Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αντίο φίλε

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Έφυ­γες ταξί­δι μακρι­νό για την Ιθά­κη που πάντα αναζ­ζη­τού­σες, γυρεύ­ο­ντας την τελειό­τη­τα και τη δικαί­ω­ση στο ύψι­στο ιδανικό.

Και η Ιθά­κη δε σε πρό­δω­σε έτσι μεγά­λος, έτσι σπου­δαί­ος, έτσι σοφός που έγι­νες με τόση πεί­ρα, με τόση γνώ­ση, ήδη θα το κατά­λα­βες Ιθά­κες (Κόμ­μα – Θυσία – Ιδα­νι­κά) τι σημαίνουν.

Έφυ­γες γεμά­τος απ’ όλα. Ολο­κλη­ρω­μέ­νος. Γεμά­τος από χρό­νια, γεμά­τος από πίστη και προ­σφο­ρά και αγώ­να. Γεμά­τος από έργο, μεγά­λο έργο – εικα­στι­κό, λογοτεχνικό.
Γεμά­τος από πλη­γές και ουλές. Από βάσα­να, περι­πέ­τειες, εξο­ρί­ες, φυλα­κί­σεις, κάτεργα.

Γεμά­τος από αισθή­μα­τα και ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Γεμά­τος παι­δι­κή αθω­ό­τη­τα που τη συνό­δευε πάντα ένα γλυ­κό, ένα πράο χαμόγελο.

Έφυ­γες σαν άγγε­λος και αγγε­λιο­φό­ρος για κει ψηλά, να πεις και να καταγ­γεί­λεις που εκεί κάτω στη Γη… βασι­λεύ­ει η ανι­σό­τη­τα, η εκμε­τάλ­λευ­ση κι η αδικία.
Οι πόλε­μοι, οι αρρώ­στιες, η ανέ­χεια, η φτώ­χεια, η προ­σφυ­γιά, η μετα­νά­στευ­ση. Το έγκλη­μα. Το μικρό και το μεγά­λο έγκλημα.

Καλό κατευό­διο αγα­πη­μέ­νε σύντροφε.

Σκα­λί­ζο­ντας τα κιτά­πια μου από χρό­νια ανα­κά­λυ­ψα στα «Δια­κρι­τι­κά» του Ριζο­σπά­στη ένα μικρό αφιέ­ρω­μα στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη και του Δημή­τρη Ραβά­νη Ρεντή.

Ένα μικρό απόσπασμα:

Ακού­ρα­στοι, αει­κί­νη­τοι και δρα­στή­ριοι, χαμη­λών τόνων δημιουρ­γοί, που πάσχι­ζαν να κρύ­ψουν το μεγά­λο όγκο του έργου τους πίσω από τη σκιά τους.

Ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, όταν την πρώ­τη ημέ­ρα τελεί­ω­σε η μικρή εκδή­λω­ση παρου­σί­α­σης του έργου του στην Εκθε­ση, μετά βίας σύρ­θη­κε — με το απλό γαλά­ζιο μπλου­ζά­κι του — στο μικρό­φω­νο να πει δυο λέξεις: «Δεν τα κατα­φέρ­νω σ’ αυτά — αρκέ­στη­κε. Ευχα­ρι­στώ». Τίπο­τε άλλο και οι προ­βο­λείς έπεσαν.

Και όταν ο Δημή­τρης, σχε­δόν πάντα χαρού­με­νος, χαμο­γε­λα­στός, απλός, καλο­συ­νά­τος, ανθρώ­πι­νος, κυκλο­φο­ρού­σε στους δια­δρό­μους του Περισ­σού, κανείς δεν εγνώ­ρι­ζε πως επρό­κει­το για έναν κινού­με­νο θησαυ­ρό, κανείς δε γνώ­ρι­ζε πως τα λόγια από τα τρα­γού­δια του αγώ­να που όλοι τρα­γού­δη­σαν ήταν δικά του.

Οι δυο αυτοί σπου­δαί­οι καλ­λι­τέ­χνες, σπου­δαί­οι άνθρω­ποι, σπου­δαί­οι κομ­μου­νι­στές, πλού­τι­σαν το μαζι­κό εργα­τι­κό κίνη­μα, πλού­τι­σαν τον πολι­τι­σμό, πλού­τι­σαν την Ελλά­δα με το ανε­πα­νά­λη­πτο έργο τους.

Οταν με ρωτούν λοι­πόν, έχω έτοι­μη την απά­ντη­σή μου. Ναι, έχου­με πρό­τυ­πα. Και δεν είναι μόνο αυτοί…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο