Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (18o)

του Δημή­τρη Κανελλόπουλου //

Και με τα πενήντα πέντε κιλά μου άντε ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας.

Ακού­γο­ντάς το, οι συγ­γε­νείς του Σωτή­ρη, ακό­μα και η γυναί­κα του ότι με δίπλα του το Δημή­τρη τον αδερ­φό του, και να παρου­σιά­ζο­μαι συγκά­τοι­κός του στο ίδιο δωμά­τιο και λιγά­κι ως «ευερ­γέ­της» του, θα δυσα­να­σχε­τού­νε ως τάχα να ήτα­νε αυτό κάτι που τον εμεί­ω­νε. Του­λά­χι­στο, όπως μου το μετα­φέ­ρα­νε οι δικοί μου άνθρω­ποι που σχε­τι­ζό­ντα­νε με τους συγ­γε­νείς του.

Και θα τα σκε­φτό­ντα­νε έτσι ή θα τα επι­κρο­τού­σα­νε όλ’ αυτά, όσοι δεν ξέρα­νε τους θεούς που επρο­σκυ­νού­σα­με εμείς εις την επο­χή μας. Όπου μας επω­λού­σα­νε με τις πεντα­ρο­δε­κά­ρες χτή­μα­τα και οικό­πε­δα στο Καβού­ρι ή στην Πεντέ­λη κι εντρε­πό­μα­σταν να παρου­σια­στού­με ως ιδιο­κτή­τες. Κι ούτε βέβαια, ότι έκα­μα τίπο­τα το επι­πλέ­ον από ό,τι, θα έκα­νε εκεί­νος για μένα­νε αν ήταν αυτός στη θέση μου κι εγώ στην δική του.

Ούτε, ότι ο Σωτή­ρης θα χανό­τα­νε βέβαια στην Αθή­να για έναν ύπνο ή ένα πιά­το φαΐ, επει­δή δεν υπήρ­χε γνω­στός του ή φίλος του που να εδιέ­θε­τε ένα περίσ­σιο κρε­βά­τι και να μην του επα­ρά­δι­νεν ένα αντι­κλεί­δι της πόρ­τας του. Αλλά επι­τέ­λους ας ερω­τού­σα­νε καλύ­τε­ρα το Δημή­τρη τον εδι­κό­νε τους, όταν εζού­σε ακό­μα, πως έγι­νε και του έκλε­ψα τον αδερ­φό του μέσα από τα χέρια του, σ’ έναν και­ρό μάλι­στα που δεν ήξε­ρα ότι θα έγρα­φε έστω κι ένα βιβλίο για να έκλε­βα μια στά­λα από την δόξα του. Κι όχι να πρέ­πει καλά και σώνει να απο­δεί­ξω ότι δεν είμαι ελέφαντας.

Επει­δή, σ’ αυτό, συντεί­να­νε και μερι­κοί άλλοι λόγοι. Ότι πρώ­τα, πρώ­τα, εκεί­νο τον και­ρό, εκτός από τις απο­λα­βές μου ως «υπάλ­λη­λος σε δια­θε­σι­μό­τη­τα», ή «πότε στο Ταμείο της Ανερ­γί­ας» και πότε στο ΙΚΑ, όπως το έχω και κάπου αλλού κατα­γρά­ψει, έπαιρ­να, κι ένα γερό βδο­μα­διά­τι­κο ως «ευθυ­μο­γρά­φος», δίπλα στο Για­λα­μά και το Θίσβιο. Κι εδυ­νό­μου­να, βέβαια, ευκο­λό­τε­ρα απ’ όσο οι δύο άλλοι, να επλή­ρω­να ένα δωμά­τιο από μόνος μου. Έστω και για την ησυ­χία που εχρεια­ζό­μου­να. Ανυ­πο­ψί­α­στος εξαρ­χής ότι ετοί­μα­ζα δίπλα μου μια θέση για το Σωτήρη.

Αντί­θε­τα, ο αδερ­φός του εκτός από τις παρ­τι­τού­ρες και όσα επλή­ρω­νε από το μισθό του εις το Ωδείο, εσφιγ­γό­τα­νε πολύ για να έστελ­νε κι από ένα δεμα­τά­κι στο κάπου, κάπου, με καλ­λυ­ντι­κά ή με λίγα εσώ­ρου­χα εις την Γκα­σά­μη την Βού­λα που ήτα­νε ερω­τευ­μέ­νη μαζί του και η καη­μέ­νη θα το παι­νευό­τα­νε εις τις φιλε­νά­δες της.

Και με βοή­θη­σε βέβαια, εις αυτό και ο Αλέ­κος ο «ξάδερ­φός» μου που μας επα­ρου­σιά­στη­κε από­το­μα εις τα οικο­νο­μι­κά του πολύ νοι­κο­κύ­ρης. Εύκο­λος να εμοί­ρα­ζε στα δύο το νοί­κι του. Φτά­νει, του­λά­χι­στο να ήτα­νε δίπλα μου και για τους λόγους που με χρεια­ζό­τα­νε. Ότι πρώ­τα, πρώ­τα του έκα­να το δάσκα­λο στην ορθο­γρα­φία όπου σ’ αυτό μονά­χα ενό­μι­ζε πως εξε­χώ­ρι­ζε από τους λεγό­με­νους μορ­φω­μέ­νους. Μιά παρα­πλή­σια έκδο­ση του λοχία του Χαν­δρι­νού που το πάθος του αυτου­νού ήτα­νε το απο­λυ­τή­ριο Γυμνα­σί­ου. Το μόνο που του χρεια­ζό­τα­νε, όπως ενό­μι­ζε, για να άνοι­γε τα φτε­ρά του, στον πλού­το ή στη δόξα, ανά­λο­γα με το κέφι του.

Αυτό το παι­δί, πάλι, είχε μια τέτοια θλι­βε­ρή ιστο­ρία όπου φτά­νο­ντας  ως εδώ το εσκέ­φτη­κα εις τα σοβα­ρά αν δεν θα ήτα­νε πιο δίκαιο να έγγρα­φα τα δικά του βάσα­να κι όχι τα δικά μου ή του Σωτή­ρη. Δίχως να εκιν­δύ­νευα, κιό­λας από μερι­κούς, μερι­κούς, να νομί­ζου­νε ότι το έκα­μα σκό­πι­μα για τα μετέ­πει­τα μεγα­λεία του και τη δόξα του. Άλλ’ ας τ’αφήσουμε για λιγά­κι μετέ­πει­τα τα βάσα­να του Αλέ­κου του «ξάδερ­φού» μου. Για να πλη­ρο­φο­ρη­θεί­τε κι εσείς για το πώς εβρε­θή­κα­με και πάλι με το Σωτή­ρη, ομο­τρά­πε­ζοι και συγκά­τοι­κοι, στη Λευκίππου.

Η πονεμένη ιστορία ενός μικρού αγοριού που ο Σωτήρης θα μπορούσε να το έχει κάμει και σήριαλ

Τέλος πάντων, ξανα­γυ­ρί­ζο­ντας στα παρα­λει­πό­με­να και τα βάσα­να του ξάδε­φού μου του Αλέ­κου, θα μάθου­με ότι αυτό το παι­δί είτε από ανέ­χεια είτε από ορφά­νια, περ­πα­τώ­ντας κοντά εις τα δέκα του, το ρόγια­σε ο πατέ­ρας του, ψυχο­γιό νομί­ζω εις την Ακρά­τα της Κοριν­θί­ας. Σ’ έναν καθη­γη­τή θεο­λό­γο πολύ ευκα­τά­στα­το. Για να εχόρ­ται­νε του­λά­χι­στο, το ψωμί και τη ντυ­μα­σιά που του λεί­πα­νε. Και να τελεί­ω­νε και τις σπου­δές του εις το Δημο­τι­κό όπως το επρό­βλε­πε κι αυτό η συμ­φω­νία τους. Με αντάλ­λαγ­μα τα θελή­μα­τα και τις μικρο­δου­λειές που θα έκα­νε το παι­δί στο νοι­κο­κυ­ριό τους. Χάρη και στο πανω­προί­κι που θα έστελ­νε από χρό­νο σε χρό­νο το αφε­ντι­κό του εις τους δικούς του. Με στό­χο, να μην εξε­φεύ­γα­νε τα δυο μονα­χο­παί­δια του θεο­λό­γου, η κόρη του και ο γιός του από το σχο­λείο τους και να συμπλη­ρώ­να­νε με τον υπη­ρέ­τη τους έναν τρί­το εις τα παι­χνί­δια τους. Όπως τα δίδα­σκε και τα τρία παι­διά η ίδια η αθω­ό­τη­τά τους.

Όμως εις το δεύ­τε­ρο και τον τρί­το χρό­νο της θητεί­ας αυτού του παι­διού, στην Ακρά­τα, σ΄ ένα ξώσπι­το του θεο­λό­γου του φίλου μας, εμπή­κα­νε κλέ­φτες και το ρημά­ξα­νε. Σηκώ­νο­ντας και όλο το λάδι της φαμε­λιάς του, πέντ’ έξι φορ­τώ­μα­τα μαζω­μέ­να. Όπου ο καθη­γη­τής, εκτός από καλός νοι­κο­κύ­ρης και δάσκα­λος, επα­ρου­σιά­στη­κε και άρι­στος ψυχο­λό­γος. Καταγ­γέλ­λο­ντας εις την χωρο­φυ­λα­κή ότι μονά­χα ο ψυχο­γιός του ήξε­ρε που εκρύ­βα­νε τα κλει­διά τους.

Άλλο που δεν ήθε­λε και ο νωμα­τάρ­χης ο φίλος του, για να βάλει στην «ανά­κρι­ση», το παι­δί και να το στεί­λει εύκο­λα εις το Δικα­στή­ριο. Ως συνερ­γό στους συγ­χω­ρια­νούς τους τους κλέ­φτες, επει­δή τους εγνώ­ρι­ζε. Σ’ ένα πράγ­μα, που οι δικα­στές  δε συμ­φω­νή­σα­νε, βέβαια, και το αθωώσανε.

Ο Αλέ­κος, φεύ­γο­ντας ντρο­πια­σμέ­νος ως κλέ­φτης απ’ την Ακρά­τα της Κοριν­θί­ας, δεν εσκέ­φτη­κε, να εγύ­ρι­ζε μια σκο­τει­νή νύχτα και να έβα­νε φωτιά και να έκαι­γε τα αφε­ντι­κά του και τα νοι­κο­κυ­ριά τους, όπως μας το διδά­σκα­νε αυτό τα εθί­μα­τά μας εις το Μοριά, αλλά επή­ρε μαζί του μονά­χα το παρά­πο­νο και τα δάκρυά του. Βάνο­ντας ως στό­χο του, να γινό­τα­νε κι αυτός ένα κάτι ξεχω­ρι­στό στη ζωή του για να τους από­δει­χνε την αξία του και την τιμιό­τη­τά του. Ίσως ελπί­ζο­ντας να τον εδε­χό­ντα­νε και ως γαμπρό τους εις το σπι­τι­κό τους. Επει­δή, παι­διά μου, δεν έχει υπάρ­ξει ψυχο­παί­δι σ’ αυτό τον παλιό­κο­σμο που να μην ερω­τεύ­τη­κε το κορί­τσι του αφε­ντι­κού του.

Άσχε­το που η κοπε­λί­τσα ήτα­νε σ’ αυτό τελεί­ως ανυ­πο­ψί­α­στη. Όπως το εκα­τά­λα­βα αυτό από τα δυό, τρία, γράμ­μα­τα που ανταλ­λά­ξα­νε το ’46. Χάρη που εδιά­βα­ζα τα δικά της και τα δικά του εφεύ­γα­νε διορ­θω­μέ­να από το χέρι μου.

Και μου έκα­με μεγά­λη εντύ­πω­ση που όλα του εσυ­ντρέ­χα­νε στο σκο­πό του. Ότι πρώ­τα, πρώ­τα, χάρη σε μια πλευ­ρί­τι­δα που την επέ­ρα­σε ή όχι στο Μέτω­πο, εβγή­κε ανά­πη­ρος του πολέ­μου. Αυτό που εξόν από τη σύντα­ξη του εχά­ρι­σε και έναν διο­ρι­σμό απο­θη­κά­ριου στην Αγρο­τι­κή Τρά­πε­ζα. Όπου μεγα­λώ­νο­ντας και το θρά­σος του, τους εδή­λω­σε από­φοι­τος Γυμνα­σί­ου. Ή δεν ξέρω μήπως και φοι­τη­τής εις την Νομι­κή, όπου εκα­τά­θε­σε αργό­τε­ρα τα χαρ­τιά του!

Χάρη σε δυό, τρεις, ντε­νε­κέ­δες λάδι που του εξα­σφα­λί­σα­νε το απο­λυ­τή­ριο του Δημο­τι­κού, πράγ­μα πανεύ­κο­λο εις την Κατο­χή. Ενώ, στον και­ρό που μιλά­με εμο­στρά­ρι­σε σ’ ένα κάδρο και το απο­λυ­τή­ριο του εξα­τά­ξιου Γυμνα­σί­ου. Ως «κατ’ οίκον διδα­χθείς» και αυτή τη φορά με δυό δεσμί­δες χρυ­σές λίρες, αυτό που τον έκα­με και πολύ οικο­νό­μο. Μαθαί­νο­ντάς του ότι στην παλιο­κοι­νω­νία που ζού­με δεν υπάρ­χει τίπο­τα που να μην αγο­ρά­ζε­ται με το χρήμα.

Και δεν ελυ­πό­τα­νε ο άτι­μος ούτε μένα­νε ούτε τις ώρες του, αυτός να γρά­φει και να ξεγρά­φει συνέ­χεια και του λόγου μου να διορ­θώ­νω αλλά μονά­χα εις το χαρ­τί τα συντα­χτι­κά και ορθο­γρα­φι­κά λάθη του. Επει­δή εις την πρά­ξη, όπως μπο­ρεί να σας το έχω πει κιό­λας, εδού­λευε πολύ τις ονο­μα­στι­κές τις από­λυ­τες και την αττι­κή σύντα­ξη. Ενώ θα σας εξι­στο­ρή­σω σε κάποιο άλλο μέρος πόσο πολύ άνοι­ξε η όρε­ξη του να κατα­λή­ξει και πτυχιούχος.

 

Τα προη­γού­με­να ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο