του Δημήτρη Κανελλόπουλου //
Και με τα πενήντα πέντε κιλά μου άντε ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας.
Ακούγοντάς το, οι συγγενείς του Σωτήρη, ακόμα και η γυναίκα του ότι με δίπλα του το Δημήτρη τον αδερφό του, και να παρουσιάζομαι συγκάτοικός του στο ίδιο δωμάτιο και λιγάκι ως «ευεργέτης» του, θα δυσανασχετούνε ως τάχα να ήτανε αυτό κάτι που τον εμείωνε. Τουλάχιστο, όπως μου το μεταφέρανε οι δικοί μου άνθρωποι που σχετιζόντανε με τους συγγενείς του.
Και θα τα σκεφτόντανε έτσι ή θα τα επικροτούσανε όλ’ αυτά, όσοι δεν ξέρανε τους θεούς που επροσκυνούσαμε εμείς εις την εποχή μας. Όπου μας επωλούσανε με τις πενταροδεκάρες χτήματα και οικόπεδα στο Καβούρι ή στην Πεντέλη κι εντρεπόμασταν να παρουσιαστούμε ως ιδιοκτήτες. Κι ούτε βέβαια, ότι έκαμα τίποτα το επιπλέον από ό,τι, θα έκανε εκείνος για μένανε αν ήταν αυτός στη θέση μου κι εγώ στην δική του.
Ούτε, ότι ο Σωτήρης θα χανότανε βέβαια στην Αθήνα για έναν ύπνο ή ένα πιάτο φαΐ, επειδή δεν υπήρχε γνωστός του ή φίλος του που να εδιέθετε ένα περίσσιο κρεβάτι και να μην του επαράδινεν ένα αντικλείδι της πόρτας του. Αλλά επιτέλους ας ερωτούσανε καλύτερα το Δημήτρη τον εδικόνε τους, όταν εζούσε ακόμα, πως έγινε και του έκλεψα τον αδερφό του μέσα από τα χέρια του, σ’ έναν καιρό μάλιστα που δεν ήξερα ότι θα έγραφε έστω κι ένα βιβλίο για να έκλεβα μια στάλα από την δόξα του. Κι όχι να πρέπει καλά και σώνει να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας.
Επειδή, σ’ αυτό, συντείνανε και μερικοί άλλοι λόγοι. Ότι πρώτα, πρώτα, εκείνο τον καιρό, εκτός από τις απολαβές μου ως «υπάλληλος σε διαθεσιμότητα», ή «πότε στο Ταμείο της Ανεργίας» και πότε στο ΙΚΑ, όπως το έχω και κάπου αλλού καταγράψει, έπαιρνα, κι ένα γερό βδομαδιάτικο ως «ευθυμογράφος», δίπλα στο Γιαλαμά και το Θίσβιο. Κι εδυνόμουνα, βέβαια, ευκολότερα απ’ όσο οι δύο άλλοι, να επλήρωνα ένα δωμάτιο από μόνος μου. Έστω και για την ησυχία που εχρειαζόμουνα. Ανυποψίαστος εξαρχής ότι ετοίμαζα δίπλα μου μια θέση για το Σωτήρη.
Αντίθετα, ο αδερφός του εκτός από τις παρτιτούρες και όσα επλήρωνε από το μισθό του εις το Ωδείο, εσφιγγότανε πολύ για να έστελνε κι από ένα δεματάκι στο κάπου, κάπου, με καλλυντικά ή με λίγα εσώρουχα εις την Γκασάμη την Βούλα που ήτανε ερωτευμένη μαζί του και η καημένη θα το παινευότανε εις τις φιλενάδες της.
Και με βοήθησε βέβαια, εις αυτό και ο Αλέκος ο «ξάδερφός» μου που μας επαρουσιάστηκε απότομα εις τα οικονομικά του πολύ νοικοκύρης. Εύκολος να εμοίραζε στα δύο το νοίκι του. Φτάνει, τουλάχιστο να ήτανε δίπλα μου και για τους λόγους που με χρειαζότανε. Ότι πρώτα, πρώτα του έκανα το δάσκαλο στην ορθογραφία όπου σ’ αυτό μονάχα ενόμιζε πως εξεχώριζε από τους λεγόμενους μορφωμένους. Μιά παραπλήσια έκδοση του λοχία του Χανδρινού που το πάθος του αυτουνού ήτανε το απολυτήριο Γυμνασίου. Το μόνο που του χρειαζότανε, όπως ενόμιζε, για να άνοιγε τα φτερά του, στον πλούτο ή στη δόξα, ανάλογα με το κέφι του.
Αυτό το παιδί, πάλι, είχε μια τέτοια θλιβερή ιστορία όπου φτάνοντας ως εδώ το εσκέφτηκα εις τα σοβαρά αν δεν θα ήτανε πιο δίκαιο να έγγραφα τα δικά του βάσανα κι όχι τα δικά μου ή του Σωτήρη. Δίχως να εκινδύνευα, κιόλας από μερικούς, μερικούς, να νομίζουνε ότι το έκαμα σκόπιμα για τα μετέπειτα μεγαλεία του και τη δόξα του. Άλλ’ ας τ’αφήσουμε για λιγάκι μετέπειτα τα βάσανα του Αλέκου του «ξάδερφού» μου. Για να πληροφορηθείτε κι εσείς για το πώς εβρεθήκαμε και πάλι με το Σωτήρη, ομοτράπεζοι και συγκάτοικοι, στη Λευκίππου.
Η πονεμένη ιστορία ενός μικρού αγοριού που ο Σωτήρης θα μπορούσε να το έχει κάμει και σήριαλ
Τέλος πάντων, ξαναγυρίζοντας στα παραλειπόμενα και τα βάσανα του ξάδεφού μου του Αλέκου, θα μάθουμε ότι αυτό το παιδί είτε από ανέχεια είτε από ορφάνια, περπατώντας κοντά εις τα δέκα του, το ρόγιασε ο πατέρας του, ψυχογιό νομίζω εις την Ακράτα της Κορινθίας. Σ’ έναν καθηγητή θεολόγο πολύ ευκατάστατο. Για να εχόρταινε τουλάχιστο, το ψωμί και τη ντυμασιά που του λείπανε. Και να τελείωνε και τις σπουδές του εις το Δημοτικό όπως το επρόβλεπε κι αυτό η συμφωνία τους. Με αντάλλαγμα τα θελήματα και τις μικροδουλειές που θα έκανε το παιδί στο νοικοκυριό τους. Χάρη και στο πανωπροίκι που θα έστελνε από χρόνο σε χρόνο το αφεντικό του εις τους δικούς του. Με στόχο, να μην εξεφεύγανε τα δυο μοναχοπαίδια του θεολόγου, η κόρη του και ο γιός του από το σχολείο τους και να συμπληρώνανε με τον υπηρέτη τους έναν τρίτο εις τα παιχνίδια τους. Όπως τα δίδασκε και τα τρία παιδιά η ίδια η αθωότητά τους.
Όμως εις το δεύτερο και τον τρίτο χρόνο της θητείας αυτού του παιδιού, στην Ακράτα, σ΄ ένα ξώσπιτο του θεολόγου του φίλου μας, εμπήκανε κλέφτες και το ρημάξανε. Σηκώνοντας και όλο το λάδι της φαμελιάς του, πέντ’ έξι φορτώματα μαζωμένα. Όπου ο καθηγητής, εκτός από καλός νοικοκύρης και δάσκαλος, επαρουσιάστηκε και άριστος ψυχολόγος. Καταγγέλλοντας εις την χωροφυλακή ότι μονάχα ο ψυχογιός του ήξερε που εκρύβανε τα κλειδιά τους.
Άλλο που δεν ήθελε και ο νωματάρχης ο φίλος του, για να βάλει στην «ανάκριση», το παιδί και να το στείλει εύκολα εις το Δικαστήριο. Ως συνεργό στους συγχωριανούς τους τους κλέφτες, επειδή τους εγνώριζε. Σ’ ένα πράγμα, που οι δικαστές δε συμφωνήσανε, βέβαια, και το αθωώσανε.
Ο Αλέκος, φεύγοντας ντροπιασμένος ως κλέφτης απ’ την Ακράτα της Κορινθίας, δεν εσκέφτηκε, να εγύριζε μια σκοτεινή νύχτα και να έβανε φωτιά και να έκαιγε τα αφεντικά του και τα νοικοκυριά τους, όπως μας το διδάσκανε αυτό τα εθίματά μας εις το Μοριά, αλλά επήρε μαζί του μονάχα το παράπονο και τα δάκρυά του. Βάνοντας ως στόχο του, να γινότανε κι αυτός ένα κάτι ξεχωριστό στη ζωή του για να τους απόδειχνε την αξία του και την τιμιότητά του. Ίσως ελπίζοντας να τον εδεχόντανε και ως γαμπρό τους εις το σπιτικό τους. Επειδή, παιδιά μου, δεν έχει υπάρξει ψυχοπαίδι σ’ αυτό τον παλιόκοσμο που να μην ερωτεύτηκε το κορίτσι του αφεντικού του.
Άσχετο που η κοπελίτσα ήτανε σ’ αυτό τελείως ανυποψίαστη. Όπως το εκατάλαβα αυτό από τα δυό, τρία, γράμματα που ανταλλάξανε το ’46. Χάρη που εδιάβαζα τα δικά της και τα δικά του εφεύγανε διορθωμένα από το χέρι μου.
Και μου έκαμε μεγάλη εντύπωση που όλα του εσυντρέχανε στο σκοπό του. Ότι πρώτα, πρώτα, χάρη σε μια πλευρίτιδα που την επέρασε ή όχι στο Μέτωπο, εβγήκε ανάπηρος του πολέμου. Αυτό που εξόν από τη σύνταξη του εχάρισε και έναν διορισμό αποθηκάριου στην Αγροτική Τράπεζα. Όπου μεγαλώνοντας και το θράσος του, τους εδήλωσε απόφοιτος Γυμνασίου. Ή δεν ξέρω μήπως και φοιτητής εις την Νομική, όπου εκατάθεσε αργότερα τα χαρτιά του!
Χάρη σε δυό, τρεις, ντενεκέδες λάδι που του εξασφαλίσανε το απολυτήριο του Δημοτικού, πράγμα πανεύκολο εις την Κατοχή. Ενώ, στον καιρό που μιλάμε εμοστράρισε σ’ ένα κάδρο και το απολυτήριο του εξατάξιου Γυμνασίου. Ως «κατ’ οίκον διδαχθείς» και αυτή τη φορά με δυό δεσμίδες χρυσές λίρες, αυτό που τον έκαμε και πολύ οικονόμο. Μαθαίνοντάς του ότι στην παλιοκοινωνία που ζούμε δεν υπάρχει τίποτα που να μην αγοράζεται με το χρήμα.
Και δεν ελυπότανε ο άτιμος ούτε μένανε ούτε τις ώρες του, αυτός να γράφει και να ξεγράφει συνέχεια και του λόγου μου να διορθώνω αλλά μονάχα εις το χαρτί τα συνταχτικά και ορθογραφικά λάθη του. Επειδή εις την πράξη, όπως μπορεί να σας το έχω πει κιόλας, εδούλευε πολύ τις ονομαστικές τις απόλυτες και την αττική σύνταξη. Ενώ θα σας εξιστορήσω σε κάποιο άλλο μέρος πόσο πολύ άνοιξε η όρεξη του να καταλήξει και πτυχιούχος.
Τα προηγούμενα ΕΔΩ