Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ COVID

Φιλο­ξε­νού­με­νος ο Γεώρ­γιος Λια­νός //

Πόση ανοη­σία ακό­μη; Ακό­μα και ο Αλέ­ξαν­δρος Παπα­δια­μά­ντης επι­στρα­τεύ­ε­ται στην υπη­ρε­σία της κυβερ­νη­τι­κής πολι­τι­κής. Το από­σπα­σμα που ανα­φέ­ρε­ται στο παρα­κά­τω άρθρο[1] μια μεί­ξη από το διή­γη­μα  «Οι ελα­φροί­σκιω­τοι» (1892), και το διη­γη­μα.  «Η χολε­ρια­σμέ­νη» (1901).

 “..Μένου­με διαι­τώ­με­νοι εις την οικία μας, στρα­βο­πα­τού­ντες από δωμά­τιον εις δωμά­τιο, ως ποτα­μιαία καβού­ρια, αλι­βά­νι­στοι, αλει­τούρ­γη­τοι, ακοι­νώ­νη­τοι, με την ελπί­δα ότι σύντο­μα θα ανθρω­πέ­ψου­με και πάλι…”

Το πρώ­το, από αυτά δεν ανα­φέ­ρε­ται σε καθό­λου σε ασθέ­νεια, αλλά στις δει­σι­δαι­μο­νί­ες και τα νεραι­δι­κά που προ­ξε­νού­σαν φόβο σε μια οικο­γέ­νεια, που έμε­νε μακριά από το χωριό και στη για­γιά τους που τους προει­δο­ποιού­σε για την έναρ­ξη της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας στο εξω­κλή­σι του προ­φή­τη Ηλία τα Χρι­στού­γεν­να. Το δεύ­τε­ρο σε επι­δη­μία χολέ­ρας που έπε­σε στη Σκιά­θο κατά την Αγγλι­κή και Γαλ­λι­κή κατο­χή και το ναυ­τι­κό απο­κλει­σμό της Ελλά­δας, αλλά και στην έντο­νη έλλει­ψη νερού που υπήρ­χε στο νησί εκεί­νη την εποχή.

Μάλι­στα στην τρί­τη περί­πτω­ση η λαθρο­χει­ρία είναι πιο έντο­νη και εμφα­νής στο διή­γη­μα “Βαρ­διά­νος στα σπόρ­κα” (1893), το οποίο ανα­φέ­ρε­ται στην χολέ­ρα του 1865 στην Αθή­να κατά τον Αγγλι­κό και Γαλ­λι­κό ναυ­τι­κό απο­κλει­σμό, την ίδια στην οποία ανα­φέ­ρε­ται και το διή­γη­μα. «Οι ελαφροίσκιωτοι”.

Το από­σπα­σμα του εν λόγω άρθρου, είναι αντλη­μέ­νο από ένα υπο­τι­θέ­με­νο διή­γη­μα του Παπα­δια­μά­ντη με τον τίτλο  «Την επο­χήν της επι­δη­μί­ας». Ο Παπα­δια­μά­ντης, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται και από την επί­σκε­ψη στην ιστο­σε­λί­δα της Εται­ρεί­ας Παπα­δια­μα­ντι­κών Σπου­δών, δεν έγρα­ψε ποτέ τέτοιο διή­γη­μα[2]. Απλά έχει γίνει συνέ­νω­ση απο­σπα­σμά­των από τα εν λόγω διη­γή­μα­τα με στό­χο να δικαιο­λο­γη­θεί η κυβερ­νη­τι­κή πολι­τι­κή, αλλά και φανεί η επι­λο­γή του lockdown ως κάτι συνη­θι­σμέ­νου και όχι πρωτόγνωρου.

Το συγκε­κρι­μέ­νο από­σπα­σμα του διη­γή­μα­τος “Οι ελα­φροϊ­σκιω­τοι” ανα­πτύσ­σε­ται ως εξης [3] :

«…» Τῷ ὄντι ἡ γρα­ῖα, ἀντὶ νὰ μεί­νῃ εἰς τὸ χωρί­ον νὰ κάμῃ Χρι­στού­γεν­να, μαθο­ῦσα ὅτι ὁ παπα-Κων­στα­ντὴς ὁ Μπρι­κό­λας ἔμελ­λε ν᾽ ἀνέλ­θῃ τὸ πρωί, κατὰ πρό­σκλη­σιν ποι­μέ­νων καὶ γεωρ­γῶν τινων, εἰς τὸ βου­νὸν νὰ λει­τουρ­γή­σῃ τὸ ἐξωκ­κλή­σιον τοῦ Προ­φή­του Ἠλία, ἐπρο­τί­μη­σε νὰ ὑπά­γῃ εἰς τῆς Κεχρε­ᾶς τὸ ρέμα, νὰ πει­θα­να­γκά­σῃ τὴν κόρην της καὶ τὰ ἐγγο­νά­κια της νὰ σηκω­θῶσι τὸ πρωὶ ν᾽ ἀνέλ­θω­σι εἰς τὸ ἐξωκ­κλή­σιον, τὸ ὁπο­ῖον εὑρί­σκε­το εἰς τὸ ἥμι­συ τοῦ δρό­μου, ἐπὶ ὀρο­πε­δί­ου γεί­το­νος τῆς κορυ­φῆς τοῦ βου­νοῦ, μίαν ὥραν ἀπὸ τὸ χωρί­ον καὶ μίαν ὥραν ἀπὸ τὴν Κεχρε­άν, διὰ νὰ λει­τουρ­γη­θο­ῦν καὶ μετα­λά­βουν, διὰ νὰ τοὺς ἀνθρω­πέ­ψῃ ὀλί­γον, ἔλε­γε, καθό­σον ἔμε­νον ἐπὶ μῆνας ἀλει­τούρ­γη­τοι κάτω εἰς τὸ βαθὺ τὸ ρέμα. «…»

Εἰς τὸν ναΐ­σκον τῆς Κεχρε­ᾶς, παλαι­ὸν δια­λυ­μέ­νον μονύ­δριον, προ­σηρ­τη­μέ­νον ὡς μετό­χιον εἰς τὸ κοι­νό­βιον τοῦ Εὐαγ­γε­λι­σμοῦ, σπα­νί­ως ἤρχε­το ἱερε­ὺς νὰ λει­τουρ­γή­σῃ, καὶ ἂν ἤρχε­το, οἱ ἐντὸς τοῦ ρεύ­μα­τος διαι­τώ­με­νοι καὶ ὡς ποτα­μα­ῖα καβού­ρια στρα­βο­πα­το­ῦντες, ὁ Ἀγάλ­λος, ἡ Ἀφέ­ντρα καὶ τὰ δύο τέκνα των, δυσκό­λως θὰ ἔπαιρ­ναν εἴδη­σιν ν᾽ ἀνέλ­θω­σι διὰ ν᾽ ἀκού­σω­σι τὴν λει­τουρ­γί­αν. Ἀφό­του ὁ Ἀγάλ­λος εἶχε πωλή­σει τὴν πατρι­κὴν ἐν τῇ πολί­χνῃ οἰκί­αν του, καὶ κατῴκει ἔκτο­τε διαρ­κῶς εἰς τὸν νερό­μυ­λον, ἅπαξ μόνον τοῦ ἔτους ἐλει­τουρ­γο­ῦντο, καὶ τοῦτο κατὰ τὴν 23 Αὐγού­στου, ὅτε ὁ ναΐ­σκος τῆς Κεχρε­ᾶς ἑώρ­τα­ζε τὰ ἐννιά­η­με­ρα, ἤτοι τὴν μετά­στα­σιν τῆς Θεοτόκου.

Εδώ και το πραγ­μα­τι­κό από­σπα­σμα το  διή­γη­μα «Η χολε­ρια­σμέ­νη»[4]

«…» Εἶχαν ἰδεῖ πὼς δὲν εἶχα πλέ­ον ἄσκη­μα συπτώ­μα­τα, ἡ ὄψη μου φαί­νε­ται νὰ εἶχε σιά­ξει, καὶ δὲν ἔδει­χναν μεγά­λο φόβο. Ἡ ἀνδρα­δέλ­φη μου μοῦ ἔρρι­ξε μιὰ ματιά, σὰν νὰ μ᾽ ἐλυ­πή­θη.

― Ἂς ἔρθῃ κι αὐτή, ἡ καη­μέ­νη, Στά­θη, εἶπε τοῦ ἀνδρός της.

Κοντο­λο­γῆς, ὁ ἄντρας μου, ὁ Λευ­θέ­ρης, ἔκα­με κου­ρά­γιο, ἐπῆγε μόνος του ὣς τὸ σπί­τι, ηὗρε τὸ παι­δί μας ποὺ ἔκλαιε, τὸ ἐπῆρε καὶ μοῦ τὸ ἔφε­ρε, κι ὀλί­γα ρου­χι­κὰ μαζί.

Μπαρ­κά­ρα­με ὅλοι ἀντά­μα στὴν καρότσα.

Ἐμεί­να­με δυὸ-τρε­ῖς μῆνες, μὲ τὸν ἄνδρα μου, σ᾽ ἕνα περι­βό­λι μια­νῆς συγ­γέ­νισ­σάς μας, κοντὰ στὸν Ἁι-Γιάν­νη τοῦ Ρέντη.

Ἐκεῖ ἤρχο­ντο συχνὰ Ἀγγλο­γάλ­λοι. Εἶχαν σταθ­μο­ὺς ἐκεῖ κοντά. Τοὺς ἔπλυ­να τὰ ροῦχα, καὶ μοῦ ἔδι­ναν ἀση­μέ­νια φρά­γκα. Ἔβλε­παν τὸ κορί­τσι μου, τὴν Κατί­γκω μου, ποὺ μεγά­λω­νε σιγὰ-σιγά, κ᾽ ἐκό­ντευε νὰ χρο­νί­σῃ. Τὴν ἐχά­δευαν κ᾽ ἔλε­γαν: «Πίκ­κο­λο*! πίκκολο!».

Ὣς τόσο, ὅταν ἦταν ὅλοι τους μαζί, καβα­λα­ρία, μὲ τὶς περι­κε­φα­λα­ῖές τους, ἐφαί­νο­νταν φοβε­ροί· χωρι­στὰ κι ὀλί­γοι-ὀλί­γοι, ἐφαί­νο­νταν κι αὐτοὶ καλοὶ ἄνθρωποι.

Περά­σα­με καλά. Ἡ χολέ­ρα ἔφυ­γε σὲ λίγο. Κοντὰ στὰ Χρι­στού­γεν­να, ἤρθα­με στὸ σπί­τι μας, στο­ὺς Ἁγί­ους Ἀπο­στό­λους, τὸ ηὕρα­με ἀπεί­ρα­χτο, κ᾽ ἐκα­θί­σα­με μὲ ἀγά­πη καὶ εἰρήνη.

Ὄχι μόνον εἴχα­με περά­σει καλά, ἀλλὰ καὶ κάτι λεφτὰ μοῦ περίσ­σε­ψαν ἀπὸ τὶς ὑπη­ρε­σί­ες ποὺ ἔκα­να στο­ὺς Ἀγγλο­γάλ­λους. Ὅταν ἐγυ­ρί­σα­με στὴν Ἀθή­να, μέσα, εἶχα σωστὰ ἑκα­τὸν δέκα φρά­γκα ἀσημένια.

Μοῦ φάνη­κε, τὰ ἕνδε­κα σβάν­τζι­κα, ποὺ εἶχα δώσει τρε­ῖς μῆνες μπρο­στὰ στὸν καρο­τσιέ­ρη, πὼς τὰ εἶχα σπεί­ρει στὴ γῆς κ᾽ ἐκαρ­πο­φό­ρη­σαν τὸ δεκαπλάσιο.”

Και τα απο­σπά­σμα­τα από το διή­γη­μα «Βαρ­διά­νος στα σπόρ­κα» [5]

«…»  Ἀμφό­τε­ρα τὰ ἐπι­τη­δεύ­μα­τα ταῦτα τὰ μετέ­φε­ρον εὐκό­λως εἰς τὸν φοῦρ­νον, ὅστις ἦτο περί­που ὅ,τι τὸ καφε­νε­ῖον διὰ τοὺς ματαιο­σχό­λους τῶν ἀνδρῶν, κ᾽ ἐκεῖ ἀβγά­τι­ζαν ὅλας τὰς μικρὰς δια­δό­σεις, καὶ ἀπό­σω­ναν ὅλας τὰς ἀτε­λε­ῖς διη­γή­σεις. Ἡ δεῖνα ἐμά­λω­σε μὲ τὸν ἄνδρα της. Ἡ δεῖνα πρό­κει­ται ν᾽ ἀρρα­βω­νια­σθῇ μὲ τὸν δεῖνα, ἀλλὰ τί ἐζή­λευ­σε κι αὐτὸς νὰ πάρῃ ἀπὸ κεί­νη-δὰ κλπ. Ἡ δεῖνα ἀπασ­σά­λω­τη*, δὲν ἠξεύ­ρει νὰ βολέ­ψῃ τὸ νοι­κο­κυ­ριό της. Ἀφή­νει τὰ παι­διά της ἄνι­φτα, κακο­μοι­ρια­σμέ­να, κλπ. Ἡ ἄλλη ἀκό­μη δὲν ἐχρό­νι­σεν ὁ ἄνδρας της, κ᾽ ἑτοι­μά­ζε­ται νὰ ξανα­παν­δρευ­θῇ. Τοιαύ­τας ἱστο­ρί­ας, καὶ ἄλλας πολὺ σκαν­δα­λω­δε­στέ­ρας ἠδύ­να­το ν᾽ ἀκού­σῃ τις καθη­με­ρι­νῶς, ἂν συνέ­βαι­νε νὰ διέλ­θῃ ἀπὸ τὸ σταυροδρόμι.

Συμπε­ρα­σμα­τι­κά η ανοη­σία (ηθε­λη­μέ­νη ή μη)  δεν έχει πυθ­μέ­να, μη διστά­ζο­ντας να αλλοιώ­σει και την λογο­τε­χνι­κή κλη­ρο­νο­μιά της σύγ­χρο­νης Ελλά­δας και του πολι­τι­σμού της, με στό­χο να εξυ­πη­ρε­τή­σει τα κυβερ­νη­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα της Ν.Δ και των δορυ­φό­ρων της. Ναι και παλαιό­τε­ρα είχαν υπάρ­ξει ασθέ­νειες με μεγα­λύ­τε­ρη επι­κιν­δυ­νό­τη­τα και θνη­σι­μό­τη­τα. Αλλά ποτέ τους δεν απο­τέ­λε­σαν ένα ανα­βα­τό­ριο που θα ανε­βά­σει την κυβέρ­νη­ση ΝΔ και τον κύριο Μητσο­τά­κη στις πύλες της αιώ­νιας ευτυ­χί­ας. Πόσο μάλ­λον το αντί­θε­το. Ο Παπα­δια­μά­ντης σε όλο του το έργο  καταγ­γέλ­λει και στη­λι­τεύ­ει την φτώ­χεια, την ανέ­χεια και την κοι­νω­νι­κή αδι­κία, την αναλ­γη­σία και τον πλου­τι­σμό της ολι­γαρ­χί­ας και της εξου­σί­ας. Απο­τε­λεί πρό­κλη­ση να κατα­σκευά­ζο­νται ψεύ­τι­κα κεί­με­να με απο­σπά­σμα­τα των διη­γη­μά­των του με στό­χο την δικαιο­λό­γη­ση της προ­βλη­μα­τι­κής κατά­στα­σης του lockdown.

[1] https://limnosnea.gr/apopseis/15638/alexandros-papadiamantis-tin-epochi-tis-pandimias/

[2] http://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata

[3] http://papadiamantis.net/…/dii…/360-o-lafroiskiotoi-1892 Οι μαυ­ρι­σμέ­νες σει­ρές απο­τε­λούν τα απο­σπά­σμα­τα που αλλοιώ­θη­καν  για να προ­κύ­ψει το κατα­σκευα­σμέ­νο διήγημα.

[4] http://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/319-xoleriasmeni-1901

[5] http://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/357-vardianos-st-sporka-1893

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο