Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλεξάνδρα Σταματουλάκη: Κορονοϊός —  Bebely:  5–0 

Άνοι­γε και ξανά­νοι­γε τις ντου­λά­πες της για να επι­θε­ω­ρή­σει και να θαυ­μά­σει τα πανά­κρι­βα συνο­λά­κια της ταγιέρ, κοστού­μια, παλ­τό, φορέ­μα­τα, η δεσποι­νίς Ντα­ντώ. Μια ολό­κλη­ρη περιου­σία κόστι­ζαν τα επώ­νυ­μα ρού­χα της. Όλα ακρι­βές μάρ­κες μία προς μία. Μα και  τα παπού­τσια με τα  τα λοι­πά αξε­σουάρ δεν πήγαι­ναν πίσω.

Τσά­ντα κρο­κό­δει­λου, γού­να αλε­πούς, μπου­φάν καστό­ρι­νο, καπέ­λο μάλ­λι­νο…. Όλο το ζωι­κό βασί­λειο κλει­δω­μέ­νο  στις ντου­λά­πες της. Ήταν βλέ­πε­τε και πολ­λές και όλες …τίγκα.

Από μικρή κοκέ­τα με στυλ και φινέ­τσα η  Ντα­ντώ. Κόρη εκπά­γλου καλ­λο­νής, πάντα κομ­ψή και περι­ποι­η­μέ­νη. Χαι­ρό­σουν να τη βλέ­πεις στο γρα­φείο, στο δρό­μο, στις κοσμι­κές συγκε­ντρώ­σεις.  Κι όλες ήθε­λαν να τις μοιά­σουν. Να φαντα­στείς την αντέ­γρα­φαν κιό­λας. Η Ντα­ντώ βλέ­πεις ντυ­μέ­νη πάντα σύμ­φω­να με την τελευ­ταία λέξη της  μόδας χάρα­ζε το δρό­μο για τις υπόλοιπες.

Κατα­λα­βαί­νε­τε λοι­πόν τη στε­νο­χώ­ρια της όταν έπρε­πε να κλει­στεί στο σπί­τι, λόγω της φονι­κής παν­δη­μί­ας, η οποία, ως κεραυ­νός εν αιθρία, ξέσπα­σε στον κόσμο ολό­κλη­ρο και κατα­πλά­κω­σε τους ανθρώ­πους, πλού­σιους και φτω­χούς, άση­μους και διάσημους.

Έτσι ξαφ­νι­κά μια και­νούρ­για καθη­με­ρι­νό­τη­τα ξεκί­νη­σε για όλους. Ο κόσμος όλος… το σπί­τι τους. Με τις πιτζά­μες ξυπνού­σαν με τις πιτζά­μες  κοι­μό­ντου­σαν. Ολη­μέ­ρα ρόμπα,πιτζάμα και παντό­φλα. Ούτε ρού­χα βάλε βγά­λε, ούτε παπού­τσια, ούτε τσά­ντες, ούτε καπέ­λα. Όλα στην πάντα, πιτζά­μα και μόνο πιτζά­μα άντε και καμιά φορά καμιά φόρ­μα για κάποια απρό­βλε­πτη  έξο­δο. Πώς να το χωρέ­σει ο νους του ανθρώ­που αυτό που έγι­νε; Κατα­λα­βαί­νε­τε λοι­πόν την στε­να­χώ­ρια τους όταν κλεί­στη­καν όλοι μέσα στο σπί­τι και δεν ντυ­νό­ντου­σαν να πάνε ούτε για δου­λειά, ούτε για διασκέδαση.

Πώς λοι­πόν να μην στε­νο­χω­ρη­θεί και η κομ­ψή μας Νταντώ;

Στην αρχή περί­με­νε ότι θα περά­σει το κακό και θα ξανα­βγεί έξω σύντο­μα ώστε να ντυ­θεί και να στο­λι­στεί και πάλι όπως πρώτα.

Ο και­ρός όμως περ­νού­σε εις μάτην. Από τη χει­μω­νιά­τι­κη κολε­ξιόν περά­σα­με στην ανοι­ξιά­τι­κη με την Ντα­ντώ να μην έχει αγο­ρά­σει για φέτος ούτε καρ­φί­τσα. Άσε που έχα­σε και τ’ αυγά και τα καλά­θια όσον αφο­ρά  τις τελευ­ταί­ες επι­τα­γές της μόδας. Και η γκαρ­ντα­ρό­μπα  της  κρε­μα­σμέ­νη στη ντου­λά­πα περί­με­νε υπο­μο­νε­τι­κά σαν τη γερο­ντο­κό­ρη στο ράφι. Έτσι με το πέρα­σμα του χρό­νου ήρθε και συνει­δη­το­ποί­η­σε σιγά σιγά,η όμορ­φη, νεα­ρή Ντα­ντώ πως δεν είχε  τελι­κά την ανά­γκη τόσων και ποι­κί­λων ενδυμάτων,υποδημάτων, τσα­ντών , καπέλων,γαντιών,κασκόλ και λοι­πών αξε­σουάρ. Θα μπο­ρού­σε και με πολύ λιγότερα.

Κάποια μέρα σε μια συνη­θι­σμέ­νη επι­θε­ώ­ρη­ση ντου­λά­πας της φάνη­κε πως ένα κατά­λευ­κο, ολό­μαλ­λο παλ­τό, μάρ­κας  Bebely, είχε κάποιες  τρυ­πού­λες στο στρί­φω­μα, αραιά και πού .

_ Μα τι στο καλό; Πιά­νει ο κορο­νο­ϊ­ός και τα ρού­χα; Δεν το πιστεύω. Θα τρε­λα­θώ και έσπευ­σε να το απο­μα­κρύ­νει από τα υπό­λοι­πα βάζο­ντάς το σε… καρα­ντί­να. Πώς κι έγι­νε αυτό; Καλά αυτό δεν ήταν που πλή­ρω­σε μισό μηνιά­τι­κο για να το αγο­ρά­σει; Σαν να της φάνη­κε, προς στιγ­μήν, πως έβγα­ζε και η ίδια την μπέ­μπε­λη. Μα τέτοια συμπε­ρι­φο­ρά ρού­χο του οίκου Βebely;

Και έτσι ξαφ­νι­κά γκρε­μί­στη­κε μέσα της, ως χάρ­τι­νος πύρ­γος, ο μύθος των επώ­νυ­μων μπραντ.

Νέα  στε­νο­χώ­ρια, νέοι συλλογισμοί.

“Τελι­κά κορο­νο­ϊ­ός _ Βebely :  5_0.   “Ματαιό­της ματαιο­τή­των τα πάντα ματαιό­της!” μονο­λό­γη­σε  η δεσποι­νίς Ντα­ντώ και έκλει­σε την ντου­λά­πα πολύ προβληματισμένη.

Απρί­λιος 2020

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο