Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αμερική… Αμερική…

 Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Αλί­μο­νο και τρεις αλί… Πολ­λά μπο­ρού­σα να τα φαντα­στώ, να τα δια­νοη­θώ, ή να τα πιστέ­ψω. Για­τί υπάρ­χουν τόσα στοι­χεία, υπάρ­χουν γεγο­νό­τα, υπάρ­χει η προη­γού­με­νη εμπειρία.

αρα­δείγ­μα­τος χάριν το παι­δί που πηγαί­νει με το όπλο στο σχο­λείο και ‘’καθα­ρί­ζει’’ όποιον βρει μπρο­στά του, είτε δάσκα­λο είτε συμ­μα­θη­τή. Ή το φορ­τη­γό που πέφτει σκο­πί­μως στα κινού­με­να πλή­θη σε δρό­μους και πλα­τεί­ες και εμπο­ρι­κά κέντρα, σκορ­πώ­ντας τον θάνα­το. Τα καλάσ­νι­κωφ που δου­λεύ­ουν ανε­νό­χλη­τα έξω από τα μπαρ τις νύχτες. Τους δολο­φό­νους ρατσι­στές της Κου – Κλουξ – Κλαν. Την δια­στρο­φι­κή ανά­γκη που φυλα­κί­ζει, κακο­ποιεί και εκπορ­νεύ­ει τα παι­διά μέσα σε μια οικο­γέ­νεια. Τους μαφιό­ζους, τους κυνη­γούς της νύχτας, τους εξαρ­τη­μέ­νους ναρ­κο­μα­νείς. Τις άδειες, μετά το ηλιο­βα­σί­λε­μα γει­το­νιές από το ‘’φόβο των Ιου­δαί­ων‘’. Και άλλα πολλά.

Μα τού­το το τελευ­ταίο μου ήταν εντε­λώς αδια­νό­η­το και με έκα­νε έξω φρε­νών. Να χάνει η μάνα το παι­δί και το παι­δί τη μάνα! Που ξανα­κού­στη­κε αυτό για τις εξα­θλιω­μέ­νες μάζες των μετα­να­στών που οδεύ­ουν προς τις Η.Π.Α. Που ευαγ­γε­λί­ζο­νται το Αμε­ρι­κα­νι­κό όνει­ρο, το οποίο βλέ­πουν να μετα­τρέ­πε­ται σε εφιάλ­τη. Αφού συλ­λά­βου­νε τους μετα­νά­στες, χωρί­ζουν τα παι­διά από τους γονείς. Οι γονείς πάνε στη φυλα­κή και τα παι­διά στο ίδρυ­μα. Άκου­σον άκου­σον και θύμω­σε και αγα­νά­κτη­σε! Τα βλέ­πεις, τ’ ακούς, καί­γε­ται η καρ­διά σου.

–‘’ Μαμά… μαμά’’ να φωνά­ζει το ένα και ‘’ Μπα­μπά… θέλω τον Μπα­μπά μου ‘’ να κλαιει το άλλο. Μωρά, τετρά­χρο­να, τρί­χρο­να και δίχρο­να, όλα τους παι­διά και να πρέ­πει να χωρι­στούν από τον γονιό τους. Από την ζωή τους όλη δηλα­δή. Ποιος μπο­ρεί να τους πει πως φταί­ξα­νε για αυτό;

Στιγ­μές αγω­νί­ας και θλί­ψης μεγά­λης. Από­γνω­ση και ανα­τρι­χί­λα. Εκεί φτά­σα­με Αμε­ρι­κή, Αμε­ρι­κή;… Καλά μου τόπαν μερι­κοί, πως είσαι χώρα όχι μαγι­κή, μα τρα­γι­κή! Μετα­νά­στες δεν είναι οι κάτοι­κοι σου; Δεν έχεις κανέ­να δικαί­ω­μα να στε­ρείς, να φυλα­κί­ζεις ή να χωρί­ζεις ανθρώ­πους. Που και αυτοί, όπως όλοι σου οι κάτοι­κοι, είτε επει­δή εκδιώ­χθη­καν, είτε για­τί θέλα­νε να δια­σφα­λί­σουν κάποιο καλύ­τε­ρο μέλ­λον, ένα καλύ­τε­ρο αύριο, ξεκί­νη­σαν να έρθουν σε σένα. Να βρουν αυτό που δεν είχαν στον τόπο τους. Όλη η ιστο­ρία της Ανθρω­πό­τη­τας δεν είναι μία ατε­λεί­ω­τη μετανάστευση;

Αλλά όταν σε μία χώρα δεν ανθί­ζει ο πολι­τι­σμός και η παρά­δο­ση, υπάρ­χει μόνο μια άφθο­νη επί­δει­ξη, μια καυ­χη­σιο­λο­γία, μέσω της τεχνο­λο­γί­ας στον βωμό του φαντα­χτε­ρού θεά­μα­τος και των φθη­νών εντυ­πώ­σε­ων. Και κατα­λα­βαί­νου­με ότι μια σύγ­χρο­νη, μετα­μο­ντέρ­να κοι­νω­νία, θα είναι μια κοι­νω­νία απο­μο­νω­τι­σμού, ρατσι­σμού και ξενοφοβίας.

Απαί­τη­ση όλου του Ελεύ­θε­ρου σήμε­ρα Κόσμου και της Υφη­λί­ου είναι να ξανα­δώ­σε­τε τα παι­διά στους γονείς τους και να τους αφή­σε­τε ελεύ­θε­ρους να ζήσουν όπως θέλουν!

«Θαρ­ρώ η ευχή μου εισακούσθη».

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο