Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Ανθολόγηση: Ρήγας Καππάτος – Χαβιέρ Σολογκούρεν
Πρόλογος: Ρικάρδο Γκονσάλες Βιχίλ
Μετάφραση-Σημειώσεις: Ρήγας Καππάτος
Εκδόσεις: Θ. Καστανιώτης, 1989
Πρόκειται για μια δύσκολη επιλογή 21 διηγημάτων. Δύσκολη, γιατί ο πλούτος των περουβιανών διηγημάτων είναι πολύ μεγάλος. Το διήγημα κατέχει σημαντική θέση στο Περού. Μια ένδειξη είναι η μεγάλη γενική ανθολογία των πάνω από 2000 σελίδων του Ρικάρδο Γκονσάλες Βιχίλ — κριτικού λογοτεχνίας και συντάκτη του προλόγου της παρούσας έκδοσης ‑που καλύπτει το διήγημα του Περού από την ινκαϊκή εποχή μέχρι τη δεκαετία του ’90.
Στον πολύ κατατοπιστικό πρόλογο εξηγούνται οι αιτίες αυτού του πλούτου. Ο γεωγραφικός χώρος του Περού παρουσιάζει μεγάλες διαφορές: από την οροσειρά των Ανδεων μέχρι τη ζούγκλα της Αμαζονίας και την περιοχή της ακτής του Ειρηνικού, που σημαίνει και μεγάλη κλιματολογική ποικιλία. Οι γηγενείς πολιτισμοί του Περού καλύπτουν μια περίοδο, που εκτείνεται στο χρόνο από την πρώτη χιλιετία πριν από τη χρονολογία μας μέχρι και την αυτοκρατορία των Ινκα (1400–1532 μετά τη χρονολογία μας) και αναδείχνουν ψηλή στάθμη. Οι γλώσσες των γηγενών είναι πολυάριθμες (με την Κέτσουα και την Αϊμάρα να ξεχωρίζουν), ενώ προστίθενται σε μια πορεία ο ευρωπαϊκός πολιτισμός (που, βεβαίως, κατάστρεψε σε μεγάλο βαθμό το γηγενή πολιτισμό χωρίς ωστόσο να καταφέρει να τον εξοντώσει τελείως) και ο πολιτισμός των μαύρων, που τους έφεραν σαν σκλάβους από το 16ο αιώνα, καθώς και ο πολιτισμός των Κινέζων, που ήρθαν αρχικά σαν υπηρέτες από τον 19ο αιώνα. Εχουμε να κάνουμε, επομένως, με ένα αμάλγαμα πολύμορφο από γεωγραφική, εθνολογική, ιστορική και πολιτισμική άποψη, που μέχρι σήμερα έχει διατηρήσει μια ετερογένεια. Καταλαβαίνουμε, πόσο έντονα τίθεται και στο Περού το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας.
Χρονικογράφοι του 16ο και του 17ο αιώνα ήδη είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν θρύλους και ιστορίες της ινκαϊκής αυτοκρατορίας και των λαών της Αμαζονίας. Υπήρχε μια ευρύτερη προφορική παράδοση, η οποία γίνεται σε μια πορεία γραπτή, μια και όχι μόνο οι χρονικογράφοι συγκεντρώνουν το υλικό, αλλά και πολλοί Περουβιανοί συγγραφείς αφομοιώνουν και αξιοποιούν την προφορική παράδοση της χώρας τους. Από τα τέλη του 19ου αιώνα το ενδιαφέρον για τα γραπτά διηγήματα αρχίζει να μεγαλώνει. Διαβάζουμε στον πρόλογο: “Στη διάρκεια της ισπανικής αποικιοκρατίας (από το 1532 ίσαμε το 1821 – έτος ανακήρυξης της Ανεξαρτησίας) δεν παρουσιάστηκαν διηγήματα ούτε νουβέλες στο Περού. ………….Ο μοντερνισμός, το ρεύμα που εγκαινίασε τη λογοτεχνία στη Λατινική Αμερική (ερχόμενη από την Ευρώπη, Α.Ι.) εξελίχθηκε στο Περού βασικά από το 1890 μέχρι το 1920 καθιερώνοντας, τελικά, το γραφτό διήγημα στο Περού…….» Στην έκδοση περιλαμβάνονται διηγήματα των κυριότερων εκπροσώπων σε παναμερικανική κλίμακα, όπως του Αβραάμ Βαλδελομάρ, του Ενρίκε Λόπες Αλμπούχαρ και του Βεντούρα Γκαρσία Καλδερόν. Το λεγόμενο αυτό ρεύμα του τοπικισμού, που έχει τις ρίζες του στον ευρωπαϊκό ρεαλισμό του 19ου αιώνα, με ανοίγματα στην κοινωνικο-πολιτική κριτική σε σχέση με τα εθνικά προβλήματα της χώρας, αρχικά άνθισε πολύ. Αργότερα, στις δεκαετίες του 1930 και του ’40, εμφανίζεται το ρεύμα του κοινωνικού ρεαλισμού, που συνδέεται στενά με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό της σοβιετικής Ρωσίας: «Πάνω σ’ αυτό αναφέρουμε το διήγημα ‘Πάκο Γιούνκε’ του Σέσαρ Βαγιέχο και το έργο του Σέσαρ Φαλκόν. Αυτό το ρεύμα συνεχίστηκε στη δεκαετία του ’50 και του ’60 με το έργο του προλεταριακού συγγραφέα Χουλιάν Γουανάι».
Παρ’ όλη τη στροφή του Περουβιανού αναγνώστη στο ρεαλισμό των ίδιων των προβλημάτων της ζωής του, δημιουργήθηκαν στις δεκαετίες αυτές οι προϋποθέσεις να ξεπεραστούν οι παραδοσιακές καταβολές και να προβληθούν γενικότερα κοινωνικά ζητήματα. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώθηκε με μια πρωτοποριακή αναζήτηση, προϊόν της εποχής, μ’ ένα πέρασμα από την ηθογραφία στη διηγηματογραφία της πόλης, γιατί τα μεγάλα αστικά κέντρα με το νέο προλεταριάτο μπήκαν στο επίκεντρο της προσοχής, αλλά επίσης αλλάζει ο τοπικισμός και μετατρέπεται σε μαγικό ρεαλισμό, έναν ιθαγενισμό φορτισμένο με μυθικό όραμα του κόσμου. Από τη δεκαετία τελικά του ’50 αρχίζει να επικρατεί αυτό που λέμε «σύγχρονο αφηγηματικό λόγο». Στον πρόλογο του Βιχίλ αναφέρονται αρκετά ονόματα, που μέχρι και τη δεκαετία του ’80 ήταν οι πιο χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του περουβιανού διηγήματος και έτσι μας δίνει μια πολύτιμη και σύντομη ιστορική διαδρομή αυτού του λογοτεχνικού είδους. Βέβαια, τα ανθρώπινα αισθήματα είναι παγκόσμια, αλλά από τα διηγήματα γίνεται ολοφάνερο, ότι οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων κάνουν να τα βιώνουν και να τα εκδηλώνουν με διαφορετικό τρόπο.
Σε παράρτημα στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνεται ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα των διηγηματογράφων, που περιλαμβάνονται στην έκδοση, κάτι το οποίο εξυπηρετεί τον αναγνώστη γνωρίζοντάς τον με κάποιους για τους περισσότερους ανθρώπους άγνωστους Περουβιανούς δημιουργούς. Χαρακτηριστικό για τη σημασία, που δίδεται στην προκολομβιανή εποχή είναι το γεγονός, ότι το πρώτο διήγημα είναι Κετσουά. Δηλαδή «προϊόν» της ιθαγενικής παράδοσης..