Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανέκδοτα… της πληρωμής

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Ήταν ένα κουαρ­τέ­το, ένας Μπά­μπης κι ένας έλλη­νας. Και λέει το κουαρ­τέ­το: «έχου­με κρί­ση και για να βγού­με από την κρί­ση πρέ­πει να πλη­ρώ­σε­τε». Και λέει ο Μπά­μπης στο κουαρ­τέ­το: «καλά τα λες, πρέ­πει να πλη­ρώ­σου­με». Και μετά, λέει στον έλλη­να: «άκου­σες; βγά­λε το πορ­το­φό­λι σου». Και τον ρωτά­ει ο έλλη­νας: «και για­τί δεν βγά­ζεις εσύ το δικό σου;». Και του απα­ντά­ει ο Μπά­μπης: «για­τί η δου­λειά η δικιά μου δεν είναι να πλη­ρώ­νω αλλά να πεί­θω εσέ­να να πλη­ρώ­σεις». Και λέει ο έλλη­νας με απο­ρία: «μα εγώ δεν μπο­ρώ να πλη­ρώ­σω επει­δή είμαι άνερ­γος». Κι ενώ το κουαρ­τέ­το βάζει τα γέλια, ο Μπά­μπης απα­ντά­ει: «μα γι’ αυτό πρέ­πει να πλη­ρώ­σεις, για να έρθει η ανά­πτυ­ξη και να ξανα­βρείς δου­λειά». Παρα­ξε­νεύ­ε­ται ο έλλη­νας και στρέ­φε­ται στο κουαρ­τέ­το: «δηλα­δή, άμα πλη­ρώ­σω θα μου δώσε­τε ανά­πτυ­ξη;». Και λέει το κουαρ­τέ­το: «όχι έτσι ακρι­βώς αλλά θα δώσου­με τα λεφτά σου σε κάτι τρα­πε­ζί­τες κι αυτοί με την σει­ρά τους θα τα δώσουν σε κάτι βιο­μή­χα­νους που μ’ αυτά θα φτιά­ξουν εργο­στά­σια όπου θα βρεις δου­λειά». Και ξανα­ρω­τά­ει ο έλλη­νας το κουαρ­τέ­το: «ποιοί βιο­μή­χα­νοι θα φτιά­ξουν εργο­στά­σια; αυτοί που κλεί­σα­νε το εργο­στά­σιο όπου δού­λευα και με βγά­λα­νε στην ανερ­γία;». Το κουαρ­τέ­το κοι­τά­ζει απηυ­δι­σμέ­νο τον έλλη­να που δεν κατα­λα­βαί­νει. Και τότε πετιέ­ται ο Μπά­μπης και λέει αυστη­ρά στον Ελλη­να: «άσε ρε τις ερω­τή­σεις και πλή­ρω­νε, που θες και εξηγήσεις».

Anekdota2

Ήταν ένας Πρε­τε­ντέ­ρης, ένας Κύρ­τσος κι ένας Πορ­το­σάλ­τε και κοι­τιό­ντου­σαν. Και λέει ο Πρε­τε­ντέ­ρης: «ρε Κύρ­τσο, εσύ που πηγαι­νο­έρ­χε­σαι στην Ευρώ­πη, δεν έχεις μάθει κανέ­να και­νούρ­γιο ανέκ­δο­το να μας πεις να γελά­σου­με;». Και λέει ο Κύρ­τσος: «Μπα, οι ευρω­παί­οι δεν είναι καλοί στα ανέκ­δο­τα». Πετιέ­ται ο Πορ­το­σάλ­τε και λέει: «ρε σεις, έτσι όπως είμα­στε μαζε­μέ­νοι, να βγά­λου­με ένα δικό μας ανέκ­δο­το». Αρχί­ζου­νε κι οι τρεις, λοι­πόν, να σκέ­φτο­νται, να σκέ­φτο­νται, να σκέ­φτο­νται… Τζί­φος. «Δεν μου έρχε­ται τίπο­τα», λέει ο Πορ­το­σάλ­τε, «στα­μά­τη­σε το μυα­λό μου». «Το ποιο;» κάνει χαχα­νί­ζο­ντας ο Κύρ­τσος. Και τότε πετιέ­ται ο Πρε­τε­ντέ­ρης και λέει: «Παι­διά, για να φτιά­ξου­με καλό ανέκ­δο­το, πρέ­πει να βρού­με έναν έλλη­να, αυτοί είναι καλοί στα ανέκ­δο­τα». «Δίκιο έχεις» λένε οι άλλοι και ξεκι­νά­νε να βρουν έναν έλλη­να. Λίγο παρα­κά­τω βλέ­πουν έναν και τον ρωτά­νε: «ρε φίλε, είσαι να μας βοη­θή­σεις να φτιά­ξου­με ένα ανέκ­δο­το;». Και λέει ο έλλη­νας: «μάγκες, αφή­στε με για­τί δεν γου­στά­ρω τα ανέκ­δο­τα». «Δεν γου­στά­ρεις τα ανέκ­δο­τα;» κάνουν και οι τρεις με ένα στό­μα, όλο έκπλη­ξη. «Καθό­λου», λέει ο έλλη­νας. «Πριν λίγο ήμου­να σε ένα ανέκ­δο­το με δυο άλλους και τελι­κά με βάλα­νε να πλη­ρώ­σω». Και ρωτά­ει ο Πρε­τε­ντέ­ρης: «για­τί σε βάλα­νε να πλη­ρώ­σεις;». Και απα­ντά­ει ο έλλη­νας: «για­τί έχου­με κρί­ση και χρειά­ζο­νται τα δικά μου τα λεφτά για να φτιά­ξου­νε εργο­στά­σια οι βιο­μή­χα­νοι». Και ρωτά­ει ο Πορ­το­σάλ­τε: «πού είναι το περί­ερ­γο;». Τον κοι­τά­ει ο έλλη­νας καλά-καλά και τον ρωτά­ει: «από ποιο ανέκ­δο­το είσαι συ, ρε;». Και φεύγει.

Ήταν ένας Τσί­πρας, ένας Καμ­μέ­νος, ένας Σταύ­ρος κι ένας έλλη­νας. Και λέει ο Τσί­πρας: «ρε παι­διά, σαν πολ­λοί δεν μαζευ­τή­κα­με για ένα ανέκ­δο­το;». Και λέει ο Καμ­μέ­νος: «δίκιο έχεις, θα κάτσω εγώ μαζί σου και θα φύγει αυτός». Και δεί­χνει τον Σταύ­ρο. Και λέει ο Σταύ­ρος: «ρε συ, δεν πας καλά, εμέ­να με στεί­λα­νε από μακρυά για να μπω σε ανέκ­δο­το και δεν το κου­νάω με τίπο­τε». Και λέει ο Καμ­μέ­νος με θυμό: «αφού δεν έχεις ιδέα από ανέκ­δο­τα, ρε Σταύ­ρο, τί να σε κάνου­με;». «Εγώ δεν έχω ιδέα από ανέκ­δο­τα, ρε χοντρέ;» λέει τσα­ντι­σμέ­νος ο Σταύ­ρος.  «Εσύ, ρε», συνε­χί­ζει κατα­κόκ­κι­νος από τα νεύ­ρα του ο Καμ­μέ­νος, «άμα θέλα­με κι άλλον στην παρέα, έχει γύρω ένα σωρό λεβέ­ντες να δια­λέ­ξου­με». «Ηρε­μή­στε, παι­διά», πετιέ­ται ξαφ­νι­κά ο έλλη­νας, «εμέ­να δεν μου αρέ­σουν τα ανέκ­δο­τα, οπό­τε θα φύγω εγώ». Και τότε λέει ο Τσί­πρας: «μα εσύ δεν μπο­ρείς να φύγεις, σε χρεια­ζό­μα­στε για να βγει καλό το ανέκ­δο­το που θα φτιά­ξου­με». Και απα­ντά­ει ο έλλη­νας: «μπα, καλύ­τε­ρα να φύγω για­τί στο τέλος όχι μόνο θα γελά­σε­τε μαζί μου αλλά θα με βάλε­τε να πλη­ρώ­σω κι από πάνω».

Anekdota3

Ήτα­νε ένας Τσί­πρας, ένας Στα­θά­κης, ένας Κατρού­γκα­λος κι ένας έλλη­νας. Και ρωτά­ει ο Τσί­πρας τον έλλη­να: «κανέ­να καλό ανέκ­δο­το ξέρεις;». Πετιέ­ται τότε ο Στα­θά­κης και λέει: «παι­διά, το ανέκ­δο­το με την ανά­πτυ­ξη το ξέρε­τε;». Και λέει ο Κατρού­γκα­λος: «έχω κι εγώ να σας πω ένα καλό με συντά­ξεις». Ο έλλη­νας κου­νά­ει το κεφά­λι του και λέει: «τα ξέρω τα ανέκ­δο­τά σας αλλά είναι μάπα και τα δυο και δεν βγά­ζουν γέλιο». Και λέει ο Τσί­πρας του έλλη­να: «προ­φα­νώς δεν μπο­ρείς να τα κατα­λά­βεις, γι’ αυτό δεν γελάς». Κοι­τά­ει ο έλλη­νας τον Τσί­πρα και τον ρωτά­ει: «δηλα­δή με περ­νάς για ηλί­θιο;». Και απα­ντά­ει γελώ­ντας ο Τσί­πρας: «εμ, αν δεν ήσου­να εσύ , θά ‘μου­να εγώ τώρα πρω­θυ­πουρ­γός;».  Βάζουν οι άλλοι τα γέλια και λέει μονο­λο­γώ­ντας ο έλλη­νας: «εγώ φταίω που μπλέ­κω σε κου­βέ­ντες και δεν σηκώ­νο­μαι να φύγω, όπως στο προη­γού­με­νο ανέκδοτο».

Ήταν ένας αρι­στε­ρός, ένας Κου­τσού­μπας κι ένας έλλη­νας. Και λέει ο έλλη­νας: «πεί­τε κανέ­να ανέκ­δο­το να γελά­σω λίγο, ρε παι­διά». Και λέει ο αρι­στε­ρός: «θα σου πω εγώ κάτι και­νούρ­για, να κατου­ρη­θείς από τα γέλια». Και λέει ο έλλη­νας: «λέγε». Κι αρχί­ζει ο αρι­στε­ρός: «Ήταν ένας δοσάς που βάρα­γε κάτι ντα­ού­λια μ’ έναν ένφια…». Εκεί απά­νω πετιέ­ται ο Κου­τσού­μπας και του λέει: «Άστο ρε, κρυώ­σα­με». Μετά, γυρί­ζει και λέει στον έλλη­να: «ρε συ, φτιά­ξε μόνος σου τα ανέκ­δο­τά σου όπως σ’ αρέ­σου­νε, να γελάς όπως θες εσύ». «Μπα, βαριέ­μαι», του λέει ο έλλη­νας, «άστον να δού­με τι θα πει». Και λέει του αρι­στε­ρού: «συνέ­χι­σε».  Χαμο­γε­λά­ει ο αρι­στε­ρός και ξανα­λέ­ει: «Ήταν ένας δοσάς που βάρα­γε κάτι ντα­ού­λια μ’ έναν ένφια και μάζευε λεφτά από κάτι κακο­μοι­ραί­ους για να πλη­ρώ­σει ένα κουαρ­τέ­το προ­κει­μέ­νου να βρει ανά­πτυ­ξη.» Γουρ­λώ­νει τα μάτια ο έλλη­νας και λέει: «Ώπα, αυτό το ανέκ­δο­το κάτι μου θυμί­ζει». Και λέει ο αρι­στε­ρός: «εσύ ξέρεις ένα παλιό­τε­ρο ανέκ­δο­το που του έμοια­ζε αλλά εγώ το έχω φτιά­ξει αλλιώς τώρα για­τί τότε δεν πλή­ρω­σες». Κι όπως είναι σκε­φτι­κός ο έλλη­νας, του λέει ο Κου­τσού­μπας: «γι’ αυτό σου λέω, ρε φίλε, φτιά­ξε μόνος σου τα ανέκ­δο­τά σου να μη πλη­ρώ­νεις». Τον κοι­τά­ει ο έλλη­νας και του λέει: «δίκιο έχεις». Και μετά ρωτά­ει τον αρι­στε­ρό: «πόσα πρέ­πει να πλη­ρώ­σω στο δικό σου ανέκδοτο;».

Ήταν ενά­μι­συ εκα­τομ­μύ­ριο άνερ­γοι και ήταν κι ένα στα τρία μαγα­ζιά κλει­στά και ήταν και χαρά­τσια και φόροι πολ­λοί και έκτα­κτοι και τακτι­κοί και δάνεια τρα­πε­ζών και δόσεις πιστω­τι­κών καρ­τών και δόσεις σπι­τιών και δόσεις αυτο­κι­νή­των και λογα­ρια­σμοί και εκβια­σμοί και τρό­μος και δακρυ­γό­να και ακρί­βεια και φτώ­χεια και από­γνω­ση και εξα­θλί­ω­ση και κατά­θλι­ψη και αυτο­κτο­νί­ες και χρέη πολ­λά και γκρί­νια και μαυ­ρί­λα και δυστυ­χία. Και ήταν κι ένας έλλη­νας που έβλε­πε, που χάζευε, που έχα­φτε, που περί­με­νε, που ήλπι­ζε και που δεν κατα­λά­βαι­νε ότι είχε μπλέ­ξει σε κάτι ανέκ­δο­τα στα οποία θα πλή­ρω­νε στο τέλος…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο