Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλεξάντρ Μπλοκ, σημάδεψε ανεξίτηλα τη ρωσική ποίηση και της άνοιξε νέους δρόμους

Κεί­με­να — Μετά­φρα­ση ποι­η­μά­των Χρυ­σάν­θη Κακου­λί­δου //
Φιλό­λο­γος, πρό­ε­δρος της Εται­ρί­ας Γραμ­μά­των & Τεχνών <Νέος Πνευ­μα­τι­κός Κύκλος>, μετα­φρά­στρια Ρωσι­κής γλώσσας.

Ο Αλε­ξά­ντρ Αλε­ξά­ντρο­βιτς Μπλόκ (ρωσι­κά: Александр Александрович Блок‎, 28 Νοεμ­βρί­ου 1880 – 7 Αυγού­στου 1921) υπήρ­ξε ένας από τους πιο χαρι­σμα­τι­κούς λυρι­κούς ποι­η­τές που ανέ­δει­ξε η ρωσι­κή γη μετά τον Αλε­ξά­ντρ Πού­σκιν. Νεω­τε­ρι­κός, ανή­συ­χος, χαρι­σμα­τι­κός και τολ­μη­ρός με τις λέξεις, σημά­δε­ψε ανε­ξί­τη­λα τη ρωσι­κή ποί­η­ση και τής άνοι­ξε νέους δρόμους.

Τίτλοι έργων του: Φάμπρι­κα, 1903/Η πόλη, 1904–1908/Μάσκα από χιόνι/Οι Δώδε­κα, 1918, θεω­ρού­με­νο ως το σημα­ντι­κό­τε­ρο έργο του.

Στο αφιέ­ρω­μα μας δύο ποι­ή­μα­τα του Μπλόκ, το αντι­πο­λε­μι­κό κι επί­και­ρο όσο ποτέ «Σκύ­θες» και το πατριω­τι­κό «Στον κάμπο του Κουλίκοβο».

Ο αντιπολεμικός Μπλοκ…

Σκύ­θες 

Εκα­τομ­μύ­ρια εσείς. Εμείς άπει­ρο πλήθος.
Δοκι­μά­στε να συγκρου­σθεί­τε μαζί μας!
Ναι, Σκύ­θες είμα­στε! Ναι, Ασιά­τες είμαστε
Με λοξά κι άπλη­στα μάτια!
……
Για σας είν’ οι αιώ­νες, για μας, η μία και μόνη ώρα.
Εμείς σαν υπά­κουοι σκλάβοι
κρα­τού­σα­με την ασπί­δα ανά­με­σα στα δύο
εχθρι­κά φύλα των Μογ­γό­λων και της Ευρώπης.
……
Αιώ­νες κι αιώ­νες το παλιό σας καμί­νι χάλκευε
κι έπνι­γε το βρό­ντο της χιονοστιβάδας
κι άγριο παρα­μύ­θι ήταν για εσάς η αποτυχία,
η Λισ­σα­βό­να κι η Μεσσήνη.
……
Εσείς εκα­το­ντά­δες χρό­νια τα βλέμμματα
είχα­τε στραμ­μέ­να στην Ανατολή
μαζεύ­ο­ντας και λυώ­νο­ντας τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια μας
και κοροϊ­δεύ­ο­ντας υπο­λο­γί­ζα­τε μόνο
την πρό­σφο­ρη ώρα για να γεμίσετε
το στό­μα των πυροβόλων.
……
Ναι, ήρθε η ώρα! Χτυ­πά­ει τα φτε­ρά η συμφορά
και κάθε μέρα οι προ­σβο­λές πληθαίνουν
και θα’ρθει μέρα που δε θα μείνει
ίχνος απ’ τα δικά σας γένη ίσως!
……
Κόσμε παλιέ! Όσο ακό­μα δεν έχεις χαθεί
όσο γλυ­κός σε βασα­νί­ζει παιδεμός,
συνε­τός στά­σου σαν τον Οιδίποδα
μπρο­στά στην σφίγ­γα με το αρχαίο αίνιγμα.
……
Η Ρωσία είν’ η σφίγ­γα, που με αγαλλίαση
και θλί­ψη μέσα στο μαύ­ρο αίμα βουτηγμένη
εσέ­να κοι­τά­ζει, κοι­τά­ζει, κοιτάζει
με μίσος, και με αγάπη.
……
Ναι, έτσι αξί­ζει ν’ αγα­πάς, όπως το αίμα το δικό μας
ξέρει. Από σας κανείς δεν αγα­πά από καιρό.
Ξεχά­σα­τε ότι στον κόσμο υπάρ­χει αγάπη
που καί­ει και καταστρέφει!
……
Εμείς όλα τα αγα­πά­με- και των αριθμών
την ψυχρή θέρ­μη και το δώρο των
Θεϊ­κών οραμάτων.
Για μας όλα είναι κατα­νοη­τά και η γαλα­τι­κή οξεία σκέψη,
κι η σκο­τει­νή γερ­μα­νι­κή ιδιοφυία…
……
Όλα τα θυμό­μα­στε-την κόλαση
των παρι­σι­νών δρό­μων, τη βενε­τσιά­νι­κη δροσιά,
τη μακρι­νή ευω­διά από τις λεμονιές
και της Κολω­νί­ας τους ομι­χλώ­δεις όγκους.
……
Αγα­πά­με της σάρ­κας τη γεύ­ση και το χρώμα
κι ακό­μα την αποπνικτική,
αφό­ρη­τη θανα­τε­ρή οσμή της.
Δικό μας είναι φταίξιμο
αν τρί­ζει ο σκε­λε­τός σας
μες τα βαριά και τρυφερά
μεγά­λα χέρια μας.
……
Συνη­θί­σα­με αρπά­ζο­ντας από τα χαλινάρια
τα παι­χνι­διά­ρι­κα, πρό­θυ­μα άλογα
να τσα­κί­ζου­με βαρείς σκε­λε­τούς αλόγων
και να καταπνίγουμε
εξε­γέρ­σεις δύστρο­πων σκλάβων.
……
Ελά­τε μαζί μας! Από των πολέ­μων τη φρίκη
ελά­τε στις φιλει­ρη­νι­κές αγκα­λιές μας –όσο δεν είναι αργά-
όσο το παλιό σπα­θί είναι μέσα στο θηκάρι-
Σύντρο­φοι! Θα γίνου­με αδέλφια.
……
Μα κι αν δεν έρθε­τε-εμείς δεν έχουμε
να χάσου­με τίποτα.
Εσάς αιώ­νες κι αιώ­νες θα καταριούνται
οι επό­με­νες άρρω­στες γενιές.
……
Βαθιά στους αγριό­το­πους και τα δάση
θα υπο­χω­ρή­σου­με μπρο­στά στην όμορ­φη Ευρώπη
απο­στρέ­φο­ντας από εσάς την ασιά­τι­κη μού­ρη μας!
……
Πηγαί­νε­τε όλοι, πηγαί­νε­τε στα Ουράλια!
Εμείς καθο­ρί­ζου­με τον τόπο για την μάχη
των ατσά­λι­νων μηχανών
ενά­ντια στην άγρια μογ­γο­λι­κή ορδή
εκεί που ανα­σαί­νει η ολοκλήρωση.
……
Όμως εμείς οι ίδιοι-από εδώ κι εμπρός
δε θα’ μαστε για σας ασπίδα.
Στη μάχη δε θα μπού­με πιά.
Θα βλέ­που­με μονά­χα με τα σχι­στά μάτια μας
πως βρά­ζει η θανα­τε­ρή μάχη.
……
Δεν θα κου­νή­σου­με όταν ο άγριος Ούννος
θα ψάχνει στις τσέ­πες των πτωμάτων,
θα καί­ει τις πόλεις, στις εκκλη­σί­ες μέσα
θα οδη­γεί τα κοπά­δια των αλόγων
και θα ψήνει τη σάρ­κα λευ­κών αδελφών.
……
Κόσμε ‚παλιέ, για τελευ­ταία φορά
σε προσκαλούμε
σε φιλι­κό τρα­πέ­ζι γιορτινό
για προ­κο­πή κι ειρήνη.
Για τελευ­ταία φορά
σε φωτει­νό τρα­πέ­ζι αδελφικό
σας προ­σκα­λεί η λύρα των βαρ­βά­ρων. (1918).

(Από­δο­ση από τα Ρωσι­κά: Χρυ­σάν­θη Κακουλίδου)

Σημειώσεις.

Οι αρχαί­οι Έλλη­νες συγ­γρα­φείς με το όνο­μα Σκύ­θες ανα­φέ­ρο­νται σε ένα σύνο­λο νομα­δι­κών φυλών που έρχο­νταν σε επα­φή μαζί τους και ζού­σαν στην Κεντρι­κή Ασία και στα βόρια παρά­λια της Μαύ­ρης θάλασ­σας. Ήταν ιππείς και θεω­ρού­νταν ο λαός κατα­γω­γής των θρυ­λι­κών Αμαζώνων.

Το ποί­η­μα «Σκύ­θες» του Αλε­ξά­ντρ Μπλόκ αρχί­ζει με τον εθνο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό των Ρώσων: «Ναι, Σκύ­θες είμαστε/Ναι, Ασιά­τες είμα­στε». Απευ­θύ­νε­ται σ’ ένα τερά­στιο αριθ­μό απο­δε­κτών. Προ­φα­νώς σε ολό­κλη­ρο τον Ευρω­παϊ­κό κόσμο: «Εκα­τομ­μύ­ρια εσείς /εμείς ανυ­πο­λό­γι­στο πλήθος,/πλήθος αμέτρητο./Για δοκι­μά­στε ν’ ανα­με­τρη­θεί­τε /μαζί μας…».

Παράλ­λη­λα προ­τρέ­πει την Ευρώ­πη να ανα­λο­γι­στεί το ρόλο της Ρωσί­ας , που παρου­σιά­ζε­ται ως δύνα­μη επο­πτεύ­ου­σα την ιστο­ρία Ευρώ­πης και βαρ­βά­ρων σαν ένα είδος συνό­ρου που χωρί­ζει τη Δύση από την Ανα­το­λή. «Εμείς κρα­τού­σα­με την ασπίδα/ανάμεσα στα δύο εχθρι­κά φύλα/των Μογ­γό­λων και της Ευρώπης».

Για το λόγο αυτό θεω­ρεί ότι η Ρωσία αξί­ζει ν’ αντι­με­τω­πί­ζε­ται με σεβα­σμό. Η εχθρό­τη­τα , προει­δο­ποιεί, μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε κατα­στρο­φι­κές συνέ­πειες. Κατη­γο­ρεί την Ευρώ­πη ότι για εκα­το­ντά­δες χρό­νια επο­φθαλ­μιού­σε τον πλού­το της Ρωσί­ας και τον λεη­λα­τού­σε… Όμως τώρα, μετά από όσα φρι­χτά συνέ­βη­σαν ήρθε η ώρα για δια­πραγ­μα­τεύ­σεις και ειρήνη.

Ο Μπλόκ δεν παρα­λεί­πει να υπεν­θυ­μί­σει ότι η Ρωσία ανα­γνω­ρί­ζει την Ευρώ­πη ως κουλ­τού­ρα και τρό­πο οργά­νω­σης της κοι­νω­νί­ας κάνο­ντας εκτε­νή ανα­φο­ρά στο Ευρω­παϊ­κό τοπίο. Από την άλλη πλευ­ρά όμως δηλώ­νει ότι αν η Ευρώ­πη αγνο­ή­σει το κάλε­σμα της Ρωσί­ας για ειρή­νη και συνερ­γα­σία, η Ρωσία μπο­ρεί να γυρί­σει την πλά­τη της ανά πάσα στιγμή.

Πρό­κει­ται για ποί­η­μα αντι­πο­λε­μι­κό. Κυριαρ­χούν τα πατριω­τι­κά και ιστο­ρι­κά θέμα­τα, προ­βάλ­λε­ται η θέση για λύση όλων των προ­βλη­μά­των με τρό­πο ειρη­νι­κό αλλά τονί­ζε­ται και το γεγο­νός ότι αν χρεια­στεί η Ρωσία μπο­ρεί να γίνει ένας επι­κίν­δυ­νος αντίπαλος.

Το ποί­η­μα είναι γραμ­μέ­νο τον Ιανουά­ριο του 1918, στην Αγία Πετρού­πο­λη. Είναι το τελευ­ταίο που έγρα­ψε ο Μπλόκ. Η Επα­νά­στα­ση ήταν σε εξέ­λι­ξη όπως και η επέμ­βα­ση των Ευρω­παί­ων συμ­μά­χων για την κατα­στο­λή της. Οι λογο­τε­χνι­κοί κρι­τι­κοί τοπο­θε­τού­σαν αυτό το ποί­η­μα στο ίδιο επί­πε­δο με το ποί­η­μα του Αλε­ξά­ντρ Πού­τιν <Οι Συκο­φά­ντες της Ρωσίας>.

Ο ένθερμος πατριώτης Μπλόκ…

Στον κάμπο του Κουλίκοβο 

Πλα­τύ ποτά­μι. Κυλά­ει αργά με θλίψη
Βαριε­στη­μέ­να τις όχθες του ποτίζει
Άγο­νη λάσπη στους γκρεμούς.
Πιο πάνω, στα πλατώματα
πλήτ­τουν οι θημω­νιές στη στέπα.

Αχ, Ρωσία! Γυναί­κα μου!
Με τι πόνο δια­τρέ­ξα­με τη μακριά πορεία,
που σαν βέλος τατά­ρι­κο- με βού­λη­ση παλιά-
μας έσκι­σε το στή­θος. Πορεία στη στέπα.
Πορεία μέσα σε θλί­ψη αχανή
‑τη δική σου θλί­ψη Ρωσία!

Δε φοβά­μαι τα σκοτάδια
‑της νύχτας και των ξένων τόπων-
Ας είναι νύχτα. Καλ­πά­ζο­ντας θα φτάσουμε.

Με τις φωτιές μας θα φωτί­σου­με της στέ­πας τα μάκρη.
Μέσα στους καπνούς της λάμπει το Άγιο λάβαρο
Μα και του Χάν το ατσά­λι­νο σπαθί…
Μάχη αιώ­νια! Γαλή­νη μόνο στα όνει­ρα μας
μέσα στο αίμα και τη σκόνη.

Πετά­ει, πετά­ει το άτι της στέπας,
τσα­κί­ζει τις φτέ­ρες με τις οπλές…
Τέλος δεν έχει! Βέρ­τσια και βέρτσια,
Γκρε­μοί… Στά­σου! Μάτω­σε η δύση!

Το αίμα ρυά­κι κυλά απ’ την καρδιά
Κλά­ψε , κλά­ψε , καρ­διά μου…
Δεν υπάρ­χει γαλή­νη! Αίμα στάζει.
Το άτι της στέ­πας καλ­πά­ζει! (1908).

(Από­δο­ση από τα Ρωσι­κά: Χρυ­σάν­θη Κακουλίδου)

Σημειώσεις.

Το Κου­λί­κο­βο είναι μία μικρή πεδιά­δα κοντά στον ποτα­μό Ντόν. Η μάχη του Κου­λί­κο­βο πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μετα­ξύ των Τατα­ρο­μογ­γό­λων (την Χρυ­σή Ορδή) και των Ρώσων στις 8 Σεπτεμ­βρί­ου 1380 μ. Χ.

Η Ρωσία ήδη από τις αρχές του 13ου αιώ­να ήταν υπό­δου­λη στους Τατα­ρο­μογ­γό­λους της Χρυ­σής Ορδής του Μπα­τού-Χάν, εγγο­νού του Τζέν­γκις-Χαν και έκτο­τε παρέ­με­νε διαι­ρε­μέ­νη σε φεου­δα­λι­κά μορ­φώ­μα­τα φόρου υπο­τε­λή στους Μογ­γό­λους. Ο Μπα­τού-Χαν είχε εισβάλ­λει με 200.000 πολε­μι­στές από τα Ανα­το­λι­κά και υπέ­τα­ξε τα περισ­σό­τε­ρα ρωσι­κά πρι­γκι­πά­τα με απο­κο­ρύ­φω­μα την κατά­λη­ψη του Κιέ­βου, συμ­βο­λι­κής πρω­τεύ­ου­σας μετα­ξύ των Ρώς.

Η μάχη του Κου­λί­κο­βο είναι ένα από τα γεγο­νό­τα που απο­κα­λού­νται κομ­βι­κά στην παγκό­σμια ιστο­ρία καθώς σημα­το­δο­τεί τη μορ­φο­ποί­η­ση της Ρωσί­ας ως ενιαί­ας πολι­τι­κής οντό­τη­τας, που ωστό­σο χρειά­στη­κε περί­που έναν αιώ­να ακό­μη για να ολοκληρωθεί.

Στη μάχη του Κου­λί­κο­βο από τη μία πλευ­ρά παρα­τά­χθη­κε ο πρί­γκι­πας Ντι­μί­τρι του Δου­κά­του της Μόσχας με τους συμ­μά­χους του, ενώ από την άλλη βρι­σκό­ταν ο Μαμάϊ-Χαν , ένας εκ των διεκ­δι­κη­τών της ηγε­μο­νί­ας των Ταταρομογγόλων.

Η παρά­ξε­νη αγά­πη του Μπλόκ για την πατρί­δα του φαί­νε­ται σ’ όλη της την πλη­ρό­τη­τα στο ποί­η­μα <Ο κάμπος του Κου­λί­κο­βο> γραμ­μέ­νο το 1908 όπου ο ποι­η­τής γιορ­τά­ζει τη νίκη των Ρώσων ενά­ντια στους Μογ­γό­λους. Ο Μπλόκ μετέ­χει νοε­ρά στη νικη­φό­ρα μα τρα­γι­κή πορεία της Ρωσί­ας εκφρά­ζο­ντας μελαγ­χο­λία και θλί­ψη για τη μοί­ρα της πατρίδας.

(Από­σπα­σμα από την μελέ­τη μου για τον Αλε­ξά­ντρ Μπλόκ).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο