Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναζητώντας τον Χέντριξ — Smuggling Hendrix

1983 – σαν σήμε­ρα: Τα κατε­χό­με­να της Κύπρου ανα­κη­ρύσ­σο­νται από τον Ραούφ Ντεν­κτάς σε «Τουρ­κι­κή Δημο­κρα­τία της Βόρειας Κύπρου». Λίγες μέρες αργό­τε­ρα το Συμ­βού­λιο Ασφα­λεί­ας του ΟΗΕ με το ψήφι­σμα 541/83 θα κατα­δι­κά­σει τη συγκε­κρι­μέ­νη ενέρ­γεια. Ανή­με­ρα, σε μια ακό­μα προ­βο­κα­τό­ρι­κη ενέρ­γειά της, η «17Ν» δολο­φο­νεί στο Φάλη­ρο τον Τούρ­κο διπλω­μά­τη Ομέρ Σιπαχίογλου.

9 χρό­νια νωρί­τε­ρα (στις 20 Ιού­λη του 1974), τουρ­κι­κά στρα­τεύ­μα­τα απο­βι­βά­ζο­νταν στην Κύπρο ανοί­γο­ντας μια νέα σελί­δα στο δρά­μα του κυπρια­κού λαού, με το 38% του νησιού να παρα­μέ­νει υπό στρα­τιω­τι­κή κατο­χή έως τις μέρες μας. Είχε προη­γη­θεί πρα­ξι­κό­πη­μα στην Κύπρο για την ανα­τρο­πή του Μακαρίου.

Τα γεγο­νό­τα του 1974 ήταν ο πιο δρα­μα­τι­κός και αιμα­τη­ρός κρί­κος στην αλυ­σί­δα της μόνι­μης ιμπε­ρια­λι­στι­κής επι­βου­λής των ΗΠΑ — Μ. Βρε­τα­νί­ας, του επε­κτα­τι­σμού της τουρ­κι­κής άρχου­σας τάξης, καθώς και των ελλη­νι­κών αστι­κών κυβερνήσεων.

Κανέ­νας από τους υπεύ­θυ­νους της τρα­γω­δί­ας δεν δικά­στη­κε, ευθύ­νες δεν απο­δό­θη­καν ποτέ. Έμει­νε να αιω­ρεί­ται ένα γενι­κό ανά­θε­μα στη δικτα­το­ρία, στη χού­ντα του Ιωαν­νί­δη ιδιαί­τε­ρα, στους πρα­ξι­κο­πη­μα­τί­ες αξιω­μα­τι­κούς σε Κύπρο και Ελλάδα.

Έκτο­τε κατά και­ρούς καλ­λιερ­γού­νται διά­φο­ρες προσ­δο­κί­ες για δίκαιη και βιώ­σι­μη λύση από την κυπρια­κή και από την ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση, προσ­δο­κί­ες που δεν πηγά­ζουν από πραγ­μα­τι­κά στοι­χεία. Η προ­βαλ­λό­με­νη στις μέρες μας βασι­κή θέση για δύο συνι­στώ­ντα κρά­τη κινεί­ται στην κατεύ­θυν­ση συνο­μο­σπον­δί­ας, διχο­το­μι­κής λύσης…

Για τις αιτί­ες που οδή­γη­σαν στη κυπρια­κή τρα­γω­δία, στον αστι­κό πολι­τι­κό κόσμο επι­κρα­τεί γενι­κή σιω­πή. Μία σε βάθος εξέ­τα­ση θα απο­δεί­κνυε ότι ολό­κλη­ρη η ιστο­ρία του Κυπρια­κού ζητή­μα­τος εδώ και αρκε­τές δεκα­ε­τί­ες δεν είναι τίπο­τα άλλο από τις επι­διώ­ξεις ΗΠΑ, Μ. Βρε­τα­νί­ας και ΝΑΤΟ να εντά­ξουν το νησί στα γενι­κό­τε­ρα γεω­στρα­τη­γι­κά τους σχέ­δια στη Μεσό­γειο, στη Μέση και Εγγύς Ανα­το­λή, σε αυτές τις μεγά­λης γεω­στρα­τη­γι­κής σημα­σί­ας περιο­χές και στους υδρογονάνθρακες.

Σ’ αυτήν την υπό­θε­ση ενερ­γό αρνη­τι­κό ρόλο δια­δρα­μά­τι­σαν και δια­δρα­μα­τί­ζουν οι αστι­κές τάξεις της Ελλά­δας και της Τουρ­κί­ας και οι αστι­κές κυβερ­νή­σεις, είτε κοι­νο­βου­λευ­τι­κές είτε ανοι­χτά δικτα­το­ρι­κές. Αυτές οι επι­διώ­ξεις αφο­ρούν τόσο τις δεκα­ε­τί­ες που προη­γή­θη­καν της τουρ­κι­κής εισβο­λής και κατο­χής του 38% της Κύπρου όσο και τις πιο πρό­σφα­τες, με πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κές περι­πτώ­σεις το Σχέ­διο Ανάν, που –ενώ απέρ­ρι­ψε ο κυπρια­κός λαός, «μπή­κε από το παρά­θυ­ρο», αλλά και τις συζη­τή­σεις των τελευ­ταί­ων χρόνων.

Στις 15 Γενά­ρη 1950 έγι­νε δημο­ψή­φι­σμα στην Κύπρο, με συντρι­πτι­κό απο­τέ­λε­σμα (95%) υπέρ της ένω­σης με την Ελλά­δα. Στο δημο­ψή­φι­σμα πήρε μέρος μόνο ο ελλη­νο­κυ­πρια­κός πλη­θυ­σμός, ενώ ψήφι­σαν και ελά­χι­στοι Τουρ­κο­κύ­πριοι. Η πολι­τι­κή ηγε­σία της Ελλά­δας αντι­με­τώ­πι­σε την εξέ­λι­ξη με χαρα­κτη­ρι­στι­κές για τη σχέ­ση της με τον ξένο παρά­γο­ντα τοπο­θε­τή­σεις: «Η Ελλάς σήμε­ρον ανα­πνέ­ει με δύο πνεύ­μο­νας, του μεν αγγλι­κού, του δε αμε­ρι­κα­νι­κού, και δι’ αυτό δεν μπο­ρεί λόγω του Κυπρια­κού να πάθη ασφυ­ξί­αν» (δήλω­ση Γ. Παπαν­δρέ­ου — Γ. Κατσού­λης, «Ιστο­ρία του ΚΚΕ, τόμ. Ζ 1950–1968», σελ. 154, εκδ. «Α. Λιβά­νης και Σία», Αθή­να, 1978)…

«Η κυβέρ­νη­σις εκφρά­ζει την ελπί­δα της ικα­νο­ποι­ή­σε­ως του πανελ­λη­νί­ου πόθου εντός των πλαι­σί­ων της αγγλο­ελ­λη­νι­κής φιλί­ας, την οποία επι­θυ­μεί αδια­τά­ρα­κτον» (δήλω­ση Ν. Πλα­στή­ρα — Γ. Ζωίδης/Τ. Αδά­μος, «Η πάλη της Κύπρου για τη λευ­τε­ριά», σελ. 110–111, «Πολι­τι­κές και Λογο­τε­χνι­κές Εκδό­σεις», 1960).

Στο τέλος του 1955 το ΑΚΕΛ τέθη­κε από τις κατο­χι­κές αρχές εκτός νόμου, έκλει­σε η εφη­με­ρί­δα του, δεκά­δες στε­λέ­χη του συνε­λή­φθη­σαν, απα­γο­ρεύ­τη­κε η δρά­ση μαζι­κών οργα­νώ­σε­ων που επη­ρέ­α­ζε. Το Μάρ­τη του 1956 ο Μακά­ριος συνε­λή­φθη και στάλ­θη­κε εξο­ρία στις Σεϋ­χέλ­λες. Την ίδια περί­ο­δο η Βρε­τα­νία ασκού­σε μεγά­λη τρο­μο­κρα­τία, κατα­δί­κα­σε και εκτέ­λε­σε με απαγ­χο­νι­σμό Κύπριους αγωνιστές.

Η εμπλοκή των ΗΠΑ

Από το Μάρ­τη του 1957 επι­ση­μο­ποιεί­ται και η εμπλο­κή των ΗΠΑ στο Κυπρια­κό. Σε αμε­ρι­κα­νο­βρε­τα­νι­κές συνο­μι­λί­ες συμ­φω­νή­θη­κε το Κυπρια­κό να αντι­με­τω­πί­ζε­ται στο εξής στο πλαί­σιο του ΝΑΤΟ. Επι­δί­ω­καν να υπάρ­ξει απευ­θεί­ας συμ­φω­νία ανά­με­σα στην Ελλά­δα και την Τουρ­κία, να πάψει δηλα­δή το Κυπρια­κό να είναι διε­θνές ζήτημα.

Το 1958 το ΝΑΤΟ συνέ­στη­σε στην ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση να απο­δε­χτεί το βρε­τα­νι­κό Σχέ­διο Μακ­μί­λαν (Βρε­τα­νός πρω­θυ­πουρ­γός), το οποίο ουσια­στι­κά προ­ω­θού­σε τη διχο­τό­μη­ση της Κύπρου ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την Τουρ­κία ως ενδια­φε­ρό­με­νο μέρος.

Στις 5 Φλε­βά­ρη 1959 άρχι­σαν στη Ζυρί­χη συνο­μι­λί­ες ανά­με­σα στους πρω­θυ­πουρ­γούς Ελλά­δας και Τουρ­κί­ας, Κων­στα­ντί­νο Καρα­μαν­λή και Αντ­νάν Μεντε­ρές. Στις 11 Φλε­βά­ρη ανα­κοι­νώ­θη­κε η υπο­γρα­φή συμ­φω­νί­ας για την ίδρυ­ση του κυπρια­κού κρά­τους. Οι συζη­τή­σεις συνε­χί­στη­καν στο Λον­δί­νο και μετά από τις συμ­φω­νί­ες της Ζυρί­χης. Κατο­χυ­ρώ­θη­κε στη Βρε­τα­νία το απε­ριό­ρι­στο δικαί­ω­μα να δια­τη­ρεί πολε­μι­κά αερο­πλά­να που θα μπο­ρού­σαν να πετούν στον ενα­έ­ριο χώρο της Κύπρου, καθώς και το δικαί­ω­μα να θέτει τις βάσεις της στη διά­θε­ση του ΝΑΤΟ. Προ­έ­βλε­παν ως εγγυ­ή­τριες δυνά­μεις τις Μ. Βρε­τα­νία, Ελλά­δα και Τουρ­κία, που θα είχαν στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις στο νησί. Παρα­χω­ρού­νταν δύο μεγά­λες περιο­χές της Κύπρου στη Μ. Βρε­τα­νία για τη μόνι­μη εγκα­τά­στα­ση βρε­τα­νι­κών — δηλα­δή ΝΑΤΟι­κών — βάσε­ων. Καρα­μαν­λής και Μεντε­ρές υπέ­γρα­ψαν μυστι­κό πρω­τό­κολ­λο με το οποίο συμ­φω­νού­σαν να υπο­στη­ρί­ξουν την είσο­δο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και την εγκα­τά­στα­ση σ’ αυτήν ΝΑΤΟι­κών βάσε­ων. Συμ­φώ­νη­σαν ακό­μα να πιέ­σουν τον Πρό­ε­δρο και τον αντι­πρό­ε­δρο της Κύπρου να παρα­μεί­νει εκτός νόμου το ΑΚΕΛ. Το πρω­τό­κολ­λο απο­κα­λύ­φθη­κε πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1979 — 1980.

Το ΚΚΕ, με ανα­κοί­νω­ση της ΚΕ, κατάγ­γει­λε τις συμ­φω­νί­ες. Η πλειο­ψη­φία της Εξε­τα­στι­κής Επι­τρο­πής για το Κυπρια­κό, που συγκρο­τή­θη­κε το 1986, τοπο­θε­τή­θη­κε με θετι­κό τρό­πο γι’ αυτές.

Ο Μακά­ριος, αν και τις είχε υπο­γρά­ψει, στη συνέ­χεια κινή­θη­κε στη γραμ­μή της ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Το Νοέμ­βρη του 1963 υπέ­βα­λε στους Τουρ­κο­κύ­πριους πρό­τα­ση για αλλα­γή 13 άρθρων του Συντάγ­μα­τος. Τις προ­τάσ­σεις απέρ­ρι­ψαν η Τουρ­κία και η ηγε­σία των Τουρ­κο­κυ­πρί­ων. Ακο­λού­θη­σαν ένο­πλες συγκρού­σεις και η απο­χώ­ρη­ση των Τουρ­κο­κυ­πρί­ων υπουρ­γών από την κυβέρ­νη­ση. Οι Τουρ­κο­κύ­πριοι κάτοι­κοι του νησιού μετα­κι­νή­θη­καν και συγκε­ντρώ­θη­καν σε συγκε­κρι­μέ­νες περιο­χές, όπου σχη­μα­τί­στη­καν αμι­γείς θύλα­κες στους οποί­ους δεν επι­τρέ­πο­νταν η είσο­δος Ελλη­νο­κυ­πρί­ων και η άσκη­ση ελέγ­χου από την κυπρια­κή κυβέρ­νη­ση. Η Μ. Βρε­τα­νία, ως εγγυ­ή­τρια δύνα­μη και αξιο­ποιώ­ντας τα παρα­πά­νω γεγο­νό­τα, χάρα­ξε στη Λευ­κω­σία την «πρά­σι­νη γραμ­μή» που δια­χώ­ρι­ζε τις δύο κοινότητες.

Ακο­λού­θη­σε πλή­ρης ΝΑΤΟ­ποί­η­ση του Κυπριακού

Αναζητώντας τον Χέντριξ

Ένας ξοφλη­μέ­νος μου­σι­κός, που ετοι­μά­ζε­ται να εγκα­τα­λεί­ψει την Κύπρο προς ανα­ζή­τη­ση μιας καλύ­τε­ρης τύχης στην Ολλαν­δία, θα δει τα σχέ­διά του να ανα­τρέ­πο­νται όταν ο σκύ­λος του το σκά­ει και ξαφ­νι­κά βρί­σκε­ται στην κατε­χό­με­νη πλευ­ρά του νησιού.

Μεγά­λου μήκους σκη­νο­θε­τι­κό και σενα­ρια­κό ντε­μπού­το για τον Κύπριο Μάριο Πιπε­ρί­δη, το «Ανα­ζη­τώ­ντας τον Χέντριξ» είναι μια κωμω­δία γεμά­τη… σκυ­λί­σια ζεστα­σιά και αγνό χιού­μορ, μια από τις καλύ­τε­ρες προ­σπά­θειες mainstream «ελλη­νι­κού» σινε­μά που έχου­με δει εδώ και πολύν και­ρό (αν δηλα­δή έχου­με δει και κάτι που να αξί­ζει κωμι­κά…) στο εν λόγω είδος και σίγου­ρα μια από­πει­ρα που αν μη τι άλλο απο­δει­κνύ­ει περί­τρα­να ότι δεν χρειά­ζε­ται να είσαι – μόνο – «weird» προ­κει­μέ­νου να ξεχω­ρί­σεις σε στυλ και ύφος. Έχο­ντας κερ­δί­σει το πρώ­το βρα­βείο στο Διε­θνές Δια­γω­νι­στι­κό Τμή­μα του Φεστι­βάλ της Τραϊ­μπέ­κα, καθώς και το βρα­βείο Ειδι­κής Μνεί­ας στο 59ο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης, το φιλμ του Πιπε­ρί­δη είναι ταυ­τό­χρο­να μια feelgood ιστο­ρία προ­σω­πι­κής ανα­ζή­τη­σης, αλλά και πικρής κατά­δυ­σης στο βασα­νι­σμέ­νο παρελ­θόν μιας χώρας κομ­μέ­νης στα δύο, μια περι­πέ­τεια δρό­μου που μοι­ρά­ζει την υπό­θε­σή της ευγε­νώς ανά­με­σα στο καθα­ρά ψυχα­γω­γι­κό της κομ­μά­τι και σε αυτό της κατά­δει­ξης (επι­σή­μαν­σης, ουσια­στι­κά) μιας βίαια παγιω­μέ­νης πολι­τι­κής καθη­με­ρι­νό­τη­τας, δίχως όμως να κατα­λή­γει ούτε στιγ­μή σε μια καθα­ρά πολι­τι­κή ται­νία «καταγ­γε­λί­ας».

Ο Γιάν­νης (Μπουσ­δού­κος) είναι ένας μου­σι­κός που δεν έχει στον ήλιο μοί­ρα. Με τα απλή­ρω­τα ενοί­κια του σπι­τιού του να τρέ­χουν και μία συμ­μο­ρία από καλό­παι­δα να βρί­σκο­νται στο κατό­πι του προ­κει­μέ­νου να εισπρά­ξουν με τη σει­ρά τους τα δικά τους χρω­στού­με­να, ο Γιάν­νης έχει απο­φα­σί­σει να εγκα­τα­λεί­ψει την Κύπρο για τη μακρι­νή Ολλαν­δία, δοκι­μά­ζο­ντας εκεί μια νέα αρχή. Έχο­ντας ως μονα­δι­κή συντρο­φιά τον σκύ­λο του Τζί­μι, τον οποίο είχε απο­κτή­σει κάπο­τε μαζί με την τότε σύντρο­φό του Κίκα (Παπα­δο­πού­λου), ξεκι­νά τις απαι­τού­με­νες δια­δι­κα­σί­ες προ­κει­μέ­νου να ανα­χω­ρή­σει το συντο­μό­τε­ρο δυνα­τόν. Τα πλά­να θα αλλά­ξουν άρδην όταν ένα πρωί ο Τζί­μι το σκά­σει, περ­νώ­ντας την Πρά­σι­νη Γραμ­μή και κατα­λή­γο­ντας στην τουρ­κο­κρα­τού­με­νη περιο­χή του νησιού, με απο­τέ­λε­σμα να ξεκι­νή­σει ένας Γολ­γο­θάς για την επι­στρο­φή του, δεδο­μέ­νης της απα­γό­ρευ­σης μετα­φο­ράς ζώων από τα κατε­χό­με­να εδά­φη προς την ελεύ­θε­ρη κυπρια­κή πλευ­ρά. Ο Γιάν­νης θα κλη­θεί να βρει τώρα έναν τρό­πο προ­κει­μέ­νου να φυγα­δεύ­σει τον Τζί­μι, μπλέ­κο­ντας έτσι σε μια απί­στευ­τη περι­πέ­τεια, με τη συμ­με­το­χή της πρώ­ην του, ενός Τούρ­κου λαθρέ­μπο­ρου (Καρα­ντε­νίζ) κι ενός φτω­χού οικο­γε­νειάρ­χη (Αλ).

Υπάρ­χουν πολ­λά πράγ­μα­τα που θα μπο­ρού­σαν να έχουν πάει στρα­βά σε τού­το το φιλμ, με το πιο προ­φα­νές να είναι η εν δυνά­μει στο­χευ­μέ­νη πολι­τι­κή ματιά από πλευ­ράς του δημιουρ­γού του. Ευτυ­χώς, αν κάτι γίνε­ται γρή­γο­ρα εμφα­νές είναι το ότι ο Πιπε­ρί­δης δεν έχει βλέ­ψεις πολι­τι­κές, παρά μονά­χα κοι­νω­νι­κές, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ως πρό­φα­ση την ιστο­ρία του τετρά­πο­δου πρω­τα­γω­νι­στή προ­κει­μέ­νου να ανα­δεί­ξει την προ­βλη­μα­τι­κή μιας διαιω­νι­ζό­με­νης συνο­ρια­κής κατά­στα­σης και του ανα­πό­φευ­κτου αντί­κτυ­που μιας παρά­λο­γης εισβο­λής που εξα­κο­λου­θεί να βαραί­νει τις πλά­τες των επό­με­νων γενιών. Δια­τη­ρώ­ντας στον πυρή­να του το κωμι­κό στοι­χείο που απορ­ρέ­ει κυρί­ως από τον τρό­πο με τον οποίο είναι γραμ­μέ­νος ο χαρα­κτή­ρας του Γιάν­νη, και τη διά­δρα­σή του με λογής δια­φο­ρε­τι­κούς ήρω­ες (από τον στρου­μπου­λό μαμά­κια συνο­ριο­φύ­λα­κα και τον πολυ­λο­γά νεα­ρό φαντά­ρο, μέχρι τον Τουρ­κο­κύ­πριο μερο­κα­μα­τιά­ρη εργά­τη και το λαμό­γιο που δέχε­ται, με το αζη­μί­ω­το βέβαια, να βοη­θή­σει στην εύρε­ση του Τζί­μι), ο Πιπε­ρί­δης κατα­φέρ­νει να εκμαιεύ­σει το γέλιο μέσα από κωμι­κο­τρα­γι­κές κατα­στά­σεις, δια­τη­ρώ­ντας έτσι μια άδο­λη φυσι­κό­τη­τα στη ροή των γεγο­νό­των, ακό­μη και όταν ορι­σμέ­νες (ελά­χι­στες) φορές αυτά μοιά­ζουν υπερ­βο­λι­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­να προς την ικα­νο­ποί­η­ση των όποιων σενα­ρια­κών ευκολιών.

Πέρα από το σενα­ρια­κό κομ­μά­τι, η δου­λειά που έχει γίνει εδώ σε επί­πε­δο σκη­νο­θε­σί­ας και φωτο­γρα­φί­ας είναι εξαι­ρε­τι­κή. Παρα­πέ­μπο­ντας σε ατμό­σφαι­ρα άτυ­που road trip φιλμ, η φωτο­γρα­φι­κή δου­λειά του Κρί­στιαν Χακ προσ­δί­δει μια bohème, νοσταλ­γι­κή νότα στη σκη­νο­θε­σία του Πιπε­ρί­δη, με το σκη­νο­γρα­φι­κό να σιγο­ντά­ρει εξί­σου απο­τε­λε­σμα­τι­κά στην ανά­δει­ξη του έντο­νου πολυ­πο­λι­τι­σμι­κού στοι­χεί­ου που χαρα­κτη­ρί­ζει τις δύο πλη­θυ­σμια­κές ομά­δες. Εκτός από τον Τζί­μι, που ομο­λο­γου­μέ­νως κλέ­βει την παρά­στα­ση όπο­τε εμφα­νί­ζε­ται, ο Μπουσ­δού­κος απο­τε­λεί ιδα­νι­κή επι­λο­γή πρω­τα­γω­νι­στή για τον ρόλο τού Γιάν­νη, δια­τη­ρώ­ντας ακό­μα εκεί­νο το χύμα χιού­μορ επο­χής «Soul Kitchen», ενώ ωραί­ες ερμη­νευ­τι­κές πινε­λιές προ­σθέ­τει και το υπό­λοι­πο καστ (κυρί­ως η ται­ρια­στή επι­λο­γή της Παπα­δο­πού­λου, αλλά και εκεί­νη του Αλ).

Το «Ανα­ζη­τώ­ντας τον Χέντριξ» είναι εκ πρώ­της όψε­ως μια ανά­λα­φρη κωμω­δία που όμως ξέρει να παί­ζει καλά και το παι­χνί­δι του δρά­μα­τος, είτε αυτό αφο­ρά την ανα­ζή­τη­ση του Τζί­μι (η οποία σε σημεία παίρ­νει εξαι­ρε­τι­κά σοβα­ρή τρο­πή), είτε τη χαρ­το­γρά­φη­ση της καθη­με­ρι­νό­τη­τας των δύο συνο­ρια­κά διχο­το­μη­μέ­νων πλευ­ρών του νησιού, με τον Πιπε­ρί­δη να χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από μια ιδιαί­τε­ρη σενα­ρια­κή ευαι­σθη­σία, ειδι­κά όταν σκη­νο­θε­τεί κατα­στά­σεις που αμφι­τα­λα­ντεύ­ο­νται ανά­με­σα στο κωμι­κό και το δρα­μα­τι­κό (όπως στην περί­πτω­ση της φιλο­νι­κί­ας του Γιάν­νη με την οικο­γέ­νεια που κατοι­κεί στο πατρι­κό του, το οποίο βρί­σκε­ται στην κατε­χό­με­νη πλευρά).

Δεν είναι η σε βάθος πολι­τι­κή ανά­λυ­ση του Κυπρια­κού, ούτε Άκι Καου­ρι­σμά­κι αλλά, μην το σκε­φτείς πολύ, ανα­ζή­τη­σε τον Χέντριξ στον κινη­μα­το­γρά­φο… ακό­μα και σε βίντεο θα περά­σεις καλά –μπο­ρεί (συνειρ­μι­κά) να κλά­ψεις κιό­λας. Παρα­θέ­του­με παρα­κά­τω κάποιους διαλόγους.

Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ

Πέμ­πτη: 3 μέρες μέχρι την αναχώρηση

Ε! Τούρ­κε;
— Τι;
— Είδες ένα σκύ­λο να περ­νά­ει πριν λίγο;
Όλη την ώρα περ­νά­νε σκύλοι.
— άσπρος με καφέ βούλες.
— Ένα μπάσταρδο;
Ναι.

- Γεια.
— Δια­βα­τή­ριο ή ταυ­τό­τη­τα, παρακαλώ.
Καλω­σήλ­θα­τε στην Τουρκία
Ήρθα για τον σκύ­λο μου. Τον έχασα.
Έρχε­ται ο Αλί. Περί­με­νε εδώ..
Κάτσε!
— Πώς τον λένε;
— Τζίμι.
Ο σκύ­λος μου πέρα­σε από την ελλη­νι­κή στην τούρ­κι­κη πλευρά.
Υπάρ­χει τρό­πος να τον περά­σε­τε πίσω;
Η ειρη­νευ­τι­κή δύνα­μη είναι εδώ για άλλο λόγο.
Να δια­τη­ρεί την ειρή­νη και την κατά­παυ­ση πυρός.
Κάνε­τε εξαι­ρε­τι­κή δουλειά! …
Πάμε Τζί­μι. ‑Βλά­κα!
— Οι κανό­νες είναι κανόνες.

Παρα­σκευή: 2 μέρες μέχρι την αναχώρηση

Τι κάνεις στο σπί­τι μου; Τι γυρεύεις;
Κάθαρ­μα… (του κλεί­νει την πόρτα)
Ένα λεπτό! Όχι, μη!
— Τι κάνεις στο σπί­τι μου; Τι γυρεύ­εις στο σπί­τι μου!
— Δικό μου σπί­τι είναι… Ήρθα να βρω το σπί­τι των γονιών μου.

Νόμος της Ε.Ε. Είναι περίπλοκο.
Ο σκύ­λος μπή­κε παράνομα.
Είναι η διε­θνής πολι­τι­κή. Δεν καταλαβαίνεις.

(βγαί­νει η γυναί­κα του Τούρ­κου με τα παιδιά)_
— Ήρθε να δει το σπί­τι του.
— Δικό μας είναι το σπίτι.
Τα παι­διά τον συμπα­θούν. Να μεί­νει ο σκύ­λος μαζί μας.
Σκύ­λος δεν περ­νά­ει. Μεί­νει μαζί μας.
‑Όχι, δε γίνε­ται αυτό. Πρέ­πει να τον πάω πίσω.
— Τι θες από μας;
— Πρέ­πει να βρω τρό­πο να τον πάω πίσω. Φεύ­γω απ’ τη χώρα σε δυο μέρες.
Και δεν θα ξανα­γυ­ρί­σω. Πρώ­τη φορά ήρθα εδώ. Εξαι­τί­ας του.
Κι είπα να περά­σω… να δω το σπί­τι μου…
— Όχι πάλι. Είναι το δικό μου…
— Καλά, έλα σε παρα­κα­λώ! Είναι δικό μου το σπί­τι. Εσείς ήρθα­τε μετά τον πόλε­μο. Το ξέρου­με κι οι δυο.
— Μην παί­ξου­με αυτό το παιγνίδι.
— Δεν παί­ζω κανέ­να παιγνίδι.
— Εδώ γεννήθηκα.
— Εντά­ξει, η τούρ­κι­κη κυβέρ­νη­ση έφε­ρε τους γονείς σου, τους έδω­σε το σπί­τι και γεν­νή­θη­κες εδώ. Σωστά;
Δε φταίω εγώ γι’ αυτό. Κι εσύ δε μπο­ρείς να κάνεις τίποτα.
— Βοή­θα με να πάω τον σκύ­λο πίσω… και δεν θα με ξανα­δείς. Νομί­ζεις θέλω να μεί­νω σ’ αυτό το σκατόνησο;

_Τι ιδιαί­τε­ρο έχει αυτός ο σκύ­λος; — Είναι… — Σκύλος;
_Δεν είναι απλά ένας σκύ­λος! Είναι ο Τζίμι!
_Δεν θα σε ξανα­δώ ποτέ;
_Δεν θα με ξανα­δείς ποτέ.
_ΟΚ, έχω άνθρω­πο ‑Το κάνει συνέ­χεια. Τσι­γά­ρα… αλκο­όλ… ζώα, Ανθρώ­πους, εικό­νες, ό,τι θες. Είναι πολυά­σχο­λος. Είναι νόμι­μος. Περ­νά­ει τα σύνο­ρα. Όχι όπως εγώ.
_Έποικο με αποκάλεσες;
_Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Εγώ δε μπο­ρώ να περά­σω τα σύνο­ρα. Δεν έχω ταυ­τό­τη­τα ή διαβατήριο.
_Ξέρεις πώς γαυ­γί­ζει ο σκύ­λος στα ολλαν­δι­κά; Ξέρεις; “Αρφ αρφ “.
_Στα τούρ­κι­κα είναι ” χεφ χεφ “. Το μικρό σκυ­λί κάνει “χεφ χεφ”. Το μεγά­λο κάνει “χάου χάου”. Πώς είναι στα ελληνικά;
_Σοβαρά μιλάς; “Γαβ γαβ” –και στα πολω­νι­κά είναι “χάου χάου”.
(…)
_Δείξε του τα λεφτά.
_Δεν τα έχω πάνω μου.
_Δεν τα έχει πάνω του.
_Τα υπό­λοι­πα χίλια όταν παρα­δώ­σεις τον σκύλο.
_ Ποια υπό­λοι­πα χίλια;
_ Χίλια τώρα κι άλλα χίλια με την παράδοση.
_ Αν δεν έχει τα λεφτά, δεν έχει συμφωνία.
_ Περί­με­νε… περί­με­νε. Θέλει χίλια ακό­μη. Αυτή είναι η τιμή. Αν δεν σ’ αρέ­σει… Φυσι­κά και δεν μ’ αρέ­σει. Θα βρού­με λύση. Κι οι δυο Κύπριοι είστε! Ελλη­νο­κύ­πριος εσύ, Τουρ­κο­κύ­πριος εσύ — Αδέρ­φια είστε.
_Δεν είμα­στε αδέρ­φια. — Δεν είμα­στε αδέρ­φια. Καλά, καλά. Κάθισε.
_Λοιπόν, ας ξεκα­θα­ρί­σου­με κάτι. Κανείς εδώ δεν γου­στά­ρει τον άλλον. Δε με γου­στά­ρεις, δεν σε γου­στά­ρω. Δεν τον γου­στά­ρεις, ούτε αυτός εσέ­να. Ούτε εγώ αυτόν, ούτε αυτός εμέ­να. Δεν αλληλο-συμπαθιόμαστε.
_Εγώ σε γου­στά­ρω. Εδώ κάνου­με δου­λειές. Όχι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Δε θα λύσου­με το κυπρια­κό. Αφή­στε κατά μέρος τα πολιτικά.
_Δεν είπα τίπο­τα. — Ούτε εγώ.
_Τα λέμε στην ελλη­νι­κή πλευρά.

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Σάβ­βα­το: 1 μέρα μέχρι την αναχώρηση

_Πού είναι ο σκύ­λος μου; Πού είναι ο σκύ­λος μου, ρε; ‑Πες τους τι έγι­νε! ‑Τι λες να έγι­νε; Οι Έλλη­νες μου την έφεραν.
_Οι Τούρ­κοι στην έφε­ραν. Τι άλλο μετέ­φε­ρες λαθραία; Αυτό δεν σε αφο­ρά. Εγώ την κάνω.
_Δε φεύ­γω αν δε πάρω τον σκύ­λο μου.
_Πήραν τα πάντα. Οι Έλλη­νες. Με πούλησαν.
_Πού είναι το σκυ­λί τώρα;
_Τον έχουν σε μια φάρ­μα έξω από τη Λευ­κω­σία. — Σου εύχο­μαι καλή τύχη.
_Τι ιδιαί­τε­ρο έχει επι­τέ­λους αυτός ο σκύ­λος; Πάρ­τε άλλον.
_Ή τον παίρ­νου­με ή πάμε στην αστυνομία. -
_ Δεν κατα­λα­βαί­νε­τε με τίπο­τα, ε; Εδώ είναι τουρ­κι­κή δημο­κρα­τία της Β. Κύπρου, μη ανα­γνω­ρι­σμέ­νη χώρα όπου δεν ισχύ­ουν οι διε­θνείς συν­θή­κες. Ποιος χέστη­κε για την αστυνομία;

_Παίζεις κιθά­ρα. Έχεις συγκρότημα;
_Όχι πια. Όχι εδώ και πολύ και­ρό. Μια ζωή κάνω χει­ρω­να­κτι­κές εργα­σί­ες. Μπο­για­τζής, χτί­στης, ψαράς αγρό­της, και τώρα μηχα­νι­κός. Θέλω κάποια μέρα να πάω στην Ευρώ­πη. — Καλύ­τε­ρη ζωή, περισ­σό­τε­ρα λεφτά. Θα βρω δου­λειά και μετά θα πάρω και την οικο­γέ­νεια. Για­τί εδώ η ζωή είναι σκατά …
_Συγγνώμη. Εδώ γεν­νή­θη­κα. Είμαι Κύπριος είτε σ’ αρέ­σει ή όχι. Και τα παι­διά μου εδώ γεν­νή­θη­καν. Η κυβέρ­νη­ση όμως δε μας δίνει κυπρια­κή ταυ­τό­τη­τα. Κι εμείς δε φεύ­γου­με. Πού να πάμε; Εδώ είναι το σπί­τι μας. Όχι στην Τουρ­κία. Με κατα­λα­βαί­νεις; Οι Ελλη­νο­κύ­πριοι δε μας γου­στά­ρουν. Ούτε οι Τουρ­κο­κύ­πριοι. Δε φταίω εγώ που γεν­νή­θη­κα εδώ. Ξέρεις πώς μας φωνά­ζουν; “Τίζα” Τα κού­τσου­ρα που ξέβρα­σε η θάλασ­σα από την Τουρ­κία. Ξέρεις τι λύση σκέ­φτη­καν; Να μας στεί­λουν πίσω στην Τουρ­κία. Όχι, δεν ξανα­πάω πίσω στην Τουρ­κία. Δεν ξανα­πάω. Αν πάρω άδεια για την Ε.Ε την ίδια στιγ­μή έφυ­γα από δω. Δεν είμαι “Τίζα”, τα παι­διά μου δεν είναι “Τίζα”.
_Όχι. Συγγνώμη.
_Πού θα πας; Όταν φύγεις από την Κύπρο;
_  Ολλαν­δία. — Θα πάω στην Ολλανδία.
_ Ωραία!
_ Εγώ δεν πάω στην Ολλαν­δία. Είμαι 40 και δεν έχω φύγει ποτέ απ’ την Κύπρο. — Στην Κύπρο μεγάλωσες;
_ Όχι. Λίγους μήνες μετά τον πόλε­μο οι γονείς μου έφυ­γαν. Μετα­κό­μι­σαν στην Ελλά­δα και μετά στη Γερμανία.
_Τι θα κάνεις στην Ολλανδία;
_Δεν ξέρω. Μου­σι­κός είμαι.

(παρέα με το σκύλο)
_Ίσως έφα­γε κάτι κακό. Κατα­ρα­μέ­νε Τούρ­κε! — Τι; — Τι του έδω­σες; Έκα­νες το σκυ­λί μου βαποράκι;
_ Μόνο κάτι χάπια σε σακου­λά­κια. Θα είναι μια χαρά. Απλά πρέ­πει να τα βγά­λει όλα.
_Πρέπει να τον πάμε στον κτη­νί­α­τρο αμέ­σως. — Είναι μικρό σκυλί!
_Ήταν μικρά χάπια…8 σακου­λά­κια. Θα το δοκί­μα­ζα πρώ­τα αλλά αυτό το ηλί­θιο τα έφα­γε όλα.

(…)
_Μου πήρες το σπί­τι. Εδώ γεννήθηκα.
_Κι εγώ! — Ο πατέ­ρας μου φύτε­ψε αυτά τα δέντρα…
_Κι ο πατέ­ρας μου τα άλλα. — Ο πατέ­ρας μου έφτια­ξε την απο­θή­κη. — Κι εγώ την επισκεύασα.
_Οι έποι­κοι είναι εγκλη­μα­τί­ες πολέ­μου. Το ξέρεις; σύμ­φω­να με τους διε­θνείς νόμους.
_Και τι θες να κάνω;
_Να σηκω­θείς να φύγεις. Φύγε και πάρε και το παπού­τσι σου.
_Θεωρείται έγκλη­μα να γεν­νη­θείς κάπου; — Δεν είναι δικό σου το σπίτι.
_ Πώς γίνε­ται τότε… εγώ να είμαι μέσα κι εσύ έξω! Δρό­μο! Και πάρε το παπού­τσι σου.
_Χασάν! ’νοι­ξε, θέλω να σου μιλήσω.
_Θες να μιλή­σεις σ’έ­ναν εγκλη­μα­τία πολέ­μου; Φύγε, δε θέλω να μιλή­σου­με. Τώρα τα λες αυτά αλλά όλος ο κόσμος αλλά­ζει. Χτί­ζουν τεί­χη, κλεί­νουν σύνορα,

(…)
_Γιατί στα­μά­τη­σες; — Μόλις περά­σα­με τα σύνορα.
_Ποια σύνο­ρα; Δεν υπάρ­χουν σύνορα!
_Αν δεν υπάρ­χουν για­τί τα περ­νά­με όλα αυτά; — Περι­πο­λι­κό του κυπρια­κού ναυ­τι­κού! Μεί­νε­τε ακί­νη­τοι. Μεί­νε­τε στο σκά­φος. Μην πηδά­τε! Σας προσεγγίζουμε.

Κυρια­κή: Ημέ­ρα αναχώρησης

Τζί­μι Χέντριξ! Σκα­τά! Το εισι­τή­ριό σου είναι αυτό; Πετάς από­ψε. Γύρ­να σπί­τι αλλά να ξέρεις, είναι δικό μου σπί­τι. Νόμι­ζα πως φεύ­γε­τε κι οι δυο. Κανείς δηλα­δή δεν φεύ­γει; -Εγώ δεν πάω που­θε­νά. Ούτε εσύ φεύ­γεις; -Ούτε εγώ. Πού να πάω; Δεν το πιστεύω πως χάθη­κε ο Τζί­μι (αλλά και με το που γυρί­ζει το συμπα­θές τετρά­πο­δο το Πού να πάω; Παραμένει).

Το μεγάλο κόλπο του Μάριου Πιπερίδη στην Τραϊμπέκα
με το «Αναζητώντας τον Χέντριξ»

Aρχι­κά πρέ­πει να σας ρωτή­σω, πώς νιώ­σα­τε όταν πήρα­τε το βρα­βείο στην Τραϊμπέκα;

Κοί­τα­ξε, ήταν κάτι που δεν περι­μέ­να­με καθό­λου και το πρώ­το βρα­βείο μας ήρθε σα μια μεγά­λη έκπλη­ξη Έπαι­ξε ρόλο και το γεγο­νός πως η ται­νία είναι κωμω­δία, ένα είδος που δύσκο­λα βρα­βεύ­ε­ται στα φεστι­βάλ, οπό­τε εξαρ­χής ήμα­στε χαρού­με­νοι και μόνο από το γεγο­νός πως τη δέχτη­καν στην Τραϊμπέκα.

Η ται­νία τι υπο­δο­χή είχε από την κρι­τι­κή επι­τρο­πή και το κοι­νό του φεστιβάλ;

Ο κόσμος ήταν πάρα πολύ θετι­κός. Κατά τη διάρ­κεια της προ­βο­λής συμ­με­τεί­χε, γελού­σε, αλλά έμε­νε και μετά το τέλος για τις συζη­τή­σεις. Δημο­σιεύ­θη­καν επί­σης και μερι­κές θετι­κές κρι­τι­κές από αμε­ρι­κα­νι­κά μέσα που μας χαρο­ποί­η­σαν. Σχε­τι­κά τώρα με την κρι­τι­κή επι­τρο­πή, ο Ρέι Λιό­τα με πλη­σί­α­σε μετά τη βρά­βευ­ση και μου εξέ­φρα­σε με θέρ­μη πόσο πολύ του άρε­σε η ται­νία αλλά και το θέμα της, καθώς αφο­ρά κάτι που δε γνώ­ρι­ζε καθό­λου. Με συνέ­χαι­ρε συνε­χώς και εγώ τον ευχα­ρι­στού­σα κάθε φορά, ήταν σουρεαλιστικό.

Επι­λέ­ξα­τε να δια­πραγ­μα­τευ­τεί­τε στην ται­νία με ένα πολύ δύσκο­λο θέμα. Τι σας ώθη­σε να επι­λέ­ξε­τε την κωμω­δία ως τον τρό­πο να το απεικονίσετε;

Όταν για 44 χρό­νια μεγα­λώ­νεις στην Κύπρο με το ίδιο πρό­βλη­μα να παρα­μέ­νει, και το δρά­μα αυτό να παρου­σιά­ζε­ται με πανο­μοιό­τυ­πο τρό­πο σε πολ­λές ται­νί­ες που αφο­ρούν το Κυπρια­κό, όλα αυτά με οδή­γη­σαν σε μια φάση η οποία δε μου επέ­τρε­πε να το αντι­με­τω­πί­σω δια­φο­ρε­τι­κά. Δεν ξέρω ακρι­βώς για­τί επέ­λε­ξα συγκε­κρι­μέ­να την κωμω­δία, ίσως ήθε­λα να αντι­δρά­σω κάπως. Το θέμα παρα­μέ­νει φυσι­κά τρα­γι­κό, αλλά εδώ γίνε­ται κωμι­κο­τρα­γι­κό. Τόσα χρό­νια συζη­τού­με για το Κυπρια­κό χωρίς να υπάρ­χει πρό­ο­δος, και όσος και­ρός περ­νά­ει τόσο τα προ­βλή­μα­τα διογκώνονται.

Πιστεύ­ε­τε ότι ο κυπρια­κός κινη­μα­το­γρά­φος έχει βρει τρό­πο να προ­σεγ­γί­ζει το Κυπρια­κό με μεγα­λύ­τε­ρη ευστο­χία σήμε­ρα από ότι στο παρελθόν;

Παλαιό­τε­ρα γυρί­ζο­νταν ται­νί­ες οι οποί­ες ήταν σκη­νο­θε­τη­μέ­νες με γνώ­μο­να την ελλη­νο­κυ­πρια­κή πλευ­ρά, με κάποιες ελά­χι­στες εξαι­ρέ­σεις να ασκούν κρι­τι­κή στην ευρύ­τε­ρη κατά­στα­ση που έχει δια­μορ­φω­θεί. Νομί­ζω όμως ότι το «Ανα­ζη­τώ­ντας τον Χέντριξ» είναι η πρώ­τη φορά που προ­σεγ­γί­ζε­ται το θέμα και από τις δύο πλευ­ρές, αλλά και με έναν δια­φο­ρε­τι­κό σκη­νο­θε­τι­κό τρόπο.
Αυτήν τη στιγ­μή στην Κύπρο ο κόσμος έχει κου­ρα­στεί. Για εμέ­να το δύσκο­λο ήταν να κρα­τη­θούν οι ισορ­ρο­πί­ες ώστε να μην προ­σβλη­θούν κατα­στά­σεις οι οποί­ες πλη­γώ­νουν τον κόσμο. Ήθε­λα να αφη­γη­θώ αυτήν την ιστο­ρία από μία όσο γίνε­ται αντι­κει­με­νι­κή οπτι­κή γωνία, χωρίς να παίρ­νω μια ξεκά­θα­ρη θέση.

Εξάλ­λου, κρί­νο­ντας και από την ται­νία, οι δύο ήρω­ες συνει­δη­το­ποιούν πως έχουν τα ίδια προ­βλή­μα­τα και δε δια­φέ­ρουν επί της ουσίας.

Έτσι είναι. Όταν έγρα­φα το σενά­ριο η Κύπρος είχε ήδη περά­σει τη δική της οικο­νο­μι­κή κρί­ση, και πάρα πολ­λοί έφυ­γαν από τη χώρα. Το έκα­ναν για­τί ήθε­λαν να φύγουν από την κρί­ση, το Κυπρια­κό και όλα τα συνε­χι­ζό­με­να προ­βλή­μα­τα του νησιού. Ήταν μια περί­ο­δος κατά την οποία τους χαρα­κτή­ρες της ται­νί­ας τους έβλε­πα στη ζωή μου.
Κάτι και­νού­ριο που επί­σης φέρ­νει η ται­νία, είναι η απει­κό­νι­ση του Τούρ­κου έποι­κου με μια ανθρώ­πι­νη διά­στα­ση. Η συνή­θης εικό­να για εκεί­νους είναι αυτή του αριθ­μού. Πόσοι είναι, πού βρί­σκο­νται… Δεν έχουν υπό­στα­ση, χρη­σι­μο­ποιού­νται απο­κλει­στι­κά ως αριθ­μοί. Το γεγο­νός ότι ο Χασάν (σσ. Φατίχ Αλ) παρου­σιά­ζε­ται με καλο­σύ­νη, ίσως ξενί­σει κάποιους θεα­τές. Το παρα­τή­ρη­σα αυτό και σε κάποιες προ­βο­λές που κάνα­με, δυσκο­λεύ­ο­νται μερι­κοί να ταυ­τι­στούν με κάποιον τον οποίο θεω­ρούν εχθρό. Στο τέλος της ημέ­ρας όμως έχουν να αντι­με­τω­πί­σουν τις ίδιες δυσκο­λί­ες επι­βί­ω­σης, καθη­με­ρι­νό­τη­τας, οικογένειας…

Μέσα από ποιες εμπει­ρί­ες και συνα­να­στρο­φές εμπνευ­στή­κα­τε τον χαρα­κτή­ρα του Χαλίλ;

Έχω φίλους Τουρ­κο­κύ­πριους και Τούρ­κους, το σημα­ντι­κό όμως για μένα ήταν να προ­σεγ­γι­στούν οι χαρα­κτή­ρες καθα­ρά σε ανθρώ­πι­νο επί­πε­δο. Είναι υπο­κεί­με­να που ζουν σε ένα χωρι­σμέ­νο νησί και αντι­με­τω­πί­ζουν τα ίδια προ­βλή­μα­τα. Από εκεί και έπει­τα στην εξί­σω­ση μπαί­νει ο τρό­πος που ο καθέ­νας τα αντι­λαμ­βά­νε­ται αυτά, είτε Τούρ­κος έποι­κος είτε Κύπριος. Έχει ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον ότι ακό­μα χρη­σι­μο­ποιεί­ται η λέξη «έποι­κος». Έχου­με φτά­σει πλέ­ον στην τέταρ­τη γενιά ανθρώ­πων που ζουν εκεί, και το ερώ­τη­μα είναι πώς χει­ρί­ζε­σαι αυτούς τους ανθρώ­πους οι οποί­οι γεν­νή­θη­καν στην Κύπρο και αυτήν τη χώρα γνώ­ρι­σαν; Πού να πάνε; Δημιουρ­γεί­ται ένα τερά­στιο ανθρω­πι­στι­κό πρόβλημα.

Τη στιγ­μή στην ται­νία κατά την οποία ο Γιάν­νης (σσ. Άνταμ Μπουσ­δού­κος) φτά­νει στο οδό­φραγ­μα και περ­νά­ει από τον έλεγ­χο, η ατμό­σφαι­ρα ξαφ­νι­κά γίνε­ται τρο­με­ρά τετα­μέ­νη, σα να ζωντα­νεύ­ει η ιστορία.

Ξέρεις, πολ­λοί Ελλη­νο­κύ­πριοι δεν έχουν περά­σει ποτέ στην άλλη πλευ­ρά του οδο­φράγ­μα­τος και ούτε θέλουν να το κάνουν, για­τί πρέ­πει να επι­δει­κνύ­ει ο καθέ­νας την ταυ­τό­τη­τα ή το δια­βα­τή­ριό του. Με αυτόν τον τρό­πο ανα­γνω­ρί­ζε­ται έμμε­σα η ύπαρ­ξη του ψευ­δο­κρά­τους. Η στιγ­μή που περι­γρά­φεις στην ται­νία είναι και για τον Γιάν­νη η πρώ­τη φορά που περ­νά­ει το οδό­φραγ­μα. Σενα­ρια­κά αυτή η σκη­νή συμ­βο­λί­ζει τη μετά­βα­ση του χαρα­κτή­ρα σε μια συν­θή­κη που θα του αλλά­ξει τη ζωή.

Πώς εμπνευ­στή­κα­τε το εύρη­μα της περι­πέ­τειας του σκυλιού;

Μέσα από έναν γνω­στό μου έμα­θα πως μια παρέα πήγε στα κατε­χό­με­να με ένα σκυ­λί και δεν μπο­ρού­σαν μετά να το φέρουν πίσω. Και εγώ, όπως πολ­λοί στην Κύπρο, δεν είχα ιδέα πως υπάρ­χει αυτός ο απα­γο­ρευ­τι­κός νόμος. Κάπως έτσι λοι­πόν ξεκί­νη­σε η ιδέα της ται­νί­ας. Η επι­λο­γή της κωμω­δί­ας μου επέ­τρε­πε να υπερ­βάλ­λω σε κάποια πράγ­μα­τα, όπως στον τρό­πο που εξε­λίσ­σε­ται η πλο­κή. Ένιω­σα πως θα μπο­ρού­σα έτσι να μιλή­σω για περισ­σό­τε­ρα ζητή­μα­τα, συγκρι­τι­κά με το δρά­μα που θα με περιόριζε.

Η ται­νία σας ανα­δύ­ει μια οικεία γλυ­κό­πι­κρη ατμό­σφαι­ρα, η οποία θυμί­ζει το ύφος του Άκι Καου­ρι­σμά­κι. Υπήρ­ξαν ται­νί­ες που σας επη­ρέ­α­σαν κατά τη διάρ­κεια των γυρισμάτων;

Η αλή­θεια είναι πως βλέ­πω όλα τα είδη σινε­μά, με τη μαύ­ρη κωμω­δία όμως να με προ­σελ­κύ­ει περισ­σό­τε­ρο σαν δημιουρ­γό. Θεω­ρώ πως είναι ένα από τα δυσκο­λό­τε­ρα είδη να γυρί­σει κάποιος, για­τί θέλει ιδιαί­τε­ρη δεξιο­τε­χνία να προ­σεγ­γί­ζεις σοβα­ρά θέμα­τα με κωμι­κό τρό­πο. Η εμπει­ρία του «Ανα­ζη­τώ­ντας τον Χέντριξ» μου το απέ­δει­ξε αυτό.

Η ται­νία σας έχει ένα τρυ­φε­ρό κλεί­σι­μο, σκε­φτή­κα­τε όμως μήπως είναι παρα­πά­νω αισιό­δο­ξο από όσο θα θέλατε;

Πιστεύω πως αυτό που μένει περισ­σό­τε­ρο στο τέλος είναι πόσο παρά­λο­γη είναι η κατά­στα­ση που επι­κρα­τεί και οδή­γη­σε τους ήρω­ες σε αυτήν την περι­πέ­τεια. Επί­σης γίνε­ται σαφές το γεγο­νός πως τις δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές εμείς τις βάζου­με. Οι άνθρω­ποι εδώ μετα­ξύ τους δεν έχουν κανέ­να πρό­βλη­μα, μπο­ρούν να ζήσουν μαζί και να είναι γεί­το­νες. Αυτές οι δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές όμως επι­μέ­νουν να βρί­σκο­νται εκεί και να μην επι­τρέ­πουν την αλλα­γή. Ο σκύ­λος δεν κατα­λα­βαί­νει από οδο­φράγ­μα­τα και περιο­ρι­σμούς, απλώς πάει εκεί που θέλει.

Εδώ θα δεί­τε και ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό βίντεο

Δεί­τε στον Ριζο­σπά­στη
Το Κυπρια­κό ζήτη­μα και πώς άνοι­ξε ο δρό­μος για την εισβο­λή”…

Smuggling Hendrix

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο