Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλμύρα, λαθρεπιβάτης στη νοσταλγία…

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Τα σεντό­νια τους, το πρωί πριν ξεκι­νή­σουν, τα είχαν διπλώ­σει προ­σε­κτι­κά, τόσο που ούτε οι ίδιοι μπο­ρού­σαν να κατα­λά­βουν αν έστα­ζαν περισ­σό­τε­ρο το λάθος, από το πάθος  ή το αντί­στρο­φο. Με το πέρα­σμα του χρό­νου κάποιοι αισθά­νο­νται πιο ελεύ­θε­ροι, ούτε η ζωή τους στε­νεύ­ει, ούτε οι ανα­μνή­σεις τους στοι­χειώ­νουν. Αφή­νουν τις στιγ­μές να κυλούν, να ψηλώ­νουν και αφή­νο­νται σε αυτές, χωρίς να μετρούν παλιούς καη­μούς και παρά­πο­να, επεν­δύ­ο­ντας στην αξία της συντρο­φι­κής σχέ­σης, εκεί­νης που όχι μόνο απα­λύ­νει τον φόβο, αλλά επει­δή δεν έχει μυστι­κά, η νοσταλ­γι­κή ανα­μέ­τρη­ση των παλαιών ημε­ρών πηγαί­νει από χάδι, σε χάδι.

ΚυπάρισσοςΕίχαν περά­σει όλο το από­γευ­μα μαζί, στην παρα­λία μέχρι αργά, αρχές Μάρ­τη του 2020. Η μυρω­διά των κέδρων ερέ­θι­ζε φαντα­σία και όσφρη­ση. Με φόντο την απε­ρα­ντο­σύ­νη της θάλασ­σας, σε μια ζεστή αγκα­λιά απο­λάμ­βα­νε τη μονα­δι­κό­τη­τα της στιγ­μής. Όταν ο ήλιος άρχι­σε να φωτί­ζει στο χαμή­λω­μα του, τα σύν­νε­φα από την κάτω πλευ­ρά, τα χρώ­μα­τα από το φωτει­νό πορ­το­κα­λί ως το κόκ­κι­νο, το χρυ­σό και το κίτρι­νο έκλε­ψαν θριαμ­βευ­τι­κά την παρά­στα­ση. Το θέα­μα συναρ­πα­στι­κό, μπο­ρεί να μην διαρ­κεί πολύ, αλλά η ανά­μνη­σή του μένει. Η ομορ­φιά του δει­λι­νού ουρα­νού, ο πελα­γί­σιος άνε­μος, ένα χαμό­γε­λο, ένα άγγιγ­μα τρυ­φε­ρό στο πρό­σω­πο, μια ψιχά­λα, καμιά φορά ανοί­γουν την πόρ­τα στη χαρά της ζωής. Είναι που η φύση ξέρει ν’ αγγί­ζει τις πιο ευαί­σθη­τες χορδές.

Το διά­λειμ­μα από τη φασα­ρία της πόλης, το έβλε­πε πάντα σαν την ευκαι­ρία να συμπλη­ρώ­σει την ανά­γνω­ση στη ζωή, που δεν σού δίνε­ται με χάρ­τες και οδη­γί­ες χρή­σης για το πώς θα ζήσεις ευτυ­χι­σμέ­νος, σού δεί­χνει όμως πού μπο­ρείς να στα­θείς περι­μέ­νο­ντας τη χαρά, μια ακτή, μια θάλασ­σα, ένα δάσος, ένα λιβά­δι, ένα φεγ­γά­ρι, ένα λουλούδι…

Με αφορ­μή τους εξαι­ρε­τι­κούς περι­πά­τους στην Κέρ­κυ­ρα, υπεν­θύ­μι­ζε πάντα στον εαυ­τό της την αξία τού να εκτι­μά την κάθε μέρα, να φρο­ντί­ζει να μην χάνει τη μαγι­κή παρά­στα­ση κάθε επο­χής σαν να είναι η τελευ­ταία και κάθε φορά να αφή­νε­ται, να νιώ­θει πως στα­μα­τά ο χρό­νος για να της δώσει ένα ακό­μη μάθη­μα, μέχρι ο έρω­τας να τα μηδε­νί­σει όλα και να ξεκι­νά ξανά από την αρχή, για το νιό­γερ­μα ή το λιό­γερ­μα  της επό­με­νης μέρας.

Από τη χρυ­σή αμμου­διά, εγκα­τα­λεί­πο­ντας τη μαγεία της ένω­σης ήλιου και θάλασ­σας και έχο­ντας προ­σθέ­σει μια ακό­μη σελί­δα αιω­νιό­τη­τας στο ημε­ρο­λό­γιο της, πεζοί ανέ­βαι­ναν με τον σύντρο­φό της τις πλα­γιές του κατα­πρά­σι­νου λόφου. Ελιές διά­σπαρ­τες παντού. Αιω­νό­βια δέντρα συνυ­φα­σμέ­να με τη ζωή των κατοί­κων, σύμ­βο­λα ειρή­νης, σοφί­ας, γονι­μό­τη­τας, ευη­με­ρί­ας, τύχης. Είναι αλή­θεια πως κανέ­να καρ­πο­φό­ρο δέντρο δεν υμνή­θη­κε, δεν ζωγρα­φί­στη­κε και δεν τρα­γου­δή­θη­κε όσο η ελιά, σκε­φτό­ταν απο­λαμ­βά­νο­ντας το τοπίο.

Από τη σκέ­ψη της πέρα­σαν δεκά­δες πίνα­κες ζωγρα­φι­κής που είχε θαυ­μά­σει με θέμα την ελιά. Μονέ, Ντα­λί, Ελ Γκρέ­κο, Ματίς, Βαν Γκογκ, αλλά η συγκί­νη­ση την κάλε­σε με συγ­γε­νι­κή οικειό­τη­τα να κλεί­σει τα μάτια και να στα­θεί στα έργα του Άγγε­λου Γιαλ­λι­νά και του Βικέ­ντιου Μπο­κα­τσιά­μπη. Αγα­πού­σε αυτό το δέντρο που βυθί­ζει πολ­λές φορές τις ρίζες του στη θάλασ­σα του Ιονί­ου, ερω­τεύ­ε­ται τον μεσο­γεια­κό ήλιο, παρα­δί­δε­ται στον άνε­μο κατα­φέρ­νο­ντας να μεγα­λώ­νει ακό­μα και σε άγο­να, πετρώ­δη εδά­φη. Σε επο­χές δύσκο­λες με πολέ­μους και φτώ­χεια, αλλά και σε επο­χές ευμά­ρειας άφη­νε ισχυ­ρό το απο­τύ­πω­μα της, η ελιά, στην πολι­τι­σμι­κή ιστο­ρία της Κέρ­κυ­ρας. Τηρώ­ντας την ελλη­νι­κή παρά­δο­ση, είχε φυτέ­ψει και η ίδια με τη γέν­νη­ση των παι­διών της από μια ελιά στον κήπο, με την ευχή να μένει και να βρί­σκε­ται, για να θυμί­ζει τη συνέ­χεια και την εξέ­λι­ξη της ζωής, μακά­ρι και στους αγέν­νη­τους ακό­μη αιώνες.

Είχαν φτά­σει στην κορυ­φή, βρα­δά­κι πια, εκεί που άλλο­τε βρι­σκό­ταν χτι­σμέ­νο το παλιό χωριό Μαρα­θιάς, αυτό που είχε εγκα­τα­λει­φτεί μετά από επι­δη­μία πανώ­λης εκεί­να τα παλιά χρό­νια που μπο­ρεί να είχαν περά­σει έχο­ντας πάρει μαζί τους και τις συμ­φο­ρές, άφη­ναν όμως την τρα­γι­κό­τη­τα τους στις σελί­δες της ιστο­ρί­ας και στη μέσα ραφή της ψυχής των ανθρώπων.

Ένα ρίγος δια­πέ­ρα­σε το σώμα της. Έκλει­σε το φερ­μουάρ στο αντια­νε­μι­κό μπου­φάν και έβα­λε τα χέρια στις τσέ­πες. Από το βαθύ της μνή­μης ανα­κά­λε­σε γρή­γο­ρα μια ανά­γνω­ση, ναι είχε κάπου δια­βά­σει ότι ο στρα­τη­γός Τζέιμς Κάμπελ εντο­λο­δό­χος των συμ­μά­χων, τη δεύ­τε­ρη μέρα των Χρι­στου­γέν­νων του έτους 1815 μαζί με την ανα­κοί­νω­ση της επι­δη­μί­ας έδω­σε και την εντο­λή να ληφθούν ακραία μέτρα για την προ­στα­σία της Κέρ­κυ­ρας. Το χωριό πυρ­πο­λή­θη­κε ολό­κλη­ρο. Μάλι­στα, μέρες και νύχτες οι φλό­γες έγλει­φαν τοί­χους, σκε­πές, δέντρα, ζώα, αυλές χωρίς έλε­ος. Οι κάτοι­κοι απα­γο­ρεύ­τη­κε να έχουν επι­κοι­νω­νία με κατοί­κους άλλων χωριών και τρεις μέρες μετά το διά­ταγ­μα, συγκρο­τή­θη­κε ειδι­κό οκτα­με­λές στρα­το­δι­κείο, με έδρα τη Μεσογ­γή, που εκδί­κα­ζε τις παρα­βά­σεις. Η εντο­λή ήταν η προ­σα­γω­γή των παρα­βα­τών στο στρα­το­δι­κείο και σε κάποιες ειδι­κές περι­πτώ­σεις υπήρ­χε εξου­σιο­δό­τη­ση για επί τόπου του­φε­κι­σμό των παραβατών…

ΑνεμώνεςΤης φάνη­κε πως αν χαμή­λω­νε κοντά στα ξερι­ζω­μέ­να θεμέ­λια των άλλο­τε κατοι­κιών θα άκου­γε τον θρή­νο εκεί­νων των ανθρώ­πων να σβή­νει αργός, μακρό­συρ­τος στις βρα­δι­νές ώρες μετα­γρά­φο­ντας τη θλι­βε­ρή από­γνω­ση και την βαριά του θανά­του ανά­σα στον ίδιο λυγ­μό, που πλη­θαί­νει όταν ξανα­πα­τούν οι έγνοιες, τα σημά­δια και οι ψυχές δια­βαί­νουν ανέλ­πι­δα μαζί με τις χαρές.

Την ίδια νύχτα ήταν που πετά­χτη­κε στον ύπνο της τρο­μαγ­μέ­νη από ένα εφιαλ­τι­κό όνει­ρο. Σα να είχε γυρί­σει λέει σ’ εκεί­νη την επο­χή, στην ίδια ηλι­κία που βρι­σκό­ταν ώρι­μη πια, έτσι είχε δει τον εαυ­τό της. Σάμπως να ζού­σε στο Μαρα­θιά, έτσι της φάνη­κε. Είχε ένα δρε­πά­νι στο χέρι, μ’ αυτό  έκο­βε τα βάτα καθα­ρί­ζο­ντας το έδα­φος γύρω από τις ελιές. Κάπου – κάπου, έσκυ­βε και μάζευε μάρα­θο και άγρια χόρ­τα. Μα όταν σήκω­νε το κεφά­λι, έβλε­πε από μακριά, εκεί πάνω στην κορυ­φή του λόφου να κάθε­ται μια γυναί­κα που άπλω­νε το στή­θος της και τί παρά­ξε­νο αλή­θεια, βύζαι­νε όλο το χωριό.

Κάποιος που δεν είχε πρό­σω­πο, ήξε­ρε όμως την τέχνη να μαυ­λί­ζει ψυχές, έσπρω­χνε μικρούς και μεγά­λους να κρε­μα­στούν στις θηλές της. Το ξάφ­νια­σμα έγι­νε πιο δυνα­τό όταν είδε τα παι­διά, τον πατέ­ρα και τον άντρα της να κατευ­θύ­νο­νται προς την κορ­φή. Τότε λέει, οδη­γη­μέ­νη από ένα ένστι­κτο που ποτέ δεν την είχε προ­δώ­σει, πέτα­ξε το καλά­θι με τα χόρ­τα και με το δρε­πά­νι στο χέρι άρχι­σε να τρέ­χει ξεμαλ­λια­σμέ­νη να προ­φτά­σει. Να προ­φτά­σει τί; Δεν είχε κατα­λά­βει. Μόνο τον κίν­δυ­νο κατα­λά­βαι­νε. Όταν πλη­σί­α­σε αρκε­τά, με την ψυχή στο στό­μα, πρό­λα­βε να δει πως από αυτό το στή­θος με τις δεκά­δες θηλές δεν έτρε­χε γάλα, αλλά ένα κιτρι­νο­πρά­σι­νο πηχτό υγρό που μύρι­ζε λιω­μέ­νο θειά­φι και αίμα. Και τα μάτια της γυναί­κας, τη μια στιγ­μή έφεγ­γαν ξεγε­λώ­ντας όσους την κοί­τα­ζαν και την άλλη παρα­δί­δο­νταν στη σκο­τει­νιά αφή­νο­ντας να πετά­ξουν χιλιά­δες νυχτε­ρί­δες. Και το δέρ­μα της όμως, τη μια στιγ­μή λευ­κό, ροδα­λό και την άλλη σαρανταπληγιασμένο.

Στ’ όνει­ρό της, έβλε­πε πως με το δρε­πά­νι στο χέρι, είχε μπει μπρο­στά από τα παι­διά της και την κοί­τα­ζε εκεί­νη τη γυναί­κα κατά­μα­τα. Μια ένιω­θε να την φοβά­ται και μια νόμι­ζε πως έκα­νε λάθος και της χαμο­γε­λού­σε με συμπά­θεια, δεν άφη­νε όμως τα παι­διά να πλη­σιά­σουν, μήτε τον πατέ­ρα, μήτε τον άντρα της, μέσα της βού­ι­ζε το κρο­τά­λι­σμα της Μοί­ρας που κατα­πί­νει τις μορ­φές μαζί με τα κρί­μα­τα, αυτό δεν την άφη­νε, ώσπου αυτή οργί­στη­κε πραγ­μα­τι­κά και τότε λέει, σηκώ­θη­κε όρθια με το αλη­θι­νό της πρό­σω­πο και ανοί­γο­ντας ένα τερά­στιο στόμα…

Εκεί, στο άγγιγ­μα του μαρ­μα­ρω­μέ­νου χρό­νου ξύπνη­σε. Τα χέρια της έτρε­μαν. Ο φόβος την είχε κυριεύ­σει. Στα χεί­λη, γεύ­ση σκουριάς.

Λίγες μέρες μετά. Καραντίνα…

Στο άκου­σμα της λέξης θυμή­θη­κε τ’ όνει­ρο. Ο αέρας που έμπαι­νε από το παρά­θυ­ρο της φάνη­κε πως ακό­νι­ζε μαχαί­ρι πάνω στην καρ­διά της. Έμει­νε ακί­νη­τη στη μέση του δια­δρό­μου, παγω­μέ­νη, άψυ­χη σαν άγαλ­μα και η μνή­μη ταξί­δε­ψε πιο πίσω στον χρό­νο. Σαν αστρα­πή πέτα­ξε σε μια φωτογραφία.

Παι­δί στη δεκα­ε­τία του 1970, μα κατα­λά­βαι­νε πόσο βαρύ φορ­τίο ήταν η απώ­λεια στην ψυχή και στη σκέ­ψη των δύο ηλι­κιω­μέ­νων που την ακρι­βο­χαι­ρε­τού­σαν κάθε φορά καλώ­ντας την να παί­ξει στο ανθι­σμέ­νο μπο­στά­νι τους.

Τρία όμορ­φα κορί­τσια κλει­σμέ­να μέσα στο αση­μέ­νιο ρολόι τσέ­πης του μπάρ­μπα Μιχά­λη του Μεϊ­μά­ρη, τα ίδια κορί­τσια που είχε και η γυναί­κα του η θειά Μαρία κρε­μα­σμέ­να στο λαι­μό μέσα στο χρυ­σό της μεντα­γιόν. «Οι θυγα­τέ­ρες μας», έλε­γαν και τα δάκρυα έτρε­χαν βρο­χή. Εκεί­νοι τις είχαν ντύ­σει στ’ άσπρα, οι ίδιοι έστρω­σαν τα προι­κιά τους στο μαύ­ρο χώμα σαν να ήταν ο τάφος νυφι­κή παστά­δα, μονά­χοι είχαν πει τις μαντι­νά­δες του γάμου και τις έστει­λαν αφί­λη­τες κι ανέγ­γι­χτες, νύφες του «Μεγά­λου Δρε­πα­νιά­ρη» , από τη λίγω­ση ίσα­με τη γέμι­ση του φεγ­γα­ριού το Δεκέμ­βρη του 1918. Το μοι­ρο­λόι τό ’λεγε η ψυχή για όλα τα υπό­λοι­πα χρό­νια που έζη­σαν με τη δική τους ανάμνηση.

Η ισπα­νι­κή γρί­πη ήταν που είχε σημα­δέ­ψει τη ζωή τους, αυτή που στο πέρα­σμα της, δίχως να λογα­ριά­ζει πλού­σιους και φτω­χούς έσπερ­νε το θανα­τι­κό στις γει­το­νιές του κόσμου, αυτή που εκα­τό χρό­νια πριν είχε κατα­φέ­ρει σκορ­πί­ζο­ντας τη φρί­κη να τον αλλά­ξει τον κόσμο, και τώρα η και­νούρ­για επι­δη­μία με την ίδια φόρα και τις ίδιες κακές προ­θέ­σεις χτυ­πού­σε ξανά τις ίδιες πόρ­τες κι ας ήταν ανε­πι­θύ­μη­τη και απρόσκλητη.

Δυσκο­λευό­ταν να πιστέ­ψει όσα άκου­γε. Η ανα­πνοή της, ένα λαχά­νια­σμα αρχι­κά γρή­γο­ρο και μετά ανά­σα βαριά με φανε­ρή δυσκο­λία. Έτσι το χρό­νιο άσθμα της ξαφ­νι­κά έγι­νε μεγα­λύ­τε­ρη απει­λή. Στά­θη­κε μπρο­στά στον καθρέ­φτη ανα­ζη­τώ­ντας σημά­δια. Όχι, δεν είχε μελα­νιά­σει, είδε όμως τις κόρες των ματιών της να δια­στέλ­λο­νται, τα φρύ­δια ζαρω­μέ­να θαρ­ρείς και ήθε­λαν να σμί­ξουν το ένα με το άλλο. Μα και τα χεί­λη της τεντώ­θη­καν ορι­ζό­ντια σε μια γραμ­μή άχρω­μη. Κρύ­ος ιδρώ­τας κύλη­σε στις παλά­μες, η ραχο­κο­κα­λιά μια στή­λη πάγου, οι παλ­μοί της καρ­διάς μονό­το­νος πέν­θι­μος καλπασμός.

«Κραυγή» του Έντβαρτ Μουνκ

Μια φοβι­σμέ­νη γυναί­κα όπως εκα­τομ­μύ­ρια άλλες γυναί­κες, μια μάνα όπως εκα­τομ­μύ­ρια άλλες μανά­δες, αυτή ήταν. Μέσα στην αμη­χα­νία της κολα­κεύ­τη­κε στην ιδέα πως μπο­ρού­σε να προ­στα­τεύ­σει τους αγα­πη­μέ­νους της, αυτή, που άντε­ξε τους πόνους της γέν­νας και γνώ­ρι­ζε το ακρι­βό μέτρη­μα της ζωής που ανα­σταί­νε­ται μέρα με τη μέρα, αυτή που ήξε­ρε τα βοτά­νια και τα για­τρο­σό­φια, θα τα κατάφερνε…

Έφτια­ξε ένα καφέ, περί­λυ­πη. Ο ουρα­νός βάραι­νε. Ήταν αλή­θεια όλα όσα δια­περ­νού­σαν τα αυτιά της και όρθω­ναν εφιάλ­τες στα μάτια της. Το επι­βε­βαί­ω­σαν τα παι­διά, ο σύντρο­φος, οι φίλοι της. Και ο πατέ­ρας της, προ­χω­ρη­μέ­νης ηλι­κί­ας, θορυ­βη­μέ­νος της είχε τηλε­φω­νή­σει να μάθει την αλή­θεια, αφού δεν του ήταν εύκο­λο να πιστέ­ψει πως αυτά που είχαν συμ­βεί στο παρελ­θόν μπο­ρού­σαν να ξανάρ­θουν το ίδιο ή και περισ­σό­τε­ρο απει­λη­τι­κά. Τον άκου­γε ανα­στα­τω­μέ­νο, φωνή τρε­μά­με­νη λες κι ήταν ένα μικρό παι­δί που ζητού­σε μια καρα­μέ­λα και την ασφά­λεια μιας αγκα­λιάς για να μην φοβάται.

Μόνο που οι αγκα­λιές ήταν πια απα­γο­ρευ­μέ­νες… Αυτή η απα­γό­ρευ­ση απο­τέ­λε­σε την αφορ­μή σε μια ποι­η­τι­κή από­πει­ρα, για να γρά­ψει τον πρώ­το μονό­λο­γο εν μέσω παν­δη­μί­ας με τίτλο «Με την ανά­σα του φόβου».

[..] Αβά­στα­χτα θλι­βε­ρό ν’ αλαρ­γεύ­εις από τον άνθρωπο
να κλεί­νε­σαι πίσω από τοί­χους και παράθυρα
για να σωθείς μόνος,
ακού­γο­ντας ένα κρεσέντο
από θανά­σι­μες οδύ­νες στην τηλεόραση
παρα­κο­λου­θώ­ντας σκοτεινές
ορα­τές και αόρα­τες σκιές πρώ­τη φορά,
έλα, μην τρε­λαί­νε­σαι, άφη­σε ν’ ανθί­σει ένα γιασεμί
στην καρ­διά, στη σκέ­ψη σου, όπου μπορείς,
να δεις, θα μυρί­σει ομορ­φιά η ζωή! [..]

Στις επό­με­νες μέρες, ως τιμω­ρία της φύσης άρχι­σε να το βλέ­πει. Άκου­γε να επα­να­λαμ­βά­νε­ται κάθε μέρα, ένας κρυμ­μέ­νος ψίθυ­ρος αγω­νί­ας πίσω από τα τρα­γού­δια στο Δεύ­τε­ρο πρό­γραμ­μα του ραδιο­φώ­νου, παρα­τη­ρού­σε μια σύγ­χυ­ση στο βλέμ­μα των παρου­σια­στών στα δελ­τία ειδή­σε­ων και ο πανι­κός στα ψιλά γράμ­μα­τα των επι­στη­μο­νι­κών ανα­λύ­σε­ων κατα­λάμ­βα­νε περί­ο­πτη θέση. Πίσω από τις λέξεις έβλε­πε δάση να καί­γο­νται, πάγους να λιώ­νουν, τόνους σκου­πι­διών σε ανοι­χτές χωμα­τε­ρές, μολυ­σμέ­να νερά, αρρω­στη­μέ­νες θάλασ­σες, εκα­τομ­μύ­ρια χρω­μα­τι­στά πλα­στι­κά να ζωντα­νεύ­ουν ταξι­δεύ­ο­ντας πάνω σε σάπιες σανί­δες θαρ­ρείς και έστη­ναν χορό όταν έφευ­γαν οι άνθρω­ποι. Και το όνει­ρο, δεν έφευ­γε από το μυα­λό της…

ΕλιάΚοί­τα­ζε γύρω της. Οι ηλιό­λου­στες μέρες περ­νού­σαν πια από το παρά­θυ­ρο όπως και οι μικρές ζεστές νύχτες, αργό­τε­ρα και οι φθι­νο­πω­ρι­νές βρο­χές και οι νιφά­δες με τις παγω­νιές του χει­μώ­να.  Ξαφ­νι­κά ο τόπος έδει­χνε ξένος και οι άνθρω­ποι όμως το ίδιο, όλοι έμοια­ζαν ξένοι μέσα στην απέ­ρα­ντη μονα­ξιά που σκόρ­πι­σε ο πανι­κός του νέοι ιού. Παρα­δέρ­νο­νταν οι ψυχές, άλλες αμή­χα­νες, άλλες θλιμ­μέ­νες και άλλες φορ­τω­μέ­νες θυμό. Τις περισ­σό­τε­ρες φορές ο καθα­ρός και­ρός και το απέ­ρα­ντο γαλά­ζιο την έκα­ναν να μελαγ­χο­λεί. Όλα ίδια και όλα αλλιώς. Πηγαι­νο­ερ­χό­ταν από δωμά­τιο, σε δωμά­τιο μουρ­μου­ρί­ζο­ντας σπα­σμέ­νες σκέ­ψεις από παλιές άγνω­στες εποχές.

Ο φόβος, ένας ίσκιος που ήθε­λε να υψω­θεί και να κατα­πιεί τ’ άστρα της, την έχρη­ζε διπλω­μα­τού­χο του…

Μετά έβα­λε τη λογι­κή μπρο­στά κρί­νο­ντας πως ήταν επι­τα­κτι­κή η ανά­γκη να μεί­νει ψύχραι­μη, να σκέ­φτε­ται φρό­νι­μα, να απο­φύ­γει λάθος κινή­σεις όπως να αφε­θεί σε παρορ­μη­τι­κές απο­φά­σεις ή , να υπο­τι­μή­σει την κατά­στα­ση και να αμφι­σβη­τή­σει την επι­στή­μη γυρί­ζο­ντας πίσω στο μεσαί­ω­να, γυρεύ­ο­ντας ξόρ­κια και κατά­ρες. Ο υπερ­βο­λι­κός φόβος θολώ­νει καμιά φορά το νου.

Και συνέ­χι­ζαν να περ­νούν οι μέρες, οι νύχτες, οι στιγ­μές, αλλιώς. Την έβρι­σκαν και την άφη­ναν τις πιο πολ­λές φορές τυλιγ­μέ­νη στη ρόμπα της, πότε στην κόκ­κι­νη, πότε στην κίτρι­νη, άλλο­τε στη μπλε, καμιά φορά στη μωβ ή στην πρά­σι­νη.  Απ’ τα μανί­κια πάντα πρό­βα­λαν τα μακριά χέρια της με τα λεπτά δάχτυ­λα θαρ­ρείς να συνη­γο­ρή­σουν κι αυτά στις ιστο­ρί­ες που έφτια­χνε για να μην τρε­λα­θεί. Μιλού­σε και με τα χέρια της, μια άλλη γλώσ­σα που γνώ­ρι­ζε να κολα­κεύ­ει τον σύντρο­φό της, να υπό­σχε­ται στα παι­διά της, να προει­δο­ποιεί το σκύ­λο και τις γάτες της, να προ­στα­τεύ­ει τους αγα­πη­μέ­νους της, να υπεν­θυ­μί­ζει στον εαυ­τό της το σκο­πό της ζωής και την αντο­χή της αγάπης.

Με τον και­ρό παρα­τη­ρού­σε γύρω της συμπε­ρι­φο­ρές ανώ­ρι­μες, τόσο μα τόσο παι­διά­στι­κες που την έφερ­ναν σε δύσκο­λη θέση. Σήκω­νε τους ώμους αμή­χα­να. «Κρη­τι­κιά εσύ και φοβά­σαι…» , το άκου­σε πολ­λές φορές. Τι κι αν επέ­με­νε πως δεν είναι γεν­ναιό­τη­τα ν’ αγνο­είς τον κίν­δυ­νο, αλλά καθα­ρή απε­ρι­σκε­ψία. Εκεί­νη δε ντρε­πό­ταν να παρα­δε­χτεί πως ήταν μια φοβι­σμέ­νη γυναί­κα, αφού η νέα εμπει­ρία γινό­ταν η αφορ­μή που ξέθα­βε μια – μια όλες τις περα­σμέ­νες συμ­φο­ρές της οικου­μέ­νης και στοί­χειω­ναν τον ύπνο της.

Γνώ­ρι­ζε πως τα ανθρώ­πι­να συναι­σθή­μα­τα κορυ­φώ­νο­νται σε ακραί­ες κατα­στά­σεις, μα ως εκεί, δεν γνώ­ρι­ζε πώς να τα δια­χει­ρι­στεί, τα δικά της. Μια ακραία κατά­στα­ση που μέρα με τη μέρα χει­ρο­τέ­ρευε. Ευχό­ταν ο θυμός και η άγνοια να μην παρα­κι­νού­σαν τους ανθρώ­πους σε λάθος κατεύ­θυν­ση, αλλά δεν φτά­νουν οι ευχές. Ο χαρα­κτή­ρας συνή­θως παρα­μέ­νει στα­θε­ρός. Έτσι άρχι­σε να αμφι­σβη­τεί την ικα­νό­τη­τα των ανθρώ­πων για αυτο­γνω­σία, χωρίς να στα­μα­τή­σει να εκφρά­ζει αμφι­βο­λία για την ευθυ­κρι­σία, την ειλι­κρί­νεια και την εντι­μό­τη­τα της εξου­σί­ας, πολι­τι­κής και εκκλη­σια­στι­κής, ώσπου απο­στα­σιο­ποι­ή­θη­κε από όλους, φυσι­κά και από τους προ­δο­μέ­νους θεούς…

Ζήλευε την ακα­τέρ­γα­στη, την εντε­λώς αφιλ­τρά­ρι­στη συμπε­ρι­φο­ρά της Λού­λας, που είχε το ψαρά­δι­κο στη γει­το­νιά. Αδού­λευ­τη, με μια σκλη­ρή ειλι­κρί­νεια, χωρίς ν’ αγγί­ζει τα όρια της προ­σβο­λής, έβα­ζε τα πράγ­μα­τα στη θέση τους.

«Άμε μάτια παρέ­κει, μηνή­πως βήξεις και κολ­λή­σου­νε τίπο­τις οι ζαρ­γά­νες με το κακό ντε­φέ­το που μας έβρη­κε και μεί­νου­νε στην κανα­βέτ­τα, άμε που σού λέω, δεν είναι για εσέ­να­νε ψυχή μου, εχτός κι αν κοπιά­σεις και μού τσι χαλέ­ψεις επί­ση­μα, με τα όβο­λα στην απα­λά­μη και τη μου­σα­ριό­λα σου φορε­μέ­νη σεστά­δα, όπως εδιά­τα­ξε το γκουβέρνο…»,
έτσι είχε ακού­σει πως έλε­γε η Λού­λα, στρι­μωγ­μέ­νη στη δική της ανά­γκη, ξεστο­μί­ζο­ντας λέξεις που μπο­ρού­σαν να σκο­ντά­ψουν στον άνθρω­πο χωρίς ειρωνεία.

Δια­βά­ζο­ντας μάθαι­νε πως η καρα­ντί­να δεν ήταν κάτι και­νούρ­γιο αφού είχε αρχί­σει να εφαρ­μό­ζε­ται από τον 15ο αιώ­να και το υπο­στή­ρι­ζε στους αρνη­τές, μάταια…  Ολό­κλη­ρη η ανθρω­πό­τη­τα πάλευε ακό­μη μια φορά, λες και οι μολυ­σμα­τι­κές ασθέ­νειες κάνουν κύκλους από τους προϊ­στο­ρι­κούς χρό­νους στο σήμε­ρα. Ήταν σίγου­ρη πως η επι­στή­μη μόνο θα μπο­ρού­σε να βρει λύση, αλλά η ανε­πάρ­κεια της πολι­τεί­ας έσπερ­νε εμπό­δια κι έτσι οι άνθρω­ποι μιλού­σαν για συμ­φέ­ρο­ντα, κερ­δο­σκο­πία, συνω­μο­σί­ες, ώστε συχνά κι εκεί­νη έδει­χνε δυσπιστία.

Η διά­ψευ­ση του μετα­φυ­σι­κού και η επι­βε­βαί­ω­ση τής εκδί­κη­σης τής φύσης έδω­σαν άλλες δια­στά­σεις στον εφιάλ­τη. Τα παι­διά της, συζη­τού­σαν πως αυτή ίσως ήταν η τελευ­ταία ευκαι­ρία και η αφορ­μή για να σκε­φτεί κάθε άνθρω­πος ότι έχει έρθει η ώρα να επα­να­προσ­διο­ρί­σου­με τη σχέ­ση μας με τη φύση, να την αγα­πή­σου­με για­τί είναι το σπί­τι όλων μας, να φρο­ντί­σου­με για την υγεία των οικο­συ­στη­μά­των, να δημιουρ­γή­σου­με προ­ϋ­πο­θέ­σεις για ένα καλύ­τε­ρο περι­βάλ­λον ενι­σχύ­ο­ντας τη δική μας ποιό­τη­τα της ζωής.

Κι όμως, ένα νιο­φτέ­ρου­γο αση­μέ­νιο φεγ­γά­ρι πάνω από το μικρό λιμα­νά­κι στου Μπού­κα­ρη της έκλει­σε ένα βρά­δυ το μάτι.  Παντά­νασ­σα σιω­πή. Μόνο ο φλοί­σβος του νερού. Τα κυπα­ρίσ­σια  ύψω­σαν ολόι­σιες τις κορ­φές να χαι­ρε­τί­σουν το και­νούρ­γιο φως που έδει­χνε αδιά­φο­ρο για τη νέα παγκό­σμια απει­λή. Ολό­γυ­ρα του ένας μεγά­λος γαλα­κτό­χρω­μος κύκλος σαν αλώ­νι και πιο μακριά ένα μόνο άστρο. Σήκω­σε τα μάτια θαυ­μά­ζο­ντας το αση­μέ­νιο δρε­πά­νι, αυτό που έχει πάντα τον τρό­πο του να σε κάνει ν’ αρχί­ζεις να μιλάς, να ομο­λο­γείς τα κρυ­φά και τ’ αφα­νέ­ρω­τα, να θέλεις ν’ ανοί­ξεις την καρ­διά σου, να ξυπνή­σεις τις μαρα­γκια­σμέ­νες σκέψεις.

«Τι να θερί­ζει άρα­γε» ανα­ρω­τή­θη­κε και ο νους της πήγε πρώ­τα στο δρε­πά­νι του εφιάλ­τη της και μετά στο αλη­θι­νό, το δικό της δρε­πά­νι με την ξύλι­νη λαβή αυτό που είχε αφή­σει στην Κρή­τη, χρή­σι­μο εργα­λείο στον και­ρό της παι­δι­κής της ηλι­κί­ας, για την περί­ο­δο του θερι­σμού. Από τα μάτια της παρέ­λα­σαν τα χωρά­φια με τα χρυ­σά στά­χυα του Λασι­θιώ­τι­κου κάμπου. Έφε­ρε το χέρι της και το κοί­τα­ξε μπρο­στά στο φως. Της φάνη­κε πως φορού­σε την λεπτή παλα­μα­ριά, έτσι την έλε­γαν εκεί­νη την ξύλι­νη κατα­σκευή που προ­σαρ­μο­ζό­ταν στα δάχτυ­λα και στην παλά­μη και την χρη­σι­μο­ποιού­σαν κυρί­ως οι γυναί­κες, όχι μόνο για να μπο­ρούν να πιά­νουν περισ­σό­τε­ρα στά­χυα, αλλά και για προ­στα­σία από τα φίδια. Μετά γύρι­σε στα λιό­δε­ντρα της Κέρκυρας.

μιας βόλταςΦλερ­τά­ρεις αγιά­τρευ­τα με το Νότο, παρα­δέ­χτη­κε και συνέ­χι­σε την ανα­πό­λη­ση μιλώ­ντας στον μέσα της εαυ­τό. Χρό­νια τώρα ανα­σκε­λώ­νεις τα χέρια να βασκά­νεις αλα­ζό­νες και­ρούς πριν σού χαλά­σουν την πεθυ­μιά της καρ­διάς με άχρω­μες ιστο­ρί­ες σε άσω­τα λόγια. Στο Νότο η βλα­στε­ρή σου νιό­τη, η ραγι­σμέ­νη αθω­ό­τη­τα, το κοντα­νά­σε­μα του πόθου, στο Νότο ο ανεκ­πλή­ρω­τος έρω­τας ο πάντα απών και μονί­μως παρών. Ριζω­μέ­νες οι θύμη­σες στο μυα­λό σαν δέντρα, απλώ­νουν κλω­νά­ρια, πετούν φύλ­λα, στα­λά­ζει η μελι­χρή τους οδύ­νη στην ψυχή όταν φτά­νεις στην άκρη του φόβου, άκρη του γκρε­μού… Οι σφι­χτές αγκα­λιές, τα πλεγ­μέ­να χέρια, τα φιλιά, βρή­καν τέλος. Τα δευ­τε­ρό­λε­πτα του απο­χω­ρι­σμού, ένας μικρός θάνα­τος που έκρυ­βε από όλους, για να κρα­τή­σει λίγο από τις εικό­νες, λίγο από τις ανά­σες, λίγο από τα δάκρυα γητεύ­ο­ντας με τ’ αλά­τι στα βλέ­φα­ρα, το πολύ από το λίγο της ζωής.

Ένα σπα­σμέ­νο ρόδι, δεκά­δες κόκ­κι­να ρου­μπί­νια πάνω στον ξύλι­νο δίσκο, οι σκέ­ψεις αρά­ζουν και στρι­μώ­χνο­νται στο στε­νό μπαλ­κό­νι. Ένα κορί­τσι τρέ­χει στη ρού­γα, ένας σύγ­χρο­νος Δον Κιχώ­της ο κυρ Σπύ­ρος, με γερα­σμέ­νο του άλο­γο στον ελαιώ­να, δυο ψωμιά αχνι­στά  στο τρα­πέ­ζι με το καρό τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο και η Τάντα με την αρχε­τυ­πι­κή εμφά­νι­ση, στο απέ­να­ντι μπαλ­κό­νι. Η Τάντα με τα πλού­σια κατά­ξαν­θα μαλ­λιά, το πλη­θω­ρι­κό μπού­στο, τα κόκ­κι­να μάγου­λα, το καλό­καρ­δο χαμό­γε­λο, η Τάντα πρώ­τη στο τραγούδι:

«Κάτω στον Άη Γιώρ­γη στο κρύο το νερό/σκοτώσαν’ το Γιαν­νά­κη τον ακρι­βό υιό,
Τούρ­κοι τον (ε)σκοτώσαν’ Ρωμιοί τον κλαίγανε/τα δυο του τ’ αδερ­φά­κια τον (ε)γυρεύανε,
Πάνε και τον (ε)βρίσκουν μέσα σε μια λακιά/ εκεί τον (ε)σκοτώσαν οι Τούρ­κοι τα σκυλιά,
Σήκω μωρέ Γιαν­νά­κη να πάμε σπί­τι μας/που κλαί­ει η αδερ­φή μας κλαί­ει κι η νύφη μας» 

Από μπαλ­κό­νι σε μπαλ­κό­νι, μιλά­με, γελά­με, τρα­γου­δά­με, κλαί­με… Κάπως έτσι βου­βά ζού­σαν οι περισ­σό­τε­ροι. Ευτυ­χώς, μια Τάντα σε κάθε γει­το­νιά τρα­γου­δού­σε ακόμη…

Έκλει­σε τη μπαλ­κο­νό­πορ­τα, μπή­κε μέσα. Ήταν απο­φα­σι­σμέ­νη, ούτε ν’ αγο­ρά­σει, ούτε να που­λή­σει την πρα­μά­τεια της άδι­κης μοί­ρας. Στο φτω­χό μυα­λό της στρο­βι­λί­στη­καν κάποιες σπί­θες αισιο­δο­ξί­ας. Πήρε μερι­κές βαθιές ανα­πνο­ές. Σε κάθε εκπνοή, υπεν­θύ­μι­ζε στον εαυ­τό της ότι είχε χρέ­ος να διώ­χνει όλες τις αρνη­τι­κές σκέψεις.

Στά­θη­κε μπρο­στά στον καθρέ­φτη, να φιλέ­ψει τη μνή­μη. Τον τελευ­ταίο και­ρό ζού­σε μετρώ­ντας τις ώρες, τις μέρες, τις νύχτες, την αγω­νία σπι­θα­μή προς σπι­θα­μή πότε στο κεντη­μέ­νο τρα­πε­ζο­μά­ντη­λο,  πότε στα άδεια παι­δι­κά δωμά­τια και πότε στο λευ­κό κατω­σέ­ντο­νο με την όρα­ση ασκη­μέ­νη σε ό,τι ξοδεύ­τη­κε. Ας αρχί­σου­με να ξεφυλ­λί­ζου­με σελί­δες, να συλ­λα­βί­σου­με λέξεις που ξεχά­σα­με, να σπα­τα­λή­σου­με τις αισθή­σεις στην ανά­γνω­ση, ν’ αγγί­ξου­με νεκρούς και ζωντα­νούς και τους λησμο­νη­μέ­νους, μπο­ρεί και να ξανα­κερ­δί­σου­με τον κόσμο μας, μονο­λο­γού­σε και παίρ­νο­ντας ένα βιβλίο, μαγι­κά άνοι­ξε στην τύχη την πρώ­τη σελίδα.

«Ο Απολ­λώ­νιος, ονό­μα­σε το νησί “Δρέ­πα­νο”,  από τη λέξη δρε­πά­νι, με υπό­νοιες ότι κάτω από το νησί κρύ­βε­ται το δρε­πά­νι με το οποίο ο Κρό­νος σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση έκο­ψε τα γεν­νη­τι­κά όργα­να του πατέ­ρα του Ουρα­νού, από το αίμα του οποί­ου κατά­γο­νται οι Φαί­α­κες. Σε μια εναλ­λα­κτι­κή παρά­γρα­φο ανα­γνω­ρί­ζει το θαμ­μέ­νο δρε­πά­νι κάτω από το νησί και τονί­ζει ότι αυτό ανή­κει στη θεά Δήμη­τρα, χάρη στο δρε­πά­νι σχη­μα­τί­στη­κε η Κέρ­κυ­ρα, αφού η ίδια η θεά ήταν αυτή που παρα­κά­λε­σε τον ανι­ψιό της Ήφαι­στο να της φτιά­ξει ένα δρε­πά­νι για να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ο πατέ­ρας της Κρό­νος ενα­ντί­ον του πατέ­ρα του Ουρα­νού. Όμως επει­δή η Γαία δεν είχε προ­φτά­σει να ελευ­θε­ρώ­σει τα φυλα­κι­σμέ­να αδέρ­φια του Κρό­νου, η Δήμη­τρα, για να μην αντι­λη­φθεί την ύπαρ­ξη του δρε­πα­νιού ο Ουρα­νός, το έκρυ­ψε. Ο Πόντος, ο αδερ­φός του Ουρα­νού που από περιέρ­γεια την παρα­κο­λου­θού­σε, άρχι­σε να σκά­βει με μανία πετώ­ντας το χώμα στη θάλασ­σα. Έτσι φαγώ­θη­κε η φλού­δα της γης σ’ εκεί­νο τμή­μα της που πήρε σιγά — σιγά το σχή­μα του κρυμ­μέ­νου δρε­πα­νιού. Με αυτό τον τρό­πο θέλει τη γέν­νη­ση της Κέρ­κυ­ρας, και ο Λυκό­φρων ο Χαλ­κι­δεύς.  Από το σχή­μα της λαβής του δρε­πα­νιού δημιουρ­γή­θη­κε το βόρειο τμή­μα του νησιού και το άλλο κομ­μά­τι, το μεταλ­λι­κό έδω­σε το σχή­μα του στο νότιο και έτσι η «Δρε­πά­νης Άκρα», σχη­μά­τι­σε τη Λευ­κίμ­μη.» 

Έφε­ρε στο νου της τις γει­το­νιές του κερ­κυ­ραϊ­κού νότου,  ενός τόπου που δια­τη­ρού­σε ακό­μη σε μεγά­λη έκτα­ση τον αγρο­τι­κό του χαρα­κτή­ρα. Η κεκτη­μέ­νη εμπει­ρία της περι­ή­γη­σης που ξαναρ­χό­ταν ως θύμη­ση, κατά­φερ­νε να την ταξι­δεύ­ει στα ίδια τοπία, στη θάλασ­σα και στην ακτο­γραμ­μή με τους αμμό­λο­φους του Ίσσου και το μονα­δι­κό κεδρό­δα­σος δίπλα στη λίμνη Κορισ­σί­ων. Τα γρα­φι­κά χωριά με τα λιθό­στρω­τα δρο­μά­κια και την επτα­νη­σια­κή αρχι­τε­κτο­νι­κή, όλα ένιω­θε στη φαντα­σία της, να της απευ­θύ­νουν ένα δια­φο­ρε­τι­κό κάλε­σμα. Ναι, όταν θα περ­νού­σε ο εφιάλτης…

Με την αυστη­ρό­τη­τα των μέτρων, νοστάλ­γη­σε αυτές τις δια­δρο­μές περισ­σό­τε­ρο. Τα χωριά, αλλά και τους ανθρώ­πους με την έμφυ­τη κουλ­τού­ρα του Νότου που τους κάνει χαλα­ρούς, ανε­ξάρ­τη­τους, πιο γελα­στούς, πιο οικεί­ους. Στο Νότο, δεμέ­νοι με τη γη τους, συνή­θι­ζαν να ακο­λου­θούν περισ­σό­τε­ρο τις προ­στα­γές της φύσης και να πορεύ­ο­νται με αυτή. Δεν προ­σπα­θού­σε να υπο­κρι­θεί πως δεν φοβό­ταν, όχι, η άφα­τη αίσθη­ση της και­νούρ­γιας απει­λής έκα­νε τα παι­διά να ζαρώ­νουν τα φρύ­δια θυμω­μέ­να που δεν έπαι­ζαν όπως παλιά και πολ­λούς ενή­λι­κες να χλευά­ζουν πολι­τι­κές τακτι­κές, ιατρι­κά ανα­κοι­νω­θέ­ντα και θρη­σκευ­τι­κούς παρα­λο­γι­σμούς, όσο εκεί­νη αφου­γκρα­ζό­ταν την αδό­ξα­στη ευτυ­χία του παρελ­θό­ντος που ζητού­σε δικαίωση…

Ακο­λού­θη­σε νοε­ρά τη φλέ­βα του νερού στο ποτά­μι της Λευ­κίμ­μης, περ­νώ­ντας μαζί του ανά­με­σα στους στε­νούς δρό­μους και τα παρα­δο­σια­κά ψηλά σπί­τια. Από μακριά οι καλη­σπέ­ρες…  Τα ίδια χρώ­μα­τα είχαν οι ψαρό­βαρ­κες και τα μικρά καΐ­κια αραγ­μέ­να στις όχθες. Στο φύση­μα του αέρα μια θλί­ψη πέρα­σε από τις  γνώ­ρι­μες ρού­γες πριν χαθεί στη Μπούκα.

Έμε­νε άγρυ­πνη πολ­λές νύχτες. Προ­σπα­θού­σε να κρα­τά το βλέμ­μα αθό­λω­το, να βλέ­πει όλα τα σκο­τά­δια, μετρώ­ντας το δικό της καρ­διο­χτύ­πι στους παλ­μούς της νέας επο­χής που δεν άφη­νε τη ζωή ν’ ανθί­σει. Δεν ήθε­λε πια αγκα­λιές, είχε καταρ­γή­σει χει­ρα­ψί­ες, εγκα­τα­λεί­ψει παρέ­ες. Με την κατα­νό­η­ση που της υπα­γό­ρευε η αγά­πη και εγκα­τα­στη­μέ­νο το ψυχι­κό κατά­λοι­πο του φόβου, αφέ­θη­κε, συγκι­νή­θη­κε πολ­λές φορές, οργί­στη­κε άλλες τόσες μαντεύ­ο­ντας την άβυσ­σο που ερχό­ταν κατα­πί­νο­ντας ό,τι έβρι­σκε στο πέρα­σμά της, ανα­γνώ­ρι­σε την αξία λήψης απο­φά­σε­ων στο εδώ και τώρα. Τώρα τι γίνεται…

Πάνω στο γρα­φείο της φώτι­ζε αμυ­δρά μια υδρό­γειος σφαί­ρα. Μόλις την άγγι­ζε με τ’ ακρο­δά­χτυ­λα έκα­νε το γύρο του κόσμου σε δευ­τε­ρό­λε­πτα. Κάποια νύχτα προ­σπά­θη­σε να εντο­πί­σει στην ανά­γλυ­φη επι­φά­νεια της, την Κέρ­κυ­ρα, μάταια. Άνοι­ξε το συρ­τά­ρι και γύρε­ψε το μεγε­θυ­ντι­κό φακό σίγου­ρη πως έτσι θα τα κατά­φερ­νε, δύσκο­λα. Στο τέλος άγγι­ξε ένα σημείο και βάφτι­σε μια κου­κί­δα Κέρ­κυ­ρα, αυτός ήταν ο δικός της κόσμος. Έμει­νε με τα μάτια καρ­φω­μέ­να, εκεί στην κου­κί­δα, ώσπου την είδε να παίρ­νει τις πραγ­μα­τι­κές της δια­στά­σεις. Γέλα­σε, το νησί που αγα­πού­σε απλω­νό­ταν σε ολό­κλη­ρη την υδρό­γειο, μπο­ρού­σε όχι μόνο να σχε­διά­σει, μα και ν’ αρχί­σει αμέ­σως νέες αποδράσεις…

Να εδώ, στο Περι­βό­λι είναι ωραία. Όμορ­φο το καντού­νι. Είχε ξανα­πε­ρά­σει, παλιά. Ένα ποτή­ρι δρο­σε­ρή σπι­τι­κή τσι­τσι­σμπύ­ρα στο σιδε­ρέ­νιο τρα­πε­ζά­κι, όπως τότε. Η Λισ­σα­βέ­τα με πολ­λή χαρά φέρ­νει τη ρετσέ­τα τση νόνας, ν’ αντι­γρά­ψει τη συνταγή:

Τσιτσιμπύρα α λα παλαιά,
ρετσέτα τση μάμας, από τη νόνα και τη μπισνόνα

Μαργαρίτες

«Αμπο­νό­ρα, ανοί­γεις τα μάτια, γοδέ­ρει η ματιά, καντού­νι, θάλασ­σα κι ουρα­νό. Λες δόξα σοι το φως κι έπει­τα απλο­χε­ρί­ζεις στη λεμο­νιά, κόβεις ίσια­με εννιά λεμό­νια, ψυχή μου, ζύφεις δελέ­γκου τα οχτώ και ρίχνεις το ζύμα στο καλι­κού­νι ή σ’ αγγειό πήλι­νο και στε­νό, να παίρ­νει ίσα­με οχτώ καρ­τού­τσα και νά ’ναι κάντιο.
Βάνεις μια κου­τα­λιά πιπε­ρό­ρι­ζα και μισό ρακο­γυά­λι μαγιά. Θέλει κι ένα μεγά­λο λεμό­νι κομ­μέ­νο σε φέτες φτε­νές, για τ’ άρω­μα δύγιο αρο­δα­μούς αζό­ε­ρα και μετά δύγιο  πίντες νερό και μία ζάχαρη.
Κλιείς καλά με το  κού­πω­μα το καλι­κού­νι, βάζεις κι ένα πέζο απα­νω­θιό, και το αφή­νεις εδε­κεί στη μπά­ντα, τρεις μέρες ίσια­με να κάμει φουσκαλίδες.
Τσι τέσ­σε­ρις μέρες, θα ζιά­σεις άλλη μία πίντα ζάχα­ρη, άλλη μία κου­τα­λιά πιπε­ρό­ρι­ζα τριμ­μέ­νη και μια κίτο­λα νερό.
Τσι οχτώ μέρες που λένε δηλοί το μιρά­κο­λο, είναι έτοι­μο, έχει και το σπίρ­το του, το σου­ρώ­νεις σ’ ένα μπο­τσό­νι, σεστά­δα να μη σού ριπι­στεί κι αλι­μπουρ­δώ­σεις το τουβαέλι. 

Άιι­ντε σύρε πάλε στη λεμο­νιά, να κόψεις οχτώ λεμό­νια να κάμεις άλλη μια ζυψιά,  έπει­τα τρα­βε­τζά­ρεις το μπο­τσό­νι στο καλι­κού­νι, βάνεις το ζυμέ­νο λεμό­νι και τ’ απο­δέ­λοι­πο νερό, αλλά όχι ίσια­με την κορ­φή, ν’ αφή­κεις λίγο, τότσο απλι­χώ­ρια να κάμει τσι κόν­ξες του, μα να μη ξεθυ­μά­νει και ύστε­ρις από καμπό­ση ώρα, να το τερ­μι­νά­ρεις και να το βάλεις τσι μπο­τή­λιες και τσι μπουκαλίνες.
Την πρώ­τη κού­πα, μάτια, να την επιείς εις υγεί­αν, τη δεύ­τε­ρή­νε για τ’ αβά­σκα­μα και την τρί­τα τσ’ αλε­γρί­ας. Εού­το ψυχή μου, είναι το τρα­τα­μέ­ντο οπού εμά­θα­με από τσου Εγγλέ­ζους την επο­χή τση νόνας μου και τση μπισ­νό­νας μου, καλύ­τε­ρο φρε­σκα­μέ­ντο δεν έχει γεν­νή­σει η φύση…»

Ένιω­σε πως μασού­σε τα φυλ­λα­ρά­κια του δυό­σμου, αυτά που της είχε βάλει στο ποτή­ρι με την τσι­τι­μπύ­ρα η Λισ­σα­βέ­τα και όσο να επα­να­λά­βει «δυο αρο­δα­μούς αζό­ε­ρα»  όπως έγρα­φε η ρετσέ­τα, είχε κάνει κιό­λας κάμπο­σα χιλιό­με­τρα πιο χαμη­λά στο Νότο. Ριγ­γλά­δες, Ανα­πλά­δες, τα παρα­δο­σια­κά αρχο­ντι­κά με την ιδιαί­τε­ρη λαϊ­κή αρχι­τε­κτο­νι­κή δικαί­ως κλέ­βουν τις εντυ­πώ­σεις κάθε περι­η­γη­τή. Μες την ησυ­χία άκου­γε φωνές, τη μου­σι­κή από τη φιλαρ­μο­νι­κή και τις γάτες που νια­ού­ρι­ζαν στα κερα­μί­δια.  Μετά βρή­κε πρό­θυ­μους ακρο­α­τές και μοι­ρά­στη­κε την ιστο­ρία της. Ο Γιάν­νης ο Γατσού­λης, ως να μην είχε χρό­νια πεθά­νει, της έδει­ξε παλιές φωτο­γρα­φί­ες των κτη­ρί­ων έτσι όπως ήταν στην περί­ο­δο της ακμής τους. Σ’ αυτές τις ξεθω­ρια­σμέ­νες εικό­νες ξανα­ζω­ντά­νευε ένας ολό­κλη­ρος κόσμος, δια­φο­ρε­τι­κός και ωραί­ος! Μπο­ρού­σε να δια­βά­σει το μέλ­λον της κοι­νω­νί­ας κωδι­κο­ποι­η­μέ­νο στη φθο­ρά και στις δια­φο­ρές βλέ­πο­ντας το πριν, λογα­ριά­ζο­ντας το παρόν, τρέ­μο­ντας το μετά…

Λαχτά­ρη­σε ένα περί­πα­το, σαν εκεί­νους που είχε κάνει τότε στον και­ρό της νιό­της, γύρευε τις πρώ­τες στιγ­μές, αυτές που θέτουν τα θεμέ­λια για ό,τι πρό­κει­ται να ακο­λου­θή­σει και ήταν όμορ­φες εκεί­νες οι πρώ­τες στιγ­μές στο Νότο της Κέρ­κυ­ρας. Κατευ­θύν­θη­κε στα Μελί­κια, εκεί βάλ­θη­κε να χτυ­πή­σει μια από τις πιο παλιές καμπά­νες του νησιού, ξεκου­φαί­νο­ντας και ξεση­κώ­νο­ντας τον κόσμο, να ξυπνή­σουν όλοι, να τρέ­ξουν σαν να ήταν πανη­γύ­ρι, αυτό, πριν συνα­ντή­σει, νοε­ρά πάντα, τις λιο­μα­ζώ­χτρες στο Νεο­χώ­ρι και το Παλαιο­χώ­ρι”, όλα στο παρα­λή­ρη­μά της, στην προ­σπά­θεια της να κρα­τη­θεί όρθια, κρα­τώ­ντας και τον δικό της κόσμο απείραχτο.

Από το φεγ­γί­τη, πρό­σε­ξε με λύπη τα σπα­σμέ­να κλα­διά της κου­κου­να­ριάς, κατόρ­θω­μα του προ­χτε­σι­νού δυνα­τού αέρα, σπα­σμέ­να κλα­διά μιας χαμέ­νης χαράς της φάνη­καν. Παρη­γο­ρή­θη­κε στην ιδέα πως οι ρίζες έμε­ναν απεί­ρα­χτες. Ένα δάκρυ όμως που βρή­κε αφορ­μή κύλη­σε στο μάγου­λο της. Βάλ­θη­κε να χαϊ­δεύ­ει ευλα­βι­κά κορ­νι­ζω­μέ­νες φωτο­γρα­φί­ες, παι­δι­κά παι­χνί­δια, μπι­μπε­λό, βιβλία, θαρ­ρείς να μην πιά­σουν σκό­νη οι ανα­μνή­σεις της, να μη σκου­ριά­σουν οι φωνές που αγά­πη­σε, να μη χαθούν οι πρώ­τες συλ­λα­βές…  Μετά ξανά­νοι­ξε τα φτε­ρά της φαντα­σί­ας και ρεμ­βά­ζο­ντας γύρι­σε μια σβού­ρα την υδρόγειο…

Στα Κρη­τι­κά τη φίλε­ψαν ρακή, οπό­τε ήταν πιο εύκο­λο να δεχτεί την εκδο­χή ό,τι Κρή­τες μετα­νά­στες, συντο­πί­τες της, ήταν εκεί­νοι που έχτι­σαν το χωριό τον 160 αιώ­να. Θαύ­μα­σε τη θέα μέχρι το ακρω­τή­ρι του Αρκου­δή­λα, έτρε­ξε στην ξαν­θή άμμο στο Μικρό Νησί με τη σκέ­ψη ελεύ­θε­ρη να τερ­μα­τί­ζει στη ζωή, όχι αυτήν που τελειώ­νει, μα αυτή που δεν έχει ποτέ τέλος. Έκλει­σε τα μάτια. Πήρε ανά­σα. Στα Δρα­γω­τι­νά οι λόφοι της φάνη­καν από­το­μοι, μα το ίδιο καλά θα τα κατά­φερ­νε να σκαρ­φα­λώ­σει. Όταν έφτα­νε στα Σπαρ­τε­ρά κάλε­σε κι άλλους στην παρέα. Η Νικο­λέ­τα η Παν­δή, πρώ­τη έκλει­σε το φαρ­μα­κείο κι έτρε­ξε με χαρά στις γνώ­ρι­μες γει­το­νιές της παι­δι­κής της ηλι­κί­ας. Ο Βλάσ­σης, με τον Μάριο και τον Αντρέα, χανό­ταν κιό­λας στα στε­νά δρο­μά­κια, ο Αντώ­νης όπου έβλε­πε σπάρ­το ανθι­σμέ­νο στε­κό­ταν κι ανά­σαι­νε βαθιά ως την ψυχή. Ο Αλέ­ξαν­δρος απα­θα­νά­τι­ζε ακρο­κέ­ρα­μα, καμπα­να­ριά, παρ­τέ­ρια, στιγ­μές. Με την άκρη του ματιού της είδε την Τότα ν’ ανοί­γει την πόρ­τα στο πατρι­κό της, την Ασπα­σία να συγκι­νεί­ται μπρο­στά στο εγκα­τα­λειμ­μέ­νο  πέτρι­νο σπί­τι της νόνας, τον Θεο­δό­ση να πίνει ούζο με τον Μιχά­λη στο καφε­νείο της πλατείας.

Κι ύστε­ρα βρέ­θη­κε με την αγα­πη­μέ­νη της φιλε­νά­δα, την Βαγ­γε­λιώ, να μετρούν δυο κου­τα­λά­κια καφέ και τέσ­σε­ρα σιω­πή στο μπα­κι­ρέ­νιο μπρί­κι. Και μετά, κάποιος λέει φώνα­ξε από μακριά  “έρχε­ται, το κουρ­σά­ρι­κο του Χαϊ­ρε­ντίν Μπαρ­μπα­ρό­σα, έρχε­ται” και τότε όλα χάθη­καν. Με τα μάτια γεμά­τα αλμύ­ρα ξανα­γύ­ρι­σε στη μικρή κου­κί­δα στην υδρόγειο…

Έρι­χνε αλά­τι στην πλη­γή, να την κρα­τά καθα­ρή, να θυμά­ται. Τι το ήθε­λε και άνοι­γε την τηλε­ό­ρα­ση…  Όσο οι αλη­θι­νές ειδή­σεις δεν ξεχώ­ρι­ζαν από τις ψεύ­τι­κες, όσο οι ειδή­μο­νες δεν συμ­φω­νού­σαν, όσο η πολι­τεία δεν τα κατά­φερ­νε τόσο καλά όσο ευαγ­γε­λι­ζό­ταν, το μπέρ­δε­μα δεν είχε τέλος. Το άλλο­τε ανοι­κτό της σπί­τι, τώρα κρα­τού­σε τους φίλους μακριά. Σε από­στα­ση είχε και τα παι­διά της, ούτε έτρω­γε μαζί τους, ούτε τα αγκά­λια­ζε. Και ο φόβος άπλω­νε ρίζες, κλα­διά, φύλ­λα, αγκά­θια… Τον πατέ­ρα της, συνή­θι­ζε να τον παρη­γο­ρεί λέγο­ντας του, πως ο φόβος είναι ριζω­μέ­νος μέσα σε κάθε ψυχή, και πως είναι φυσι­κό να μην μπο­ρεί να ξερι­ζω­θεί, μπο­ρού­σε όμως να μας οδη­γή­σει στην αρετή.

Οι δύσκο­λες στιγ­μές βέβαια είχαν και κάτι καλό, αφού μπο­ρού­σαν να την οδη­γή­σουν στον μέσα της εαυ­τό επι­σπεύ­δο­ντας την ώρα του απο­λο­γι­σμού. Εκεί­νη η ευά­λω­τη, ευτυ­χώς δεν είχε ενο­χές. Η ανά­λη­ψη ευθύ­νης είναι θέμα παι­δεί­ας, συζη­τού­σε με τον σύντρο­φό της κάθε φορά που άκου­γαν για συμπε­ρι­φο­ρές επι­πό­λαιες. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπο­ρεί να σε βλά­ψει, μια αρά­χνη, ένα φίδι, ένας σκύ­λος, ένας λύκος, ένας άνθρω­πος, ή κάτι που δεν μπο­ρείς να το δεις με γυμνά μάτια και δεν ξέρεις πού είναι κρυμ­μέ­νο, οπό­τε προ­σέ­χεις, αυτό το «να προ­σέ­χεις» είχε γίνει μια κραυ­γή μέσα της. Ήθε­λε να υπο­λο­γί­ζει και να σέβε­ται τους ανθρώ­πους, αλλά αφου­γκρα­ζό­ταν και το ένστι­κτό της, αυτή την εσω­τε­ρι­κή φωνή που επα­να­λάμ­βα­νε, «όσο δεν προ­σέ­χουν όλοι το ίδιο, πρό­σε­χε, εσύ πρό­σε­χε! » Ήθε­λε να παρα­μεί­νει αισιό­δο­ξη, γι’ αυτό έδι­νε κου­ρά­γιο στους πιο αδύ­να­μους. Με τη βεβαιό­τη­τα ότι η αντι­ξο­ό­τη­τα αυτή ήταν η ευκαι­ρία να γίνει καλύ­τε­ρος άνθρω­πος, συνέ­χι­σε να δια­βά­ζει, να γρά­φει και να ονειρεύεται.

Έρι­χνε αλά­τι στη φωτιά, έτσι έκα­νε κι εκεί­νη τη νύχτα, να ξορ­κί­σει το κακό όπως η για­γιά της. Ο νους της δεν έφευ­γε από το Νότο. Με αφορ­μή το χοντρό αλά­τι θυμή­θη­κε τις Αλυ­κές της Λευ­κίμ­μης, μια όμορ­φη λιμνο­θά­λασ­σα που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε από την επο­χή των Ανδε­γαυών για την συλ­λο­γή αλα­τιού. Τον 16ο αιώ­να υπήρ­χαν ογδό­ντα τηγά­νια τα οποία επι­κοι­νω­νού­σαν μετα­ξύ τους με θυρί­δες ελεγ­χό­με­νης ροής. Έτσι ονό­μα­ζαν τους χώρους που φιλο­ξε­νού­σαν την πηχτή άλμη, όπως την υπο­δε­χό­ταν από τις αβα­θείς λεκά­νες, γνω­στές ως θερ­μά­στρες, στις οποί­ες με την ακτι­νο­βο­λία του ήλιου γινό­ταν η πρώ­τη εξά­τμι­ση. «Ο λευ­κός χρυ­σός» , όπως τον έλε­γαν, αφού κρυ­στάλ­λω­νε, στέ­γνω­νε σε σωρούς, έμπαι­νε στις πέτρι­νες βενε­τσιά­νι­κες απο­θή­κες. Πολύ αργό­τε­ρα, μετά το 1860, δημιουρ­γή­θη­καν οι τάφροι και οι διά­δρο­μοι που βλέ­πει κανείς μέχρι σήμερα.

Εκεί είχε περ­πα­τή­σει και η ίδια.  Ερω­τευ­μέ­νη κρα­τού­σε το χέρι του κι όταν του ξέφευ­γε τρέ­χο­ντας κρυ­βό­ταν στις βουρ­λιές και τα καλά­μια που είχαν φυτρώ­σει ανά­με­σα στα εγκα­τα­λειμ­μέ­να τηγά­νια κι ύστε­ρα τρό­μα­ζε όταν την ξάφ­νια­ζε το βια­στι­κό πέταγ­μα  μιας αγριό­πα­πιας, ενός κορ­μο­ρά­νου ή κάποιου εξω­τι­κού φοι­νι­κό­πτε­ρου κι έτρε­χε ξανά στην αγκα­λιά του. Αλμύ­ρα, αλι­σά­χνη, αλά­τι, της άρε­σαν αυτές οι λέξεις, αυτές ψιθύ­ρι­ζε και μετά τον άφη­νε να φιλά­ει τα χέρια και τα μάτια της…

Οι αλυ­κές, αυτή η σπου­δαία κλη­ρο­νο­μιά μπο­ρεί να ήταν πια μια ανά­μνη­ση, ένα σημα­ντι­κό κεφά­λαιο της καθη­με­ρι­νής ζωής του παρελ­θό­ντος, όμως τα χρό­νια που πέρα­σαν απο­κρυ­σταλ­λώ­θη­καν μαζί με τις στιγ­μές των ανθρώ­πων για να γίνουν ανε­ξί­τη­λα σημά­δια και στοι­χεία πολι­τι­σμι­κού χαρα­κτή­ρα, αυτά που φρο­ντί­ζει να κρα­τά ζωντα­νά στη μνή­μη μας το κέντρο Περι­βαλ­λο­ντι­κής Εκπαί­δευ­σης Λευκίμμης.

Γεράνια

Αλμύρα, λαθρεπιβάτης στη νοσταλγία…
Αλισάχνη, ο καιρός στις αναμνήσεις…
Αλάτι, αλήθεια η μόνη επανάσταση…

Οι σπί­θες από το τζά­κι την είχαν κάπως  ζαλί­σει. Έτσι πίστε­ψε πως έβλε­πε τον φάρο των Αλυ­κών. Το φως στο σκο­τά­δι γεν­νά την ελπί­δα. Ανα­ρω­τή­θη­κε αν μέσα στη δει­νή κατά­στα­ση που συνέ­χι­ζε να βιώ­νει η ανθρω­πό­τη­τα, ήταν πολ­λοί εκεί­νοι που μπο­ρού­σαν να ισχυ­ρι­στούν πως είχαν βρει τον σωστό προ­σα­να­το­λι­σμό με τη βεβαιό­τη­τα να βγουν αλώβητοι.

Στην προ­σπά­θειά της να ορί­σει τη ζωή από την αρχή με βάση τα νέα δεδο­μέ­να, ένιω­θε να πνί­γε­ται. Εκεί που άπλω­νε άσπρα πανιά, μια κακή είδη­ση, μια σκέ­ψη, μια απώ­λεια κατά­φερ­νε να ρίξει πάνω τους όλα τα μελά­νια της νύχτας. Ερμη­νεύ­ο­ντας τα  γεγο­νό­τα έφτα­νε ν’ ασφυ­κτιά  κι όσο πλή­θαι­ναν οι απου­σί­ες στο φιλι­κό περι­βάλ­λον τόσο η κορύ­φω­ση του φόβου ξέσκι­ζε τα μέσα της. Κι όταν οι κρί­σεις άσθμα­τος έγι­ναν πιο συχνές έχα­νε ακό­μη και τις λέξεις. Έμα­θε έτσι να κλει­δώ­νει την ψυχή της κρύ­βο­ντας επι­με­λώς αγω­νί­ες, αδυ­να­μί­ες και τα χνά­ρια που άφη­νε το άγχος στο πρό­σω­πό της.  Μακά­ρι να βρι­σκό­ταν ένας φάρος  να υπο­σχό­ταν το ποθη­τό λιμά­νι, ένα λιμά­νι σύμ­βο­λο της σιγου­ριάς, της ασφά­λειας, της παρη­γο­ριάς, της αγκα­λιάς, μακά­ρι να  γινό­ταν ένα θαύ­μα και να ξανα­γύ­ρι­ζε τη δική της πυξί­δα στο Νότο ίσα­με κάτω στην Γαύ­δο του Λιβυ­κού πελάγους.

Ένα χρό­νο μετά κι ούτε κου­βέ­ντα να βγει από το καβού­κι της, κι ούτε ιδέα για κοι­νω­νι­κές συνα­να­στρο­φές. Τα ψώνια πάντα παρα­δο­τέα μετά από τηλε­φω­νι­κή παραγ­γε­λία στο σπί­τι. Οι απο­στά­σεις ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρες. Οι μάσκες με διπλό ύφα­σμα, χωρίς λογό­τυ­πο οι δικές της…  Κομ­μά­τια κάποιες μέρες, περιο­ρι­σμέ­νη εκου­σί­ως με διπλά τα αντι­ση­πτι­κά, άχρω­μη και ανέ­τοι­μη να δια­νύ­σει ολό­κλη­ρη τη γραμ­μή της ζωής σε λίγα λεπτά ή σε λίγες μέρες, μα και ποιος αλή­θεια είναι ποτέ προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος για κάτι τέτοιο. Μια εικό­να λαν­θά­νου­σα, μια γυναί­κα κυριο­λε­κτι­κά θλι­βε­ρή μα και τόσο γεν­ναία ταυ­τό­χρο­να, κάποιες φορές όταν το άσθμα την υπο­χρέ­ω­νε να βλέ­πει την απει­λή με τόσο καθα­ρή ματιά. Δυσκο­λευό­ταν να ξεκου­ρα­στεί πραγ­μα­τι­κά, σωμα­τι­κά και ψυχι­κά και ο ύπνος της, να δια­τα­ράσ­σε­ται για­τί στο μυα­λό της έπρε­πε να είναι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη, να προ­λά­βει, να μην είναι το επό­με­νο θύμα. Μα δεν ήταν η μόνη σε όλη τη γη, φυσι­κά όχι, η ζωή είχε μετα­τρα­πεί για τους περισ­σό­τε­ρους σε έναν ατέρ­μο­νο αγώ­να, σε μια κατά­στα­ση συνε­χούς ανη­συ­χί­ας και επιφυλακής.

Ένας περί­πα­τος στη φύση, αυτή ήταν η μονα­δι­κή έξο­δος. Καμιά φορά έπαιρ­νε βαθιές εισπνο­ές, κρα­τού­σε τον αέρα στα πνευ­μό­νια της, μετά πλά­ντα­ζε στον βήχα, θαρ­ρείς και δεν γνώ­ρι­ζε πως υπάρ­χει και η εκπνοή.  Όσο βρι­σκό­ταν στο σπί­τι έκα­νε τις τυπι­κές δου­λειές, λίγο στον κήπο με τα λου­λού­δια, λάτρα, μαγεί­ρε­μα, έβγα­ζε τη στά­χτη από το τζά­κι, για σιδέ­ρω­μα ούτε λόγος, το σωστό άπλω­μα έφτα­νε και περίσ­σευε, σε όλα εκτός από τη μάσκα…

Ευτυ­χώς ο εγκλει­σμός δεν την έκα­νε ψυχο­πα­θή νοι­κο­κυ­ρά, «αφή­νω τη σκό­νη μήπως μού γρά­ψουν σ’ αγα­πώ τα φαντά­σμα­τα» έλε­γε με αυτο­σαρ­κα­σμό. Διά­βα­ζε όμως πιο πολύ, λες και θά ’δινε πανελ­λή­νιες. Έβλε­πε ται­νί­ες συμ­φι­λιω­μέ­νη με τις νύχτες, τους παρά­ξε­νους ήχους, την κραυ­γή απελ­πι­σί­ας μέσα της και δεν στα­μά­τη­σε να  συμπλη­ρώ­νει τακτι­κά το ημε­ρο­λό­γιο της. Δια­τη­ρού­σε μια στοι­χειώ­δη τηλε­φω­νι­κή επι­κοι­νω­νία με τον πατέ­ρα της και δυο τρεις φίλους, ίσως για να θυμά­ται να μιλάει.

Όσο η τρα­γι­κό­τη­τα της κατά­στα­σης δεν μπο­ρού­σε να κρύ­ψει και τη γελοία της πλευ­ρά, όταν τα μέτρα ήθε­λαν τα μικρά μαγα­ζιά κλει­στά αλλά ανοι­κτές τις βιο­μη­χα­νί­ες, όταν γέμι­ζαν περι­πο­λι­κά οι άδειοι δρό­μοι για να επι­βάλ­λουν πρό­στι­μα, αλλά άνοι­γαν οι εκκλη­σί­ες, όταν μπο­ρού­σες να περ­πα­τάς αλλά όχι να στα­μα­τή­σεις να ξεκου­ρα­στείς, ένιω­θε πως κάτω από τη σπα­σμέ­νη της φτε­ρού­γα θρη­νού­σαν τα που­λιά. Τότε πύκνω­νε ο ψίθυ­ρος στις παλιές ιστο­ρί­ες, τότε στη μελαγ­χο­λία των κεριών προ­σπα­θού­σε να ξορ­κί­σει φόβο και θάνατο.

Με τα σχο­λεία στο άνοι­ξε κλεί­σε, τις περί­φη­μες σχο­λι­κές δωρε­άν μάσκες σε μέγε­θος κιλό­τας, τα καλά εμβό­λια και τα κακά εμβό­λια, τις κλει­στές παι­δι­κές χαρές, τα απα­γο­ρευ­μέ­να άλση και πάρ­κα, παρα­κα­λού­σε να επι­στρέ­ψει η καθη­με­ρι­νή ζωή αυτή που μετριέ­ται σε μικρές φρά­σεις, τι θα φάμε, πόσες μετρή­σα­με στιγ­μές, πόσες ώρες λεί­πεις, πόσα χρό­νια πέρα­σαν, που θα πας και άλλα. Ικέ­τευε να γυρί­σουν οι εικό­νες της παλιάς ζωής, αυτές που δια­δέ­χο­νται ορμη­τι­κά η μία την άλλη, με την ίδια λαχτά­ρα και νοσταλ­γία μετου­σιώ­νο­ντας το απλό σε σημα­ντι­κή και σπου­δαία πράξη.

Στις επι­ση­μάν­σεις της, με λύπη είχε προ­σθέ­σει και μια μερί­δα της επι­στη­μο­νι­κής κοι­νό­τη­τας παρα­τη­ρώ­ντας πως κάποιοι τόσο φανε­ρά λει­τουρ­γού­σαν  ως εκτε­λε­στι­κά όργα­να, ενώ το ζητού­με­νο ήταν να δεσπό­ζει η δύνα­μη της αγά­πης στον άνθρω­πο, να μένουν οι τόνοι χαμη­λά, χωρίς έπαρ­ση και μακριά από συμ­φέ­ρο­ντα. Εκεί­νη με το pulmoton στα χέρια,  επέ­στρε­φε στο φως, ανα­γκαίο ακό­μη και στα μικρά πράγ­μα­τα που συνή­θως παίρ­νουν τρυ­φε­ρή διά­στα­ση και γλυ­καί­νουν τον πόνο.

Ένα βρά­δυ άκου­σε για τους αντάρ­τες του κλή­ρου με τα επι­κίν­δυ­να κελεύ­σμα­τα, ένα άλλο βρά­δυ σημειώ­νο­ντας την άθλια συμ­βο­λή της τηλε­ό­ρα­σης, πήρε δύο εισπνο­ές aerolin και γύρι­σε στις λέξεις, στις εικό­νες, στα πρό­σω­πα, στα γεγο­νό­τα, σε όλα τα δικά της, αυτά που απο­τε­λού­σαν εξο­μο­λό­γη­ση κι ερχό­ταν άμε­σα από την ψυχή με το αχ και το παράπονο.

Τα σύν­νε­φα μαζευό­ταν απει­λη­τι­κά, τα που­λιά δεν χόρευαν πια στο συρ­μα­τό­πλεγ­μα, ανά­σαι­νε δύσθυ­μα περι­μέ­νο­ντας την μπό­ρα. Ακού­στη­κε σαν γαλ­λι­κό λικέρ, θα πάρω ένα modulaire είπε με προ­φο­ρά  εννο­ώ­ντας το χάπι που είχε προ­σθέ­σει στη φαρ­μα­κευ­τι­κή της αγω­γή, ο Γιάν­νης ο καλός της φίλος, ο για­τρός της καρ­διάς της, ο αδερ­φός της. Αντι­λή­φθη­κε τα κατε­πεί­γο­ντα νομο­σχέ­δια, που ψηφι­ζό­ταν και περ­νού­σαν ερή­μην ενός ολό­κλη­ρου λαού, από τους ελά­χι­στους… , ενώ αψευ­δέ­στα­τα ακό­μη μια φορά δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νη η απώ­λεια της ζωής μέσα από την προ­σω­πι­κή εμπει­ρία ανα­δεί­κνυε την ανθρω­πιά, την αρε­τή, την ειλι­κρί­νεια, την αλλη­λεγ­γύη, έτσι απλά για ένα μινό­ρε της ψυχής, για να φέγ­γει το ανά­στη­μα των απλών ανθρώπων.

Με αφορ­μή τη μάσκα στο θέα­τρο του παρα­λό­γου, την ελπί­δα σε ανα­μο­νή και τον κόσμο περί­κλει­στο από φόβο, ένα ξημέ­ρω­μα ολο­κλή­ρω­σε άλλον ένα μονό­λο­γο με τίτλο αυτή τη φορά «Πίσω από τις μάσκες».

[..]
Φτά­νει πια, με το χαλα­σμέ­νο σου εγώ, μην με πλησιάζεις
σιχαί­νο­μαι τις μάσκες,
δεν θέλω να ακού­σω άλλα μπα­γιά­τι­κα ψέματα,
όσο κι αν μιλάς δεν θα κατα­φέ­ρεις να με τρομάξεις,
ξέρω να χορεύω, δεν θα στα­μα­τή­σω να χορεύω.

Η καρ­διά χτυ­πά δυνα­τά, υπερ­βο­λι­κά αδάμαστη
ελεύ­θε­ρη, ο νους ασκητής,
στην ανά­γνω­ση της παγκό­σμιας θλίψης
ανά­σες λιγο­στές στον δρό­μο της αγά­πης που στεφανώνει
και σταυ­ρώ­νε­ται.
[..]

Κόντευε τα εξή­ντα, το πλέ­ον της ζωής της το είχε ζήσει και είχε μάθει πολύ καλά πια, πως χωρίς πόνο δεν μιλά­με για την αγά­πη, χωρίς την δυστυ­χία δεν εκτι­μού­με εκεί­νες τις φευ­γα­λέ­ες στιγ­μές ευτυ­χί­ας, χωρίς την λύπη δεν κάνου­με ανά­γνω­ση στη χαρά και χωρίς την απει­λή του θανά­του δεν βγαί­νει σωστό το ακρι­βό μέτρη­μα της ζωής. Ζωή μπο­ρεί να είναι όλα μαζί, ταυ­τό­χρο­να, καθώς το ένα παρα­δί­δει τη σκυ­τά­λη στο άλλο ανά πάσα στιγ­μή, συλ­λο­γι­ζό­ταν την ώρα που η ξαφ­νι­κή καται­γί­δα την βρή­κε ένα από­γευ­μα στο λόφο. Κοί­τα­ξε, μια στον ορί­ζο­ντα που έλιω­νε όλο το μολύ­βι τ’ ουρα­νού και μια στο κυπα­ρίσ­σι που φωτο­γρά­φι­ζε κάθε φορά όταν περ­νού­σε από κοντά του. Η καται­γί­δα δυνά­μω­νε κι άλλο. Μακριά από το σπί­τι της, στην ερη­μιά, ούτε ομπρέ­λα, ούτε αδιάβροχο.

κυπαρίσσιΛες και αντά­μω­σε φίλο το καλη­σπέ­ρι­σε, το κυπα­ρίσ­σι. Ύστε­ρα της φάνη­κε πως είδε κάποιον να πλη­σιά­ζει σαν σκιά. Ξανα­κοί­τα­ξε στις μακρι­νές δεντρο­στοι­χί­ες που είχαν τυλι­χτεί στην ομί­χλη. Φοβή­θη­κε… Η σκιά πλη­σί­α­σε κι άλλο. Φοβή­θη­κε ακό­μη πιο πολύ. Αγκά­λια­σε το δέντρο. Και τότε, σαν κάποιος της κρά­τη­σε απα­λά το χέρι και σκυμ­μέ­νος στον ώμο της ψιθύρισε:

«Όταν φοβά­σαι, ο φόβος δια­κλα­δώ­νε­ται σε ανα­ρίθ­μη­τες γενε­ές και εξευ­τε­λί­ζεις ανα­ρίθ­μη­τες ψυχές μπρο­στά και πίσω σου.» (Ν. Καζαν­τζά­κης)

Ντρά­πη­κε. Είχε έρθει η ώρα να περά­σει από τη μία κατά­στα­ση στην άλλη, το πήρε απόφαση.

Εγώ έχω την ευθύ­νη της μικρής μου ζωής, είπε θαρ­ρε­τά στον εαυ­τό της και συνε­χί­ζο­ντας να περ­πα­τά στην καται­γί­δα, εκεί­νο το από­γευ­μα του Μάρ­τη του 2021, ήταν σίγου­ρη πως είχε ακό­μη ένα σκο­πό, υπήρ­χε κάτι που άξι­ζε πολύ να περιμένει.

«Αν και περα­στι­κή, όπως όλοι από τού­τη τη φλού­δα της γης, τίπο­τα δεν σε εμπο­δί­ζει να ονει­ρεύ­ε­σαι πως…  Αύριο, θα γίνεις για­γιά!» , ορκι­ζό­ταν πως πρό­λα­βε τη σκέ­ψη της το όμορ­φο κυπα­ρίσ­σι που αγά­πη­σε τόσο μα τόσο πολύ σ’ εκεί­νη την ξαφ­νι­κή καταιγίδα.


Μονόλογοι

Με την ανά­σα του φόβου
Never Fear The Few, by Kris Gebhardt

Never Fear The Few Painting by Kris Gebhardt

Το τρια­ντα­φυλ­λί του ουρανού
παρα­δί­δει τη θέση του στο χρυ­σό, ώρες που κερδίζει
η σιω­πή στον ορί­ζο­ντα και η ανά­μνη­σή σου στο βλέμμα.
Εκστα­τι­κό ανά­με­σα στο φως και στο σκο­τά­δι, και κατάκοπο,
έτσι θέλω να σε σκέ­φτο­μαι, τώρα που δεν επιτρέπεται
να φτά­σω ως εκεί, να χτυ­πή­σω την πόρ­τα σου
να ζητή­σω να με κρατήσεις,
να ξορ­κί­σεις σε ένα φιλί τον φόβο,
να με παρη­γο­ρή­σεις, όντας και εσύ απαρηγόρητος,

Τώρα, πριν το ανά­με­σα στη ζωή και στο θάνατο
πόσο ήθε­λα να χτυ­πή­σω απα­λά το ρόπτρο
να ραγί­σει ο ήχος το άσω­το σκοτάδι
να βγουν στα παρα­θυ­ρό­φυλ­λα οι γείτονες,
να μου χαμογελάσουν
να αγγί­ξω τα γερά­νια στις γλά­στρες σου,
να μυρί­σω τα κρι­νά­κια στο παρτέρι
με την ανθι­σμέ­νη λεμονιά
να αφή­σω να με ξεγε­λά­σουν όπως παλιά
τα παι­διά στο καντούνι…

Αθώ­ες παι­δι­κές φωνές που σε τρομάζουν
και ας είναι στη Μεγά­λη Πλα­τεία με τις αγριοκαστανιές
και τις ανθι­σμέ­νες μανό­λιες στο Φρούριο,
δεν θα ήθε­λες να σε πλησιάσουν,
άλλος ένας εφιάλ­της γεννιέται,
δεν θ’ ανοί­ξεις την αγκα­λιά σου από χαρά
κι ας φτε­ρου­γί­ζει η ψυχή
ανοί­γεις το βήμα πιο πολύ,
κάνεις πως δεν ακούς, πως δεν βλέπεις,
τώρα έμα­θες να κρα­τάς συντρο­φιά στις άπια­στες χίμαιρες,
να κου­βε­ντιά­ζεις μαζί τους,
και με τις φλό­γες που γλι­στρούν στην καμινάδα
πιά­νεις κουβέντα
εκεί­νες που έχουν κάψει τις άκαρ­πες ελπίδες
και τη νόθα λήθη
για να μεί­νει τρα­γι­κή η αλήθεια.

Ανα­πά­ντε­χα μια κραυ­γή μέσα σου σε κάνει να τρέχεις,
δεν έχεις δικαί­ω­μα σε ανε­ξή­γη­τες περιέργειες,
σε μικρές χαρές,
δεν θα σου μιλή­σουν για παρα­με­λη­μέ­νες ιδέες,
ούτε για προ­δο­μέ­νες αξιοπρέπειες,

Αυτή η Άνοι­ξη δεν ήρθε σαν τις άλλες
στο σκλη­ρό ανά­γλυ­φο στην άμμο σκά­ει μόνο το κύμα, έρημο
οι αιώ­νιοι από­ντες μόνο
εξαι­ρού­νται από αυτούς τους κανόνες.

Αβά­στα­χτα θλι­βε­ρό ν’ αλαρ­γεύ­εις από τον άνθρωπο
να κλεί­νε­σαι πίσω από τοί­χους και παράθυρα
για να σωθείς μόνος,
ακού­γο­ντας ένα κρεσέντο
από θανά­σι­μες οδύ­νες στην τηλεόραση
παρα­κο­λου­θώ­ντας σκοτεινές
ορα­τές και αόρα­τες σκιές πρώ­τη φορά,
έλα, μην τρε­λαί­νε­σαι, άφη­σε ν’ ανθί­σει ένα γιασεμί
στην καρ­διά, στη σκέ­ψη σου, όπου μπορείς,
να δεις, θα μυρί­σει ομορ­φιά η ζωή!

Μακριά δια­γρά­φο­νται οι κορ­φές πέρα από τη θάλασσα,
ήθε­λες να λύσω τη σιω­πή μου, μα δεν είναι καιρός
όχι τώρα που ο φόβος κυκλώ­νει από παντού την πόλη,
όχι τώρα που μια άγρια πλή­ξη μαστι­γώ­νει το νου,
πλη­γώ­νο­ντας τις αισθήσεις,
όχι τώρα που τα νοή­μα­τα του μέλ­λο­ντος μας
μοιά­ζουν φρικτά,
εφτά γενιές θα κρα­τή­σει λένε τού­τη η και­νούρ­για κατάρα,
θα το πεις και εσύ, σηκώ­νεις έναν έρω­τα ανήμπορο,
μα η ψυχή, η ψυχή ανε­μί­ζει αλλιώς
σαν πετα­λού­δα που ετοι­μά­ζε­ται να σκί­σει το κουκούλι,
να γνω­ρί­σει το φως…

Ζήσε αυτό το δει­λι­νό, κανείς δεν μπο­ρεί να σου υποσχεθεί
πως θα είσαι εδώ, για να το ζήσεις και αύριο,
ζήσε, πριν ο ουρα­νός πάρει να χλο­μιά­ζει περισσότερο
κι ας αυλα­κώ­νει η αγω­νία το μέτω­πό σου,
ζήσε, ακό­μη και στο σκο­τει­νό σου θεω­ρείο, βρες έναν τρόπο,
να τρα­γου­δάς, να ονει­ρεύ­ε­σαι εκεί­νο το απελ­πι­σμέ­νο χάδι
δεν είναι ο θάνα­τος ένα άσπρο ξέφτι που πέφτει
απα­λά στο νερό,
ζήσε, ψιθυ­ρί­ζο­ντας ονό­μα­τα και το δικό μου,
μην το ξεχάσεις,
θα τελειώ­σει η ωδή στο παρά­λο­γο, θα τελειώσει
έλα να ονει­ρευ­τού­με εσύ από εκεί κι εγώ από εδώ
κοί­τα με πόση  συμπό­νε­ση πέφτει η βρο­χή στα κεραμίδια
κάνε κου­ρά­γιο, κι αυτό θα περάσει.

Αύριο, μια δια­φο­ρε­τι­κή αφή στο και­νούρ­γιο άγγιγμα,
μέχρι τότε σου γρά­φω φιλιά…

Σε σκέ­φτο­μαι περι­μέ­νο­ντας ένα ολό­φω­το φεγγάρι
να τυλί­ξει σε μια λάμ­ψη σαν φλόγα,
σαν πυρ­κα­γιά που δεν καίει
τα βου­νά, αυτά που αγάπησες.

Όμως, ακό­μη και η ανά­μνη­ση, δεν είναι πια τόσο ακίνδυνη…
Πόσο γρή­γο­ρα μαθαί­νεις να ζεις χωρίς οικογένεια,
χωρίς φίλους, χωρίς σύντρο­φο, χωρίς εχθρούς.

Αδρές οι γραμ­μές στο πρόσωπο
φωτί­ζουν τα ίχνη μιας αθωότητας
και μιας εικό­νας που έχει κερ­δη­θεί μόνο
για να σε παρηγορήσει.

Υπό­σχε­ση μιας άλλης ζωής, ποιας ζωής αλήθεια,
τώρα δεν μπο­ρείς να δεις τον κόσμο όπως ήταν χτες
όχι πια, η άγρια μυστι­κό­τη­τα του αόρα­του φόβου σε κυριεύει
πυκνή πάχνη πάνω στους ανθούς,
η Άνοι­ξη πορεύ­ε­ται ερή­μην σου
για να μην λάβεις μερί­διο, να μην πεις,
«εγώ το φως μετάλαβα»,
η κορό­να της απα­γό­ρευ­σης υψώ­νε­ται αδιάβαστη
με έναν μόνο πρω­τα­γω­νι­στή και χιλιά­δες κομπάρσους.

Άφη­σέ με να σου πω πως θα περά­σει και αυτή η θύελλα
πως θα σου κρα­τή­σω το χέρι ξανά,
περ­πα­τώ­ντας στο μονοπάτι
χορεύ­ο­ντας στις συνά­ξεις του καλο­και­ριού, τραγουδώντας.

Μέσα από τις κουρ­τί­νες, δαντε­λω­τά σχέ­δια στο πάτωμα
αλλά­ζεις συνήθειες,
δάχτυ­λα νευ­ρι­κά, ακό­μη και πάνω στο πιάνο
ζητάς να μάθεις,
δεν σου αρέ­σει όλο αυτό το θέα­τρο στην παράνοια
ρωτάς σαν αγράμ­μα­τος, πλη­σιά­ζεις νοε­ρά εκείνους
τους μύστες από το βυζί της μάνας τους
παμπά­λαια η ανά­σα του φόβου παγω­μέ­νη στο σβέρκο
σύμ­βο­λο μια περα­σμέ­νης τυραννίας.

Κελαη­δούν τα που­λιά στις φυλ­λω­σιές του κήπου
άσπι­λα μαρ­γα­ρι­τά­ρια στα μάτια σου
κι όμως δεν επι­τρέ­πε­ται να τ’ αγγίξω
χαμέ­νες προσ­δο­κί­ες σ’ έναν κόσμο ανάπηρο.

Και οι πρώ­τες παπα­ρού­νες ντύ­θη­καν στα κόκκινα
όπως πάντα, πολύ ψηλά πάνω στο μαντρό­τοι­χο του σχολείου
αδιά­φο­ρες που δεν έχει παι­διά στην αυλή,
αδιά­φο­ρες λιτα­νεύ­ουν το γέλιο τους στο φύση­μα του ανέμου
βλέ­πεις δεν γνω­ρί­ζουν πως φεύ­γουν οι άνθρωποι,
κάποιοι  άνθρω­ποι μόνοι στο μεγά­λο ταξίδι
δίχως απο­χαι­ρε­τι­στή­ριες τελε­τές, δίχως αντίο…
Ούτε χαλά­σμα­τα, ούτε πόλε­μος, ούτε ερεί­πια, ούτε βόμβες
κι όμως φεύ­γουν, φεύ­γουν οι άνθρω­ποι μόνοι…

Και σου είναι τόσο δύσκολο
να αισθά­νε­σαι πως θυμού­νται τις παλιές στιγμές
πως ανα­πο­λούν τις παλιές συνήθειες
πως φοβού­νται, αδά­κρυ­τοι όχι,
βου­λιά­ζουν από αλμύ­ρα τα βλέμματα.

Πώς γίνε­ται το όνει­ρο εφιάλ­της, πόσο εύκολα,
η απο­μό­νω­ση ενι­σχύ­ει τις αδέ­ξιες κινήσεις
ακούς βήμα­τα, μηχα­νι­κά απο­μα­κρύ­νε­σαι να κρυφτείς
προ­τι­μάς να δίνεις ζωή, ακίν­δυ­νη για τη δική σου,
ζωή στις χρω­μα­τι­στές φιγού­ρες και σε φωτογραφίες
και στη φαντα­σία σου,
και τις αγκα­λιά­ζεις με ασφά­λεια, αυτές μόνο,
με τη λαβή των ματιών κρα­τάς τις φευ­γα­λέ­ες εικόνες
εδώ στο προ­ά­στιο της νόθας λήθης…

Όμορ­φα πρό­σω­πα, έξω, μακριά από το δικό σου κελί
αυτό το μέλ­λον σε πικρό και­ρό ακροβατεί
οι και­νούρ­γιοι νεκροί δυσκο­λεύ­ο­νται να βρουν δρόμο
θολός πολύ ο Αχέροντας
πήρε μαζί του σημά­δια και περάσματα,
ούτε ο Αχέ­ρο­ντας πια… Δεν προλαβαίνει…

Αβά­στα­χτα θλι­βε­ρό να στα­μα­τή­σου­με ν’ αγκαλιαζόμαστε
να στα­μα­τή­σου­με να ελπίζουμε
να στα­μα­τή­σου­με να πιστεύ­ου­με στην αγάπη.

Αβά­στα­χτα θλι­βε­ρό να φεύ­γου­με μόνοι
για εκεί­νο τον παρά­ξε­νο τόπο, τον χωρίς αυγή…

Όχι, εσύ δεν θα συμπλη­ρώ­σεις ούτε μια συλ­λα­βή απόγνωσης
Όχι, οι φανο­στά­τες της αγά­πης θα νική­σουν στο τέλος
Όχι, μη φοβά­σαι το ποτά­μι της πόλης
θα κυλή­σει γεμά­το φωνές,Αύριο…

Υπο­κλί­νο­μαι και στη δική σου θλίψη,
προ­σκυ­νώ την ανά­γκη σου
ξεφυλ­λί­ζω το συνα­ξά­ρι των άστρων κάθε νύχτα
για να συλ­λα­βί­σω την αγω­νία σου,
χτυ­πούν τα μελίγ­για μου, όπως και τα δικά σου φαντάζομαι,
εχθρεύ­ο­μαι όπως και εσύ τού­τη την κορό­να του θανάτου,
μα θέλω να ξέρεις,
στο τελευ­ταίο βαγό­νι του φόβου
έχω ζωγρα­φί­σει μια κερκόπορτα
από εκεί, πίστε­ψέ με, θα μπει ξυπό­λη­τη η αγάπη
και θ’ ανά­ψει το και­νούρ­γιο φυτί­λι της χαράς
αυτός ο ήλιος των παι­διών δεν μετρά σκα­λο­πά­τια στον Άδη
αυτός ο ήλιος μ’ ένα τσέρ­κι, κυνη­γώ­ντας μια χρυσόμυγα
θα γυρί­σει στις γειτονιές,
σημα­δεύ­ο­ντας την καρ­διά του θανάτου.

Αύριο, μαζί κατά­πλω­ρα στη ζωή.


Πίσω από τις μάσκες
Freedom, Justin Kinney

Θρη­σκεί­ες και τέχνη, όρια ανύ­παρ­κτα επιμένω,
όχι δυσδιάκριτα,
με την ωρι­μό­τη­τα της γυναίκας,
που δεν κατα­πί­νει λόγια χαλίκια
στο τριμ­μέ­νο που­κά­μι­σο έχω κεντή­σει περιστέρια,
με την αθω­ό­τη­τα και
τη μελαγ­χο­λία του παι­διού, με την αφό­ρη­τη απόγνωση
μπρο­στά στην βαριά κλει­δω­μέ­νη πόρτα
μ’ ένα τρια­ντά­φυλ­λο να ματώ­νει στα χείλη
ίδιο παρα­μέ­νει το ερώ­τη­μα αιώνες.

Freedom

Λοξές απα­γο­ρευ­μέ­νες ματιές, εσω­τε­ρι­κές παρηχήσεις
το φως, πρώ­τα στο βλέμ­μα, μετά στο νερό,
πριν γλι­στρή­σει απ’ τα χέρια στη λευ­κή σελίδα
η ποί­η­ση ζωντα­νός παλμός,
στο αργα­στή­ρι μιας τόσο φιλή­συ­χης ενασχόλησης,
κι εσύ φοβά­σαι, εσύ, μην τυχόν και σε βλάψω,
μα, εσύ πιστεύ­εις σε ιδρω­μέ­νες φωνές,
εσύ έχεις ωραία φαντα­χτε­ρή στο­λή για να αρέσεις,
ίσως να φοράς χρυ­σά γαλό­νια και στον ύπνο σου…
για να αρέ­σεις, ή να εξουσιάζεις…

Ας γελά­σω, ποια όνειρα…
Ποια όνει­ρα έχουν μέλ­λον χωρίς τα παιδιά
αυτά που σκο­τώ­νο­νται στο βωμό σου,
που πνί­γο­νται στα λασπω­μέ­να ποτάμια
που πεθαί­νουν από πεί­να και δίψα
που κρέ­μο­νται έρη­μα κορ­μά­κια σε συρματοπλέγματα.

Το δικό μου ποί­η­μα, ας γελά­σω, ένα ποί­η­μα δεν μπορεί
να ορί­ζει το δικό σου μετρή­σι­μο χώρο και χρόνο,
ο δικός μου κόσμος είναι πάντα ο ίδιος και πάντα ένας,
ένα κερί στο παρά­θυ­ρο ανά­βει το σκοτάδι…

Φτά­νει πια, με το χαλα­σμέ­νο σου εγώ, μην με πλησιάζεις
σιχαί­νο­μαι τις μάσκες,
δεν θέλω να ακού­σω άλλα μπα­γιά­τι­κα ψέματα,
όσο κι αν μιλάς δεν θα κατα­φέ­ρεις να με τρομάξεις,
ξέρω να χορεύω, δεν θα στα­μα­τή­σω να χορεύω.

Η καρ­διά χτυ­πά δυνα­τά, υπερ­βο­λι­κά αδάμαστη
ελεύ­θε­ρη, ο νους ασκητής,
στην ανά­γνω­ση της παγκό­σμιας θλίψης
ανά­σες λιγο­στές στον δρό­μο της αγά­πης που στεφανώνει
και σταυρώνεται.

Θέλω να ζήσω, χωρίς κίβδη­λες αισθη­τι­κές συμφιλιώσεις
χωρίς τα καλο­γυα­λι­σμέ­να σου είδωλα
διψά η ψυχή, ακό­μη διψά,
μα δεν σου ζητώ να ξορ­κί­σεις τον φόβο μου,
όχι, δεν θέλω να τον σπεί­ρεις αλλού, όχι,
να με κρα­τή­σεις από το χέρι, να τον γνω­ρί­σου­με μαζί,
να τον ξεσκε­πά­σου­με ίσως,
να δού­με ποιος κρύ­βε­ται πίσω από τη μάσκα,
αφού συμ­φω­νού­με, εσύ το λες,
απρο­στά­τευ­τος και εκτε­θει­μέ­νος είσαι όταν δηλώνεις
«φταί­νε οι λίγοι για τις συμ­φο­ρές των πολλών…»

Θα μπο­ρού­σες;

Να γίνεις εσύ το πρό­σφο­ρο στη μεγά­λη σύναξη,
ν’ αντι­κρί­σεις με σπιν­θη­ρο­βό­λα μάτια την αλήθεια…
Όχι, δεν μπο­ρείς, δεν θέλεις να πας κόντρα,
να για­τί αφή­νω τον δικό μου θεό να ξαποστάσει
να πλυ­θεί από τα αίμα­τα στο δάκρυ μου
να τινά­ξει τις στά­χτες από το κεφά­λι του,
να για­τί προ­τι­μώ την τέχνη, εννο­εί­ται με γοητεύει,
εκεί να ξέρεις δεν κιν­δυ­νεύω, δεν φοβάμαι,
τις θρη­σκεί­ες τις φοβά­μαι, μαζί μ’ εσέ­να και αυτές,
όλες οι θρη­σκεί­ες μου προ­κα­λούν φόβο
δεν αντέ­χω να ακούω κηρύγ­μα­τα, ούτε υποσχέσεις
ότι προ­σεγ­γί­ζουν τα έσχα­τα ερωτήματα
ότι έχουν απα­ντή­σεις, ότι έχουν σωτήρες
ποια θρη­σκεία και πότε θα φέρει την πολυ­πό­θη­τη ειρήνη
μαζί με την ειρή­νη της ψυχής …

Όχι, εγώ θέλω να τραγουδήσω,
ξέρω να τρα­γου­δώ, δεν θα στα­μα­τή­σω το τραγούδι
το από­βρα­δο όταν το δει­λι­νό χαρί­ζει ουρανούς
το πρωί, όταν ο ήλιος δικαιώ­νει το ταξί­δι του
ατρι­κύ­μι­στη αφή­νο­μαι στη μέθη της ζωής,
θέλω να ζήσω, γι’ αυτό θα συνε­χί­σω το τραγούδι
γι’ αυτό θα κρύ­ψω τον δικό μου θεό
σ’ ένα κύμα στη θάλασ­σα ν’ αγα­πιέ­ται στην ακτή
και στα βρά­χια όταν σκορ­πί­ζε­ται στο φεγγαρόφωτο.

Το ξέρεις κι εσύ,
χρη­σι­μο­ποιούν τον μύθο για να επιβιώσουν
και τα σύμ­βο­λα για να δράσουν,
οι θρη­σκεί­ες, όλες οι θρησκείες…

Αγα­πώ, αυτό το μεί­ζον, το άπει­ρο της τέχνης
αυτό που δίνει άλλη διά­στα­ση στο πεπερασμένο
αγα­πώ την ποί­η­ση, αυτή την αρι­στο­κρα­τι­κή ηδονή
που διεκ­δι­κεί περισ­σό­τε­ρο τη μύηση,
τη βίω­ση στο μυστή­ριο του κόσμου,
παρά την απάντηση.

Θρη­σκεί­ες, κατά περί­στα­ση υπναγωγές
ή, πάλι κατά περί­στα­ση διεγερτικές,
πολύ­πλευ­ρα συμφέροντα,
άπει­ρες συμ­φε­ρο­ντο­λο­γι­κές συσπειρώσεις
κατα­πιε­στι­κοί μηχα­νι­σμοί, ψηφοθηρίες,
προ­σευ­χές σε θεούς
θεοί που σωπαί­νουν, θεοί που δεν απαντούν
στη βία της ανοη­σί­ας, της ηλί­θιας φλυαρίας,
της κατα­σκευα­σμέ­νης δυστυχίας
στο δρά­μα της απει­λής που επα­να­κάμ­πτει πιο ζοφερή
και υπό­σχε­ται για όλους, άκου­σέ το αυτό,
για όλους έναν άλλο Μεσαίωνα…

Η στεί­ρα ζωή σου βυζαί­νει θειά­φι στα χαλάσματα,
η δική μου λεμο­ναν­θό στην ανοι­κτή πλη­γή του κόσμου.

Άφη­σέ με να αμφι­βάλ­λω, θέλω να ζήσω,
να αγα­πώ το απέ­ριτ­το, τις ρευ­στές πινελιές
στις εξαϋ­λω­μέ­νες μορ­φές του Γκρέκο,
να με συγκι­νεί η δρα­μα­τι­κή λυρι­κό­τη­τα στα πρόσωπα,
το φως, το φως σε μια μικρή αμφιβολία,
το φως όταν πέφτει πάνω στη λερω­μέ­νη αγιοσύνη
των φτω­χών αμαρτωλών.

Άφη­σέ με, αμφι­βάλ­λο­ντας να μεί­νω ελεύθερη,
να παρα­τη­ρώ με δέος,
την ανάρ­μο­στη «Πανα­γία του Ελέους»
να αισθά­νο­μαι την οδύ­νη της τέχνης εκείνου
του Δομήνικου,
να στο­χά­ζο­μαι το δάκρυ του αξεθύμαστο
κι ανερ­μή­νευ­το στο πρό­σω­πο μιας Μαγδαληνής.

Μόνο η ποί­η­ση έχει μεί­νει, αρμο­νία ανείπωτη
μόνο στην ποί­η­ση τα πράγ­μα­τα δεν γερνούν
δεν ξεθω­ριά­ζουν, δεν αρρω­σταί­νουν τα λουλούδια
στην ποί­η­ση δεν φοβά­σαι τις λέξεις,
οι λέξεις γίνο­νται φωνές, είναι φωνές,
όταν ξημε­ρώ­νει στα φτε­ρά του κύκνου,
όταν βρα­διά­ζει στα λησμο­νη­μέ­να μνήματα
η ποί­η­ση είναι φωνή.

Μ’ ακούς;
Όχι, δεν ακούς,
προ­τι­μάς τις μεταλ­λι­κές φωνές, αυτές μεγε­θύ­νουν το μίσος
αυτές τις άχρω­μες της τηλε­ό­ρα­σης που σε τρελαίνουν,
την ίδια ώρα ένα αηδό­νι κελαη­δεί στον καλαμιώνα
και κάπου αλλού,
κάποιο άλλο θρη­νεί σ’ ένα σιδε­ρέ­νιο κλουβί
μα εσύ, δεν θέλεις να χαλά­σεις την εύκο­λη ρέμ­βη σου
σ’ αρέ­σουν οι κουρ­δι­σμέ­νες κάργιες.

Οι λέξεις μαχό­με­νες, πάντα αιώνιες,
οι λέξεις γνω­ρί­ζουν μόνο ν’ ανατέλλουν,
ακό­μη και στο ηλιοβασίλεμα,
οι λέξεις ατσα­λά­κω­τες, αρυτίδωτες,
οι λέξεις γεν­νούν ιδέες,
οι λέξεις στην ποί­η­ση, ηχη­ρή διαμαρτύρηση,
οι λέξεις, αυτές έμει­ναν να θυμίζουν
την χωρίς φωτο­στέ­φα­νο καθημερινότητα
τόσων γεν­ναί­ων κατα­φρο­νε­μέ­νων ανθρώπων.

Το υπο­ψιά­ζε­σαι και εσύ,
έχεις και μια άλλη πλευ­ρά του εαυ­τού σου, σκοτεινή,
αυτή θέλουν να σου ξυπνήσουν,
να επι­τρέ­ψεις στο τέρας να εκδη­λω­θεί ξανά,
δεν με προ­σέ­χεις, δεν προ­αι­σθά­νε­σαι τίποτα
ούτε αυτό τον ορυ­μα­γδό που έρχεται
καβά­λα στην άβυσσο.

Ποτί­ζουν λήθη την ψυχή σου, αύριο άπνοος
και άβου­λος, θα φτά­σεις στο θάνατο
εκεί στα καπνι­σμέ­να ερεί­πια που βλέ­πεις τώρα μακριά,
αύριο, εδώ
κι εσύ μορ­φά­ζεις αδιά­φο­ρα, φτά­νει να μην ξεβολευτείς
σ’ αρέ­σουν οι κουρ­δι­σμέ­νες κάργιες.

Ποια σωστή λέξη, ποια αλη­θι­νή εικόνα,
ο όχλος είναι ικα­νο­ποι­η­μέ­νος, ο όχλος χειροκροτεί
ζαλι­σμέ­νος θα φορέ­σει άλλη μια φορά το σάβανο
της ίδιας ολέ­θριας δύνα­μης, ο όχλος…

Ο λαός έχει λόγο και άπο­ψη, ο λαός της οικουμένης
ο άυλος ποτα­μός που γνω­ρί­ζει πότε να κυλήσει
θα κυλή­σει ερή­μην σου…

Ανθί­ζουν τα γερά­νια στο περβάζι.

Ποί­η­ση, μια αόρι­στη ώθη­ση στην ψυχή
ο ενδό­μυ­χος συγ­γε­νής θεός σε πλησιάζει
ταλα­ντού­χος θεός, γελά­ει μαζί σου, κλαί­ει μαζί σου
«φύλα­ξέ με», ψιθυ­ρί­ζει ,  «φύλα­ξέ με»,
από την παρα­φω­νία που κατα­σπα­ράσ­σει την αγάπη
«φύλα­ξέ με» ψιθυ­ρί­ζει και χάνεται…

Σε ώρα μονα­χι­κή, σε ώρα απομόνωσης,
μαζί σου κλαί­ει, για εσέ­να κλαίει.
Γύρι­σαν τα χελι­δό­νια στην ίδια φωλιά.

Τώρα, τα μισά φύλ­λα στα δέντρα θα γίνουν πουλιά
Αύριο, θα φέρουν την Άνοι­ξη, την πιο ακρι­βή Άνοιξη,
τα άλλα μισά θα μείνουν
να γητέ­ψουν τη ζωή στον και­ρό της αγάπης.

Ξύπνα ν’ ανά­ψου­με μαζί τα σκοτάδια,
ξύπνα ανί­δεη ψυχή, ξύπνα κι εσύ
στην ασυ­λία της μητρι­κής σου γλώσ­σας να βρεις λέξεις
αυτές που καρ­πο­φο­ρούν, κόκ­κι­να μήλα στο άνυ­δρο τοπίο,
ξύπνα να μετα­λά­βου­με μαζί φως κι ουρανό.


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα, 13 Μάρ­τη του 2021

Από το υπό έκδο­ση βιβλίο «Οιστρή­λα­τος, Ιόνιος πλους»

Ευχα­ρι­στώ για την πολύ­τι­μη βοή­θεια ως προς την σωστή από­δο­ση του γλωσ­σι­κού ιδιώ­μα­τος της Κέρ­κυ­ρας, την Κρί­στι Μουμούρη.

Κέρ­κυ­ρα 18 Φλε­βά­ρη του 2021


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα


facebook logo click

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο