Άνοιγε και ξανάνοιγε τις ντουλάπες της για να επιθεωρήσει και να θαυμάσει τα πανάκριβα συνολάκια της ταγιέρ, κοστούμια, παλτό, φορέματα, η δεσποινίς Νταντώ. Μια ολόκληρη περιουσία κόστιζαν τα επώνυμα ρούχα της. Όλα ακριβές μάρκες μία προς μία. Μα και τα παπούτσια με τα τα λοιπά αξεσουάρ δεν πήγαιναν πίσω.
Τσάντα κροκόδειλου, γούνα αλεπούς, μπουφάν καστόρινο, καπέλο μάλλινο…. Όλο το ζωικό βασίλειο κλειδωμένο στις ντουλάπες της. Ήταν βλέπετε και πολλές και όλες …τίγκα.
Από μικρή κοκέτα με στυλ και φινέτσα η Νταντώ. Κόρη εκπάγλου καλλονής, πάντα κομψή και περιποιημένη. Χαιρόσουν να τη βλέπεις στο γραφείο, στο δρόμο, στις κοσμικές συγκεντρώσεις. Κι όλες ήθελαν να τις μοιάσουν. Να φανταστείς την αντέγραφαν κιόλας. Η Νταντώ βλέπεις ντυμένη πάντα σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας χάραζε το δρόμο για τις υπόλοιπες.
Καταλαβαίνετε λοιπόν τη στενοχώρια της όταν έπρεπε να κλειστεί στο σπίτι, λόγω της φονικής πανδημίας, η οποία, ως κεραυνός εν αιθρία, ξέσπασε στον κόσμο ολόκληρο και καταπλάκωσε τους ανθρώπους, πλούσιους και φτωχούς, άσημους και διάσημους.
Έτσι ξαφνικά μια καινούργια καθημερινότητα ξεκίνησε για όλους. Ο κόσμος όλος… το σπίτι τους. Με τις πιτζάμες ξυπνούσαν με τις πιτζάμες κοιμόντουσαν. Ολημέρα ρόμπα,πιτζάμα και παντόφλα. Ούτε ρούχα βάλε βγάλε, ούτε παπούτσια, ούτε τσάντες, ούτε καπέλα. Όλα στην πάντα, πιτζάμα και μόνο πιτζάμα άντε και καμιά φορά καμιά φόρμα για κάποια απρόβλεπτη έξοδο. Πώς να το χωρέσει ο νους του ανθρώπου αυτό που έγινε; Καταλαβαίνετε λοιπόν την στεναχώρια τους όταν κλείστηκαν όλοι μέσα στο σπίτι και δεν ντυνόντουσαν να πάνε ούτε για δουλειά, ούτε για διασκέδαση.
Πώς λοιπόν να μην στενοχωρηθεί και η κομψή μας Νταντώ;
Στην αρχή περίμενε ότι θα περάσει το κακό και θα ξαναβγεί έξω σύντομα ώστε να ντυθεί και να στολιστεί και πάλι όπως πρώτα.
Ο καιρός όμως περνούσε εις μάτην. Από τη χειμωνιάτικη κολεξιόν περάσαμε στην ανοιξιάτικη με την Νταντώ να μην έχει αγοράσει για φέτος ούτε καρφίτσα. Άσε που έχασε και τ’ αυγά και τα καλάθια όσον αφορά τις τελευταίες επιταγές της μόδας. Και η γκαρνταρόμπα της κρεμασμένη στη ντουλάπα περίμενε υπομονετικά σαν τη γεροντοκόρη στο ράφι. Έτσι με το πέρασμα του χρόνου ήρθε και συνειδητοποίησε σιγά σιγά,η όμορφη, νεαρή Νταντώ πως δεν είχε τελικά την ανάγκη τόσων και ποικίλων ενδυμάτων,υποδημάτων, τσαντών , καπέλων,γαντιών,κασκόλ και λοιπών αξεσουάρ. Θα μπορούσε και με πολύ λιγότερα.
Κάποια μέρα σε μια συνηθισμένη επιθεώρηση ντουλάπας της φάνηκε πως ένα κατάλευκο, ολόμαλλο παλτό, μάρκας Bebely, είχε κάποιες τρυπούλες στο στρίφωμα, αραιά και πού .
_ Μα τι στο καλό; Πιάνει ο κορονοϊός και τα ρούχα; Δεν το πιστεύω. Θα τρελαθώ και έσπευσε να το απομακρύνει από τα υπόλοιπα βάζοντάς το σε… καραντίνα. Πώς κι έγινε αυτό; Καλά αυτό δεν ήταν που πλήρωσε μισό μηνιάτικο για να το αγοράσει; Σαν να της φάνηκε, προς στιγμήν, πως έβγαζε και η ίδια την μπέμπελη. Μα τέτοια συμπεριφορά ρούχο του οίκου Βebely;
Και έτσι ξαφνικά γκρεμίστηκε μέσα της, ως χάρτινος πύργος, ο μύθος των επώνυμων μπραντ.
Νέα στενοχώρια, νέοι συλλογισμοί.
“Τελικά κορονοϊός _ Βebely : 5_0. “Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης!” μονολόγησε η δεσποινίς Νταντώ και έκλεισε την ντουλάπα πολύ προβληματισμένη.
Απρίλιος 2020