Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ: Η παρέλαση στα Τζουμέρκα

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

(Επί τη επε­τείω της 25ης Μαρ­τί­ου. Απο­σπα­σμα­τι­κή περι­γρα­φή Ιλα­ρο­τρα­γω­δία)

«Το φεγ­γά­ρι βγαί­νει πολύ νωρίς σκο­ντά­φτο­ντας στα σύγνεφα»

«Μᾶς φοβο­ῦνται καὶ μᾶς σκο­τώ­νουν. Φοβο­ῦνται τὸν οὐρα­νὸ ποὺ κοι­τά­ζου­με. Φοβο­ῦνται τὸ πεζού­λι ποὺ ἀκου­μπᾶμε, φοβο­ῦνται τὸ ἀδρά­χτι τῆς μητέ­ρας μας καὶ τὸ ἀλφα­βη­τά­ρι τοῦ παι­διοῦ μας, φοβο­ῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγα­λιά­ζουν τόσο τρυ­φε­ρὰ καὶ νὰ μοχτο­ῦν τόσο ἀντρί­κια, φοβο­ῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμη­λω­μέ­νη, φοβο­ῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ, μᾶς φοβο­ῦνται, ἀγά­πη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκο­τώ­νουν νεκρο­ὺς μᾶς φοβο­ῦνται πιὸ πολύ». 

Τάσος Λει­βα­δί­της

Την επέ­τειον της ηρω­ι­κο­τά­της και λίαν επα­ξί­ως καθο­ρι­σθεί­σης υπό του Κρά­τους ημων, ως εθνι­κής εορ­τής ‑25ης Μαρ­τί­ου 1821‑, τα Τζου­μέρ­κα εώρ­τα­σαν με λαμπρό­τα­τον και μεγα­λο­πρε­πέ­στα­τον τρόπον.

Τα Σχο­λεία αυστη­ρό­τα­τα συντε­ταγ­μέ­να και πει­θαρ­χη­μέ­να οδη­γή­θη­καν υπό των κκ. δασκά­λων και καθη­γη­τών εις τον καθε­δρι­κόν ναόν. Μετά το πέρας του ιερω­τά­του καθή­κο­ντος επα­κο­λού­θη­σε η παρέ­λα­ση με κατά­λη­ξη την πλα­τεί­αν του χωριού, όπου εκτε­λέ­στη­καν εθνι­κοί χοροί υπό μαθη­τών και μαθη­τριών του Γυμνα­σί­ου και του Δημο­τι­κού Σχο­λεί­ου και η όλη εθνι­κή τελε­τή έκλει­σε με τον Εθνι­κόν Ύμνον.

Η παρέ­λα­ση διε­ξή­χθη ούτω:

Προη­γή­θη­καν οι κολα­ού­ζοι, οι οδη­γοί για να δεί­χνουν το δρό­μο, «την πορεία» της παρέ­λα­σης. Αυτοί, τα ενερ­γού­με­να, οργα­νέ­τα και υπο­πό­δια των «κατα­κτη­τών» και «εξυ­για­ντών» της περιο­χής των Τζουμέρκων.

Και η μπά­ντα παιά­νι­ζε το εθνι­κόν άσμα:

«Άδεια­σαν τα σπί­τια και τα δέντρα. Τα που­λιά δεν έχουν πού να καθί­σουν. Όλη τη μέρα περ­νά­νε οι γυρο­λό­γοι. Τους μάθα­με. Ψεύ­τι­κα υφά­σμα­τα, ψεύ­τι­κα κοσμή­μα­τα. Το βρά­δυ φεύ­γουν. Απού­λη­τη η πρα­μά­τεια τους.»

Γιάν­νης Ρίτσος

Προ­χώ­ρη­σαν και κατέ­λα­βαν περί­ο­πτη θέση, όπι­σθεν της εξέ­δρας, στο σημείο όπου υπήρ­χε πινα­κί­δα που έγρα­φε: «τοις κεί­νων χρή­μα­σι υπη­ρε­του­ντες». Συνέ­χι­σαν οι «ενη­με­ρω­τές» των προ­θέ­σε­ων των «μεγα­λο­ε­πεν­δυ­τών», «τα πλη­ρω­μέ­να δηλα­δή γκαρ­σό­νια», (ό,τι τους παραγ­γέλ­λεις σού το σερ­βί­ρουν), οι οποί­οι κατέ­λα­βον και αυτοί περί­ο­πτον θέση, όπι­σθεν φυσι­κά της εξέ­δρας, στο σημείο όπου υπήρ­χε πινα­κί­δα ανα­γρά­φου­σα τα λόγια του Κ. Καβάφη:

«Αλλά, {…}, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαί­πω­ρος να μπαλοθώ.
Ας φρό­ντι­ζαν οι κρα­ταιοί θεοί
να δημιουρ­γή­σουν έναν τέταρ­το καλό.
Μετά χαράς θα πήγαι­να μ’ αυτόν».

Μετά ταύ­τα άρχι­σε η επί­ση­μη παρέλαση.

Πρώ­τοι παρή­λα­σαν οι από­μα­χοι της πολι­τι­κής, παλιοί πολι­τι­κοί που ηγω­νί­σθη­σαν αόκνως -«και την ψυχή τους έδω­σαν»- για την πλή­ρη απα­ξί­ω­ση της περιο­χής, για τον μηδε­νι­σμό της παρα­γω­γής και την ανά­πτυ­ξη της εσω­τε­ρι­κής μετα­νά­στευ­σης. Έτσι, για να στρω­θεί ο τόπος με δάφ­νες και χρυ­σό­δε­ντρα προ­κει­μέ­νου να πατή­σουν οι χρυ­σοί επεν­δυ­τές. Άσχε­το, αν πατούν τα όνει­ρα, την παρά­δο­ση και την Τζου­μερ­κιώ­τι­κη αξιοπρέπεια.

Φτια­σι­δω­μέ­νες φάτσες, με περίσ­σευ­μα στε­νο­χώ­ριας, για­τί δεν έλα­βαν όλα τα συντα­ξιο­δο­τι­κά – ανα­δρο­μι­κά, για να βολευ­τούν κι αυτοί. Χωρίς «αιδώ», υπη­ρέ­τες του χρή­μα­τος και της αυλής του κάθε Αρτα­ξέρ­ξη- επενδυτή.
Παιά­νι­ζε η μπάντα:

«Τα κορά­κια κάτι κράζανε
τ’ ανή­συ­χα­στα κυκλο­γυ­ρί­σμα­τά τους,
και ψηλά­θε ξαγνά­ντεύ­αν γυπαετοί».

Κωστής  Παλα­μάς

Πίσω απ’ αυτούς ακο­λου­θού­σαν παν­στρα­τιά οι συνερ­γά­τες τους, συνο­δοι­πό­ροι, συν­δαι­τυ­μό­νες, χει­ρο­κρο­τη­τές και συνε­ντα­φια­στές κάθε ανά­πτυ­ξης των Τζου­μέρ­κων. Η μητέ­ρα πατρί­δα τους χρω­στά αμέ­ρι­στη ευγνω­μο­σύ­νη. Γι’ αυτό τους προ­φυ­λάσ­σει από τους άγριους και βου­νί­σιους Τζου­μερ­κιώ­τες που απει­λούν να τους κρε­μά­σουν στο γεφύ­ρι της Πλά­κας, που αναστηλώθηκε.

Μερι­κές φωνές, δήθεν αγα­να­κτι­σμέ­νων Τζου­μερ­κιω­τών, ηκού­σθη­σαν: «Ανά­ξιοι, ανί­κα­νοι, που­λή­σα­τε ό,τι που­λή­σα­τε από την πατρί­δα (δεν αφή­σα­τε και τίπο­τε απού­λη­το) και ξεπου­λά­τε τώρα και τα Τζου­μέρ­κα.» Πήραν όμως την κατάλ­λη­λη απά­ντη­ση: «Αχά­ρι­στοι, θα σας εκπολιτίσουμε…»

(Μερι­κές και ανά­ξιες λόγου παρα­φω­νί­ες. Το έργο συνεχίζεται…)

Μετά ταύ­τα μέσα σε ένα κλί­μα συγκί­νη­σης και ανα­γνώ­ρι­σης της προ­σφο­ράς άρχι­σε η παρέ­λα­ση των πανά­ξιων τέκνων της πατρί­δας μας, των πολιτικών.

Παιά­νι­ζε η μπάντα:

ΠΟΤΑΜΙΑ, ΒΟΥΝΑ ΚΙ ΑΠΟΣΚΙΑΟΛΑ ΘΑ ΤΑ ΔΩΣΟΥΜΕ,
όλα θα τα φράξουμε
Λίγο αέρα θα αφήσουμε,
ίσα-ίσα να αναπνέετε.
Στων πυρω­μέ­νων τού­των βρά­χων τη λαμπράδα
Εμείς θα στή­σου­με τον Τζου­μερ­κιώ­τι­κο Καιάδα.

Και οι Τζου­μερ­κιώ­τες αγα­να­κτι­σμέ­νοι ανταπαντούσαν:

«Ευνου­χι­σμέ­νοι δια­νο­ού­με­νοι, μικροί ανί­κα­νοι και τυφλοί κυβερνήτες.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς.
Ας γίνει αλλιώς το θέλη­μά σου».

Γιώρ­γος Σεφέρης

«Τήκουν τη λάσπη σε φωτει­νούς ρύακες»

Μανό­λης  Αναγνωστάκης

Η συμ­με­το­χή των Τζου­μερ­κιω­τών δεν ήταν η ανα­με­νό­με­νη. Απεί­χαν τοιαύ­της εκδη­λώ­σε­ως καθο­δη­γού­με­νοι από τοπι­κούς παρά­γο­ντες, οι οποί­οι «συνι­στούν τους χει­ρό­τε­ρους πολέ­μιους έργων ανα­νε­ώ­σι­μων πηγών ενέρ­γειας πρω­το­στα­τώ­ντας στον ξεση­κω­μό των τοπι­κών κοι­νω­νιών» και έχουν επι­δο­θεί σε «θεα­τρι­νι­σμούς με τελι­κό στό­χο την προ­ώ­θη­ση δια­φό­ρων μικροσυμφερόντων».

Επι­πλέ­ον, έρρι­ψαν και φεϊγ­βο­λάν με τα λόγια του εθνι­κού μας ποι­η­τή Κωστή Παλαμά:

«Ἀγρύ­πνη­σα, ὑπη­ρέ­τη­σα, ἔκα­μα ὅ,τι μποροῦσα,
κ᾿ εἶδα πὼς εἶχε ὁ πόνος μου συχνὰ γιὰ πληρωμὴπερίγελο.
Μὲ μάτια­σε τὸ μίσος, καὶ ἀποροῦσα,
για­τὶ πολὺ καὶ ὑπό­φε­ρα καὶ δού­λε­ψα πολύ».

Οι κκ. πολι­τι­κοί εν ενερ­γεία δεν έλα­βαν θέση επί της εξέ­δρας των επι­σή­μων. Φοβό­ντου­σαν έκτρο­πα. Μάταια. Τα Τζου­μέρ­κα δεν έχουν νερά­τζια, δεν παρά­γουν για­ούρ­τια. Ούτε καν ντο­μά­τες και πατά­τες. Τα στα­φύ­λια είναι για άλλες επο­χές. Χάθη­καν και οι αγριο­γκορ­τσιές. Μόνο ρου­μπου­έ­λα­τα έχουν τα οποία, όσο και να σας κάνει εντύ­πω­ση, διδάσκουν…

Διδά­σκουν ότι τα Τζου­μέρ­κα δια­μορ­φώ­νουν ψυχές που θα σας το πουν για τα καλά:

«Η ζωή των ανθρώ­πων και, φυσι­κά των Τζου­μερ­κιω­τών, δεν είναι μόνο αριθ­μοί που απει­κο­νί­ζουν τα κέρ­δη και τις κονό­μες. Πάνω απ’ όλα είναι η αξιο­πρέ­πεια: ατο­μι­κή, οικο­γε­νεια­κή, εργα­σια­κή, κοι­νω­νι­κή, εθνι­κή και φυσι­κά Τζου­μερ­κιώ­τι­κη. Γι’ αυτό όλοι οι Τζου­μερ­κιώ­τες είναι απο­φα­σι­σμέ­νοι να αγω­νι­στούν δυνα­μι­κά, για να απο­τρέ­ψουν την κατα­λή­στευ­ση και την κατα­στρο­φή της πατρώ­ας γης και του πανέ­μορ­φου περιβάλλοντος».

Η αλή­θεια ακού­ρα­στη, τρα­χιά, θα σας σαρώσει!

Η πρώ­τη Τζου­μερ­κιώ­τι­κη απάντηση:

«Δεν ξέχα­σα ποτέ τη σπουδαιότητα
της επι­και­ρι­κής ποίησης
ούτε της εύλη­πτης γραφής.
Να λοι­πόν ένας στίχος
σημε­ρι­νός, ευκολονόητος
και πανελλήνιος:

“Τί λέτε ρε μαλά­κες!”» (Τίτος Πατρί­κιος , από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή: «Αντι­κρι­στοί καθρέ­φτες». Από το βιβλίο: Τίτος Πατρί­κιος, «Ποι­ή­μα­τα, IV, 1988–2002», Κέδρος, Αθή­να 2007, σελ. 58.)

Οι επό­με­νες; Καλύ­τε­ρα να μην τις γευτούν…
Αγνώ­μο­νες, διέ­λυ­σαν την παρέλαση !!!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο