Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανάθεμά σε κοπελιά, χαράς το κισιμέτι

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Εκεί που τελειώ­νουν οι εύκο­λες στρά­τες οι ασφαλ­το­στρω­μέ­νες, αρχί­ζει το άγριο, αορί­τι­κο τοπίο με τα μονο­πά­τια και τα στε­νά περά­σμα­τα των βοσκών. Ένας άλλος πολι­τι­σμός που μυρί­ζει αζί­λα­κα, θύμο και αλα­δα­νιά παρου­σιά­ζε­ται ολο­ζώ­ντα­νος στη Μαδά­ρα και στα γύρω βου­νά. Αυτός ο άλλος πολι­τι­σμός, κατε­βαί­νει από τα όρη και υπεν­θυ­μί­ζει την ταυ­τό­τη­τά του δυνα­τά, μια φορά τον χρό­νο, στις πολι­τι­στι­κές εκδη­λώ­σεις του Αυγού­στου στο Καμινάκι.

Haroula Verigou Χαρούλα Βερίγου Ανάθεμά σε κοπελιά χαράς το κισιμέτι 1

Φωτο­γρα­φία, Nelly’s

Ο γέρο Χατζο­δη­μή­τρης απο­λαμ­βά­νει την αγά­πη και τον σεβα­σμό στα ενε­νή­ντα οκτώ του χρό­νια από όλο τον κόσμο. Ξεχω­ρι­στή φυσιο­γνω­μία, μαυ­ρο­που­κα­μι­σάς, με την κατσού­να, το σαρί­κι και τα στι­βά­νια του, παλιός βοσκός,  θα εγκα­τα­λεί­ψει την κου­βέ­ντα για τη ματαιό­τη­τα της ύπαρ­ξης που δεν δεί­χνει να συμ­φω­νεί και θα σου μιλή­σει για όλα τα άλλα, αυτά που έκα­ναν τον ίδιο ελεύθερο.

Η πρώ­τη μαντι­νά­δα και η πρώ­τη κού­πα σου επι­βά­λει να στρέ­ψεις φευ­γα­λέα το βλέμ­μα αλλού, όχι πολύ μακριά, μέχρι το διπλα­νό τρα­πέ­ζι, όσο σου επι­τρέ­πει η όρα­σή σου.

«Ανά­θε­μά σε κοπε­λιά, χαράς το κισιμέτι
και ντου­χιου­μά­νης θα γενώ με το δικό σου αντέτι»

Μονο­ρού­φι η κού­πα αφού σηκώ­θη­κε και σε κάλε­σε εσέ­να τη μου­σα­φί­ρισ­σα, ο πρώ­τος της παρέ­ας. Θα πιεις την κού­πα και θα κερά­σεις τον διπλα­νό σου με ένα δάχτυ­λο πιο λίγο κρα­σί από αυτό που ήπιες εσύ κι εκεί­νος θα συνε­χί­σει κερ­νώ­ντας τους άλλους με σεβα­σμό στο όνο­μα της φιλί­ας και όχι για να μεθύσουν.

Ο Χατζο­δη­μή­τρης θα πιει τη δική του κού­πα ως τον πάτο. Αμφί­δρο­μη η σχέ­ση του με τα πρό­σω­πα της καλής παρέ­ας του επι­βά­λει να εκμυ­στη­ρευ­τεί σκέ­ψεις, χαρές, λύπες και σίγου­ρα θα παρα­μεί­νει ποιο­τι­κά δια­θέ­σι­μος ώστε να αφου­γκρα­στεί και να συμ­με­ρι­στεί και εσένα.

Για την ώρα θα μετρή­σει ξανά τα ζάλα του στις κορ­φές θαρ­ρείς και κάνει απο­γρα­φή στις πιο μεγά­λες στιγ­μές, θα περη­φα­νευ­τεί για τα σημά­δια του απαλ­λαγ­μέ­νος εντε­λώς από την ανά­γκη της όποιας μετα­θα­νά­τιας φήμης ισχυ­ρι­ζό­με­νος πως η ζωή σε καλεί ν’ αφή­σεις τα εύκο­λα, να μην κατα­δε­χτείς τα ασή­μα­ντα, σε καλεί να πάρεις απο­φά­σεις, η ζωή η ίδια και όχι ο θάνα­τος, η ζωή, που τη χτί­ζεις λίγο – λίγο κάθε μέρα και όχι μια και καλή ολόκληρη.

Ο γέρο Χατζο­δη­μή­τρης μαζί με το σώμα και τις σκέ­ψεις του, αισθά­νε­ται και τον χαρα­κτή­ρα του, τρα­χύ αλλά δίκαιο και ελεύθερο.

Τρώ­ει, πίνει, μα δεν ξεχνά να επι­στρέ­φει στην κου­βέ­ντα. Διη­γεί­ται την κοι­νή ξακου­στή μοί­ρα των βοσκών του Λασι­θιού από τον και­ρό της αντί­στα­σης, τη ζωή του στα όρη, από γού­σπα σε λέσκα κι από χαρά­κι σε χαρά­κι, με τη βούρ­για στην πλά­τη και την ελευ­θε­ρία στο βλέμ­μα. Κι ύστε­ρα περ­νά από τις νύχτες τις γεμά­τες μυστή­ρια της Δίκτης και το κακά­ρι­σμα της πετρο­πέρ­δι­κας, στα πιο πρα­κτι­κά της ζωής του βοσκού,  από το πότε πρέ­πει να αρμέ­γο­νται τα ζώα και το πώς κου­ρεύ­ο­νται τα πρό­βα­τα,  μέχρι το  πώς γίνε­ται το καλό τυρί και πόσο διά­στη­μα χρειά­ζε­ται για να  ωρι­μά­σει στην τρύ­πα ο ανθό­τυ­ρος, το κεφα­λο­τύ­ρι, η γρα­βιέ­ρα και η ξινο­μυ­ζή­θρα στην κουρούπα.

«Του­το­νέ το τυρο­κο­μιό που εκά­μα­νε, του Αγρο­τι­κού Συνε­ται­ρι­σμού του Ορο­πε­δί­ου, είναι επα­δέ παρα­πέ­ρα στο Καμι­νά­κι. Μαζώ­νει κάθα χρό­νο,  παρα­πά­νω από χίλιους πεντα­κό­σους τόνους γάλα, γροι­κάς, και ετσά  τυρο­κο­μά ίσα­με τρα­κό­σους τόνους τυριά. Όλα ντως έχου­νε σφρα­γί­δα Δίκτη. Εμάς τα οζά μας, τρώ­νε ό,τι καλό βρί­σκου­νε, απί­δια, μήλα, και βρού­βες και πολ­λά  βότα­να στα όρη, αρί­γα­νη, φασκο­μη­λιά, αντριά­νες, καλί­τσες, μαλο­τή­ρα, κοφτά, χαμο­μή­λι, ασκορ­δου­λα­κά­κια, αμα­ρά­θους, ατί­τα­μο, πρι­κο­ρό­δι­κα, αστα­μνα­γκά­θια, για κειο­νά το γάλα ντως είναι πεντα­νό­στι­μο» , λέει με ζωη­ρά­δα και για την ιστο­ρία θα συμπλη­ρώ­σει πως :

«Όντε(ν) εγέν­νη­σε εκει­νιά η γυναί­κα, η Ρέα, τον πια μεγά­λο θεό απού τσι θεούς τοτε­σάς, το Δία, τον ανά­θρε­ψε μνιά αίγα, η Αμάλ­θεια απού γύρι­ζε επα­δά τσι δέτες τση Δίκτης κι εβό­σκου­ντα­νε και είχε­νε καλά καλό γάλα. Για κειο­νο­νά, όντε(ν) εμε­γά­λω­σε και εγί­νη­κε από αντρί­τσι τρα­νός ο Δίας, ήδω­κε την ευκή τσ’ ευκής του, σε όλες τσι αίγες του Λασι­θιού μαζί και τσι προ­βά­τες, και ετσά είναι και τα τυριά καλά, για­τί ’ναι και βλοημένα.»

Έχει ανά­ψει για τα καλά το γλέ­ντι. Μην το ξεχνάς, είναι η γιορ­τή των βοσκών.  Στο Ορο­πέ­διο, παλιοί και νέοι βοσκοί, απο­τε­λούν ένα από τα κυρί­αρ­χα στοι­χεία της παρά­δο­σης και της ταυ­τό­τη­τας του τόπου. Στα τρα­πέ­ζια βρί­σκο­νται όλα τα προ­ϊ­ό­ντα του Λασι­θιού σε αφθο­νία, από ντά­κους και παξι­μά­δια,  μέχρι σαλά­τες, τηγα­νι­τές πατά­τες, ντολ­μά­δες, ρακή, κρα­σί και φυσι­κά τυριά, πολ­λά τυριά που έχουν ξεχω­ρι­στά αρώ­μα­τα και γεύσεις.

Haroula Verigou Χαρούλα Βερίγου Ανάθεμά σε κοπελιά χαράς το κισιμέτι Ιωάννης Μαρινάκης

Ιωάν­νης Μαρινάκης

Είναι αλή­θεια πως όποιος έχει κάτσει σε ένα  τέτοιο τρα­πέ­ζι γνω­ρί­ζει ότι τα τυριά στο Λασί­θι, είναι η αρχή και το τέλος μιας καλής παρέ­ας. Γρα­βιέ­ρα με ντό­πιο μέλι, ξινο­μυ­ζή­θρα ή μυζή­θρα με μέλι και καρύ­δια αλλά και ανθό­τυ­ρο και τυρο­ζού­λια.  Για άλλη μια φορά μαθαί­νεις πώς είναι να μοι­ρά­ζε­σαι με ντό­πιους και ξένους, εκτι­μάς τα αγα­θά που σου προ­σφέ­ρο­νται, βιώ­νεις την αλη­θι­νή εμπει­ρία της φιλο­ξε­νί­ας, κλεί­νεις το μάτι στην ανθρωπιά.

Στο ίδιο τρα­πέ­ζι, θα γνω­ρί­σεις την Ειρή­νη, ένα όμορ­φο μελα­χρι­νό κορί­τσι που έχει σπου­δά­σει αρχαιο­λο­γία και μελε­τά με πολ­λή αγά­πη το παρελ­θόν του τόπου και το γενε­α­λο­γι­κό δέντρο της οικο­γέ­νειας. Σε συγκι­νεί με την ευγέ­νεια και τους καλούς της τρό­πους, με το πάθος που δεί­χνει όταν μιλά για τους προ­πά­το­ρες και τη γενιά της. Να σας πω, λέει σεμνά και καμα­ρώ­νουν οι γονείς της:

 

Haroula Verigou Χαρούλα Βερίγου Ανάθεμά σε κοπελιά χαράς το κισιμέτι photo Claude Dervenn

Φωτο Claude Dervenn

«Ο προ — προ πάπ­πους μου, ήταν ο Γεώρ­γιος Μαρι­νά­κης, παπάς και δάσκα­λος, ο οποί­ος υπη­ρέ­τη­σε στο σχο­λείο της Κρου­σταλ­λέ­νιας ως δάσκα­λος κατά τη διάρ­κεια της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, αλλά και στο διτά­ξιο δημο­τι­κό σχο­λείο του Αγί­ου Γεωρ­γί­ου, το οποίο ιδρύ­θη­κε το χίλια οκτα­κό­σια ενε­νή­ντα οκτώ, με το υπ’ αριθ­μόν έντε­κα Ηγε­μο­νι­κό Διά­ταγ­μα. Τα δύο παι­διά του Γεωρ­γί­ου Μαρι­νά­κη ήταν ο Ιωάν­νης και ο Εμμανουήλ.

Ο Ιωάν­νης ο πρω­τό­το­κος γιός, διε­τέ­λε­σε δάσκα­λος σε διά­φο­ρα χωριά του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Σύζυ­γός του, η  όμορ­φη Ελέ­νη Μιχε­λο­γιαν­νά­κη από την Έμπα­ρο, η γυναί­κα που δεν έγι­νε ποτέ αφορ­μή για να κλά­ψει ανθρώ­που μάτι, όπως λέγα­νε. Την Ελέ­νη, ερω­τεύ­τη­κε και αγά­πη­σε πολύ! Τα δυο τους παι­διά, ήταν ο Γεώρ­γιος Μαρι­νά­κης θεί­ος και νονός μου και η Ειρή­νη Μαρι­νά­κη η για­γιά μου.

Αυτό που γνω­ρί­ζω για την οικο­γέ­νεια των Μαρι­νά­κη­δων και το συζη­τούν ακό­μη και τώρα, είναι ότι επρό­κει­το για αρχο­ντι­κή οικο­γέ­νεια που βοή­θη­σε και ευερ­γέ­τη­σε πολ­λούς συγ­χω­ρια­νούς, γι αυτό δεν είναι υπερ­βο­λή που μετά από τόσα χρό­νια απου­σί­ας από το Καμι­νά­κι και χωρίς να έχει μεί­νει πίσω κανείς στο χωριό, οι άνθρω­ποι μιλούν για το πόσο αγα­πη­τοί ήταν.»

Υψώ­νεις το ποτή­ρι εις υγεί­αν, της Ειρή­νης πρώ­τα και μετά της παρέ­ας. Απο­λαμ­βά­νεις το ζωη­ρό ενδια­φέ­ρον και τη χαρά στη σύντο­μη διή­γη­σή της. Είναι τόσο, μα τόσο περή­φα­νη για το σόι της!

Εσύ θα θυμη­θείς και θα κου­βε­ντιά­σεις μαζί της, κάποια μόνο στοι­χεία από αυτά τα πολύ­τι­μα που έχεις δια­βά­σει για τον δευ­τε­ρό­το­κο γιο, τον Εμμα­νου­ήλ Μαρι­νά­κη, σε δημο­σιευ­μέ­νη ανα­κοί­νω­ση, μετά από έρευ­να του Ι. Μ. Καρα­βα­λά­κη, στο περιο­δι­κό “Το Λασίθι”.Haroula Verigou Χαρούλα Βερίγου Ανάθεμά σε κοπελιά χαράς το κισιμέτι 2

Επρό­κει­το όντως για εμβλη­μα­τι­κή μορ­φή. “Ο Μαρι­νά­κης, ως νεα­ρός φοι­τη­τής της Νομι­κής, δεν δίστα­σε να αλλά­ξει την ακα­δη­μαϊ­κή του ιδιό­τη­τα με εκεί­νη του εθε­λο­ντή πολε­μι­στή των Εθνι­κών Δικαί­ων και έτσι στα τέλη του χίλια εννια­κό­σια δώδε­κα, τοπο­θε­τή­θη­κε στο ανε­ξάρ­τη­το Σύνταγ­μα Ηπί­του. Στη συνέ­χεια, χωρίς καθυ­στέ­ρη­ση, ανα­χώ­ρη­σε για την πρώ­τη γραμ­μή του Μακε­δο­νι­κού μετώ­που, υπη­ρε­τώ­ντας για δεκα­τρείς μήνες μέχρι το τέλος των βαλ­κα­νι­κών πολέμων.

Ο Μαρι­νά­κης, αγόγ­γυ­στα, έλα­βε μέρος και στην Μικρα­σια­τι­κή Εκστρα­τεία. Κατά την υπο­χώ­ρη­ση αιχ­μα­λω­τί­σθη­κε στα Μου­δα­νιά. Ένας αέρας πίστης και αφο­σί­ω­σης στα ιδε­ώ­δη έπνεε πάντα στα μάτια του. Ύστε­ρα από λίγα χρό­νια η πατρί­δα θα τον καλέ­σει ξανά στον Ελλη­νοϊ­τα­λι­κό πόλε­μο του χίλια εννια­κό­σια σαρά­ντα. Επι­στρα­τεύ­θη­κε, και με τον βαθ­μό του εφέ­δρου Ταγ­μα­τάρ­χου Πεζι­κού υπη­ρέ­τη­σε ως υπο­διοι­κη­τής του Συντάγ­μα­τος Παθη­τι­κής Αερά­μυ­νας Αθηνών.

Αλλά και στην τελευ­ταία φάση της κατο­χής, όταν άρχι­σε η συγκρό­τη­ση της Εθνο­φυ­λα­κής στην Κρή­τη, είχε κλη­θεί να βοη­θή­σει και στο έργο αυτό. Αξιό­πι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες τον θέλουν να μετεί­χε τακτι­κά σε συσκέ­ψεις με αντι­στα­σια­κούς παρά­γο­ντες για πολύ σημα­ντι­κά θέμα­τα, όπως η πρό­τα­ση των Ιτα­λών για ενδε­χό­με­νη παρά­δο­σή τους καθώς και η μελέ­τη των λεπτο­με­ρειών της απα­γω­γής Κράι­πε. Το χρέ­ος του απέ­να­ντι στην πατρί­δα εκτεί­νε­ται στην πιο σημα­ντι­κή περί­ο­δο της ιστο­ρί­ας της σύγ­χρο­νης Ελλά­δος και αθροι­ζό­με­νο είναι οκτώ χρό­νια. Ο Μαρι­νά­κης αγά­πη­σε την Ελλά­δα και τον  τόπο του, δίχως όρια.”

Όσο για αυτή τη γενέ­τει­ρά του,  ας δια­βά­σου­με τι γρά­φει ο ίδιος το έτος χίλια εννια­κό­σια πενή­ντα τέσσερα:

«Στην ατμό­σφαι­ρα της μικρής αυτής κοι­νω­νί­ας των εργα­ζο­μέ­νων και ηθι­κών ανθρώ­πων στη­ρί­χθη­καν τα θεμέ­λια του χαρα­κτή­ρα μου. Ουδέ­πο­τε κατά την πολυ­τά­ρα­χη και πολυ­κύ­μα­ντη ζωή μου ελη­σμό­νη­σα, ούτε και θα λησμο­νή­σω το μικρό χωριό της γεν­νή­σε­ως και ανα­τρο­φής μου. Η συνε­χής ανά­μνη­σή του με συγκι­νεί, διό­τι ο χαρα­κτή­ρας και η τιμιό­τη­τα των τιμί­ων αυτών ανθρώ­πων μετα­δί­δο­νται από γενιά σε γενιά χωρίς να θίγο­νται τα πατρο­πα­ρά­δο­τα ήθη και έθι­μά τους από τις ιδιο­τρο­πί­ες του σημε­ρι­νού πολιτισμού»

Οι αθι­βο­λές στην όμορ­φη παρέα δίνουν και παίρ­νουν στο Καμι­νά­κι. Οι ηλι­κιω­μέ­νοι, κυρί­ως οι βοσκοί, θυμού­νται έναν ψηλό γερο­δε­μέ­νο άντρα με όμορ­φο παρου­σια­στι­κό, και επι­βλη­τι­κό παρά­στη­μα. Έναν καλο­συ­νά­το και φιλό­τι­μο συντο­πί­τη που έτρε­φε ιδιαί­τε­ρη αγά­πη στη Λασι­θιώ­τι­κη γη και ήταν έτοι­μος πάντα να προ­σφέ­ρει την βοή­θειά του σε όποιον την είχε ανά­γκη. Η Ειρή­νη κλαί­ει από συγκί­νη­ση και έχει δίκιο.

Haroula Verigou Χαρούλα Βερίγου Ανάθεμά σε κοπελιά χαράς το κισιμέτι 3

H παρά­δο­ση στο Καμι­νά­κι είναι ένας αυθε­ντι­κός τρό­πος συμπε­ρι­φο­ράς. Στη γιορ­τή των βοσκών, δεν θα ξεχά­σεις ποτέ ό,τι σου πρό­σφε­ραν απλό­χε­ρα τρο­φή και για το σώμα και για το πνεύ­μα. Ήταν μια ακό­μη εξαι­ρε­τι­κή αφορ­μή για να  κατα­νο­ή­σεις την ιστο­ρι­κή τρο­χιά μέσα στην οποία κινεί­σαι για να μπο­ρείς να συνε­χί­σεις να διδάσκεσαι.

Εδώ δυνα­μώ­νει η συνεί­δη­ση, εδώ νιώ­θεις κοντά στον τόπο και στον άνθρω­πο και όσο βλέ­πεις τον γέρο Χατζο­δη­μή­τρη να ανοί­γει το βλέμ­μα και να τα αγκα­λιά­ζει όλα, ξέρεις πως το Λασί­θι σε καλεί, σε καλω­σο­ρί­ζει ένας κόσμος που δεν είναι μόνο χτες.

Βλέ­πο­ντας όσους συμ­με­τέ­χουν στη γιορ­τή, ξέρεις πως έχεις τα ίδια αισθή­μα­τα, τις ίδιες συνή­θειες, τις ίδιες αδυ­να­μί­ες, τις ίδιες ανη­συ­χί­ες, τους ίδιους στο­χα­σμούς μ’ εκείνους.

Στο Ορο­πέ­διο, η παρά­δο­ση είναι η ολο­ζώ­ντα­νη παρου­σία των ανθρώ­πων και του τόπου μέσα στον χρό­νο και ίσως τελι­κά να σημαί­νει την επι­λο­γή του καλού…

Εδώ να μεί­νεις ως το πρωί, να δεις πώς βάφουν τα χρώ­μα­τα στα σύν­νε­φα την αυγή, ν’ ακού­σεις τα νερά, να μυρί­σεις αγιό­κλη­μα κι αβάρ­σα­μο στο παλιό παρα­θύ­ρι της Ελέ­νης, κι ύστε­ρα να μαζέ­ψεις τα σύνερ­γά σου όρα­ση, ακοή, γέψη, όσφρη­ση, αφή, μυα­λό,  όπως λέει ο Καζα­ντά­κης και να πεζο­πο­ρή­σεις στην όμορ­φη κοι­λά­δα του Κλώ­ρου, να βγεις στην Έργα­νο και να φωνά­ξεις φτου ξελευ­τε­ρία, να γεμί­σουν φωνή τα διά­σε­λα, ν’ αντη­χή­σει η Μαδά­ρα, να ορκι­στείς στο φως με τον ίδιο τρό­πο και την ίδια λαχτά­ρα που ορκι­ζό­ταν και ο παπ­πούς σου ο Κοκο­λιός, όταν έκα­νε την ίδια δια­δρο­μή μέσα από το αρχαίο καλ­ντε­ρί­μι που ενώ­νει την Έμπα­ρο με το Ορο­πέ­διο, για να συνα­ντή­σει και αυτός, όπως και ο πατέ­ρας του ο Γρυ­νο­γιώρ­γης τον έρω­τα στη Σύμη…

Haroula Verigou Χαρούλα Βερίγου Ανάθεμά σε κοπελιά χαράς το κισιμέτι 4

Το Λασίθι, είναι  ο δρόμος που ανοίγεις για να βρεις ξανά τον εαυτό σου…

Τώρα έμπα στο χορό, ο χορός γεν­νή­θη­κε μαζί με τον άνθρω­πο, γίνε ένας ακό­μη ενω­τι­κός κρί­κος σε τού­τη τη μέθε­ξη του παλαιού και του νέου, του χθες και του αύριο. Έμπα στο χορό από­ψε που κάθε ψυχή γίνε­ται όχη­μα πολι­τι­σμού, σ’ αυτόν το χορό που φέρει μέσα του και μέσα στους αιώ­νες την ιδέα της Κρή­της, τη ντο­πιο­λα­λιά, την περη­φά­νια, την τιμή, την Κρή­τη ολόκληρη!

Ο νεα­ρός λυρά­ρης στα πατή­μα­τα του Κώστα Μουντάκη:

«Βοσκα­ρου­δά­κι αμού­στα­κο στα όρη απού γυρίζω
με το σεβ­ντά σου αγά­πη μου στέ­κω και ντουχιουντίζω.
Να σε ’βρι­σκα στην ερη­μιά μια μέρα που να βρέχει
και να ’ναι ο τόπος άβο­λος σπη­λιά­ρι να μην έχει»

Την αξία του πολι­τι­σμού που εκπρο­σω­πεί τον ουσια­στι­κό λόγο ύπαρ­ξης του ανθρώ­που την ξέρουν καλά οι βοσκοί του Λασι­θιού. Εδώ στο απά­νω δώμα της γης χόρε­ψαν τον πόλε­μο στη Μαδά­ρα, την ειρή­νη στις αυλές, το θερι­σμό και τη σπο­ρά στον κάμπο, εδώ στο απά­νω δώμα της γης χορεύ­ουν ακό­μα τον έρω­τα κορ­τά­ρο­ντας τ’ άστρα.

«Ο χορός να μη σκο­λά­σει» , παραγ­γέλ­νει ο Χατζοδημήτρης.

Να μη σκο­λά­σει, θα συμ­φω­νή­σεις, το χορο­στά­σι είναι άμε­σα συνυ­φα­σμέ­νο με τον τόπο και τον άνθρω­πο, τόσο με τις ευχά­ρι­στες εκφάν­σεις της ζωής όσο και με τις πιο δύσκο­λες στιγμές…

Θα σε ξαφ­νιά­σει ο γυναι­κεί­ος ψίθυ­ρος από το βαθύ του χρό­νου στο αρι­στε­ρό σου αυτί. Αυτό πρέ­πει να το πεις, είσαι στο κατάλ­λη­λο μέρος, δυο βήμα­τα από εδώ βρί­σκε­ται το περί­φη­μο Δικταίο Άντρο. Λένε πως κάποιες νύχτες στη βαθιά σιγα­λιά μπο­ρείς να ακού­σεις τη Ρέα στο χορο­δι­δα­σκα­λείο της, οι στα­λα­κτί­τες και οι στα­λαγ­μί­τες έχουν κρα­τή­σει φωνές και ήχους στο παμπά­λαιο νερό…

«Η μυθο­λο­γία ανα­φέ­ρει, πως ο αρχαιό­τε­ρος από όλους τους χορούς, είναι ο χορός των Κου­ρη­τών, ο χορός που τον δίδα­ξε η ίδια η θεά Ρέα στους Κου­ρή­τες και στους Κορύβαντες…»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Από το βιβλίο Λασί­θι, Τόπος Μέγας
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρή­τη. Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο»…

(Χαρού­λα Βερίγου)
Ευχα­ρι­στού­με την αρχαιο­λό­γο Ειρή­νη Θέμε­λη
για την διά­θε­ση των φωτο­γρα­φιών της οικο­γέ­νειας Μαρινάκη


 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο