Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΜΙΜΗ ΒΙΤΣΩΡΗ (1902–1945)

Γρά­φει ο Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος //

Από τα εφη­βι­κά μου χρό­νια, που άρχι­σα να μελε­τώ την ιστο­ρία της νεο­ελ­λη­νι­κής τέχνης, ανα­ζη­τώ­ντας προ­σω­πι­κό­τη­τες ικα­νές να φωτί­σουν αλλά και να προσ­διο­ρί­σουν την δική μου καλ­λι­τε­χνι­κή στά­ση και ταυ­τό­τη­τα, με έθελ­ξαν με το έργο τους και την ζωή τους (η από­λυ­τη σχέ­ση έργου-ζωής κρι­τή­ριο αξί­ας) οι νεο­έλ­λη­νες που θεω­ρη­τι­κά και πρα­κτι­κά ανα­ζή­τη­σαν και εξέ­φρα­σαν, σε δια­φο­ρε­τι­κό τομέα ο καθέ­νας, την ουσια­στι­κή ελλη­νι­κό­τη­τα (όχι την του­ρι­στι­κή και γρα­φι­κή ελλη­νι­κό­τη­τα που ανα­κά­λυ­ψαν και έκφρα­σαν με αισιο­δο­ξία, δια­κο­σμη­τι­κό­τη­τα και εμφα­νή δάνεια από τον Ευρω­παι­κό μοντερ­νι­σμό αρκε­τοί γνω­στοί καλ­λι­τέ­χνες της γενιάς του 1930). Όπως γρά­φει ο Βιτσώ­ρης στο δοκί­μιό του “Τέχνη και επο­χή” τα γνω­ρί­σμα­τα της ελλη­νι­κό­τη­τας είναι εσω­τε­ρι­κό­τε­ρα… Ρυθ­μός, με την έννοια της ισορ­ρο­πί­ας των στοι­χεί­ων, διαύ­γεια, όχι απα­ραί­τη­τα ατμο­σφαι­ρι­κή, αλλά σκέ­ψε­ως, πνευ­μα­τι­κό­τη­τα στην ανώ­τε­ρη βαθ­μί­δα της.

Ο Μίμης Βιτσώ­ρης γεν­νή­θη­κε το 1902 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Μετά τον θάνα­το του πατέ­ρα του η οικο­γέ­νειά του έρχε­ται στην Αθή­να. Ο Βιτσώ­ρης άρχι­σε να ζωγρα­φί­ζει σε ηλι­κία 16 χρό­νων και στα 17 του γρά­φτη­κε στη Σχο­λή Καλών Τεχνών. Η εκρη­κτι­κή φύση του όμως δεν προ­σαρ­μό­στη­κε στο αυστη­ρό ακα­δη­μαϊ­κό σύστη­μα εκπαί­δευ­σης και την εγκα­τέ­λει­ψε σχε­δόν αμέ­σως. Τι άρα­γε μπο­ρού­σε να προ­σφέ­ρει η Σχο­λή στην ιδιο­φυία του Βιτσώ­ρη, εκτός ίσως από την στοι­χειώ­δη γνώ­ση του “χαράσ­σειν το σχή­μα και του ανα­κα­τώ­νειν το χρώ­μα”, όπως γρά­φει ο Περι­κλής Γιαν­νό­που­λος στην “Ελλη­νι­κή Γραμμή”;

vitsoris2

Ο Βιτσώ­ρης ζωγρα­φί­ζει εντα­τι­κά και στα 18 του χρό­νια εκθέ­τει τα έργα του στην Αθή­να. Κατό­πιν επι­σκέ­φτη­κε την Ιτα­λία, τη Γερ­μα­νία και τη Γαλ­λία, που γνώ­ρι­σε από κοντά τα πρω­το­πο­ρια­κά και ανα­τρε­πτι­κά εικα­στι­κά κινή­μα­τα της επο­χής. Στα κινή­μα­τα αυτά ο Βιτσώ­ρης δια­τή­ρη­σε μια εκλε­κτι­κή από­στα­ση, για­τί τον ενδιέ­φε­ρε μετά από την ανά­λο­γη αφο­μοί­ω­ση να εκφρά­σει την καλ­λι­τε­χνι­κή του ύπαρ­ξη, που δυστυ­χώς από πολύ νωρίς υπέ­στη ψυχι­κές δια­τα­ρά­ξεις. Πάντως το εικα­στι­κό και θεω­ρη­τι­κό έργο του φανε­ρώ­νει έναν δημιουρ­γό κύριο των μέσων του, που προ­σπα­θεί μέσα σε δύσκο­λες συν­θή­κες να υλο­ποι­ή­σει το αισθη­τι­κό του πιστεύω στα ευρύ­τε­ρα πεδία του εξπρεσσ­σιο­νι­σμού. Η φιλά­σθε­νη φύση του και η οικο­νο­μι­κές δυσχέ­ρειες, παρό­λο που συνερ­γά­στη­κε στο Παρί­σι με την εφη­με­ρί­δα Petit Parisien σαν σκι­τσο­γρά­φος με σημα­ντι­κή αντα­πό­κρι­ση, τον ανα­γκά­ζει από το 1927 να εγκα­τα­στα­θεί ορι­στι­κά στην Αθήνα.

vitsoris3

Στην Αθή­να εντά­θη­κε για τον Βιτσώ­ρη ο αγώ­νας της επι­βί­ω­σης και επι­δί­δε­ται με επι­τυ­χία στην εικο­νο­γρά­φη­ση εφη­με­ρί­δων και περιο­δι­κών, συνε­χί­ζο­ντας βέβαια τις εικα­στι­κές του ανα­ζη­τή­σεις. Ζωγρα­φί­ζει πολ­λά λιμά­νια, προ­σω­πο­γρα­φί­ες οικεί­ων του, θρη­σκευ­τι­κά θέμα­τα με κοσμι­κή και αγιο­γρα­φι­κή προ­σέγ­γι­ση, που καθρε­φτί­ζουν την μεσο­πο­λε­μι­κή ατμό­σφαι­ρα, φορ­τι­σμέ­νη από την ταρα­χή και την μελαγ­χο­λία του, κατορ­θώ­νο­ντας να δώσει με καθα­ρά ζωγρα­φι­κά μέσα αλη­θι­νά ψυχο­γρα­φή­μα­τα. Ζωγρα­φί­ζει επί­σης και σκι­τσά­ρει ανθρώ­πους του θεά­τρου (ο πρώ­τος του αδελ­φός Γιώρ­γος Βιτσώ­ρης ήταν γνω­στός ηθο­ποιός και εκπρό­σω­πος των Ελλή­νων Τρο­τσκι­στών) καθώς και θέμα­τα της νυχτε­ρι­νής ζωής.

Το 1930 γίνε­ται ιδρυ­τι­κό μέλος της αντια­κα­δη­μαϊ­κής «Ομά­δας Τέχνης» και συμ­με­τέ­χει σε όλες τις εκθέ­σεις της. Ταυ­τό­χρο­να κάνει διε­θνείς παρου­σί­ες στις Biennale της Βενε­τί­ας το 1935 και 1940 και του San Francisco το 1939. Οι παρου­σί­ες αυτές δεν έμει­ναν απα­ρα­τή­ρη­τες και υπάρ­χουν κρι­τι­κές σε ιτα­λι­κές και γερ­μα­νι­κές εφη­με­ρί­δες της επο­χής που ανα­γνω­ρί­ζουν την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του Βιτσώ­ρη. Επί­σης έλα­βε βρα­βεία σε σημα­ντι­κούς δια­γω­νι­σμούς στην Ελλά­δα και έγκρι­τοι τεχνο­κρι­τι­κοί ανα­γνώ­ρι­σαν την ποιό­τη­τα της δου­λειάς του. Ανα­φο­ρές και κρι­τι­κές στα έργα του έχουν γίνει από τον Άγγε­λο Γ. Προ­κο­πί­ου, τον Παντε­λή Πρε­βε­λά­κη, τον Δημή­τρη Ευαγ­γε­λί­δη, τον Σωτή­ρη Σκί­πη, τον Ι. Μ. Πανα­γιω­τό­που­λο, τον Στέ­λιο Λυδά­κη κ.α.

Ο Βιτσώ­ρης ασχο­λή­θη­κε επί­σης και με την γλυ­πτι­κή, με αξιο­ση­μεί­ω­τα πλα­στι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Στα εγκαί­νια της ανα­δρο­μι­κής του έκθε­σης στην Gallery DADA το 1987, της οποί­ας είχα την επι­μέ­λεια, ο δια­κε­κρι­μέ­νος γλύ­πτης Μέμος Μακρής ανέ­φε­ρε βλέ­πο­ντας την προ­το­μή του Γκρέ­κο, ότι στον τότε δια­γω­νι­σμό της Εθνι­κής Πινα­κο­θή­κης βρα­βεύ­τη­κε το έργο του Βιτσώ­ρη, αλλά όταν η επι­τρο­πή δια­πί­στω­σε ότι είναι έργο ζωγρά­φου, ματαί­ω­σε την βράβευση…

vitsoris6

Ο Βιτσώ­ρης δια­τύ­πω­σε και θεω­ρη­τι­κά τις από­ψεις του σε άρθρα και μελέ­τες. Το 1940 δημο­σί­ευ­σε την μελέ­τη του “Τέχνη και επο­χή”, καλ­λι­τε­χνι­κο­κοι­νω­νι­κού περιε­χο­μέ­νου, και στη συνέ­χεια τις μελέ­τες “Έρευ­να και διδα­σκα­λία”, “Προ­βλή­μα­τα δημό­σιας αισθη­τι­κής”, “Καλ­λι­τε­χνι­κή αγο­ρά”, οι οποί­ες εκφρά­ζουν τις προ­χω­ρη­μέ­νες αισθη­τι­κές του από­ψεις. Από­ψεις για τη διε­θνή καλ­λι­τε­χνι­κή σκη­νή και την Ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της επο­χής του, που δεν έγι­ναν κατα­νοη­τές σε βάθος και θα ήταν ωφέ­λι­μη η επα­νέκ­δο­ση τους.

Όμως τα χρό­νια που πολέ­μου και η κατο­χή, οι θάνα­τοι μελών της οικο­γέ­νειάς του, ιδιαί­τε­ρα του μικρού του αδελ­φού Τίμου Βιτσώ­ρη, ποι­η­τή και ιδε­ο­λό­γου κομ­μου­νι­στή καθώς και η έντο­νη και ακα­τά­σχε­τη υπαρ­ξια­κή αγω­νία που τον δυνά­στευε, έπλη­ξαν θανά­σι­μα το ταλα­νι­σμέ­νο πνεύ­μα του. Αφού πέρα­σε ένα χρό­νο ψυχι­κών κρί­σε­ων έδω­σε τέλος στη ζωή του, ενώ νοση­λευό­ταν σε κλι­νι­κή, τον Ιανουά­ριο του 1945.

Δώδε­κα χρό­νια μετά το θάνα­τό του έγι­νε μια ανα­δρο­μι­κή έκθε­ση στη μεγά­λη Αίθου­σα του Παρ­νασ­σού, το 1973 μια δεύ­τε­ρη έκθε­ση στη Γκα­λε­ρί “Άστορ” και το 1987 στην Gallery “DADA”, η τελευ­ταία  έκθε­ση στην Αθή­να, με έργα που ανή­καν στη συλ­λο­γή της οικο­γέ­νειάς του. Σε καμία όμως έκθε­ση  δεν παρου­σιά­στη­κε το συνο­λι­κό φάσμα από το πολύ­μορ­φο έργο του. Αυτό ήταν και παρα­μέ­νει υπο­χρέ­ω­ση της Εθνι­κής Πινα­κο­θή­κης, που ήδη κατέ­χει αρκε­τά έργα του, ζωγρα­φι­κά και γλυ­πτά. Σε συνερ­γα­σία με την Πινα­κο­θή­κη Δήμου Αθη­ναί­ων και άλλες δημό­σιες και ιδιω­τι­κές συλ­λο­γές που κατέ­χουν έργα του θα άξι­ζε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί μια μεγά­λη αφιε­ρω­μα­τι­κή έκθεση.

Το αξιο­θαύ­μα­στο στα έργα του Βιτσώ­ρη, με το πυκνό και αδρό τους χρώ­μα και το ντε­λι­κά­το σχέ­διο, είναι ότι συγκι­νούν τον σύγ­χρο­νο θεα­τή και το εν δυνά­μει εξα­σκη­μέ­νο μάτι μπο­ρεί να διεισ­δύ­σει και να πλη­σιά­σει την εκφρα­στι­κή ουσία της τέχνης του. Μιας πηγαί­ας και ιδιό­τυ­πης εικα­στι­κής κατά­θε­σης που δεν φέρ­νει λυρι­κή γαλή­νη, ρωπο­γρα­φι­κό ή ή νατου­ρα­λι­στι­κό αισθη­σια­σμό με δόσεις λαϊ­κο­φα­νών απλο­ποι­ή­σε­ων, αλλά εγεί­ρει χωρίς να είναι ανα­τρε­πτι­κή αλλά βαθιά νεω­τε­ρι­στι­κή, έντο­νη  ανα­μό­χλευ­ση της συνεί­δη­σης και της τρα­γι­κής μας φύσης.

__________________________________________________________________________________________________________

Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ζωγραφική και αισθητική θεωρία της σύγχρονης τέχνης στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης (University The New School). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και την Κεφαλονιά. Εκθέτει έργα του στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο