Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΝΟΙΞΑΝ ΟΙ ΦΛΕΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

«ΑΝΟΙΞΑΝ ΟΙ ΦΛΕΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ», συνη­θί­ζουν να λένε στο Ορο­πέ­διο. Καθρε­φτί­ζε­σαι στο πηγά­δι. Σου επι­στρέ­φει την εικό­να σου ολο­κά­θα­ρη, θαρ­ρείς και σε θυμά­ται, θαρ­ρείς και θέλει να σου δεί­ξει ποια είσαι. Νερό είσαι κι εσύ, μην το ξεχνάς. Το νερό έχει κι αυτό μνή­μη. Μαζεύ­ει όλη τη γνώ­ση που συνα­ντά στο πέρα­σμά του, κάπου το έχεις δια­βά­σει αυτό. Ύστε­ρα ντρέ­πε­σαι για την απλη­στία του ανθρώ­που στο σύγ­χρο­νο κόσμο. Το νερό είναι αγα­θό και πρέ­πει να παρα­μεί­νει δώρο.

Σκύ­βεις ξανά πάνω από το φιλια­τρό του πηγα­διού. Δια­βά­ζεις τις στα­γό­νες που πέφτουν σα συλ­λα­βές. Το νερό σε γνω­ρί­ζει. Του έχει μιλή­σει για σένα η βρο­χή, μια άλλη βρο­χή, εκεί­νη που την έκα­νες έμπνευ­ση και πεπρω­μέ­νο σου κάπο­τε στο Ιόνιο.

«Βρο­χή, η θηλυ­κή αρχή της δημιουρ­γί­ας. Η βρο­χή σε οδη­γεί, όχι εκεί που θα συνα­ντή­σεις ανθρώ­πους δύνα­μης, αλλά εκεί που σκο­ντά­φτεις πάνω στην απλό­τη­τα και τη σοφία», εσύ τα γράφεις.

«Συγκε­ντρώ­σου, άδρα­ξε τη μέρα», κάποιος θαρ­ρείς για σένα το χάρα­ξε στην πέτρα, που τυχαία πήρες για ενθύ­μιο. Υπεν­θύ­μι­ση μιας ξεκά­θα­ρης εντο­λής. Βρί­σκε­σαι εδώ και σου επι­τρέ­πε­ται, με αφορ­μή μια στα­λαγ­μα­τιά, ν’ ανά­βεις το λευ­κό κερά­κι της αναπόλησης.

«Κρύ­φτη­κα μες στην καται­γί­δα, κρύ­φτη­κα σ’ αυτά που μου κρύ­βεις, στις σκέ­ψεις που δεν έγι­ναν λέξεις, εκεί κρύ­φτη­κα, δεν το κατά­λα­βες, φλυα­ρού­σε η άγρια βρο­χή το ξημέ­ρω­μα κι ήταν τόσο γλυ­κό το μεσο­νύ­χτι των ματιών σου, γι’ αυτό δε σε ξύπνη­σα, να μην τρο­μά­ξω τα κρυμ­μέ­να σου…

»Ήθε­λα να μου χαρί­σεις το φυλα­χτό της βρο­χής, να το φτιά­ξεις με τα χέρια σου, να έχει κάτι από κανέ­λα και φως, να έχει και μια δαχτυ­λιά απ’ τα όνει­ρά σου, να το φορώ και να βρέ­χει μέσα μου όπο­τε θέλω, να μην αλλά­ξω τον κόσμο μου». Επι­στρέ­φεις. Όλα είναι πατρί­δα εδώ. Έχουν νόη­μα κι ας λεί­πουν κάποιοι.

«Δώσ’ μου μια στιγ­μή…», μονολογείς.

Φτά­νει μονά­χα μια στιγ­μή μάτια να κοιταχτούνε
και είναι αφορ­μή να μην μπο­ρούν ποτέ να ξεχαστούνε. 

Τ’ ομο­λο­γεί δίκια η μαντι­νά­δα. Πού ξεχάστηκες;

«Ναι, η νοσταλ­γία της ευγέ­νειας είναι μια μορ­φή συνεί­δη­σης, μα τώρα έχου­με αφή­σει το παρα­μύ­θι στη μέση, στην άκρη, δεν ξέρω πού. Τι λες; Θα γρά­ψου­με εκεί­νο το γράμ­μα; Το γράμ­μα για το νερό, με τους πολ­λούς παραλήπτες…».

Ένα γράμ­μα δια­μαρ­τύ­ρη­σης. Κοι­τά­ζεις τον και­νού­ριο κοντυ­λο­φό­ρο και την άσπρη σελί­δα. Δεν ξέρεις από πού και πώς ν’ αρχί­σεις. Μετά κάτι θυμά­σαι, κοι­τά­ζεις την κορ­φή, αισθά­νε­σαι τα βήμα­τα και το λυγ­μό της κοντά σου.Λασήθι τόπος μέγας

«Ω ΔΙΚΤΥΝΝΑ ΛΙΜΝΑΙΑ!»

Οι λέξεις έρχο­νται φορ­τω­μέ­νες καθα­ρό νερό, νερό από το δικό της.
Κορ­φή ψηλή και φανε­ρή, πηγή της φαντα­σιάς μου
λάμπει η χαρά ολόχρυση
οκτώ­σχη­μη ασπίδα,
ξομπλιά­ζει η Πού­λια ουρανό
άστρα κεντά ο Εντίχτης,
διπλός κόμπος η ζώνη μου στις άκριες τα κουδούνια.

Ξέστη­θη, ναι, δε ντρέπομαι,
η πάχνη στα μαλ­λιά μου
φέρ­νει περίσ­σιες μυρωδιές
ξυπνή­σα­νε τα φίδια
και μια ανε­ξή­γη­τη γρα­φή απ’ τη λερή την πέτρα,
στα μάτια φανε­ρώ­νε­ται, στα μάτια πεταλούδες.

Κατρά­μι βάφει τα βου­νά εκεί­να που απαρνιέσαι
κι ύστε­ρα φταί­νε οι κεραυνοί
και τα βαθιά κρυμμένα.

Η Όστρια το μολο­γά, τα νέφα­λα πλανεύει
χορεύ­ει η απάρ­θε­νη ψυχή
όμορφη,αλαφροπόδα,
στην Έργα­νο ονειρεύεται
στην Τσί­βη αγαπιέται
και στη Σελέ­να προσκυνά
νιο­φτέ­ρου­γο φεγγάρι.

Μεθά ο ήλιος
στο Σπα­θί οι άγνω­ροι ίσκιοι τρέμουν
γυρ­νά τα’ αδρά­χτι η ζωή
με τ’ αργυ­ρό σφοντύλι.

Στο φιλ­ντι­σέ­νιο χτέ­νι σου
στον αργυ­ρό αργα­λειό σου
σαν ψιχα­λί­ζει τ’ όνειρο
σαν ο καη­μός νικιέται
σαν ο πρω­τό­φα­ντος ανθός απ’ τον παλιό μου πόνο
πίνει νερό και ξεδι­ψά, το θάνα­το μαλώνω.

Βουί­ζει τ’ άγριο πέλα­γο στην απλω­σιά του Νότου
βογκούν στοι­χειά και κύματα
εφάρ­δυ­νε η καρ­διά μου
μιλώ για σενα, κελαη­δούν οι πέρ­δι­κες στα πλάγια
κι ο αλαρ­γι­νός ορί­ζο­ντας γορ­γά κοντοσιμώνει.

Άβα­τη σκέψη
απρόσιτα
περά­σμα­τα του νου μου
να λαμπα­διά­σει το κορ­μί σε άγρια καταιγίδα.

Ευλο­γη­μέ­νη η πρώ­τη αρχή
σημά­δια ξεβαμμένα
απ’ τα παλιά πατή­μα­τα και την αρχαία γέννα.

Έλα κοντά, φλού­δα σκουριάς
φως και φωνή στο χώμα
μιας ξεχα­σμέ­νης επο­χής κρί­να λευ­κά στο σώμα.

Σαλεύ­ει ο νους
τα μάτια ογρά, μάτια γεμά­τα ρόδα
κυλά παμπά­λαιο το νερό
τρέ­χει και δε γυρίζει
συλ­λα­βι­στά χαρί­ζε­ται και μυστι­κά ξορκίζει.

Εδώ τελειώ­νει η ζωή, εδώ και ξαναρχίζει.
Εσέ­να θέλω να σωθώ, με λέξεις αναπνέω
κι αν δε σωθώ δε σώζεσαι
τη μια σου λέξη καίω.

Το κροσ­σω­τό μαντή­λι μου και τα σφιγ­μέ­να χέρια
λύνω στο βρα­δι­νό ουρα­νό σ’ αλη­θι­νό σκοτάδι,
εγώ εδώ γεν­νή­θη­κα σ’ ένα βαθύ πηγάδι.

Μεστώ­νει ο νους την πεθυ­μιά ανθί­ζουν μαντηλίδες,
μια διψα­σμέ­νη μέλισ­σα οκτώ χρυ­σές σφραγίδες,
φωνά­ζω, απα­ντά η σιωπή
κι ύστε­ρα η Κεραζώζα
ψιχα­λι­στά, ζωγρα­φι­στά το βλέμ­μα σου κερδίζει
μίτο και­νού­ριο η ζωή από­ψε σου χαρίζει.

Φλό­γα ζεστή που σε καλεί ν’ ανά­ψεις τα σκοτάδια
στην πυρω­μέ­νη άβυσσο
γυπα­ε­τός γεννιέται
ακούω τον πρώ­το μου εαυτό
σπα­ρά­ζει από αγάπη.

Δίκτη, ποια κόρη αθώ­ρη­τη στο δώμα σου χορεύει
ποια την καρ­διά μου άγγιξε
κι ανοί­ξα­νε τα μάτια,
βαστά μαντάτα
και χρυσές
περ­γα­μη­νές στα χέρια;

Γλυ­κός ο πόθος την αυγή καί­γε­ται πριν με κάψει.
Τα λόγια, στά­χυα αθέριστα
δάκρυα πετρωμένα
ήταν γραμ­μέ­να κι άγρα­φτα πριν γίνουν πεπρωμένα.

Πλή­θια του ανέ­μου τα προικιά
μου τάζουν απ’ αλάργα
μα δε μ’ αφή­νει η ρίζα μου
μήτε η βαθιά πλη­γή μου.

Άτρε­μη η λίμνη των ματιών,
στα μάτια χελιδόνια.

Γυναί­κα χαλ­κο­γό­να­τη, Δίκτυν­να, αρχαία κόρη,
γλι­στρούν οι ομί­χλες χαμηλά
στο σάλε­μα της ρίζας
σε πέτρας σπλά­χνο η ελιά.

Δίκτα­μο ο αέρας μύρισε
άχρα­ντη αγά­πη, όπως παλιά
γεν­νιέ­ται κάθε άνοι­ξη, του νου άγια κατάνυξη.

Να δοξα­ρέ­ψω το κορμί
γυρεύω αιτία κι αφορμή,
ο πόθος παραστράτησε
κι ο έρω­τας ξεστράτισε.

Κόκ­κι­νο μήλο και κρασί
εσύ τ’ αγκά­θι μου, εσύ.

Πικρά ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα
βυθί­ζο­νται στα βλέμματα.

Και­νού­ρια η περπατησιά
του τόπου και τ’ ανθρώπου.

Στη μυστι­κή σου δέη­ση η λίμνη της ψυχής μου
ανά­σα δεντρολίβανο
τ’ αηδό­νια ζευγαρώνουν
αγρύ­πνη­σε ο λεμο­ναν­θός, ξεφά­ντω­σε το κλήμα
η ώχρα πέτα­ξε βλα­στούς κι ο βρά­χος παπαρούνες.

Βρο­χές και χιό­νια και νερά απ’ τ’ ακρι­βά σου μάτια
αστέ­ρευ­τα, ω Δίκτυννα!

Ω Δίκτυν­να Λιμναία! Ο κόσμος ξαναγύρισε
ποτί­ζο­νται και οι λέξεις
χεί­λη βρο­χής και προσευχής
αφί­λη­τα τα χείλη
παρα­φυ­λούν στ’ απόκρυφα
μετράς τα καλοκαίρια.

old 101 Χ Β Ζ Δ

Τώρα νομί­ζεις πως ξέρεις. Κάνεις την πρώ­τη κίνηση.

«Αν δεν εσκε­φτό­τα­νε ο καθα­είς μόνο τον εαυ­τό ντου, αλλά ήνιω­θε το χρέ­ος απέ­να­ντι στα κοπέ­λια και στα κοπέ­λια των κοπε­λιώ ντου και στω κοπε­λιώ των κοπε­λιώ ντου τα κοπε­λά­κια», κάπως έτσι θα το έγρα­φε ο παπ­πούς σου ο Κοκο­λιός ο Γρύ­νιας, μα όχι εσύ.

Πάλι χάνε­σαι, ξοπί­σω του παπ­πού πας, γύρι­σε πίσω. Άντε καλά, πες το κι αυτό.

Όσο αλαρ­γεύω απ’ τη ζωή κοντο­ζυ­γώ­νω εσένα,
λύχνο ν’ ανά­ψεις τ’ άστρο μου
και στ’ αντι­φέγ­γι­σμά του
γλυ­κό θια­μπό­λι να γροι­κώ, ας είναι κι απ’ αλάργα
και στον καθρέ­φτη του νερού όσα έχω καμωμένα
να ξανα­δώ μιαν αστρα­πή τα μάτια πριν σφαλίξω.

Παλιά  ’ναι η δίψα μου, παππού,
όλο μισεύ­γει η βρύση.

Εδώ σπι­θί­ζου­νε φωτιές, οι ποτα­μοί στεγνώσαν
και τ’ άφα­ντα που­λιά της γης πήραν φτε­ρά και πάνε.

Αφή­σα­νε τον πόθο μου αφτέ­ρου­γο αηδονάκι
κι εθέ­ρι­σε τη νιό­τη μου και θέλει την ψυχή μου
ανέσπλαχνα
και βρό­ντη­ξαν οι πέτρες στην αυλή μας,
τα  δυο μου χεί­λη δάγκω­σα και τρέ­χου­νε το αίμα.

Σε πονούν οι θύμη­σες. Περη­φα­νεύ­ε­σαι, ωστό­σο, ότι με φρο­ντί­δα και αγά­πη μπο­ρού­με ν’ απο­τρέ­ψου­με το χαμό μιας αξί­ας, μιας ιδέ­ας, μιας κοι­νω­νί­ας, ενός τόπου˙ τη ζωτι­κή τους α­νάγκη επί­κει­ται να νοσταλ­γή­σου­με αργό­τε­ρα ή πολύ αργά…

Οι άνθρω­ποι εδώ πάνω στο Ορο­πέ­διο δεν έχουν απο­λέ­σει ούτε το φιλό­τι­μο, ούτε την περη­φά­νια τους. Η πρό­ο­δος που δια­λα­λεί­ται, χωρίς την ευγέ­νεια, είναι μια ξύλι­νη γλώσ­σα στην καρ­διά σου. Επι­στρέ­φεις εδώ με βουρ­κω­μέ­να μάτια για μία «συγ­γνώ­μη» κι ένα «ευχα­ρι­στώ». Εδώ κερ­νάς κανέ­λα το φεγ­γά­ρι όταν χαμη­λώ­νει στο δώμα κι εκεί­νο σε φιλο­δω­ρεί μ’ ένα τρια­ντά­φυλ­λο, πριν προ­λά­βεις να μετρή­σεις παρόν και παρελ­θόν στον ίδιο καθρέφτη.

«Όλο σε χάνω…», η φωνή του χρέ­ους απαι­τη­τι­κή σε ανε­βά­ζει στην κορ­φή, εκεί που είχες συνα­ντη­θεί με την αρχαία Δίκτυν­να τον περα­σμέ­νο Αύγου­στο. Ύστε­ρα, πονε­τι­κά, σου υπα­γο­ρεύ­ει να το γρά­ψεις αλλιώς εκεί­νο το γράμ­μα, να έτσι:

«Το νερό, η αιώ­νια πηγή και η αρχή του κόσμου, είναι μια κατά­στα­ση της ίδιας της φύσης, γι’ αυτό και δεν μένει σε καμιά κορ­φή για πολύ και­ρό και δεν αγα­πά τη μονα­ξιά. Του αρέ­σει να κυλά, να κάνει κύκλους από τα μάτια στον ουρα­νό, να ταξι­δεύ­ει και να φτά­νει παντού, καθα­ρό και πολύ­τι­μο. Άφη­σέ το να τρέ­ξει ελεύ­θε­ρο για να σε συνα­ντή­σει, να σου μιλή­σει, να σε ξεδι­ψά­σει πρώ­τα, κι ύστε­ρα να σου δεί­ξει το δρό­μο της αλη­θι­νής προ­σφο­ράς και της πραγ­μα­τι­κής αγά­πης. Σαν το νερό και η αγά­πη, δώρο.
Οκτώ, μπο­ρεί και δέκα χιλιά­δες πηγά­δια, γέμι­ζαν και γεμί­ζουν και θα γεμί­ζουν μέχρι αύριο, στην απαρ­χή της αιω­νιό­τη­τας, νερό. Οι βρύ­σες στα δεκα­ο­κτώ χωριά πάντα θα τρέ­χουν και οι νερο­μά­νες θα γεν­νούν σερ­πε­τά και μύθους. Δεκα­ο­χτώ χιλιά­δες Δρυά­δες και Ναϊ­ά­δες νύμ­φες φυλά­νε τα γλυ­κά νερά και τα δάκρυα του τόπου, μαζί με τα παι­διά, για να συνε­χί­σει, όπως λέει κι ο Ηρά­κλει­τος, να είναι η “πρώ­τη αρχή”, το πλα­στουρ­γό των πάντων στοι­χείο, για να παρα­μεί­νει ο “Μεγά­λος Ποτα­µός”, που δια­σχί­ζει τον κάμπο, ζωντα­νός και ανεξάντλητος.

Erich Lessing Στη βρύση

Erich Lessing — Στη βρύση

Και κάτι ακό­μα, εκεί κάτω στην Πεδιά­δα, εκεί στα λιό­φυ­τα που χαρί­ζο­μαι, δεν είναι το φράγ­μα του Απο­σε­λέ­μη, όχι, οι λίμνες των ματιών μου είναι κι αν σκύ­ψεις να καθρε­φτι­στείς θα δεις αλή­θειες και θεούς και φταί­χτες, θα δεις και το παρά­πο­νο στε­γνω­μέ­νο στο δικό μου βυθό ».
Στο Ορο­πέ­διο οι άνθρω­ποι του παλιού και­ρού πίστευαν πως ακό­μη και το νερό κοι­μά­ται κάποιες ώρες. Αν τύχει και βρε­θείς μπρο­στά σε κοι­μι­σμέ­νο νερό, μεί­νε στη σιω­πή και μη μιλή­σεις. Κι αν θελή­σεις να πιεις, άγγι­ξε απα­λά µε το χέρι σου την ατά­ρα­χη επι­φά­νεια, πες και μια μαντι­νά­δα να το καλο­πιά­σεις, για να ξυπνή­σει και να σε ξεδι­ψά­σει. Ύστε­ρα γεί­ρε να κοι­μη­θείς  στο πλάι του, να μάθεις τα μυστι­κά του και τ’ αδιά­βα­στα του έρωτα.

Τι θα πει «σύγ­χρο­νος» και «παλιός» τρό­πος ζωής; Υπάρ­χει μόνο η ζωή, μαγι­κή και ρέουσα.

Απαλ­λαγ­μέ­να τα παι­διά του Λασι­θιού από ψεύ­τι­κες κι επί­πλα­στες ομορ­φιές βλέ­πουν καθα­ρά, κατα­λα­βαί­νουν πως ο «πολι­τι­σμός» του σύγ­χρο­νου κόσμου μπο­ρεί και να μην τα οδη­γή­σει στο φως. Στα όνει­ρά τους δεν χωρά­νε εργο­στά­σια, πλα­στι­κά, ανε­μο­γεν­νή­τριες, κεραί­ες, απορ­ρίμ­μα­τα, καυ­σα­έ­ριο. Τα παι­διά παλεύ­ουν να σου δεί­ξουν το δρό­μο που έχα­σες, να ημε­ρώ­σουν και να γαλη­νέ­ψουν τον κόσμο, ακου­μπώ­ντας το χέρι στην καρ­διά. Τα παι­διά αγα­πούν τους ήχους της βρο­χής, που πέφτει στα κερα­μί­δια, στο χώμα, στην πέτρα, περ­νά­ει μέσα από το φύλ­λω­μα ενός δέντρου…

Τα παι­διά ανα­γνω­ρί­ζουν πως το νερό έχει τη δική του αρμο­νία, για­τί το νερό είναι η πιο ζωντα­νή μου­σι­κή της φύσης.

Στρι­φο­γυ­ρί­ζουν, χωρίς φόβο, στο χορό της βρο­χής και του ανέ­μου, χορεύ­ει η πλά­ση κι ανα­σταί­νε­ται. Μακριά από τα τσι­μέ­ντα και τα πολυώ­ρο­φα κτή­ρια, οι μέρες τους είναι μέρες χαράς. Όλα τα θαυ­μα­στά γύρω τους είναι έργα θεών και ανθρώ­πων, δεν τα περι­φρο­νούν. Για όλα έρχε­ται η Όστρια και τρα­γου­δά μαζί τους.

Καμιά φορά, όταν οι βρο­χές πλη­θαί­νουν και λιώ­νουν τα χιό­νια, το νερό δεν προ­λα­βαί­νει να ακο­λου­θή­σει τις υπό­γειες δια­δρο­μές από τις κατα­βό­θρες του Χώνου και ο κάμπος μετα­μορ­φώ­νε­ται σε μια απέ­ρα­ντη λίμνη. Τότε το τοπίο µε το νερό, τις σκιές και τις αντα­να­κλά­σεις του, που αλλά­ζουν κάθε στιγ­μή απ’ το αντι­φέγ­γι­σμα τ’ ουρα­νού, είναι αλη­θι­νή μαγεία.

Δίκτυννα ακρυλικό 60Χ90 Ρουσσέτος Παναγιωτάκης

Δίκτυν­να, ακρυ­λι­κό 60Χ90 Ρουσ­σέ­τος Παναγιωτάκης

ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΛΙΑ στέ­κε­σαι κι απο­λαμ­βά­νεις το θέα­μα από ένα μπαλ­κό­νι. Πίσω από τις φωνές γύρω σου ψάχνεις εκεί­νη τη μία φωνή που σε κάλε­σε να γυρί­σεις πίσω. Κάποιος σου κρα­τά το χέρι κι αυτό σίγου­ρα δεν απο­τε­λεί ασή­μα­ντη λεπτο­μέ­ρεια. Τού­το το δια­κρι­τι­κό άγγιγ­μα δεν είναι μια λάθος κίνη­ση, όχι, είναι κάτι απροσ­δό­κη­τα υπέροχο.

«Με το χρό­νο και µε το νερό όλα αλλά­ζουν, Ζωή», ο φίλος σου, ο ιατρο­φι­λό­σο­φος Χουρ­δέ­σιος, σου ρίχνει μια κλε­φτή λοξή ματιά.

«Εμείς, όποιος κι αν είναι ο χρό­νος, υπο­κλι­νό­μα­στε με τα ελατ­τώ­μα­τά μας στη φύση ως να είναι αυτή η μεγά­λη μητέ­ρα και δασκά­λα που συγ­χω­ρεί, διορ­θώ­νει και διδά­σκει. Εμείς ζού­με στον και­ρό της αγά­πης», του λες στο αφτί κι αφή­νεις τη φεγ­γα­ρό­σκο­νη του νου να βρει τη θέση της πάνω στο κλει­δί της μνή­μης, πριν κλέ­ψει τη σκέ­ψη σου ο μικρός βοριάς κι αφού τη μαρ­τυ­ρή­σει φύγει κατά τη θάλασ­σα από το Σελί της Αμπέλου.

Γυρί­ζει ο Χουρ­δέ­σιος στα­θε­ρά το βλέμ­μα. Η πόρ­τα πίσω του κλει­στή. Το σκου­ρια­σμέ­νο κλει­δί κρέ­με­ται στο καρ­φί του πέτρι­νου τοί­χου, πλάι στη γλά­στρα με τα γαρύ­φαλ­λα. Θα τον φιλή­σεις στο μέτω­πο. Η μαθη­τεία σου στην αθω­ό­τη­τα τελεί­ω­σε. Στο πρό­σω­πό του δια­γρά­φε­ται μελαγ­χο­λι­κά μια ξεχα­σμέ­νη προσ­δο­κία. Θα ανα­ρω­τιέ­ται αν θυμά­σαι την πρώ­τη του εκεί­νη επί­σκε­ψη στο Λασί­θι, τότε παι­δί ακό­μη στο σχολείο.

Το θυμά­σαι εκεί­νο το λίγο μεγα­λύ­τε­ρο από εσέ­να παι­δί, ένα ψηλό λεπτό αγό­ρι με ωραίο κοστού­μι, που έδει­χνε κάπως καχύ­πο­πτο με τα άλλα παι­διά, αλλά καθό­λου μαζί σου, που ήταν δύσπι­στο για τις δικές του αρε­τές, για­τί η καλο­σύ­νη τού υπα­γό­ρευε να βλέ­πει μόνο τις δικές σου.

Ένα σμή­νος που­λιών σηκώ­νε­ται από τις καρυ­διές. Το ακο­λου­θείς με τα μάτια. Ψηλώ­νει ο νους. Ο λογι­σμός βγά­ζει κι αυτός φτερά.

Ο λασι­θιώ­τι­κος ήλιος έχει δικά του περά­σμα­τα. Απ’ αυτά η καρ­διά γυρί­ζει πίσω στο χαμέ­νο παρά­δει­σο. Κρα­τάς γερά τα σχοι­νιά του ονεί­ρου. Ανε­μί­ζουν τα μετα­ξω­τά πανιά της αγά­πης. Τού­το το ψηλό πέταγ­μα δεν έχει λιγο­ψυ­χιά. Το κάνεις με την καρ­διά σου. Το αγα­πάς τού­το το πέταγ­μα, για­τί στο ρίσκο του υπάρ­χει αλή­θεια και ειλι­κρί­νεια, για­τί ξέρεις πως μπρο­στά στον κίν­δυ­νο το φως γίνε­ται πιο τρυ­φε­ρό και σε φιλά­ει στα βλέφαρα.

«Εμάς, ούτε το παρελ­θόν, μα ούτε και το μέλ­λον μπο­ρεί να μας απο­χω­ρι­στεί», συλ­λο­γί­ζε­σαι. «Αύριο το Ορο­πέ­διο πιο ψηλά θα φτά­σει, πιο ψηλά από τα οκτα­κό­σια εξή­ντα έξι μέτρα του κάμπου και τα δυο χιλιά­δες εκα­τόν σαρά­ντα οχτώ της κορφής».

Εδώ ξανα­γεν­νιού­νται τα αισθή­μα­τα. Το νιώ­θεις, πάλ­λε­ται καθα­ρό το παλιό σου όνει­ρο, φορ­τω­μέ­νο χρυ­σά στίγ­μα­τα και σημά­δια, που παλεύ­ουν να σβή­σουν στην αγκα­λιά σου ή στο φως. Λογα­ριά­ζεις τις στιγ­μές, όλες πολύ­τι­μες. Με τ’ ακρο­δά­χτυ­λα συλ­λα­βί­ζεις την πιο ακρι­βή δια­δρο­μή της μνή­μης μέσα στην πιο βαθιά ρυτί­δα στο μέτω­πο. Οι ώρες που αγά­πη­σες χτυ­πούν ξανά στη φλέ­βα του λαι­μού. Κατά δω καλ­πά­ζει η αιω­νιό­τη­τα, τραγουδώντας.

«Αυτά είναι όσα έχω κι όσα μπο­ρώ να θυμη­θώ», ο μοι­ρο­νό­μος ήλιος σού κλεί­νει το μάτι. Εδώ αφή­νε­σαι στο άγγιγ­μά του, μια σεμνή περη­φά­νια κορυ­φώ­νε­ται στην καρδιά.


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταί­ου – Κέρκυρα

Από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Εργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι — Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα — Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή — Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα — Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα — Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα — Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
    Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

facebook logo click

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο