του Δημήτρη Κανελλόπουλου //
Πως εμπήκα στο Πατσατζέικο κι επήρα όλα τα μυστικά τους. Χάρη στη φιλία μου με τον Δημήτρη τον αδερφό τους και τον ξάδερφο μου τον Μάκ, τον κολλέγα του.
Για τον πατέρα μου, ορατός κίνδυνος ήτανε ο Δημήτρης, ο αδερφός του που όπως σας τόχω ξαναπεί κιόλας, εσυμπέσαμε συμμαθητές στις δύο τρεις, πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Μαζί με τον ξάδερφό μου τον λεγόμενο Μάκ που οι δυο τους ήσαντε όπως ο Ναθαναήλ και ο Φίλιππος. Αχώριστοι όχι μονάχα μεταξύ τους αλλά το ίδιο και με το τσιγαράκι και με την τράπουλα που τα μάθαινε αυτά ο πατέρας μου κατά πρώτο λόγο από τον ίδιο τον παιδονόμο που είχε και το σπίτι του βιζαβί με της Ασπασίας της θείας μου.
Όμως όσο και να το κάμεις, το αίμα νερό δεν γινότανε με τον ξαδερφό μου και περισσότερο που δεν εκάπνιζα και με το ελάχιστο χαρτζιλίκι που διάθετα εγινόμουνα ο καλύτερος τροφοδότης τους. Σε αντάλλαγμα για τα μαθήματα που μου δίνανε στο χαρτάκι και τις λοιπές ευρεσιτεχνίες τους. Κι ούτε παραξηγούσανε τον πατέρα μου παρά πλησιάζοντας στο μαγαζί ή στο σπίτι μας, αλλάξανε και οι δυό την πορεία τους.
Ο Δημήτρης, ήτανε στην κοψιά το άκρο αντίθετο από το Σωτήρη τον αδερφό του που επαράμεινε και μεγάλος, ένας όμορφος άντρας, στυλάτος με λεπτά χαρακτηριστικά, που εχάριζε από κάτι στο κάθε καινούργιο ρούχο που εφορούσε. Και όχι μονάχα εις την εμφάνιση.
Ο άλλος, όπως θα τον καταγράψω κι αλλού, εστεκότανε πιο κοντός ακόμα κι από του λόγου μου όπως κι από το Μάκ που δε φημιζότανε κι αυτός για το μπόι του. Όμως ήτανε πολύ πιο γεροδεμένος κι από τους δυό μας και πολύ ζόρικος στους καυγάδες, μελαχρινός που γυφτόφερνε. Θρησκευόμενος με τις ματαλαβιές του και τις νηστείες του που αράδιζε εις το κατηχητικό και τον «Πάτερ». Παρεούλα με τον ποιητή τον Καμβύση το Νίκο που εμένα με επαραξένευε όχι μονάχα για το τσιγαράκι ή το χαρτάκι που έπαιζε, αλλά και για τις χριστοπαναγίες που εκατέβαζε. Και τον έβλεπα ως έτοιμο για την κόλαση. Κι από τον πρόσθετο λόγο ότι ετολμούσε και ύψωνε το βλέμμα του το αμαρτωλό, εις το χαγιάτι το Κασαμέϊκο, τρία, τέσσερα μέτρα ψηλότερα απ’ το παραθύρι του. Όπου εροματζάριζε, τάχα ανίδεη, στο μπαλκόνι της η Γκασαμοπούλα η Βούλα, μια κοπελιά που να την έπινες στο ποτήρι. Κι απορούσα όχι τόσο που το ετολμούσε ένα τέτοιο πράγμα αυτός ο άτιμος, όσο που κι αυτή δεν είχε αποστέρξει το αίσθημα του. Επειδή από τα ψηλά που τον εθωρούσε θα τους έβλεπε ως ένα και το αυτό όλους τους άντρες του κόσμου. Δίχως να ξεχωρίζει τους κοντούς από τους ψηλούς ή τους όμορφους από τους άσχημους. Δίνοντας με τη φαντασία της, όπως φαίνεται, πολλή ομορφάδα και μπόι στο φίλο μου. Μπορεί και στον ξάδερφό μου.
Το σπίτι τους όπως θα τόχω κι αλλού καταγράψει, ήτανε σχεδόν απέναντι από το εκκλησάκι του «Αη – Θανάση» που το μεγαλώσανε πρόχειρα, οι Νησιώτες για να χωράει την ενορία του ΑηΓιαννιού που εγκρεμίστηκε με τους σεισμούς του ’34. Έτσι με τον Άγιο Θανάση δίπλα στην πόρτα της, βολευότανε και η θεία Όλγα, η μάνα τους, που του άναβε ταχτικά το καντήλι. Ενώ τις Κυριακές, με τον όρθρο, ξημερωνότανε μπροστά στο εικόνισμα του. Όπως εκκλησάρισα ανέξοδη εις την χάρη του.
Ανοίγοντας την εξώθυρά τους, περπατούσες ένα στενό διάδρομο, δέκα με δώδεκα βήματα, όσο τον όριζε από δεξιά το διπλανό σπίτι, νομίζω των Μυλωνάδων που είχανε το φουρνάρικο εις την γειτονιά μας, και από αριστερά ο τοίχος της «σάλας» τους. Ενώ από το βορινό μέρος είχανε την εμπατή τους απέναντι από το τειχί που το όριζε το μαγειριό τους όπου εκεί, εγευματίζανε κιόλας.
Μέσα, το σπίτι τους, χάρη στα λίγα έπιπλα που διαθέτανε, παρουσιαζότανε ως και απλόχωρο. Πεντακάθαρο με κεντήματα στους τοίχους του από χρωματιστά χαρτιά που ήσαντε τότε πολύ της μόδας στα μέρη μας. Όλα από τα χέρια της Ελένης της αδερφής τους.
Το ίδιο πεντακάθαρη ήταν και η αυλή τους. Ψηλοτείχιστη κι από τα άλλα μέρη, με μια περγουλιά που εσκίαζε την Ανατολή της. Χωρίς την ακαταστασία των άλλων σπιτιών χάρη που στη φαμίλια τους δεν είχανε το συνήθειο ν’ ανασταίνουνε χοιρινά ή μαρτίνια. Ενώ και τις λίγες κότες που εδιαθέτανε τις είχανε κλεισμένες συνέχεια στο κοτέτσι τους. Κι ούτε φυτεύανε λαχανικά εις τον κήπο τους .
Κι όπως, κατά κανόνα, η θεία Όλγα και η Ελένη λείπανε στις εκκλησίες ή στις δουλειές τους, εβρίσκαμε κι εμείς με τον Μάκ τον καιρό για να εκπαιδευόμαστε εις την τράπουλα. Αλλά πάντοτε «στάσιμοι». Επειδή και οι τρεις μας επαίζαμε επιπόλαια και περισσότερο χάναμε παρά εκερδίζαμε σ’ αυτή την τέχνη τη δύσκολη.
Αφού, για να καταλάβουτε, εις το καφενείο «Η Λέσχη», τους ερίχναμε δίπλα τους έναν καλό πρεφαδόρο, ως τρίτο, κι αυτοί ακόμα και συνεννοημένοι στο μεταξύ τους, δεν ημπορούσαν να τον κερδίσουνε. Επειδή στο ενδιάμεσο τσαντιζότανε ο ένας τους με τον άλλονε και από τις κόντρες τους εβγαίνανε πάντοτε οι χαμένοι. Κάτι που ως θεατές το εδιασκεδάζαμε όπως να ήτανε ένα θεατρικό νούμερο.
Σε άλλο μέρος, ανιστορώ το πώς και το πότε τους άφηκε ορφανούς ο πατέρας τους, σύξυλους σ’ αυτόν τον παλιόκοσμο, έχοντας ξεπουλήσει με την αρρώστια του την προίκα της μάνας τους. Ένα πανέμορφο χτήμα με το πηγάδι του στην άκρη του Νησιού, από δεξιά μας κατηφορίζοντας για του Χόντζα. Κι ένα ελαιοπερίβολο παραδίπλα στο μπαχτσέ της χήρας της Καντιάνενας.
Ο Δημήτρης, στις δόξες του, ως ευκατάστατος, κύριος, και υψηλόβαθμος στην υπηρεσία του, εδεχότανε μεν ότι επήρανε τη σύνταξη του πατέρα τους έξη με εφτά χρόνους αργότερα από το θάνατό του, αλλά για να κρύβει την δυστυχία που ζήσανε την ανέβαζε πολύ εις το ύψος της. Ότι τάχα επαίρνανε 1800 δραχμές ως μηνιάτικο. Το 1926, όπου τότε ακόμα και οι στρατηγοί τελειώνοντας όλη τους την θητεία, εφεύγανε με μικρότερη σύνταξη.
Εμένα, πάντως, δεν ξέρω πως και γιατί μου έχει εντυπωθεί ότι τους είχανε βγει 1500 δραχμές εις το τρίμηνο, που όλες τους καταλήγανε στο φουρνάρικο του γείτονά τους του Μυλωνά. Για τον επιούσιο και με τη μάνα τους, όσο τηνε θυμάμαι, να περπατάει έχοντας όπως και όλοι μας, το δευτεράκι του βερεσέ εις το χέρι της. Τέλοσπάντων.
Η θεία Όλγα ως άνθρωπος, δεν άφηνε ίσκιο μπροστά της ή πίσω της περπατώντας, ούτε ακούγοντανε τα βήματα της, είτε ο λόγος της. Επειδή και δεν την ύψωνε εύκολα την φωνή της. Ακόμα και μέσα στο σπίτι της που θα είχε, βέβαια, αυτό το θάρρος με τους δικούς της.
Το μόνο που εξεχώριζες πάνω της, ήτανε τα μάτια της που ελάμπανε από τις δύο λιμνούλες που ενώνονταν μέσα τους βυθισμένα. Μικρόσωμη, συνέχεια στο μαύρο ή στο βαθύ σκούρο, λιπόσαρκη όπως οι ασκητές που βλέπουμε στα βυζαντινά τέμπλα. Εμένα μ’ εφόβιζε που δεν ήξερα αν αντίκριζα ένα λείψανο ή κάποια άγνωστη αγία που είχε ξεφύγει απ’ τον παράδεισο.
Ερχόμενη απ’ έξω η θεία Όλγα, πάντα και κάτι θα κουβαλούσε, είτε σε μια μπόλια είτε σ’ ένα καλαθάκι που συνήθιζε και κρατούσε στο χέρι της. Αν ήτατε φρούτο ή άλλο φαγώσιμο εκείνη εβρισκότανε πάντα χορτάτη. Και το μοίραζε σε μας και το Μάκ. Ενώ της Ελένης, της κόρης της, της έβγαζε μερτικό μονάχα απ’ όσο επερίσσευε από λόγου μας. Ένα πράγμα που εγινότανε για τον εαυτό της κι από την Ελένη την ίδια που είχε πάρει σ’ αυτό τα χούγια της μάνας της.