­νος ν’ αλλά­ξει σελί­δα στη ζωή του. Αυτή μαχη­τι­κή αγω­νί­στρια, που έβα­ζε το «εμείς και τις ανά­γκες του κινή­μα­τος» πάνω από το «εγώ και τις προ­σω­πι­κές της ανά­γκες». Το φιλί τους, δεν έδι­νε περι­θώ­ρια ξανανταμώματος…

Το τελευ­ταίο διά­στη­μα, ήταν φίλοι του πανε­πι­στη­μια­κοί που τον έπει­σαν «να ανα­κα­λύ­ψει επι­τέ­λους τις δυνα­τό­τη­τες που ξανοί­γο­νται από τα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης». Εδώ και 6μήνες απο­φά­σι­σε να δημιουρ­γή­σει δικό του λογα­ρια­σμό στο fb και ξεκί­νη­σε την περι­πλά­νη­ση του στο να ξανα­βρεί παλιούς φίλους από τα φοι­τη­τι­κά χρό­νια (μάλ­λον και αυτός έγι­νε όψι­μα οπα­δός ότι είναι τα πιο ευτυ­χι­σμέ­να χρό­νια ενός ανθρώ­που..) και δει­λά- δει­λά παλιούς συνα­γω­νι­στές του από περιέρ­γεια ίσως κοι­νω­νιο­λο­γι­κή για να δει τις κατο­πι­νές τους πορεί­ες ιδιαί­τε­ρα μετά τις κοσμοϊ­στο­ρι­κές ανα­τρο­πές στις χώρες «που έκτι­ζαν την νέα κοι­νω­νία». Και έτσι μέσω κοι­νών δια­δι­κτυα­κών φίλων οδη­γή­θη­κε και στο δικό της προ­φίλ. Άρχι­σαν να συνο­μι­λούν σχε­δόν καθη­με­ρι­νά, λες και ήθε­λαν να γεφυ­ρώ­σουν τον Ατλα­ντι­κό που τους χώρι­ζε και κυρί­ως τα χρό­νια που κύλη­σαν ζώντας σε «παράλ­λη­λα σύμπα­ντα». Χωρι­σμέ­νη με ένα παι­δί, παντρε­μέ­νη με εκεί­νον τον… «που μετά την κρί­ση του 1991, είδε το …φως το αλη­θι­νό και πήγε να γλύ­ψει εκεί που έφτυ­νε» όπως του είπε περιφρονητικά».

«Παρα­μέ­νω μάχι­μη και οργα­νω­μέ­νη» „ του δήλω­σε και τον κάλε­σε να βρε­θούν «για έναν καφέ».

Σεπτέμ­βρης μήνας και αυτός μετά από πολ­λά χρό­νια στην πόλη των σπου­δών του. Αυτή είχε στο­λι­στεί με τα κόκ­κι­να χρώ­μα­τα της ελπί­δας και του αγώ­να για μια καλύ­τε­ρη ζωή. Το ραντε­βού δόθη­κε στο χώρο του φεστι­βάλ. Πέρα­σε το Σαβ­βα­τό­βρα­δο τις πύλες του. Συγκι­νή­θη­κε. Στιγ­μές από τη νιό­τη του πέρα­σαν από μπρο­στά του. Τότε πολ­λά ήταν ασπρό­μαυ­ρα, τώρα όλα ήταν έγχρω­μα και φωτει­νά. Το ραντε­βού τους στο χώρο του βιβλιο­πω­λεί­ου, όπως τότε στην πρώ­τη τους συνά­ντη­ση. Έφτα­σε νωρί­τε­ρα. Ο χώρος οικεί­ος και ξένος ταυ­τό­χρο­να. Δεν είδε γνω­στές φάτσες. Περιερ­γά­στη­κε τα βιβλία. Αγό­ρα­σε αυτά που του φάνη­καν πιο ενδια­φέ­ρο­ντα. Θυμή­θη­κε το πρώ­το βιβλίο που της είχε χαρί­σει. Το αγό­ρα­σε σε νέα έκδο­ση πια.

Ο χρό­νος ήταν φιλι­κός μαζί της. Η κορ­μο­στα­σιά της παρέ­με­νε λυγε­ρή και τα μάτια της εξί­σου φωτει­νά ‚παρά τις μικρές ρυτί­δες που τα είχαν περι­κυ­κλώ­σει. Χαι­ρε­τή­θη­καν με χει­ρα­ψία, παγω­μέ­να. Του πρό­τει­νε να πάνε για το καθιε­ρω­μέ­νο σου­βλά­κι με την απα­ραί­τη­τη μπύρα.

Αμή­χα­να τα πρώ­τα λεπτά. Πώς άρα­γε μπο­ρού­σαν να γεφυ­ρώ­σουν δεκα­ε­τί­ες από­στα­σης; Της χάρι­σε το βιβλίο χαμογελώντας.

«Κάνει ζέστη εδώ» του είπε και έβγα­λε το μπου­φάν της. Και τότε το είδε αυτό που από την πρώ­τη στιγ­μή δεν μπο­ρού­σε. Τα μακριά μαλ­λιά της ήταν δεμέ­να με κόκ­κι­νο λαστιχάκι.
Το κατά­λα­βε. Ήταν σε λάθος δρό­μο τα χρό­νια αυτά. Η αγά­πη του ποτέ δεν είχε σβή­σει. Τις χάι­δε­ψε απα­λά τα μαλ­λιά της. Τις έπια­σε το χέρι και σιγο­τρα­γού­δη­σε μαζί της το τρα­γού­δι του Γιάν­νη Ρίτσου που ακου­γό­ταν από την εξέδρα:

«Κι έρχο­μαι μονα­χά να σ’ αγκα­λιά­σω και να κλά­ψω αδελ­φέ μου, 
όπως ο ερω­τευ­μέ­νος που γυρ­νά­ει από χρό­νια στην καλή του, 
και μ’ ένα του φιλί, της λέει όλα τα χρό­νια που περίμενε, 
κι όλα τα χρό­νια που τους περι­μέ­νουν, πέρα απ’ το φιλί τους.»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο