Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανακοίνωση του ΚΚΕ για τον θάνατο του Θάνου Μικρούτσικου

«Με άφα­τη θλί­ψη και βαθιά συγκί­νη­ση απο­χαι­ρε­τού­με έναν σπου­δαίο άνθρω­πο, τον ακρι­βό μας Θάνο Μικρού­τσι­κο. Φαί­νε­ται αβά­στα­κτο, να μάθου­με να ζού­με, χωρίς εκεί­νον στη σκη­νή. Για­τί ο Θάνος Μικρού­τσι­κος δεν υπήρ­ξε μόνο ανε­πα­νά­λη­πτος δημιουρ­γός και συγκλο­νι­στι­κός ερμη­νευ­τής του έργου του. Πάνω απ’ όλα ήταν ένα ιδιο­φυ­ές πνεύ­μα, σπιν­θη­ρο­βό­λο, κοφτε­ρό και ανή­συ­χο, ένας βαθιά και πλα­τειά καλ­λιερ­γη­μέ­νος δια­νοη­τής. “Οι δημιουρ­γοί δεν γεν­νιού­νται, δημιουρ­γού­νται” καθώς ο ίδιος έλεγε.

Εχθρός της συνή­θειας, της επα­νά­παυ­σης και της παραί­τη­σης, αυτός ο γεν­ναί­ος μαχη­τής της ζωής, μας καλού­σε και με το παρά­δειγ­μά του να διεκ­δι­κού­με το ακα­τόρ­θω­το, να μη φοβό­μα­στε τον χορό “στο φτε­ρό του καρ­χα­ρία”, αν θέλου­με να νική­σου­με κάθε κατα­να­γκα­σμό, κοι­νω­νι­κό ή φυσι­κό, ακό­μη και τον θάνατο.

Στη φρο­ντί­δα για να δια­μορ­φω­θούν άνθρω­ποι ικα­νοί να κατα­νι­κή­σουν τη βαρ­βα­ρό­τη­τα, να κατα­νο­ή­σουν και να αλλά­ξουν, να εξαν­θρω­πί­σουν τη “γη των Βησι­γότ­θων”, είναι αφιε­ρω­μέ­νο το έργο του. Πρω­το­πό­ρο σε μορ­φή και περιε­χό­με­νο, ένα τέλειο συνταί­ρια­σμα της μου­σι­κής με την ποί­η­ση, αλλά­ζει τη φυσιο­γνω­μία του ελλη­νι­κού τρα­γου­διού, ανα­τρέ­πει τις φθαρ­μέ­νες αστι­κές αξί­ες, ιδε­ο­λο­γι­κές και αισθη­τι­κές, ξαφ­νιά­ζει, ταρά­ζει και ξεβο­λεύ­ει, μας υπο­χρε­ώ­νει να κινη­το­ποι­ή­σου­με τη σκέ­ψη, για να φτά­σου­με στην ολο­κλη­ρω­μέ­νη συγκί­νη­ση, στην αλήθεια.

Αν και βαθύ, προ­ω­θη­μέ­νο και απαι­τη­τι­κό, κάπο­τε παρά­ξε­νο και πρω­τό­γνω­ρο, είναι έργο γνή­σια λαϊ­κό. Όχι μόνο για­τί το περιε­χό­με­νό του αντα­πο­κρί­νε­ται στα λαϊ­κά συμ­φέ­ρο­ντα, αλλά και για­τί σέβε­ται και εξυ­ψώ­νει τους ανθρώ­πους του λαού, αντί να τους κρί­νει “αφ’ υψη­λού” ως ανί­κα­νους τάχα να συλ­λά­βουν το νόη­μα της μεγά­λης τέχνης. Εντυ­πω­σια­κή ήταν η από­λυ­τη ταύ­τι­ση καλ­λι­τέ­χνη και κοι­νού στις συναυ­λί­ες του, ακό­μη και με έργα πρω­το­πο­ρια­κά όπως το “Μου­σι­κή πρά­ξη στον Μπρεχτ”, αλλά και οι τρεις μεγά­λες συναυ­λί­ες με τα “Καντά­τα για τη Μακρό­νη­σο” και “Σπου­δή σε ποι­ή­μα­τα του Βλα­δί­μη­ρου Μαγια­κόφ­σκι” που τις αφιέ­ρω­σε στα 100 χρό­νια του ΚΚΕ, δηλώ­νο­ντας στη συνέ­χεια πως αυτές ήταν οι πιο συγκι­νη­τι­κές στιγ­μές της ζωής του.

Έτσι δεν πρέ­πει να απο­ρεί κανείς, που ένα μεγά­λο λαϊ­κό πλή­θος αγκα­λιά­ζει χρό­νια το έργο του, το έχει στα χεί­λη του στις απερ­γί­ες, στις πορεί­ες, στις συγκε­ντρώ­σεις, αλλά και στα γλέ­ντια και τις χαρές ή στις μονα­χι­κές στιγ­μές της περι­συλ­λο­γής και των μύχιων αγω­νιών του. Αυτό το λαϊ­κό πλή­θος δεν τον άφη­σε στιγ­μή μονά­χο στη σκλη­ρή, ηρω­ι­κή μάχη του για τη ζωή, στέλ­νο­ντάς του καθη­με­ρι­νά κύμα­τα αγά­πης, θαυ­μα­σμού και ευγνω­μο­σύ­νης, όπως θα έκα­νε για τον πιο πολύ­τι­μο άνθρω­πό του.

Και πώς ο Θάνος Μικρού­τσι­κος να μην εμπνέ­ει δυνα­τά αισθή­μα­τα “στον δικό του κόσμο, στους δικούς του ανθρώ­πους”, στα μέλη και τους φίλους του ΚΚΕ, όταν κόντρα στο ρεύ­μα του συμ­βι­βα­σμού με το μικρό και “εφι­κτό”, καλού­σε μαζί με το ΚΚΕ σε πάλη για αυτό που στους πολ­λούς φαντά­ζει “ανέ­φι­κτο”, όταν σε και­ρούς αντε­πα­νά­στα­σης σάλ­πι­ζε στο πλευ­ρό του ΚΚΕ την ανα­γκαιό­τη­τα της επα­νά­στα­σης, όταν πρώ­τος αυτός ανά­με­σα στους πρώ­τους έδω­σε το σύν­θη­μα για να βαδί­σουν και άλλοι καλ­λι­τέ­χνες- δημιουρ­γοί στον ίδιο δρό­μο. Και πώς να μην κερ­δί­ζει τον απε­ριό­ρι­στο θαυ­μα­σμό μας όταν στα επι­στη­μο­νι­κά συνέ­δρια της ΚΕ του ΚΚΕ για τον Μπρεχτ, τον Χικ­μέτ και στο τελευ­ταίο, για τη νέα ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία μιλώ­ντας για τον Καβ­βα­δία, θάμπω­νε με την πλα­τειά, επι­στη­μο­νι­κή, μαρ­ξι­στι­κή γνώ­ση και τη δια­λε­κτι­κή σκέ­ψη του, όταν την πρώ­τη εμφά­νι­σή του μετά την επι­δεί­νω­ση της υγεί­ας του τη χάρι­σε στο Φεστι­βάλ της ΚΝΕ, εκεί όπου δυο χρό­νια αργό­τε­ρα με αφά­ντα­στη δύνα­μη σε πεί­σμα της αρρώ­στιας του, έκλει­σε για τελευ­ταία φορά την αυλαία των συναυ­λιών του, ευτυ­χι­σμέ­νος μέσα στη λατρεία του κοι­νού και των εκλε­κτών συνερ­γα­τών του, ήσυ­χος “όπως εκεί­νοι που έχουν κάνει το καθή­κον τους”.

Αγα­πη­μέ­νε μας Θάνο, πολύ πιο βαριά και πικρή είναι η απώ­λειά σου για την οικο­γέ­νειά σου, την άξια σύντρο­φό σου Μαρία Παπα­γιάν­νη, τα παι­διά και τα εγγό­νια σου. Χάνου­με μπρο­στά τους, τα λόγια της παρη­γο­ριάς. Κι όμως, η αλή­θεια είναι πως τον νίκη­σες τον θάνα­το, τους “ξεγέ­λα­σες τους ουρα­νούς”. Το έργο σου είναι βέλος πύρι­νο, που σκί­ζει τον χρό­νο. Θα συνε­χί­ζει τη δια­δρο­μή του κι όταν θα χτί­ζου­με “τις αυρια­νές μας φάμπρι­κες, τα λαϊ­κά μέγα­ρα, τα κόκ­κι­να στά­δια”, όταν θα δικαιω­θεί ο σκο­πός που αφιέ­ρω­σες το ταλέ­ντο, το μυα­λό, την καρ­διά σου “στην κοι­νω­νία που ο ψαράς θα γρά­φει ποι­ή­μα­τα και ο ποι­η­τής θα ψαρεύ­ει”. Το έργο σου εκφρά­ζει την ουσία όχι μόνο μιας περιό­δου, αλλά μιας ολό­κλη­ρης ιστο­ρι­κής επο­χής. Άχρο­νο, άτο­πο, ανε­ξά­ντλη­το, αθά­να­το, όπως αθά­να­τος Θάνο είσαι κι εσύ.

ΑΘΗΝΑ 28/12/2019

ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ

mikroutsikos 1

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο