Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (6o)

του Δημή­τρη Κανελ­λό­που­λου //

Πως εμπή­κα στο Πατσα­τζέι­κο κι επή­ρα όλα τα μυστι­κά τους. Χάρη στη φιλία μου με τον Δημή­τρη τον αδερ­φό τους και τον ξάδερ­φο μου τον Μάκ, τον κολ­λέ­γα του.

Για τον πατέ­ρα μου, ορα­τός κίν­δυ­νος ήτα­νε ο Δημή­τρης, ο αδερ­φός του που όπως σας τόχω ξανα­πεί κιό­λας, εσυ­μπέ­σα­με συμ­μα­θη­τές στις δύο τρεις, πρώ­τες τάξεις του Γυμνα­σί­ου. Μαζί με τον ξάδερ­φό μου τον λεγό­με­νο Μάκ που οι δυο τους ήσα­ντε όπως ο Ναθα­να­ήλ και ο Φίλιπ­πος. Αχώ­ρι­στοι όχι μονά­χα μετα­ξύ τους αλλά το ίδιο και με το τσι­γα­ρά­κι και με την τρά­που­λα που τα μάθαι­νε αυτά ο πατέ­ρας μου κατά πρώ­το λόγο από τον ίδιο τον παι­δο­νό­μο που είχε και το σπί­τι του βιζα­βί με της Ασπα­σί­ας της θεί­ας μου.

Όμως όσο και να το κάμεις, το αίμα νερό δεν γινό­τα­νε με τον ξαδερ­φό μου και περισ­σό­τε­ρο που δεν εκά­πνι­ζα και με το ελά­χι­στο χαρ­τζι­λί­κι που διά­θε­τα εγι­νό­μου­να ο καλύ­τε­ρος τρο­φο­δό­της τους. Σε αντάλ­λαγ­μα για τα μαθή­μα­τα που μου δίνα­νε στο χαρ­τά­κι και τις λοι­πές ευρε­σι­τε­χνί­ες τους. Κι ούτε παρα­ξη­γού­σα­νε τον πατέ­ρα μου παρά πλη­σιά­ζο­ντας στο μαγα­ζί ή στο σπί­τι μας, αλλά­ξα­νε και οι δυό την πορεία τους.

Ο Δημή­τρης, ήτα­νε στην κοψιά το άκρο αντί­θε­το από το Σωτή­ρη τον αδερ­φό του που επα­ρά­μει­νε και μεγά­λος, ένας όμορ­φος άντρας, στυ­λά­τος με λεπτά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, που εχά­ρι­ζε από κάτι στο κάθε και­νούρ­γιο ρού­χο που εφο­ρού­σε. Και όχι μονά­χα εις την εμφάνιση.

Ο άλλος, όπως θα τον κατα­γρά­ψω κι αλλού, εστε­κό­τα­νε πιο κοντός ακό­μα κι από του λόγου μου όπως κι από το Μάκ που δε φημι­ζό­τα­νε κι αυτός για το μπόι του. Όμως ήτα­νε πολύ πιο γερο­δε­μέ­νος κι από τους δυό μας και πολύ ζόρι­κος στους καυ­γά­δες, μελα­χρι­νός που γυφτό­φερ­νε. Θρη­σκευό­με­νος με τις ματα­λα­βιές του και τις νηστεί­ες του που αρά­δι­ζε εις το κατη­χη­τι­κό και τον «Πάτερ». Παρε­ού­λα με τον ποι­η­τή τον Καμ­βύ­ση το Νίκο που εμέ­να με επα­ρα­ξέ­νευε όχι μονά­χα για το τσι­γα­ρά­κι ή το χαρ­τά­κι που έπαι­ζε, αλλά και για τις χρι­στο­πα­να­γί­ες που εκα­τέ­βα­ζε. Και τον έβλε­πα ως έτοι­μο για την κόλα­ση. Κι από τον πρό­σθε­το λόγο ότι ετολ­μού­σε και ύψω­νε το βλέμ­μα του το αμαρ­τω­λό, εις το χαγιά­τι το Κασα­μέϊ­κο, τρία, τέσ­σε­ρα μέτρα ψηλό­τε­ρα απ’ το παρα­θύ­ρι του. Όπου ερο­μα­τζά­ρι­ζε, τάχα ανί­δεη, στο μπαλ­κό­νι της η Γκα­σα­μο­πού­λα η Βού­λα, μια κοπε­λιά που να την έπι­νες στο ποτή­ρι. Κι απο­ρού­σα όχι τόσο που το ετολ­μού­σε ένα τέτοιο πράγ­μα αυτός ο άτι­μος, όσο που κι αυτή δεν είχε απο­στέρ­ξει το αίσθη­μα του. Επει­δή από τα ψηλά που τον εθω­ρού­σε θα τους έβλε­πε ως ένα και το αυτό όλους τους άντρες του κόσμου. Δίχως να ξεχω­ρί­ζει τους κοντούς από τους ψηλούς ή τους όμορ­φους από τους άσχη­μους. Δίνο­ντας με τη φαντα­σία της, όπως φαί­νε­ται, πολ­λή ομορ­φά­δα και μπόι στο φίλο μου. Μπο­ρεί και στον ξάδερ­φό μου.

Το σπί­τι τους όπως θα τόχω κι αλλού κατα­γρά­ψει, ήτα­νε σχε­δόν απέ­να­ντι από το εκκλη­σά­κι του «Αη – Θανά­ση» που το μεγα­λώ­σα­νε πρό­χει­ρα, οι Νησιώ­τες για να χωρά­ει την ενο­ρία του ΑηΓιαν­νιού που εγκρε­μί­στη­κε με τους σει­σμούς του ’34. Έτσι με τον Άγιο Θανά­ση δίπλα στην πόρ­τα της, βολευό­τα­νε και η θεία Όλγα, η μάνα τους, που του άνα­βε ταχτι­κά το καντή­λι. Ενώ τις Κυρια­κές, με τον όρθρο, ξημε­ρω­νό­τα­νε μπρο­στά στο εικό­νι­σμα του. Όπως εκκλη­σά­ρι­σα ανέ­ξο­δη εις την χάρη του.

Ανοί­γο­ντας την εξώ­θυ­ρά τους, περ­πα­τού­σες ένα στε­νό διά­δρο­μο, δέκα με δώδε­κα βήμα­τα, όσο τον όρι­ζε από δεξιά το διπλα­νό σπί­τι, νομί­ζω των Μυλω­νά­δων που είχα­νε το φουρ­νά­ρι­κο εις την γει­το­νιά μας, και από αρι­στε­ρά ο τοί­χος της «σάλας» τους. Ενώ από το βορι­νό μέρος είχα­νε την εμπα­τή τους απέ­να­ντι από το τει­χί που το όρι­ζε το μαγει­ριό τους όπου εκεί, εγευ­μα­τί­ζα­νε κιόλας.

Μέσα, το σπί­τι τους, χάρη στα λίγα έπι­πλα που δια­θέ­τα­νε, παρου­σια­ζό­τα­νε ως και απλό­χω­ρο. Πεντα­κά­θα­ρο με κεντή­μα­τα στους τοί­χους του από χρω­μα­τι­στά χαρ­τιά που ήσα­ντε τότε πολύ της μόδας στα μέρη μας. Όλα από τα χέρια της Ελέ­νης της αδερ­φής τους.

Το ίδιο πεντα­κά­θα­ρη ήταν και η αυλή τους. Ψηλο­τεί­χι­στη κι από τα άλλα μέρη, με μια περ­γου­λιά που εσκί­α­ζε την Ανα­το­λή της. Χωρίς την ακα­τα­στα­σία των άλλων σπι­τιών χάρη που στη φαμί­λια τους δεν είχα­νε το συνή­θειο ν’ ανα­σταί­νου­νε χοι­ρι­νά ή μαρ­τί­νια. Ενώ και τις λίγες κότες που εδια­θέ­τα­νε τις είχα­νε κλει­σμέ­νες συνέ­χεια στο κοτέ­τσι τους. Κι ούτε φυτεύ­α­νε λαχα­νι­κά εις τον κήπο τους .

Κι όπως, κατά κανό­να, η θεία Όλγα και η Ελέ­νη λεί­πα­νε στις εκκλη­σί­ες ή στις δου­λειές τους, εβρί­σκα­με κι εμείς με τον Μάκ τον και­ρό για να εκπαι­δευό­μα­στε εις την τρά­που­λα. Αλλά πάντο­τε «στά­σι­μοι». Επει­δή και οι τρεις μας επαί­ζα­με επι­πό­λαια και περισ­σό­τε­ρο χάνα­με παρά εκερ­δί­ζα­με σ’ αυτή την τέχνη τη δύσκολη.

Αφού, για να κατα­λά­βου­τε, εις το καφε­νείο «Η Λέσχη», τους ερί­χνα­με δίπλα τους έναν καλό πρε­φα­δό­ρο, ως τρί­το, κι αυτοί ακό­μα και συνεν­νοη­μέ­νοι στο μετα­ξύ τους, δεν ημπο­ρού­σαν να τον κερ­δί­σου­νε. Επει­δή στο ενδιά­με­σο τσα­ντι­ζό­τα­νε ο ένας τους με τον άλλο­νε και από τις κόντρες τους εβγαί­να­νε πάντο­τε οι χαμέ­νοι. Κάτι που ως θεα­τές το εδια­σκε­δά­ζα­με όπως να ήτα­νε ένα θεα­τρι­κό νούμερο.

Σε άλλο μέρος, ανι­στο­ρώ το πώς και το πότε τους άφη­κε ορφα­νούς ο πατέ­ρας τους, σύξυ­λους σ’ αυτόν τον παλιό­κο­σμο, έχο­ντας ξεπου­λή­σει με την αρρώ­στια του την προί­κα της μάνας τους. Ένα πανέ­μορ­φο χτή­μα με το πηγά­δι του στην άκρη του Νησιού, από δεξιά μας κατη­φο­ρί­ζο­ντας για του Χόν­τζα. Κι ένα ελαιο­πε­ρί­βο­λο παρα­δί­πλα στο μπα­χτσέ της χήρας της Καντιάνενας.

Ο Δημή­τρης, στις δόξες του, ως ευκα­τά­στα­τος, κύριος, και υψη­λό­βαθ­μος στην υπη­ρε­σία του, εδε­χό­τα­νε μεν ότι επή­ρα­νε τη σύντα­ξη του πατέ­ρα τους έξη με εφτά χρό­νους αργό­τε­ρα από το θάνα­τό του, αλλά για να κρύ­βει την δυστυ­χία που ζήσα­νε την ανέ­βα­ζε πολύ εις το ύψος της. Ότι τάχα επαίρ­να­νε 1800 δραχ­μές ως μηνιά­τι­κο. Το 1926, όπου τότε ακό­μα και οι στρα­τη­γοί τελειώ­νο­ντας όλη τους την θητεία, εφεύ­γα­νε με μικρό­τε­ρη σύνταξη.

Εμέ­να, πάντως, δεν ξέρω πως και για­τί μου έχει εντυ­πω­θεί ότι τους είχα­νε βγει 1500 δραχ­μές εις το τρί­μη­νο, που όλες τους κατα­λή­γα­νε στο φουρ­νά­ρι­κο του γεί­το­νά τους του Μυλω­νά. Για τον επιού­σιο και με τη μάνα τους, όσο τηνε θυμά­μαι, να περ­πα­τά­ει έχο­ντας όπως και όλοι μας, το δευ­τε­ρά­κι του βερε­σέ εις το χέρι της. Τέλοσπάντων.

Η θεία Όλγα ως άνθρω­πος, δεν άφη­νε ίσκιο μπρο­στά της ή πίσω της περ­πα­τώ­ντας, ούτε ακού­γο­ντα­νε τα βήμα­τα της, είτε ο λόγος της. Επει­δή και δεν την ύψω­νε εύκο­λα την φωνή της. Ακό­μα και μέσα στο σπί­τι της που θα είχε, βέβαια, αυτό το θάρ­ρος με τους δικούς της.

Το μόνο που εξε­χώ­ρι­ζες πάνω της, ήτα­νε τα μάτια της που ελά­μπα­νε από τις δύο λιμνού­λες που ενώ­νο­νταν μέσα τους βυθι­σμέ­να. Μικρό­σω­μη, συνέ­χεια στο μαύ­ρο ή στο βαθύ σκού­ρο, λιπό­σαρ­κη όπως οι ασκη­τές που βλέ­που­με στα βυζα­ντι­νά τέμπλα. Εμέ­να μ’ εφό­βι­ζε που δεν ήξε­ρα αν αντί­κρι­ζα ένα λεί­ψα­νο ή κάποια άγνω­στη αγία που είχε ξεφύ­γει απ’ τον παράδεισο.

Ερχό­με­νη απ’ έξω η θεία Όλγα, πάντα και κάτι θα κου­βα­λού­σε, είτε σε μια μπό­λια είτε σ’ ένα καλα­θά­κι που συνή­θι­ζε και κρα­τού­σε στο χέρι της. Αν ήτα­τε φρού­το ή άλλο φαγώ­σι­μο εκεί­νη εβρι­σκό­τα­νε πάντα χορ­τά­τη. Και το μοί­ρα­ζε σε μας και το Μάκ. Ενώ της Ελέ­νης, της κόρης της, της έβγα­ζε μερ­τι­κό μονά­χα απ’ όσο επε­ρίσ­σευε από λόγου μας. Ένα πράγ­μα που εγι­νό­τα­νε για τον εαυ­τό της κι από την Ελέ­νη την ίδια που είχε πάρει σ’ αυτό τα χού­για της μάνας της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο