Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (3o)

Του Δημή­τρη Κανελ­λό­που­λου //

Άρι­στος εις την «Έκθε­ση Ιδε­ών» αλλά και μπα­λα­δό­ρος εξτρέμ εις τον Αχιλ­λέα, την ομά­δα του Κάβε­τα. Στο μόνο που τονε κατα­δι­κά­ζα­νε οι Νησιώτες.

Περ­νώ­ντας ο Σωτή­ρης απ’ όξω απ’ την ταβέρ­να μας, οι πελά­τες που ήσα­ντε γει­τό­νοι του οι περισ­σό­τε­ροι, τον εσχο­λιά­ζα­νε όλοι ευνοϊ­κά, ως ένα παι­δί που τα έπαιρ­νε τα γράμ­μα­τα, αλλά που όμως, το καη­μέ­νο, ορφά­νε­ψε μικρό και δε θα εσπού­δα­ζε. Έχο­ντας ακού­σει ότι πρώ­τευε εις τη «σύν­θε­ση», αυτό που σας έλεγα.

Ο Ανα­στά­σης ο Τζί­νος, πάντο­τε σκε­φτι­κός, κλει­σμέ­νος λίγο στον εαυ­τό του όπως να ήτα­νε αλκο­ο­λι­κός, με το ποτή­ρι συνέ­χεια μπρο­στά του, αλλά δίχως να πίνει, κατα­ριό­τα­νε μ’ ανα­στε­ναγ­μούς την άτι­μη τη φτώ­χεια και την ορφά­νια. Χαμη­λό­φω­να, όπως σα να μιλού­σε στον εαυ­τό του. Ύστε­ρα εκου­νού­σε σκυ­φτός το κεφά­λι του και παρά­με­νε σιω­πη­λός για πολύ που το επί­στευα πως θα έκλαι­γε από μέσα του. Βέβαια, σα μεγά­λος, για να μη φαί­νε­ται. Μπο­ρεί και για το λόγο ότι αυτός που ήτα­νε ευκα­τά­στα­τος και θα δυνό­τα­νε να σπου­δά­σει ένα παι­δί, είχε στα­θεί άκληρος.

Ο Δου­βί­κας ο Πανα­γιώ­της, ένας άλλος γεί­το­νάς του, πρά­ος άνθρω­πος που είχε βγά­λει το σχο­λαρ­χείο αλλά δεν επρο­χώ­ρη­σε, το αντί­θε­το από το Τζί­νο, βλέ­πο­ντας το Σωτή­ρη, σχε­δόν αφη­νί­α­ζε. Ίσως για­τί μ’ αυτά που έλε­γε εκδι­κιό­τα­νε και για το άτο­μό του την κοι­νω­νία την άτιμη.

- Σκέ­το φαι­νό­με­νο, εκρά­υ­γα­ζε κου­νώ­ντας το χέρι του, όπως να φοβέ­ρι­ζε κάποιον. Δυνα­τά με κίντυ­νο να τον άκου­γε το παι­δί. Σκέ­το φαι­νό­με­νο τους ξανά­λε­γε. Άρι­στος εις την «έκθε­ση ιδε­ών» εσυ­μπλή­ρω­νε με στόμ­φο για­τί θα το έβρι­σκε αυτό ως δικό του προ­νό­μιο. Επει­δή εμείς, τότε, μαζί και οι δάσκα­λοί μας αυτό το μάθη­μα το ελέ­γα­με «σύν­θε­ση». Και το είχα­με όλοι μας σε μεγά­λη υπό­λη­ψη, επει­δή, όπως το έχου­με ξανα­πεί, δεν εχρεια­ζό­τα­νε ξεχω­ρι­στό διά­βα­σμα και μπο­ρού­σα­νε να προ­κό­βου­νε σ’ αυτό εύκο­λα και οι πιο φτω­χοί ανά­με­σα στους συμ­μα­θη­τές μας.

Φαί­νε­ται μάλι­στα πως με το Δου­βί­κα και με το Τζί­νο εσυ­ντα­ζό­τα­νε κι ο πατέ­ρας μου αλλά για τους δικούς του λόγους, βέβαια. Ότι έβρι­σκε την ευκαι­ρία να τους «γνω­στο­ποι­ή­σει» πως εις την «έκθε­ση ιδε­ών» ήτα­νε πολύ καλός και «ο Δημη­τρά­κης» του. Περή­φα­νος λίγο αργό­τε­ρα και για τα στι­χά­κια που σκά­ρω­να με το Βασί­λη τον Κολο­βό και με τον Γαρί­δη. Και που τα έβα­νε στην εφη­με­ρί­δα του ένας Καλα­μα­τια­νός δημο­σιο­γρά­φος, ο Γιαννακόπουλος.

Στο μετα­ξύ, ο Σωτή­ρης, προ­σπερ­νώ­ντας μας, εχα­νό­τα­νε πίσω από τη γωνία του φούρ­νου από το απέ­να­ντι πεζο­δρό­μιο. Τις περισ­σό­τε­ρες φορές μονα­χός του ή, το πολύ, με το Λυμπέ­ρη το Στά­θη. Επει­δή με το Γιωρ­γού­λα ή τον Τσερ­πέ, για να μη δίνου­νε στό­χο, εχω­ρί­ζα­νε από λιγά­κι νωρί­τε­ρα. Κι από το λόγο, ότι τον ένα­νε, το «Γιωρ­γού­λα», ως λιγά­κι και συγ­γε­νή μας, τον εκη­δε­μό­νευε αμι­σθί ο πατέ­ρας μου, ενώ ο μπάρ­μπα-Μιχά­λης ο Τσερ­πές, είχε σχε­δόν απέ­να­ντί μας το μαγα­ζί και τα πλού­τη του, όπου στάθ­μευε ο Πανα­γιώ­της με τη σάκα του παρα­μά­σκα­λα. Ως τάχα ανί­δε­ος από παρέ­ες και σκάνταλα.

Εμέ­να, και μέχρι τον πόλε­μο του Σαρά­ντα, μου εφαι­νό­τα­νε πιο πολύ ψηλό­τε­ρος ο Σωτή­ρης απ’ όσο τον εβρή­κα αργό­τε­ρα εις την κατο­χή που εσμί­ξα­με. Κι όχι, βέβαια, επει­δή τάχα κόντυ­νε αυτός, αλλά για­τί επή­ρα κι εγώ, στο μετα­ξύ, λίγο μπόι μέχρι το ένα κι εξή­ντα δύο μου. Κι έτσι εμε­τριά­στη­κε και σ’ αυτό η από­στα­ση που μας χώριζε.

Όπως το ξανα­εί­πα­με, επερ­νού­σε πάντο­τες κρα­τώ­ντας τσα­λα­κω­μέ­νο στο δεξί χέρι του το πηλί­κιό του, σύμ­φω­να με τη μόδα που μας επα­ρά­δω­σεν η παρέα του. Περ­πα­τού­σε δίχως να βιά­ζε­ται κι ούτε τσα­κι­ζό­τα­νε να χαι­ρε­τή­σει τους περα­στι­κούς, είτε αυτούς στα καφε­νεία και τις ταβέρ­νες. Που σ’ αυτό εμείς οι νεώ­τε­ροι, παρα­βγαί­να­με ανα­με­τα­ξύ μας για να μαθαί­νου­νε οι δικοί μας το καλό μας το «φέρε­σθαι».

Τα παπού­τσια του ήτα­νε σχε­δόν κρυ­μέ­να μες στα μπα­τζά­κια του που σερ­νό­ντα­νε πάντο­τε, πλέ­ο­ντας κι αυτός μέσα στο παντε­λό­νι του που δε θα ήτα­νε, βέβαια, το λαμπριά­τι­κο του φίλου του του «Βρα­κού­λια». Ούτε και αλλου­νού Νησιώ­τη που, από την περη­φά­νια τους η μάνα του και οι αδερ­φές του, δεν απλώ­να­νε σε κανέ­να το χέρι τους.

Από τον ξάδερ­φό μου το Μακ, κολ­λη­τό του Δημή­τρη του αδερ­φού του, έμα­θα ότι μόνη της η θεία Όλγα είτε παρέα με το Σωτή­ρη, επή­γα­νε στο Καλο­γε­ρο­πλέι­κο, την άλλη ή την παρ’ άλλη. Με το παντε­λό­νι, καθα­ρό και «σιδε­ρω­μέ­νο», ετοι­μο­πα­ρά­δο­το εις το νοι­κο­κύ­ρη του. Αλλά φαί­νε­ται πως οι δυό μανά­δες συγκλο­νι­στή­κα­νε από τη φιλία των παι­διών τους, μη δίνο­ντας συνέ­χεια για να μην τα κακο­καρ­δί­σου­νε και να ενο­μί­ζα­νε ως αμαρ­τω­λή μιάν αθώα και αυθόρ­μη­τη παι­δι­κή χει­ρο­νο­μία. Και αυτό φαί­νε­ται για σωστό από το λόγο που οι δυο γυναί­κες ανταλ­λάσ­σα­νε τους χαι­ρε­τι­σμούς τους, από γιορ­τή σε γιορ­τή. Κι από τους δυό Σωτη­ρά­δες που κρα­τή­σα­νε ισό­βια τη φιλία τους.

Τον άλλο ή τον παρ’ άλλο χρό­νο, απ’ όσο θυμά­μαι„ το Σωτή­ρη τον εβλέ­πα­με μεν τα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα εις τον «Αχιλ­λέα», αλλά όχι τόσο συχνά περα­στι­κό εις το δρό­μο μας, ως μαθη­τή με το πηλί­κιο εις το χέρι, όπως τον είχα­με συνηθίσει.

Και σχο­λια­ζό­τα­νε, εκεί­νο τον και­ρό, κι από τους μεγά­λους, άλλοι λέγο­ντας ότι τάχα το είχε στα­μα­τή­σει από μόνος του το σχο­λείο και άλλοι πως τον είχα­νε διώ­ξει οι καθη­γη­τές του για την κακή δια­γω­γή του. Που την πραγ­μα­τι­κήν αλή­θεια σ’ αυτό την έμα­θα πολύ καθυ­στε­ρη­μέ­να. Και είναι ακρι­βώς όπως την κατα­γρά­φω και του λόγου μου καθυ­στε­ρη­μέ­να, σ’ ένα άλλο κεφά­λαιο του γρα­φτού μου.

Επει­δή το Γιωρ­γού­λα θα τον ξανα­βρού­με μπρο­στά μας, θα σας πλη­ρο­φο­ρή­σω ότι τον εθυ­μό­μου­να ως παι­δά­κι μαζί με το μεγα­λύ­τε­ρο αδερ­φό του το Σταύ­ρο. Χάρη που, του­λά­χι­στον μια φορά το χρό­νο, της «Αγια­τριά­δος», στο πανη­γύ­ρι μας, ανε­βαί­να­νε φαμε­λι­κώς στο χωριό μας. Για να χαί­ρο­νται και οι συγ­γε­νείς της μακα­ρί­τι­σας της μάνας τους τα δυό ορφα­νά τους. Μένο­ντας πολ­λά βρά­δια στους παπ­πού­δες τους με την άδεια και την παρό­τρυν­ση της μητριάς τους της θειά – Νικο­λέ­τας που τα είχε, πάντο­τε, καλο­ντυ­μέ­να και πεντακάθαρα.

Ενώ το αντρό­γυ­νο κατά­λυε στης θεί­ας μου της Ελέ­νης, από το λόγο πως είχα­νε βαφτί­σει την ξαδέρ­φη μου τη Χρι­στί­να. Έχο­ντας και ο ίδιος μερί­διο στα καλού­δια που της εφέρ­να­νε. Επει­δή σ’ αυτό το σπί­τι, είχα περισ­σό­τε­ρα προ­νό­μια απ’ όσα όλες μαζί και οι πέντε θυγα­τέ­ρες τους.

Κι ούτε ήτου­νε σπά­νιο να παί­ζου­νε με τις ώρες τα δυό παι­διά στην αυλή μας. Χαρού­με­νος για την προ­στα­σία που μου χαρί­ζα­νε ως λιγά­κι πιό μεγα­λύ­τε­ρα. Μένο­ντας από πάντο­τε ανε­ξή­γη­τη η αντι­πά­θεια που έβλε­πα ότι νιώ­θα­νε στην καη­μέ­νη τη Νικο­λέ­τα που, όπως ξέρω, ποτέ δεν εσή­κω­νε το χέρι της ή τη φωνή της σε βάρος τους. Που σ’ αυτό όμως πιστεύω θα παί­ξα­νε ρόλο η προ­κα­τά­λη­ψη τους ή τίπο­τε λόγια που θ’ ακού­γα­νε απ’ τους συγ­γε­νή­δες τους.

Περισ­σό­τε­ρα για το σόι το δικό τους ή της μάνας τους δεν έτυ­χε να θυμάμαι.

Μια καλύ­τε­ρη γνω­ρι­μία με τον «Αχιλ­λέα» και το Χαρα­λά­μπη τον Κάβε­τα. Που σ’ αυτόν περισ­σό­τε­ρο παρά στο Σωτή­ρη εστρε­φό­τα­νε η κακία των Νησιωτών.

Ως την καλύ­τε­ρη εικό­να που κρα­τάω από προ­πο­λε­μι­κά για το Σωτή­ρη στη μνή­μη μου, βάνω αυτή του τρια­ντα­δύο ή του τρια­ντα­τέσ­σε­ρα. Σ’ έναν και­ρό που τον εθαύ­μα­ζα ως εξτρέμ, κυνη­γό, εις την ομά­δα του Αχιλ­λέα. Χάρη στη φιλία μου με τον αδερ­φό του, επει­δή ως ομά­δα, εσυ­μπα­θού­σα μονά­χα τον Πάμι­σο, το αρχαιό­τε­ρο σωμα­τείο της επαρ­χί­ας μας. Με δικό του γήπε­δο και τ’ απο­δυ­τή­ριά του ακρι­βώς απέ­να­ντι από το σπί­τι μας σε μια ξένοι­κη Ζαλ­μέι­κη απο­θή­κη. Εις το αρχο­ντι­κό του Σταύ­ρου του Ζαλ­μά που μας άφη­σε εγγο­νό του τον ηθο­ποιό μας το Σταύ­ρο το συνο­νό­μα­τό του. Που τον εγνώ­ρι­σεν όλη η Ελλά­δα ντυ­μέ­νο σ’ ένα σήριαλ ως παπα­δο­παί­δι. Επει­δή του ηθο­ποιού ο πατέ­ρας, ο Γιώρ­γης ο Ζαλ­μάς, έπαι­ζε τότε μπάκ εις τον Πάμι­σο. Απρο­σπέ­ρα­στος με τον όγκο του, ότι τότε εις την άμυ­να βάνα­νε τους πλέ­ον παχύ­σαρ­κους που ετύ­χαι­νε να είναι και μια στά­λα ευκί­νη­τοι και δυνα­τοί στο σου­τά­ρι­σμα. Να διώ­χνου­νε όσο πιο μακριά τη μπά­λα από το τέρ­μα τους.

Τον «Αχιλ­λέα», την ομά­δα, όπου εθή­τευε ο Σωτή­ρης, τον εστε­ρέ­ω­σε και τον «τάι­ζε» ένας Κάβε­τας, δερ­μα­τέ­μπο­ρας, βαστα­ζού­με­νος νοι­κο­κύ­ρης που ως φαί­νε­ται τον έτρω­γαν τα λεφτά εις την τσέ­πη του. Που θα του περισ­σεύ­α­νε, βέβαια, επει­δή ήτα­νε ο μόνος στα μέρη μας που, όπως λέγα­νε, είχε βγει κερ­δι­σμέ­νος στην πόκα και στην πασέ­τα. Παί­ζο­ντας με τους Τζώρ­τζη­δες και με το Νικη­τό­που­λο που εκρα­τού­σε τα μισά μαγα­ζιά του Νησιού σε ακί­νη­τα. Από πριν, βέβαια, τα κλη­ρο­νο­μή­σει και τα ξεκά­μει ο κανα­κά­ρης του.

Επα­ζά­ρευε στο μετα­ξύ για προ­πο­νη­τή έναν Πατρι­νό Κού­στα, μονό­φθαλ­μο, αλλά που τον επή­ρα­νε σύντο­μα για την τέχνη του τα «Πρά­σι­να Που­λιά» εις την Καλα­μά­τα. Όπου πει­σμα­τω­μέ­νος κι αυτός, εκου­βά­λη­σε από τον Πει­ραιά το λεγό­με­νο «Μαύ­ρο», έναν μπρού­τζι­νο παι­χτα­ρά και του ανά­θε­σε και την «τεχνι­κή ηγε­σία». Έμμι­σθο «υπάλ­λη­λο» εις το μαγα­ζί του και οικό­τρο­φο εις το σπί­τι του, που παρά λίγο να του καθή­σει και σώγα­μπρος στη μονα­χο­κό­ρη του.

Από τον Πει­ραιά, όπως φαί­νε­ται, ξεσή­κω­σε και την εμφά­νι­ση της ομά­δας του. Άσπρο παντε­λο­νά­κι και με κόκ­κι­νες ρίγες στο κάθε­το οι φανέλ­λες του που απο­ρώ πώς τον εβά­φτι­σε «Αχιλ­λέα» και όχι «Θρύ­λο». Και όχι το άσπρο, πρά­σι­νο, των «πρά­σι­νων που­λιών» που αυτοί θα το είχα­νε παρ­μέ­νο από τους «βαζέ­λες»!

Και φαί­νε­ται για να δοξά­σει περισ­σό­τε­ρο το Σωτή­ρη μια ανε­ψιά του απ’ το Ζεπέι­κο, έγρα­φε σε μια Νησιώ­τι­κη εφη­με­ρί­δα ότι ο θεί­ος της εθριάμ­βευε εις τον Πάμι­σο. Κι ότι όρι­ζε, τάχα, με τη δια­θή­κη του, να τον εθά­βα­νε δίπλα στο γήπε­δο του Παμί­σου! Κάτι που μου φαί­νε­ται ότι σιγά, σιγά, θα το επί­στε­ψε και η ίδια από το μύθο που έπλα­σε, νομί­ζο­ντας ότι θα εδό­ξα­ζεν έτσι το θείο της περισσότερο.

Το Σωτή­ρη ως γκολ­τζή τον εφω­νά­ζα­νε σ’ έναν και­ρό και Μιγιά­κη αλλά δεν του εκόλ­λη­σε χάρη που ταί­ρια­ζε πολύ σ’ έναν άλλο­νε του Παμί­σου που δε θυμού­μαι πια τ’ όνο­μά του.

Η φανέλ­λα του ξεχει­λω­μέ­νη, έπλεε πάντο­τε εις το στή­θος του και τον έδει­χνε πολύ ντε­λι­κά­το. Επει­δή και ο Κάβε­τας θα τις αγό­ρα­ζε σε μεγά­λο νού­με­ρο όλες τους, για να ευκο­λύ­νο­νται οι παί­χτες του και να παίρ­νει όποια τύχαι­νε ο καθέ­νας τους.

Από το μπου­χό και την κού­ρα­ση, οι μπα­λα­δό­ροι μας εφαι­νό­ντα­νε πιο αξιο­λύ­πη­τοι απ’ όσο ήσα­ντε, και οι μεγά­λοι, όπως το έχου­με ξανα­πεί κιό­λας, εκου­νά­γα­νε περί­λυ­ποι το κεφά­λι τους… Ότι δεν τους έλει­πε τίποτ’ άλλο αυτών των παι­διών παρά αυτό το ξεθέ­ω­μα για να παίρ­να­νε κανέ­ναν πλευ­ρί­τη που η ελο­νο­σία και τα χτι­κιό εκά­να­νε τότε μεγά­λη θραύ­ση στα μέρη μας.

- Ορί­στε παι­γνί­δι που βρή­κα­νε, έλε­γε ο μανά­βης ο Ρήγας. Ολό­κλη­ροι άντρες και να κυκλο­φο­ρού­νε στις γει­το­νιές μας ξεβράκωτοι.

Οι πιο πολ­λοί τα βάνα­νε με το Χαρα­λά­μπη τον Κάβε­τα που «παλά­βω­σε ο κερα­τάς στα γερά­μα­τα». Ο μόνος αμέ­το­χος ήτα­νε ο κου­ρέ­ας ο Μίμης ο Ρού­τσης που δεν τον εθυ­μό­μα­στε να έχει κλω­τσή­σει ποτέ του ένα τόπι. Έστω και πάνινο.

- Τους περισ­σέ­ψα­νε βλέ­πεις τα πάχη­τα και βάλ­θη­καν να τα ρίξου­νε μαζί με το γιό του Ζαλ­μά ή το γιό του σταθ­μάρ­χη που και οι δυο τους σηκώ­νο­νται χορ­τά­τοι απ’ το τρα­πέ­ζι τους. «Με ταχτι­κό, τα σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα, το ψάρι τους ή το κρέ­ας τους», ολο­κλη­ρω­νε το Ρήγα ο Μπο­λιά­ρης ο Γιώρ­γης. Ενώ ο Δου­βί­κας έκλει­σε μια φορά την κου­βέ­ντα τους με μιαν αφιέ­ρω­ση που εκα­τά­λα­βα πως άνη­κε στο Σωτήρη.

- Κι ετού­τος εδώ πάλι ο δικός μου, έκλει­σε αγα­να­χτι­σμέ­νος την κου­βέ­ντα του ο Δου­βί­κας, δε σκέ­φτε­ται τη μάνα του και τις αδερ­φές του, τι θα γενού­νε έστω μια πού­ντα ν’ αρπάξει…

  • Έστω μονά­χα μια πού­ντα, επα­νά­λα­βε, αλλά πολύ χαμη­λό­φω­να, αυτό που φανέ­ρω­νε πως το έλε­γε μονά­χα από ενδια­φέ­ρον στον ίδιο­νε και τη φαμε­λιά του. Καθώς μάλι­στα την ίδια στιγ­μή εχτύ­πη­σε δυό φορές το χέρι του στο τρα­πέ­ζι το ξύλι­νο, για να μήπως έστερ­γε στο παι­δί η κακο­γλωσ­σιά του. Ένα πρά­μα που το σεβα­στή­κα­νε όλοι και αλλά­ξα­νε το θέμα της συζητήσεως.

(Από­σπα­σμα από την ανέκ­δο­τη μονο­γρα­φία του Δημή­τρη Κανελ­λό­που­λου: ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΤΑΤΖΗΣ. Ένας μεγά­λος με τη ζωή του κομ­μέ­νη στα τέσ­σε­ρα. Μονογραφία).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο